Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

π. ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ - ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, ΙΓ΄.




ρκοῦμαι εἰς αὐτά στό παρόν κεφάλαιο καί θά σχολιάσω ἐν συνεχείᾳ τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης».
Στό κεφάλαιο αὐτό, πατέρες, ἔχετε πέσει σέ πολλές παρανοήσεις καί λανθασμένες τοποθετήσεις, οἱ ὁποῖες ὀφείλονται ἀφ’ ἑνός μέν στίς πάγιες θέσεις σας –οἱ ὁποῖες θέλουν νά ἀποδείξουν ἀληθινή καί πατερική τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος–, ἀφ’ ἑτέρου ὀφείλονται στό ὅτι χρησιμοποιεῖτε ἀμάρτυρες καί ἐσφαλμένες θέσεις συγχρόνων πατέρων, καί ἐσεῖς τίς παρουσιάζετε, ἐπειδή ἁπλῶς σᾶς βολεύει καί ἐξυπηρετεῖ τίς θέσεις σας, χωρίς νά ἐξετάσετε τήν ἐγκυρότητά των καί τό πόσο ἀνταποκρίνονται στήν ἀλήθεια.
Γράφετε συγκεκριμένα στήν ἀρχή τοῦ κεφαλαίου στή σελ. 36 τά ἑξῆς: «Σχετικά μέ τό τί εἶναι αἵρεση ἔχουμε τόν ἐπίσημο ὁρισμό, πού μᾶς δίδει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶναι καταχωρημένος στόν πρῶτο του Κανόνα, πού ὑπάρχει μέσα στό Πηδάλιο (σελ. 587): “Αἱρέσεις μέν (ὀνόμασαν οἱ παλαιοί) τούς παντελῶς ἀπερρηγμένους καί κατ' αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους”. Δέν ταυτίζει δηλαδή ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως μέ τήν ἁμαρτία καί ἀθέτηση κάθε ἄλλης εὐαγγελικῆς ἐντολῆς».
Ἐδῶ, πατέρες, διαστρέφετε ἑρμηνευτικά τούς Ἁγίους· ἀπομονώνετε ἕνα χωρίο καί τό ἑρμηνεύετε, ὅπως σᾶς ἐξυπηρετεῖ καί, τό κυριώτερο, δείχνετε ἄγνοια σέ βασικά σημεῖα τῆς πίστεως, τά ὁποῖα ἔχουν σχέσι μέ τήν αἵρεσι, ἐνῶ συγχρόνως εἶστε ὑπεύθυνοι εἰς τό ἐπί τῶν αἱρέσεων γραφεῖο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς. Ὅταν λοιπόν ὁ ἅγιος ἀναφέρει τήν ἔκφρασι «...καί κατ’ αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους» ἐννοεῖ ὅτι,
ὅταν κάποιοι Ἐπίσκοποι δημοσίως καί συνοδικῶς ἀλλάξουν μία εὐαγγελική ἐντολή, αὐτοί εἶναι ἀλλοτριωμένοι ὡς εἰσάγοντες ἄλλη πίστι καί κηρύττοντες ἄλλο εὐαγγέλιο. Εἶναι δέ καί «ἀπερρηγμένοι» ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότης πίστεως καί ὄχι ἑνότης γύρω ἀπό τόν Ἐπίσκοπο. Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Χριστοκεντρική καί ὄχι Ἐπισκοποκεντρική, ὅπως κηρύττουν οἱ Οἰκουμενιστές.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ Ἐκκλησία κατέταξε μεταξύ τῶν αἱρετικῶν π.χ. τούς Νικολαΐτες, διότι ἐκήρυτταν ἀντίθετα στίς περί ἠθικῆς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου· τούς Ναζωραίους, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά τηροῦν πέραν τῶν εὐαγγελικῶν καί τίς διατάξεις τοῦ παλαιοῦ Νόμου· τούς Ἐγκρατίτας, οἱ ὁποῖοι δέν ἐδέχοντο τόν θεσπισθέντα ἀπό τό Εὐαγγέλιο τίμιο γάμο, ἐδίδασκαν πώς ὁ,τιδήποτε εἶναι ἔμψυχο προέρχεται ἀπό τόν Σατανᾶ καί ἦταν ἀπαγορευμένο πρός βρῶσι· τούς Καθαρούς, οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως πρός τό Εὐαγγέλιο, δέν ἐδέχοντο τούς διγάμους καί τήν μετάνοια· τούς Γνωσιμάχους, οἱ ὁποῖοι ἐδίδασκαν ὅτι δέν χρειάζονται οἱ γνώσεις τῶν Γραφῶν, ἀλλά μόνον τά καλά ἔργα κλπ. Αὐτούς ὅλους τούς καταγράφει μεταξύ τῶν αἱρετικῶν ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἰς τό περί αἱρέσεων ἔργο του (ΕΠΕ 2,226 καί ἑξῆς).
Ἄρα λοιπόν, αὐτό πού γράφετε: «Δέν ταυτίζει δηλαδή ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως μέ τήν ἁμαρτία καί ἀθέτηση κάθε ἄλλης εὐαγγελικῆς ἐντολῆς» εἶναι λάθος, διότι δέν ὁμιλοῦμε γιά τήν ἀθέτησι μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀλλά σέ ἐκκλησιαστικό καί δή συνοδικό. Δηλαδή, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διδάσκει ὅτι εἶναι αἵρεσις ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, πρᾶγμα πού σημαίνει τήν παραθεώρησι, τήν ὑποβάθμισι καί κατά συνέπειαν, την κατάργησι αὐτῆς τῆς ἐντολῆς. Αὐτό συμφωνεῖ καί μέ τόν Μ. Βασίλειο καί μέ τήν 5ην ὑποσημείωσι τοῦ ἁγ. Νικοδήμου στόν Κανόνα αὐτόν πού παρουσιάζετε, ἡ ὁποία ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Δι’ ὅ ὁ Γεώργιος Σχολάριος ἐν τῷ κατά Σιμωνίας, αἱρετικός εἶναι, λέγει κάθε ἕνας ὁποῦ ἤ κατ’ εὐθείαν, ἤ πλαγίως πλανᾶται περί τι τῶν ἄρθρων τῆς πίστεως. Καί οἱ πολιτικοί νόμοι φασίν∙ Αἱρετικός ἐστι, καί τοῖς τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται νόμοις ὁ μικρόν γοῦν τι τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων. Καί ὁ Ταράσιος ἐν τῇ α΄ πράξει τῆς ζ΄ Συνόδου λέγει. Τό ἐπί δόγμασιν εἴτε μικροῖς, εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστι∙ ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται. Καί ὁ Φώτιος, γράφων πρός τόν Ρώμης Νικόλαον∙ καί γάρ ἐστιν ὄντως τά κοινά πᾶσιν ἅπαντα φυλάττειν ἐπάναγκες, καί πρό γε τῶν ἄλλων τά περί πίστεως. Ἔνθα καί τό παρεκκλῖναι μικρόν, ἁμαρτεῖν ἐστιν ἁμαρτίαν τήν πρός θάνατον» (Ὑποσημ. στόν α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου).
Ἐδῶ, πατέρες, ἐφαρμόζετε πάλι τήν αἱρετική μέθοδο ἑρμηνείας, ἡ ὁποία ἀπομονώνει ἕνα χωρίο, δίδει αὐθαίρετον ἑρμηνεία καί κυρίως τό κάνει νά ἀντιμάχεται μέ ἄλλα παρόμοια χωρία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων. Ἡ ὀρθόδοξος μέθοδος εἶναι νά φέρωμε τούς Ἁγίους σέ συμφωνία καί ὄχι νά τούς παρουσιάζωμε διαφωνοῦντας καί ἀντιμαχομένους. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, λοιπόν, μέ τήν διδασκαλία του ἔρχεται σέ πλήρη συμφωνία μέ τήν ἁγ. Γραφή καί εἰδικά μέ τά χωρία Ἰάκωβ. 2,10 καί Ματθ. 5,19 καί μέ τόν Μ. Βασίλειο.
Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ ὅσιος Θεόδωρος, γιά νά ἐπισφραγίση τήν διδασκαλία του, δανείζεται τήν διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, ἐνῶ ἐσεῖς, πατέρες, παρουσιάζετε τούς Ἁγίους αὐτούς ἀντιμαχομένους. Γράφει ὁ ὅσιος τά ἑξῆς: «Ὅτι δέ ἀμετάβλητοι αἱ ἐντολαί τοῦ Εὐαγγελίου, ἄκουε τοῦ μεγάλου Βασιλείου βοῶντος· τάχα τονῶσαί μου τήν ψυχήν, καί νηπτικωτέραν πρός τό ἐφεξῆς καταστῆσαι ὁ Κύριος ἠβουλήθη, ὡς μή προσέχειν ἀνθρώποις, ἀλλά διά τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καταρτίζεσθαι∙ αἵ οὔτε καιροῖς, οὔτε περιστάσεσιν ἀνθρωπίνων πραγμάτων συμμεταβάλλονται, ἀλλ' αὐταί διαμένουσιν· ὡς προήχθησαν ἀπό τοῦ ἀψευδοῦς καί μακαρίου στόματος, οὕτω διαιωνίζουσαι. Οἱ δέ δι' ἐναντίας κηρύξαντες τήν μοιχοζευξίαν οἰκονομίαν σωτήριον, τί ἄλλο ἤ τρεπτάς τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ἀπεφήναντο; πῆ μέν μεταβαλλομένας, πῆ δέ οὐ μεταβαλλομένας, ἀλλ' ἐνεργούσας ἀτρέπτως· καιροῖς δέ τισι καί περιστάσεσιν ἀνθρωπίναις, ὥσπερ ἔφασαν αὐτοί περί τῶν κρατούντων, μεταβαλλομένας, καί μή εἰς ἀνομίαν λογιζομένας, ἀλλά γάρ καί τοσοῦτον ἰσχύν ἐχούσας, ὡς καί τούς μή προσιεμένους αὐτάς, ἤγουν τάς παραβάσεις τάς, ὥς φασιν, οἰκονομίας τῶν ἁγίων ἀναθεματισμένους παρά τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι;
»Συνῆκται οὖν ἐντεῦθεν οὐδέν ἕτερον, ἤ τό τόν Θεόν τρεπτόν εἶναι καί ἀλλοιωτόν· ὁμοιουμένου τοῦ λέγοντος τῷ οἰκείῳ λόγῳ, τό τε Εὐαγγέλιον ἀόριστον πρός τε σωτηρίαν καί ἀπώλειαν... Χαλεπωτάτη οὖν αἵρεσις αὕτη καί τό τοῦ μακαριωτάτου Ἀποστόλου ἔστιν ἐνταῦθα λέγειν· Θαυμάζω ὅτι οὕτως ταχέως μετατίθεσθε ἀπό τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον Εὐαγγέλιον ὅ οὐκ ἔστιν ἄλλο· εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς· καί ἐθέλοντες μεταστρέψαι τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς αὐτοί ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ὑμῖν εὐαγγελίζηται παρ' ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Ρ.G. 99, 1076D, Φατ. 48, 135).
Ὁ ἅγ. Βασίλειος λοιπόν ταυτίζει, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο, τήν δημοσία καί συνοδική ἀθέτησι μιᾶς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς μέ τήν αἵρεσι καί, ἄρα, αὐτά πού γράφετε, πατέρες, ὅτι δηλαδή δέν τά ταυτίζει, εἶναι ψευδῆ.
Παραδόξως, καί ἐδῶ ταυτίζεσθε μέ τήν διδασκαλία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία στήν οὐσία δέν εἰσάγει τίποτε ἄλλο, παρά τήν δημοσία καί συνοδική ἀθέτησι τῶν εὐαγγελικῶν ἐκείνων ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στούς αἱρετικούς καί στίς διδαχές των, καθώς καί στήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς.
Ἀπορῶ λοιπόν πατέρες, πῶς ἐχαρακτηρίσατε τόν Οἰκουμενισμό ὡς «παναίρεσι», τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἰσχυρίζεσθε ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς δέν εἶναι αἵρεσις. Ἐδῶ προφανῶς δέν φέρετε σέ ἀντίθεσι μόνον τούς Ἁγίους, ἀλλά ἔρχεσθε σέ ἀντίθεσι μέ αὐτά τά ὁποῖα ἀνωτέρω γράφετε. Ἄν δηλαδή, ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς δέν εἶναι αἵρεσις, τότε καί ὁ Οἰκουμενισμός ὄχι μόνο δέν εἶναι παναίρεσι, ἀλλά δέν θά ἔπρεπε οὔτε κἄν αἵρεσι νά τήν χαρακτηρίσετε· ἁπλῶς οἱ Οἰκουμενιστές εἶναι παραβάτες κάποιων ἱερῶν Κανόνων, ὅπως συμβαίνει πολλές φορές μέ ὅλους μας. Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ἡ λογική σας!
Πρέπει νομίζω, πατέρες, αὐτά νά τά ξεκαθαρίσετε μέσα σας, ὥστε καί τούς Ἁγίους νά μήν φέρετε σέ ἀντίθεσι, καί νά εἶστε συνεπεῖς σέ αὐτά πού διδάσκετε, καί νά μήν τά ἀλλάζετε ἀναλόγως τῶν περιστάσεων.
Ἐν συνεχείᾳ γράφετε τά ἑξῆς: «Τήν ἴδια διάκρισι μεταξύ ἁμαρτίας τῆς αἱρέσεως καί ἄλλης φύσεως ἁμαρτημάτων βλέπουμε νά κάνουν καί οἱ Κανόνες 13ος, 14ος καί 15ος τῆς ΑΒ', γιά τούς ὁποίους ἔγινε ἤδη λόγος προηγουμένως».
Ἐδῶ πάλι, πατέρες, ἀλλάζετε τήν διδασκαλία σας καί ἀναφέρετε ὅτι ὑπάρχει διάκρισις μεταξύ οἱασδήποτε ἁμαρτίας καί τῆς αἱρέσεως, ἐνῶ μέ ὅλες τίς προηγούμενες θεωρίες σας, τήν αἵρεσι τήν ἐταυτίζατε μέ τίς ἄλλες ἁμαρτίες τοῦ Ἐπισκόπου, τήν δέ ἀντιμετώπισι τοῦ πρώτου μέρους τοῦ 15ου ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί τῶν δύο προηγουμένων, τήν ἀναφέρατε ὡς ἀντιμετώπισι τῶν αἱρετικῶν, δηλαδή γιά τό δεύτερο μέρος τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος. Τώρα προφανῶς, ἐπειδή θέλετε νά ἀποδείξετε ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μιᾶς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς δέν εἶναι αἵρεσι, ἀλλάζετε στάσι καί ἀθετεῖτε ὅσα ἀναφέρατε προηγουμένως. Καί ἐνῶ τώρα, εἰς τό θέμα τῆς διακρίσεως τῆς κάθε ἁμαρτίας ἀπό τήν αἵρεσι ἔχετε ὀρθόδοξο θέσι, πέφτετε συγχρόνως σέ ἄλλο βαθύτερο γκρεμό, ἐπειδή, αὐτήν τήν ὀρθόδοξο θέσι, τήν χρησιμοποιεῖτε προχείρως καί χωρίς κατ’ οὐσίαν νά τήν πιστεύετε, γιά νά ἀποδείξετε ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς δέν εἶναι αἵρεσι.
Δέν δύνασθε ἐδῶ νά κατανοήσετε βασικά καί ἁπλά πράγματα, ὅτι δηλαδή, ἄν δέν εἶναι αἵρεσις ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, τότε πολύ περισσότερο δέν εἶναι αἵρεσις ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις κάποιων ἱερῶν Κανόνων. Διότι οἱ ἱεροί Κανόνες δέν εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, ἀλλά ἐτέθησαν καί ἐθεσπίσθηκαν πρός περιφρούρησί της.
Ἀμέσως ἐν συνεχείᾳ γράφετε τά ἑξῆς: «Αὐτή ἡ διάκρισις, πού ἔχει ἀποτυπωθεῖ στούς παραπάνω Κανόνες, ἀποτελεῖ καί τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἡ γνώμη ἑνός μεμονωμένου Ἁγίου, τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου».
Εἶναι ἄξιον ἀπορίας, πατέρες, πῶς κατορθώσατε νά παρουσιάσετε τούς Ἁγίους ἀντιμαχομένους καί μεταξύ των καί μέ τούς ἱερούς Κανόνες, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἐσεῖς εἶστε οἱ ἀντιμαχόμενοι καί διαφωνοῦντες καί μέ τούς Ἁγίους καί μέ τούς ἱερούς Κανόνες. Ἐσεῖς δηλαδή, δέν δέχεσθε ὅτι ἡ ἀντιμετώπισις τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν εἶναι τελείως διαφορετικά ἀπό τήν ἀντιμετώπισι οἱασδήποτε ἄλλης ἁμαρτίας· ἐσεῖς δέν δέχεσθε ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις κάποιας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς εἶναι αἵρεσις· ἐσεῖς δέν δέχεσθε τήν ἴδια τήν ἀποτείχισι πρό συνοδικῆς κρίσεως σύμφωνα μέ τόν Κανόνα, ἀλλά ἀπαιτεῖτε συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ πρό τῆς ἀποτειχίσεως· ἐσεῖς χρησιμοποιεῖτε αἱρετικές μεθόδους ἑρμηνείας, ὥστε νά παρουσιάζετε τούς Ἁγίους ἀντιμαχομένους καί γι’ αὐτό καταλήγετε πάντα σ’ αὐτό πού γράφετε τώρα: «...καί ὄχι ἡ γνώμη ἑνός μεμονωμένου Ἁγίου τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου». Δηλαδή, ὁ,τιδήποτε δέν συμφωνεῖ μέ τίς θεωρίες σας, καί εἰδικά μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, τό ἀπομονώνετε καί τό παρουσιάζετε ὡς «γνώμη ἑνός μεμονωμένου Ἁγίου».
Τό ἴδιο ἐπράξατε καί ὅταν ἀναφερθήκατε στόν ἅγ. Ἀθανάσιο, ἐπειδή καί αὐτός δέν συμφωνοῦσε μέ τίς θεωρίες σας. Τό ἴδιο ἐπράξατε καί μέ τούς Κωνσταντινουπολίτες ἐπί Νεστορίου, ἐπειδή καί αὐτοί δέν ἦσαν σύμφωνοι μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Ὅ,τι δηλαδή, δέν κατορθώνετε νά διαστρέψετε, νά ἀκρωτηριάσετε καί νά τό παρουσιάσετε σύμφωνο μέ τίς θεωρίες σας, αὐτό ἤ τό προσπερνᾶτε ἀσχολίαστο, πρᾶγμα εὐκολώτερο καί ἀνώδυνο, ἤ τό ἀπομονώνετε σάν κάτι ἐκτός Παραδόσεως καί ἐφάμαρτο πού ἔγινε ἀπό ὑπερβάλοντα ζῆλο «οὐ κατ’ ἐπίγνωσι».
Ἡ διδασκαλία λοιπόν τῆς ἁγ. Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί ὅλων τῶν Ἁγίων ἀνεξαιρέτως εἶναι μία καί ἡ αὐτή: ὅτι δηλαδή, ἀποτειχιζόμεθα ἀμέσως ἀπό κάθε Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δημοσίως καί συνοδικῶς κηρύττει μία αἵρεσι ἤ δημοσίως καί συνοδικῶς ἀθετεῖ μία εὐαγγελική ἐντολή, πρᾶγμα τό ὁποῖο πάλι εἶναι αἵρεσις. Ἄρα, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, δέν διδάσκει κάτι καινούριο, ἀλλά σαφῶς τή διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων.
Ἐν συνεχείᾳ, προκειμένου νά ἀπομονώσετε τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί νά τήν παρουσιάσετε ὡς κάτι ἐκτός Παραδόσεως, γράφετε τά ἑξῆς: «Σ’ αὐτήν τήν ἀντίληψιν τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου περί αἱρέσεως ὀφείλεται καί ἡ ὀξύτατη ἀντίδρασή του στόν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ' μέ τήν συγγενῆ τοῦ Ὁσίου Θεοδότη, τόν ὁποῖο ὅμως (γάμο) ἐδέχθη κατ' οἰκονομίαν ὁ Ἅγιος καί Ὁμολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἀποκαλοῦσε «μοιχειανό» γιά ἕνα διάστημα».
Ὥστε λοιπόν, ἡ ἀντίληψις τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου περί αἱρέσεως εἶναι λανθασμένη καί ἡ δική σας, μαζί μέ κάποιους νεο-πατέρες, εἶναι ὀρθή. Νομίζω ὅτι, ἤ θά πρέπει νά ἐγκαταλείψετε αὐτές τίς θεωρίες σας, ἤ θά πρέπει νά ἐγκαταλείψετε τό περί αἱρέσεων γραφεῖο τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Κατ’ ἀρχάς, πατέρες, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δέν ἦταν ὁ μόνος ἀποτειχισθείς, ἀλλά ὑπῆρχε μαζί του καί πλῆθος ἄλλο ἁγίων Πατέρων, ὅπως ὁ ὅσιος Πλάτων, ὁ ἅγιος Ἰωσήφ –ὁ κατόπιν ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, οἱ μοναχοί τῆς μονῆς τοῦ Στουδίου, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἑορταζόμενοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ ὁμολογητής, ὁ ὅσιος Θαδδαῖος, ὁ ὅσιος Ναυκράτιος κ.ἄ., πολλοί μοναχοί καί ἡγούμενοι, Ἀρχιερεῖς καί λαϊκοί. Τώρα, ἄν ὅλοι αὐτοί ἐπλανήθηκαν καί δέν ἐγνώριζαν τί σημαίνει αἵρεσις, ἀλλά πατέρες, τό γνωρίζετε ἐσεῖς καλύτερα ἀπό αὐτούς, ἄς τό κρίνετε μόνοι σας καί ὅσοι φυσικά μελετήσουν τά γραφόμενά σας.
Ἔπειτα, δείχνετε –ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα– ἄγνοια γιά τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο ἀποτειχίσθηκε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ὅλοι οἱ ἄλλοι Πατέρες, κληρικοί καί λαϊκοί. Διότι ὁ ὅσιος καί οἱ λοιποί Πατέρες δέν ἀποτειχίσθηκαν γιά τόν παράνομο αὐτόν γάμο τοῦ αὐτοκράτορος, ἀλλά γιά τό ὅτι αὐτή ἡ παρανομία διαδόθηκε ταχύτατα σέ πολλούς ἀξιωματούχους καί μή, εἰς τρόπον ὥστε, ἔχοντες αὐτό τό παράδειγμα, τό ὁποῖο εὐλόγησε ἡ Ἐκκλησία, ἐγκατέλειπον τίς νόμιμες γυναῖκες των καί ἔπαιρναν ἄλλες.
Νά, πῶς μᾶς τά μεταφέρει τά γεγονότα αὐτά ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου: «Ὁ μέν γάρ θεῖος πατριάρχης Ταράσιος τό τοιοῦτον ἀπευδοκῶν συνοικέσιον, τήν εἰς αὐτούς στεφανικήν ἀποστρέφεται χειροθεσίαν, τῷ παρανόμῳ τῆς μίξεως οὐ συναινῶν ἐνεργήματι· ψυχαῖς γάρ βεβήλοις ἀσυναφής ὁ Χριστός, ὥς πού τις ἔφη τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων· Ἰωσήφ δέ τις πρεσβύτερος καί οἰκονόμος τυγχάνων τῆς αὐτῆς ἁγιωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῶν μοιχωμένων τε συνήθης ὤν, ἀναδέχεται τολμηρῶς τό ἐγχείρημα καί στεφανοῖ τούς ἀθέσμους, ἔξω θεσμῶν ἀποσκιρτήσας θείων καί ἀνθρωπίνων· καί γίνεται προβολή τοῦ τοιούτου κακοῦ οὐ μόνον ἐπί τῆς βασιλευούσης, ἀλλά καί ἐπί ταῖς ἐξωτάτω χώραις· οὕτω γάρ ὁ τῆς Λογγοβαρδίας ρήξ, οὕτως ὁ τῆς Γοτθίας, οὕτως ὁ τῆς Βοσπόρου τοπάρχης, τῇ λύσει ταύτης τῆς ἐντολῆς ἐπερειδόμενοι, μοιχικαῖς ὀρέξεσι καί ἀκράτοις ἐπιθυμίαις ἑαυτούς περιέπειραν, τήν τοῦ Βασιλέως Ρωμαίων πρᾶξιν εὐπροφάσιστον ἔχοντες ἀπολογίαν, ὡς ἐκείνου μέν τῷ αὐτῷ περιπεσόντος, ἀποδεδεγμένου δέ παρά τε τοῦ πατριάρχου καί τῶν σύν αὐτῷ ἀρχιερέων.
»Ταῦτα οὖν τά παράνομα διαγνούς ὁ κατά Χριστόν Ἰησοῦν χαρακτηριζόμενος ἄνθρωπος, καί πᾶσαν ὡς δυνατόν ἑκάστοτε δικαιοσύνην προφανῶς ἀποπληρῶν, τοῦ τε ὁμοφύλου γένους πατρικοῖς προμηθούμενος σπλάγχνοις, ἠνιᾶτο, ἐδυσφόρει καθ' ἑαυτόν, τήν ἁπάντων ὁμοῦ ἀπωδύρετο ἀπώλειαν τῶν τε νῦν καί τῶν μετά ταῦτα· ἐδεδίει γάρ εἰκότως μή πως εἰς νόμον τοῖς ἀνοήτοις ἡ τοῦ κρατοῦντος ἀλογιστία παραδεχθεῖσα, ἀνίατον παραπέμψῃ ταῖς ὕστερον γενεαῖς τό πρακτέον· διά τοι τοῦτο οὐ παρασιωπᾷ τοῦ μή ἐλέγξαι τό πῆμα, ἀλλ' ἀπορρήγνυσιν ἑαυτόν σύν τῷ ἰδίῳ πατρί τῆς ἐκείνων εὐθύς κοινωνίας. Ἀκουστή δέ γίνεται ἡ κατά Θεόν αὐτῶν τῆς μοιχείας ἀποστροφή εἰς τά τοῦ βασιλέως ὦτα· ὁ δέ πρῶτα μέν ἐπιεικεύεται οὐκ ἀγανακτῶν πρός τό κακόφημον· καί δι' ἑτέρων τοῦτο μαθών καί ὑπ' αὐτῆς τῆς μοιχαλίδος, τρόπον τινά κατεπτηχώς τήν τῶν μακαρίων διάζευξιν, ὡς τό ἀσύγκριτον ἐχόντων καί περίβλεπτον ἐν τῇ τῶν μοναχῶν πολιτείᾳ» (P.G. 99, 252C).
Ὁ δεύτερος βιογράφος του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ οὖν πατριάρχης Ταράσιος οὔτε τήν χειροθεσίαν ἀνετέλει, οὔθ’ ὅλως συνευδόκει τῷ γινομένῳ. Πῶς γάρ, ἀνοσίαν εἰδών τήν σύναψιν, καί τοῖς ἱεροῖς κανόσιν ἀπώμοτον. Πρεσβύτερος δέ τις ᾧ Ἰωσήφ ὄνομα, ὅς καί οἰκονόμος τῆς Ἐκκλησίας ἐτύγχανε, μεῖζον ἑαυτοῦ φρονήσας, καί τῶν θείων ὑπερφρονήσας, γίνεται, ὡς μή ὤφελε, τοῦ ἀθέσμου γάμου καί προσαγωγός καί τελειωτής, καί τῆς συζυγίας συναρμοστής, τά πάντα τῷ βασιλεῖ δουλωθείς, ὁ καί τήν πίστιν δοῦλος καί τήν προαίρεσιν, εἰ καί τάχα οὐκ εἰς μακράν τῆς ἑαυτοῦ ἀβουλίας ἐπῄσθετο, τῶν ἱερῶν ἀπωθείς περιβόλων, δι’ ἅ παραβολώτερον ἔδρασεν. Ἦν οὖν ἐξ ἐκείνου οὐ μόνον ἐν τῇ βασιλευούσῃ, ἀλλά κἄν ταῖς ἄλλαις πόλεσι, κἄν ταῖς πορρωτέρω δέ χώραις, ὁδός πρός τά χείρονα τό πραχθέν∙ οὕτως ὁ Βοσπόρου, οὕτως ὁ Γότθος, οὕτως οἱ λοιποί τῶν ἐπαρχιῶν ἡγεμόνες, καί οἱ ἄλλως ταῖς πόλεσιν ἐφεστῶτες, ἀδεῶς τό ἀνόσιον ἔπραττον, τάς μέν τῶν ὁμοζύγων ἐκβάλλοντες, τάς δέ ἀντεισάγοντες, καί συνηγορίαν τῶν οἰκεῖων παθῶν τόν πρώτως δράσαντα προβαλλόμενοι.
»Ταῦτα ὁ μέγας διαμαθών Θεόδωρος, καί περιαλγής τήν ψυχήν γεγονώς, ἔστενε βαρέα καί ἠνιᾶτο, καί τούς πράττοντας κατῳκτίζετο, κακῷ τοσούτῳ καί τοσούτους περιπαρέντας∙ δεδιώς μάλιστα καί περί τῶν λοιπῶν μή καί ἐς πάντας ἀφίκηται τό δεινόν, καί νόμος ἄντικρυς τό ἄθεσμον γένηται, τῶ κράτει δήπουθεν βοηθούμενον. Ὅθεν καί πάντα λογισμόν κινήσας, καί ὡς ἐνῆν περί τήν ἐποχήν τοῦ κακοῦ διασκοπήσας, πρᾶγμα ποιεῖ τῆς ἑαυτοῦ εὐγενείας ἐπάξιον. Ἀποκηρύττει τόν παρανομήσαντα βασιλέα, πάντων ὁρώντων, καί στηλιτεύει αὐτόν τε καί πρᾶξιν αὐτοῦ, πᾶσιν αὐτόν τοῖς μονάζουσι θέμενος ἔκπτωτον. Οὗ καί φημισθέντος πρός πάντας, κατήκοος τοῦ γενομένου καί αὐτός γίνεται βασιλεύς∙ ὅς καίτοι τῷ θυμῷ χαλεπήνας, ὅμως γοῦν ἐπιεικείας τι πλάσμα ἐν ἑαυτῷ ὑποκρίνεται, καθυφέσθαι πως δόξας ἐπί βραχύ. Ἄλλως τε καί τόν ὅσιον ὀρρωδήσας τό πρωτεῖον κατά πάντων ἔχοντα, οὐκ ἤθελεν ἅμα τήν ὅλην ἐκφῆναι θρασύτητα∙ κολακικῶς δέ μᾶλλον αὐτόν μετελεύσεσθαι, εἴ πως ἑαυτῷ λάβοι ἐπικλινῇ∙ ῥαδίως γάρ ἄν οὕτω καί τούς λοιπούς ἕλοιτο, εἰ μόνον τούτου κρατήσειε∙ κακοήθως τοῦτο ὑποτοπήσας, καί λίαν περιττῶς» (P.G. 99,137A).
 Ἐδῶ, ἐκτός ἀπό τόν λόγο τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Πατέρων πού προανέφερα, βλέπουμε πώς καί οἱ δύο βιογράφοι ἀναφέρουν ὅτι ὁ Πατριάρχης Ταράσιος ἦτο ἀντίθετος μέ τή μοιχεία τοῦ αὐτοκράτορος καί δι’ αὐτό δέν ἐτέλεσε καί τό γάμο, ὅπως ἦτο συνήθεια νά γίνεται στούς βασιλεῖς. Κατ’ οὐσίαν δέ, συμφωνοῦσε μέ τούς Πατέρες πού ἀποτειχίσθηκαν, ἁπλῶς, λόγῳ τῆς θέσεώς του καί προκειμένου νά μήν ἐξάψη τόν θυμό τοῦ βασιλέως ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἐτήρησε κατ’ οἰκονομίαν αὐτήν τήν στάσι.
Οἱ βιογράφοι ὅμως, μᾶς διηγοῦνται καί τά ἀποτελέσματα τῆς ἀποτειχίσεως ὡς ἑξῆς: «...Ἀλλ' οἷον καί ὅσον κατόρθωμα τῇ οἰκουμένῃ πάσῃ ὁ τοῦ θεοφόρου Πατρός ἡμῶν ἐκτετέλεκεν ἄεθλος, ἔξεστιν εὐθύς συνιδεῖν· οἱ γάρ ἐν τοῖς κλίμασι τῆς κατά Χερσῶνα καί Βόσπορον παροικίας ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι, πρός δέ καί τῶν μοναστῶν οἱ θεοειδέστεροι, τήν τοῦ θείου Πατρός ἡμῶν ἐπακούσαντες πρᾶξιν, καί συνηγοροῦσαν εὐρηκότες τοῖς θείοις Εὐαγγελίοις, ζηλοῦσιν ἐν καλῷ τήν αὐτοῦ παρρησίαν· ὡς πληροῦσθαι κἀνθάδε τό, Ὁ ζῆλος ὑμῶν ἠρέθισε τούς πλείονας εἰς τό ἀγαθόν· καί παραυτά μέν ἀπρόσδεκτα τίθενται τά προσφερόμενα δῶρα τῶν τά αὐτά τῷ νεωτέρῳ Κωνσταντίνῳ πραξαμένων ταῖς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαις· ἀφορίζουσι δ' αὐτούς καί τῶν σεπτῶν καί ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων· λέγουσι καί αὐτοί συνῳδά τῷ ἱερόφρονι Θεοδώρῳ πρός τούς φαυλίσαντας τήν Χριστιανικωτάτην παράδοσιν· Οὐκ ἔξεστιν ὑμῖν ἔχειν γυναῖκας παρά τούς τεθέντας Χριστόθεν νόμους· τέλος ἀπελαύνονται καί αὐτοί τῶν ἰδίων ἐκκλησιῶν καί κατασκηνώσεων· καί τἄλλα δέ πάσχουσιν, ὅσα τοῖς δρῶσίν ἐστιν καταθύμια· θυμοῦ στρατηγοῦντος μάλιστα τοῦ δεινοῦ ὁπλίτου καί χειρός βιαίας ἐπιτιθεμένης. Ἐκ δέ τούτου φόβος ἐπιπίπτει καθ’ ὅλην μικροῦ τήν ὑπό τῶν Ρωμαίων ἀρχήν ἐπί τούς τά τοιαῦτα πράσσοντας· καί γίνεται τοῖς ἀκολασταίνουσι κημός ὁ τῶν εὐσεβῶν διωγμός, καί ἀναστέλλεται ταύτῃ τοι ἡ τοῦ κακοῦ τοῦδε φορά, τοῦ μή πρόσω προβαίνειν· τά γάρ ἀνεπίπληκτα τῶν παθῶν ἕρπει μέν ἀεί πρός τό αἴσχιον ὡς ἔχις· καταδράττεται δέ καρδίας καί νοῦ, καί εἰς ὄλισθον ἄγει παντελῆ τόν ἁλόντα· ὅπερ ἵνα μή γένηται, ἐν τοῖς προειρημένοις ἀθληταῖς ἡ χάρις τοῦ παναγίου ἐκλάμψασα Πνεύματος, ἤλεγξεν ἀναφανδόν τῆς παρανομίας τό ἔργον» (253D, 256 Α,Β).
Ἐδῶ ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Πρεσβύτεροι ἀκολούθησαν τό παράδειγμα τοῦ ὁσίου, ὄχι τυφλά, ἀλλά ἐπειδή διεπίστωσαν ὅτι ἦτο ἀπολύτως σύμφωνο μέ τήν ἁγ. Γραφή· ἀφώρισαν δέ ὅσους στήν περιοχή των ἔπραξαν τό ἴδιο κατά μίμησι τοῦ βασιλέως, μέ ἀποτέλεσμα καί αὐτοί νά ἐξορισθοῦν. Ἡ πρᾶξις αὐτή τῶν Πατέρων ἔγινε χαλινός καί φραγμός στούς παρανομούντας, διότι διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἐπετεύχθη ὁ ἔλεγχος τοῦ κακοῦ, ἐνῶ διά τῆς οἰκονομίας τό κακό ὑπέβοσκε καί διεδίδετο ταχύτατα.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι οἱ βιογράφοι ἀναφέρουν ὅτι προκειμένου νά σταματήση τό κακό «ἐν τοῖς προειρημένοις ἀθληταῖς ἡ χάρις τοῦ παναγίου ἐκλάμψασα Πνεύματος, ἤλεγχεν ἀναφανδόν τῆς παρανομίας τό ἔργον». Δηλαδή ἡ ἀποτείχισις αὐτή ἔγινε ἀπό τούς Πατέρες μέ τόν φωτισμό τοῦ ἁγ. Πνεύματος, προκειμένου νά σταματήση τό κακό.
Ὁ ἀντίκτυπος τοῦ γεγονότος αὐτοῦ τῆς ἀποτειχίσεως εἰς τόν λαό ἦταν ὁ ἑξῆς: «καί οὕτῳ μᾶλλον ὁ μέγας Θεόδωρος διαβοητότερος καθίσταται, μιμητής τοῦ Προδρόμου δεικνύμενος, καί Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου, οὐ μόνον ἐν τοῖς περιοίκοις, ἀλλά καί πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης∙ ἐν γάρ τῇ Θεσσαλονικέων τόν ἅπαντα χρόνον τῆς Κωνσταντίνου βασιλείας περιφρουρούμενος πόλει, εἰς τάς ἐξωτάτω χώρας τά τῶν ἰδίων κατορθωμάτων ἀπέπεμπε προτερήματα. Γεγράφηκε δέ καί τῷ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης δι’ οἰκείων αὐτοῦ μαθητῶν δῆλα ταῦτα καταστησάμενος∙ καί ἀπεδέχθη παρ’ αὐτοῦ μεγάλως, ὡς μή ὑποστειλάμενος ἀναγγεῖλαι τά φίλα Θεῷ∙ παρ’ οὗ καί ἀντίγραφα ἐδέξατο καταγεραίροντα αὐτοῦ τήν ὑπέρ τοῦ καλοῦ ἐνστασίν τε καί ἄθλησιν, ὡς ἐξισουμένην τῇ τοῦ θείου Προδρόμου ἀξιοπρεπῶς παρρησία» (P.G. 99, 256B).
Γιά σκεφθεῖτε, πατέρες, πόσο ἐπλανήθησαν ὅλοι τότε ἀπό τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου, ὥστε ἀπό τόν τελευταῖο χριστιανό μέχρι τόν Πάπα τῆς Ρώμης νά ἐξυψώσουν τό ὅσιο τόσο, ὥστε νά τόν ὀνομάσουν μιμητή τοῦ Προδρόμου καί τοῦ προφήτου Ἠλία! Εὐτυχῶς πού σήμερα, ἐσεῖς ἐβάλατε τά πράγματα στή θέσι των, μέ τό νά ὀνομάσετε τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου καί τῶν Πατέρων «Στουδιτικά σχίσματα», μέ τό νά θεωρήσετε τόν ὅσιο καί τούς Πατέρες ἀποσχισμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ τό νά δικαιώσετε τούς ἰσχυρούς καί τήν ἐξουσία ποὺ ἐτήρησαν τήν ὁδό τῆς οἰκονομίας, ἡ ὁποία βεβαίως μπορεῖ κατά τήν γνώμη σας νά συμβιβασθῆ μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἐνῶ αὐτή –τῆς ἀκριβείας τῶν Πατέρων– σᾶς κάθεται, κατά τό δή λεγόμενο, κυριολεκτικῶς στό στομάχι καί βεβαίως (πέραν αὐτοῦ) μέ τό να ἁλιεύετε κάποια λογίδρια, τά ὁποῖα προβάλλετε, ἀποσιωπώντας ὅλη τήν ἄλλη βιβλιογραφία καί βιογραφία, ἡ ὁποία δέν σᾶς συμφέρει.
Στό κείμενο τῆς κριτικῆς μελέτης σας, πού προανέφερα, πατέρες, ἔχετε καί πολλές ἀνακρίβειες. Γράφετε συγκεκριμένα «...τόν ὁποῖο ὅμως (γάμο) ἐδέχθη κατ’ οἰκονομίαν ὁ ἅγιος καί ὁμολογητής Πατριάρχης Νικηφόρος». Ὁ ἅγ. Νικηφόρος δέν ἐδέχθη φυσικά τόν γάμο αὐτόν, διότι, ὅταν ἔγινε Πατριάρχης, εἶχε πεθάνει ὁ Κων/νος ὁ Στ΄, ἀλλά ἐδέχθη κατ’ οἰκονομίαν νά ἀποκαταστήση, κατόπιν πιέσεως τοῦ αὐτοκράτορος, τόν ἱερέα Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἦτο καθηρημένος ἐπί ἁγ. Ταρασίου, ἐπειδή ἐτέλεσε αὐτόν τόν γάμο.
Ἐπίσης ἀναφέρετε κατωτέρω: «τόν ὁποῖο (Νικηφόρο) ὁ ὅσιος Θεόδωρος ἀποκαλοῦσε μοιχειανό γιά ἕνα διάστημα».
Μελετώντας, πατέρες, ἐπί χρόνια τον Ἅγιο, δέν διεπίστωσα κάτι τέτοιο, ὅτι δηλαδή ὁ ὅσιος ἀποκαλοῦσε τόν ἅγ. Νικηφόρο μοιχειανό. Στίς δύο μάλιστα ἐπιστολές πού διασώζονται καί ἀπέστειλε ὁ ὅσιος πρός τόν ἅγ. Νικηφόρο, τοῦ ὁμιλεῖ μέ πολλή ταπείνωσι, ἐκφράζεται μέ βαθύτατο σεβασμό καί ἐκτίμησι, τόν παρακαλεῖ νά ἐμποδίση τόν Ἰωσήφ ἀπό τήν ἱερωσύνη, τόν προειδοποιεῖ ὅτι, ἄν δέν γίνη αὐτό, θά δημιουργηθῆ στήν Ἐκκλησία «μέγα σχίσμα» κλπ.
Ἐπίσης, ὅταν μετά τίς πιέσεις τοῦ βασιλέως ἀποκατεστάθη ὁ Ἰωσήφ εἰς τήν ἱερωσύνη ἀπό τόν ἅγ. Νικηφόρο, ὁ ὅσιος ἀποτειχίσθηκε διά δευτέραν φορά. Ἐδῶ ὁ βιογράφος σημειώνει τά ἑξῆς: «Τούτοις ὁ Πατήρ καί γνώμης ὅπως εἶχε καί λογισμοῦ διαρρήδην ἐμφήνας, ἀποδιίσταται, ὡς ἔφημεν, συνόλως αὐτῶν, μηδενός τό παράπαν πεφροντικώς, μή βασιλέως τά δεινά ποιήσειν αὐτόν ἀπειλοῦντος, μή τῶν ἐκείνου συμφρόνων, μυρίαν αὐτῷ τήν βίαν ἐπαγόντων, μή τῶν ἄλλων τῇ ἀρχῇ συμπραττόντων, ἱερέων τε καί λοιπῶν τῶν ἐν τέλει. Μόνου γε μήν τοῦ πατριάρχου ἀπευκτήν ὅλως καί οὐδέ φορητήν τό παράπαν ἐνόμιζε τήν διάζευξιν∙ οἱονεί διχοτομίας ἑαυτοῦ ἐπαισθόμενος, καί ὀδύναις ἀρρήτοις διά ταύτην βαλλόμενος. Ἀλλ’ ἐπειδή οὐκ ἦν ἄλλως αὐτῷ τό συνοῖσον ἑλέσθαι, ἔμενε φέρων τά λυπηρά, πάντα μᾶλλον αἱρούμενος, ἤ τι πρᾶξαι τῶν μή δοκούντων Θεῷ, καί φανῆναι ἄντικρυς, ἄλλο τι πρό ἐκείνου τιμῶν» (P.G. 99, 157B).
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ βιογράφος ὅτι διά τό μόνο πού ἐστενοχωρήθη ὁ ὅσιος μέ τήν ἀποτείχισί του, ἦτο ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν Πατριάρχη Νικηφόρο: «Μόνου γέ μην τοῦ πατριάρχου ἀπευκτήν ὅλων καί οὐδέ φορητήν τό παράπαν ἐνόμιζε τήν διάζευξιν». Τό ἔπραξε ὅμως αὐτό, ὑπομένοντας τήν λύπη, γιά νά μή φανῆ «ἄλλο τι πρό ἐκείνου τιμῶν», δηλαδή νά μήν προτιμήση τίποτε περισσότερο τοῦ Θεοῦ.
Μετά τά στοιχεῖα, τά ὁποῖα σᾶς παρέθεσα, πρέπει ἐσεῖς, πατέρες, νά μᾶς ἀναφέρετε, ποῦ ὁ ὅσιος «ἀποκαλοῦσε μοιχειανό γιά ἕνα διάστημα» τόν ἅγ. Νικηφόρο, εἰδάλλως θά φανῆ ὅτι καί ἐδῶ ψεύδεσθε μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε.
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ὅπως δέ εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ “τά παλαιότερα προσωρινά σχίσματα τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου γιά τίς οἰκονομίες τῶν Ἁγίων Πατριαρχῶν Ταρασίου καί Νικηφόρου <οὐ μικρόν πτῶμα τοῖς πατράσιν ἔδοξε, ἀλλ’ ὅμως πάλι διορθώσατο>”».
Ἐδῶ, πατέρες, μέ αὐτά πού περιγράφετε, νομίζετε ὅτι πατᾶτε σέ στερεό ἔδαφος καί δι’ αὐτό ἰσχυρίζεσθε ὅτι «εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ». Θά ἀναφερθῶ ἐν ὀλίγοις καί εἰς αὐτό τό θέμα γιά νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι καί ἐδῶ διαστρέφετε τήν πραγματικότητα.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι, ἡ γνώμη αὐτή καί εἰδικά τό «οὐ μικρόν πτῶμα τοῖς πατράσιν ἔδοξε, ἀλλ’ ὅμως πάλιν διορθώσατο», δέν εἶναι γνώμη τοῦ συντάκτου τοῦ κειμένου τούτου, δηλαδή τοῦ Ναυκρατίου, ἀλλά κάποιων ἄλλων. Στό ἴδιο αὐτό κείμενο διαβάζουμε τήν γνώμη τοῦ Ναυκρατίου, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἑξῆς: «τότε τοίνυν ὁ μέγας Θεόδωρος τόν βασιλέα μέν ἀπεκήρυξε ζήλῳ θείῳ κινούμενος, καί ὡς οὐ μετρίως παρανομήσαντα ἤλεγξεν» (P.G. 99, 1852A). Δηλαδή ὁ Ναυκράτιος ὁμολογεῖ ὅτι ὁ ὅσιος ἔπραξε αὐτά κινούμενος μέ θεϊκό ζῆλο καί ὄχι μέ ἀνθρώπινο, οὔτε δαιμονικό ἤ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν.
Ἐπίσης ὁ Ναυκράτιος, ὀλίγο κατωτέρω, γιά τό ἴδιο θέμα σημειώνει τά ἑξῆς: «οὔτε αὔθις τά δεινότατα ὑποστάς παρ’ αὐτοῦ ἐν ἐξορίαις, καί εἱρκταῖς, καί λιμῷ μακρῷ, πληγαῖς τε ταῖς κατά τῶν νώτων,καί παντοίαις κακώσεσι, καθηφῆκέ τι τοῦ θείου ζήλου, ἤ ὅλως ἥττων ὤφθη τήν ἔνστασιν»· καί ἀκόμη κατωτέρω: «ταύτην τήν λύμην εἰς πολλάς ἤδη διαδραμοῦσαν χώρας ὁρῶν, ὁ μέγας Θεόδωρος, ἐκίνησέ τε κατά τοῦ βασιλέως τόν θεῖον ζῆλον, ὡς εἴπομεν, καί μέχρι τέλους αὐτόν διετήρησεν».
Ἀπό ὅλα αὐτά λοιπόν φαίνεται ὅτι ἡ γνώμη τοῦ ὁσίου Ναυκρατίου ἦτο δεδηλωμένη γιά τό πῶς ἐκινήθη ὁ ὅσιος. Ἔπειτα αὐτή ἡ γνώμη «...οὐ μικρόν πτῶμα τοῖς πατράσιν ἔδοξε, ἀλλ’ ὅμως πάλιν διορθώσατο» εἶναι λάθος, ἄν ἀναφέρεται στόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, διότι αὐτός προκειμένου νά ἑνωθῆ πάλι μέ τούς δύο Πατριάρχες δέν ἐδιώρθωσε τίποτε, οὔτε στή διδασκαλία του, οὔτε σ’ αὐτό πού ἀπαιτοῦσε, προκειμένου νά ἑνωθῆ πάλι μέ τούς δύο Πατριάρχες. Δηλαδή ἡ ἕνωσις ἔγινε μέ βάσι τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου, ἐφ’ ὅσον ὁ παρανομήσας αὐτοκράτορας εἶχε ἐκδιωχθῆ καί καθαιρέθηκε ὁ ἱερέας Ἰωσήφ πού τόν ἐστεφάνωσε. Αὐτό τό ἀναφέρουν καθαρά οἱ βιογράφοι του:
«Aὕτη οὖν ἡ θεοφιλεστάτη ἄνθρωπος, ἅμα τοῦ ἐπειλῆφθαι τά τῆς βασιλείας πηδάλια, ἀνακαλεῖται μέν τῆς ἐξορίας τόν μέγαν Θεόδωρον, ποιεῖ δέ αὐτόν ἑνωθῆναι τῷ ἁγιωτάτῳ πατριάρχῃ Ταρασίῳ τοῦ Ἰωσήφ μετά τήν ἐκβολήν Κωνσταντίνου τῆς ἱερατικῆς ἀπογυμνωθέντος ἀξίας· καλῶς πεπραχέναι λέγουσα καί θεαρέστως τούς ἀμφοτέρους· τόν μέν, ὡς τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων μέχρις αἵματος καί ποινῶν ἀναφανέντα συνίστορα, καί διά τούτου τοῖς μεταγενεστέροις τήν καθαράν πραγματευσόμενον τῶν ψυχῶν σωτηρίαν· τόν δέ, ὡς οἰκονομήσαντα συμφερόντως, καί τοῦ οἰστροῦντος ἄνακτος τήν κακότροπον ἐκμοχλεύσαντα γνώμην, τά χείρω τῶν πρό αὐτοῦ βεβασιλευκότων ἐπαπειλοῦντος ποιήσειν εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἰ τῶν κατά νοῦν ἀποπέσοιεν· ταῦτα δέ καί ὁ θεῖος Ταράσιος ἐβεβαίωσε, συναφθείς τῷ καθ' ἡμᾶς Πατρί, ὡς ἀνεγράψατο αὐτός οὗτος ὁ ἀθλητής τοῦ Σωτῆρος Θεόδωρος» (P.G. 99, 256D).
Ὁ πρῶτος βιογράφος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διό καί παραυτίκα λύει τοῖς Πατράσιν ὑπερορίαν, οὐ τοῖς μέν, τοῖς δ’ οὔ· πᾶσι δ’ οὖν· καί πρό γε πάντων τῷ πρό πάντων τήν ἀρετήν, τῷ ἡμετέρῳ λέγω, ποιμένι καί διδασκάλῳ· ὅς καί ἀπό Θεσσαλονίκης ἐπανιών, περιφανοῦς τε, ὡς εἰκός, παρά πάντα τυχών καί τῆς ὑπαντῆς, περιφανεστέρας καί μᾶλλον πρός τε τοῦ προέδρου καί τῆς βασιλίσσης αὐτῆς τῆς εἰσοδίου τυγχάνει τιμῆς. Ὅθεν καί τῶν ἄλλων ὁ συναίτιος τῆς διαστάσεως, Ἰωσήφ ἐκεῖνος ὁ πρεσβύτερος, ὁ καί τολμηρᾷ γνώμῃ τά ἀτόλμητα δράσας, τῶν θείων ἐξωθεῖται περιβόλων, καί τοῦ καταλόγου τῶν ἱερέων ἐκβάλλεται· ὡσάν τῇ τούτου διατομῇ καί ἐκπτώσει τά λοιπά μέλη συνέλθοι καί τήν ἕνωσιν δέξοιτο. Τοῦτο γάρ καί τῇ Αὐγούστῃ πρῶτον γίνεται σπούδασμα∙ τό ἕν ἑλέσθαι, καί συμφρονῆσαι ἅπαντας, καί μή παρακεκομμένους τυγχάνειν καί διισταμένους τοῖς σχίσμασιν. Ὅπερ οὖν καί καλῶς ποιοῦν θᾶττον συνέδραμε, πάντων ἐκ ταυτῷ γενομένων, καί ἑνώσει συναφθέντων τῇ κρείττονι» (P.G. 99, 141Β).
Ἐδῶ ὁμολογεῖται ὅτι ὁ ὅσιος ἐπανῆλθε ἀπό τήν ἐξορία ὡς νικητής καί τόν ὑποδέχθηκαν μέ μεγάλες τιμές. Ἀμέσως κατωτέρω ὁ πρῶτος βιογράφος σημειώνει τά ἑξῆς: «Οὐδέ γάρ οὐδ’ αὐτός ὁ πατριάρχης τό γε ἐφ’ ἑαυτῷ ἤ τῷ γενομένῳ συνῄνεσεν, ἤ μή φαῦλον τοῦτο καί τῆς Ἐκκλησίας ἔκρινεν ἔκφυλον, ἤ τοῖς Πατράσιν οὐ συνέπασχε πάσχουσιν».
Ἐδῶ ὁ βιογράφος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι καί ὁ Πατριάρχης ἔκρινε ὀρθή τήν στάσι τῶν ἀποτειχισμένων καί μάλιστα συνέπασχε μαζί των.
Κατά τήν δεύτερη δέ ἀποτείχισί του γιά τό ἴδιο θέμα, ὁ βιογράφος του μᾶς παρουσιάζει ὡς ἑξῆς τήν ἕνωσι τοῦ ὁσίου μέ τόν Πατριάρχη ἅγ. Νικηφόρο: «...Μιχαήλ ὁ τότε τήν τοῦ Κουροπαλάτου περιέπων ἀξίαν, τῶν σκήπτρων ἐπιλαμβάνεται∙ ἀνήρ τῷ ὄντι βασιλείας ἄξιος, καί πρός ἀρχήν ἐννομώτατος. Ὅς καί πρό τῶν ἄλλων ἐν φροντίδι ποιεῖται τά τοῦ Πατρός, ἀνακαλέσασθαι τῆς ὑπερορίας αὐτόν, καί τιμῇ πάσῃ δεξιωσάμενος. Οὐ μήν, ἀλλά καί τῶν διεστώτων μελῶν συναρμοστής αὐτίκα χρησιμώτατος δείκνυται, τό καλόν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἕν συμβιβάσας καί τοῖς τε ἱερεῦσι καί μονάζουσιν, ἥν ποτε ἀπέλιπον νείμας ὁμόνοιαν, τοῦ Ἰωσήφ δηλαδή πρότερον τήν τῆς Ἐκκλησίας ὑποστάντος ἔκπτωσιν, καί ὥς τι ἀχρηστότατον μέλος, ταύτης νῦν ἐκκοπέντος περιφανέστερον. Τοῦτο γάρ μάλιστα καί τῷ Ρώμης ἔδοξε προέδρῳ, γράμμασί τε καί οἷς ἐκεῖνος ἀπέστειλε τήν γνώμην κυρῶν. Ἐπεί κἀκείνῳ μεσίτῃ καί διαλλάκτῃ ἐπί τῇ ἑνώσει τῶν Πατέρων ὁ εὐσεβής βασιλεύς ἐχρήσατο. Ἔνθεν τοι καί τά πρός ἀλλήλους εὖ θέμενοι πάλιν ὅ τε πατριάρχης καί ὁ ὅσιος, φιλίᾳ τε θερμοτέρᾳ τόν πόθον ἐπί τό μᾶλλον αὐξήσαντες, ἔμενον τοῦ λοιποῦ ἐν ἀλλήλοις, οὐ σώμασι μόνον, ἀλλά πολλῷ πλέον καί ταῖς ψυχαῖς ἀδιαίρετοι, θάτερος θατέρῳ ἡδόμενος, καί τοῖς ἀμφοτέροις ἀμφότεροι» (P.G. 99, 164D). Περίπου τά ἴδια ἀναφέρει καί ὁ ἄλλος βιογράφος γιά τήν δεύτερη ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου.
Ἔπειτα ἀπό αὐτά πού ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι, κρίνετε, πατέρες, ἐσεῖς, τί ἐδιόρθωσε ὁ ὅσιος, ὥστε νά ἀποκαταστήση τήν κατά τά λεγόμενά σας πτῶσι του.
Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι, ἡ πρώτη ἐξορία τοῦ ὁσίου μετά τοῦ ἀδελφοῦ του ἁγ. Ἰωσήφ στήν Θεσσαλονίκη, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν μετέπειτα ἀνάδειξι τοῦ Ἰωσήφ ὡς ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὅταν δηλαδή κατόπιν ἀπέθανε ὁ ἐκεῖ ἀρχιεπίσκοπος, οἱ Θεσσαλονικεῖς ἐζήτησαν τόν ἅγιο Ἰωσήφ γιά ποιμένα των, ἐπειδή τόν ἐγνώριζον ἀπό τήν ἐξορία του ἐκεῖ καί τήν φυλάκισί του εἰς τόν Λευκό Πύργο. Προφανῶς οἱ Θεσσαλονικεῖς δέ θά ἐζήτησαν γιά ποιμένα των ἕναν ἀντάρτη καί κατά περίστασι ἐκτός Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ σχίσματα κατά τό δή λεγόμενο γιά ψύλου πήδημα, ἀλλά ἕναν ὁμολογητή καί ὑπέρμαχο τῆς πίστεως, ὁ ὁποῖος δέν δειλιάζει νά ὁμιλῆ εὐθαρσῶς ἐναντίον βασιλέων καί ἡγεμόνων καί εἶναι ἕτοιμος νά πεθάνη χάριν τῆς ἀληθείας.
Ἐπίσης, καρπός αὐτῆς τῆς ἐξορίας καί φυλακίσεως τῶν ὁσίων Θεοδώρου καί Ἰωσήφ στήν Θεσσαλονίκη εἶναι καί τό τροπάριο τῶν αἴνων τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγ. Δημητρίου, τό ὁποῖο κατά παράδοσιν ἔγραψαν οἱ ὅσιοι βλέποντας ἀπό τήν φυλακή τήν Ἐκκλησία τοῦ ἁγ. Δημητρίου:
«Δεῦρο Μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους, συμπαθοῦς ἐπισκέψεως· καὶ ρῦσαι κεκακωμένους, τυραννικαῖς ἀπειλαῖς, καὶ δεινῇ μανίᾳ τῆς αἱρέσεως· ὑφ' ἧς ὡς αἰχμάλωτοι, καὶ γυμνοὶ διωκόμεθα, τόπον ἐκ τόπου, συνεχῶς διαμείβοντες, καὶ πλανώμενοι, ἐν σπηλαίοις καὶ ὄρεσιν. Οἴκτειρον οὖν πανεύφημε, καὶ δὸς ἡμῖν ἄνεσιν, παῦσον τὴν ζάλην καὶ σβέσον, τὴν καθ' ἡμῶν ἀγανάκτησιν, Θεὸν ἱκετεύων, τὸν παρέχοντα τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος».
Τίθεται, πατέρες, μετά ἀπό αὐτά, τό ἐρώτημα: Πῶς ἡ Ἐκκλησία ἀπεδέχθη νά συμπεριλάβη στήν ἀκολουθία ἑνός μεγάλου ἁγίου ἕνα τροπάριο, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ γιά μία αἵρεσι καί γιά κάποιους ἐξορίστους, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία αὐτό, ὅπως ἀναφέρετε, ἀποτελοῦσε «οὐ μικρό πτῶμα τοῖς πατράσιν» καί ἔπρεπε νά διορθωθῆ; Μάλιστα αὐτό τό τροπάριο, εἶναι τρόπον τινα ἄσχετο μέ τήν ὅλη ἀκολουθία καί φαίνεται σάν κάτι κοινῶς ξεκάρφωτο.
Ὑπάρχει καί κάτι ἄλλο σημαντικώτερο, τό ὁποῖο ἀναιρεῖ αὐτούς τούς ἰσχυρισμούς, ὅτι δηλαδή ἡ ἀποτείχισις τοῦ ὁσίου «οὐ μικρό πτῶμα τοῖς πατράσι ἔδοξε, ἀλλ’ ὅμως πάλιν διορθώσατο». Εἶναι ἡ ἀναφορά τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, τό ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας σέ εἰδική ἀκολουθία μαζί μέ τήν περιφορά τῶν ἁγίων εἰκόνων. Διά τόν ὅσιο Θεόδωρο, τό Συνοδικό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Θεοδώρου, τοῦ πανοσίου Ἡγουμένου τοῦ Στουδίου αἰωνία ἡ μνήμη γ΄». Πρέπει σαφῶς νά γνωρίζετε πατέρες, ὅτι ἡ λέξις «πανοσίου» ἔχει τεθῆ εἰς τό Συνοδικό μόνον στόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. Στούς ἄλλους Πατέρες, ἡγουμένους καί μοναχούς τίθενται οἱ λέξεις «ὅσιος καί ὁσιώτατος».
Νομίζω ὅτι θά συμφωνήσετε εἰς τό ὅτι ἡ λέξις «πανόσιος» σημαίνει τόν κατά πάντα ὅσιο καί ὄχι αὐτόν πού ἀλλοῦ ἐνεργεῖ σωστά καί ἀλλοῦ λάθος. Εἶναι παρεμφερής μέ τήν λέξι «πανάγιος–παναγία», ἡ ὁποία σημαίνει τόν κατά πάντα ἅγιο καί ὄχι τόν ἅγιο σέ μερικά καί σέ ἄλλα ὄχι. Ἴσως τό Συνοδικό προέβλεψε ὅτι θά ὑπάρχουν κάποιες ἀντιρρήσεις γιά τίς δύο πρῶτες ἀποτειχίσεις τοῦ ὁσίου καί χρησιμοποίησε αὐτήν τήν λέξι, ἡ ὁποία βεβαίως ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά μᾶς πού ζοῦμε τήν αἵρεσι τῶν ἐσχάτων χρόνων.
Ἄν ἀκόμη δέν ἔχετε πεισθῆ, πατέρες, ὅτι οὔτε ὁ ὅσιος, οὔτε ἡ Ἐκκλησία ἐθεώρησε παράπτωμα τίς δύο πρῶτες ἀποτειχίσεις τοῦ ὁσίου, σᾶς ἀναφέρω καί τήν γνώμη τοῦ ὁσίου ἀπό μία ἐπιστολή του ἀπό τήν εἰκονομαχική αἵρεσι, γιά νά διαπιστώσετε ὅτι ὁ ὅσιος ἦτο πάντοτε ὁ ἴδιος καί δέν ἄλλαξε ἀπό τήν γραμμή του τό ἐλάχιστο, οὔτε ποτέ μετενόησε δι’ αὐτά πού ἔπραξε καί τά ἐδιώρθωσε, ὅπως ἐσεῖς θέλετε νά τόν παρουσιάσετε. Τό κείμενο αὐτό προέρχεται ἀπό ἐπιστολή τοῦ ὁσίου πρός τόν Ναυκράτιο ἀπό τήν εἰκονομαχική αἵρεσι: «Εὔχομαι τοίνυν ὁ ἁμαρτωλός εὖ πρᾶξαι αὐτούς∙ δι Χριστν γρ γν κα ο μικρολογομενος ς π τς μοιχεας παρ τισι τν συντων· Χριστς μφανς τανν θετομενος σν μητρ κα θερποσιν» (Ἐπιστ. 177, Φατ. 298, 17).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ὁμολογεῖ ὅτι οἱ ἀσύνετοι ἐθεώρησαν μικρή ὑπόθεσι τό θέμα τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ γνώμη του ἦτο πάντοτε ἡ ἴδια καί δέν ἐδιώρθωσε τίποτε.
Ἐν συνεχείᾳ γράφετε τά ἑξῆς: «Ἀκόμη καί ὁ βιογράφος του Μιχαήλ ὁ Στουδίτης δέν τολμᾶ νά ὑποστηρίξη τήν πράξη τοῦ ὁσίου Θεοδώρου». Αὐτό πού γράφετε, πατέρες, νομίζω ὅτι δέν εἶναι δικό σας, ἀλλά ἀπό κάπου τό δανειστήκατε, διότι ἄν ἦταν δικό σας ἔπρεπε νά μελετήσετε τούς δύο βιογράφους τοῦ ὁσίου καί νά ἰδῆτε, ἐάν αὐτοί ὑποστηρίζουν τήν πράξι τοῦ ὁσίου ἤ ὄχι. Ἀλλά, καί δανεικό νά τό πήρατε, ἔπρεπε τουλάχιστον νά ἐλέγξετε τήν παραπομπή, ἄν δηλαδή ἀνταποκρίνεται στήν ἀλήθεια.
Ἐπειδή ἔχω γράψει ἀρκετά μέχρι τώρα, γιά τό τί ἀναφέρουν οἱ δύο βιογράφοι στό θέμα τῶν δύο πρώτων ἀποτειχίσεων τοῦ ὁσίου γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι, καθώς καί τήν γνώμη τοῦ Ναυκρατίου, θά σᾶς καταγράψω ἁπλῶς τό τμῆμα τῆς παραπομπῆς, πού δίδετε, τό ὁποῖο αὐτό ἔχει πολλούς ἐπαίνους γιά τόν ὅσιο. Ἁπλῶς ἀναφέρω λίγο περισσότερο ἀπό τήν παραπομπή σας γιά νά γίνη πιό κατανοητό: «Ἀλλ’ ἴσως ἐρεῖ τις∙ Πότερος τούτων τετήρηκε τό καλόν, καί τόν καιρόν εὖ διατέθεικεν; ὁ ἐκεῖνα οἰκονομήσας, καί τοῦ πρέποντος καθυφείς, ἤ ὁ ἐν πᾶσι μείνας ἀπρόσκλιτος, καί μηδέν μηδαμοῦ τῆς ἀκριβείας ὑπεκστάς; Ἀλλ’ εἴποιμεν ἄν πρός αὐτόν, ὅτι Μικρά, ὦ οὗτος, πᾶσα ἀνθρωπίνη διάνοια πρός τήν τῶν τηλικούτων κατάληψιν. Θεός δέ μόνος, καί πάντα περιληπτά, ὅ καί τόν βέλτιον ἰδεῖν ἱκανός καί κρῖναι τοῖς πράγμασι τό ἀληθές δυνατός. Ἐμοί δέ τοσοῦτον εἰπεῖν, ὅτι ᾔδει καί ὁ πατριάρχης μή καλῶς ἔχον τό πρᾶγμα, μηδέ τοῖς ἱεροῖς κανόσι στοιχοῦν. Πῶς γάρ οὔ, ὁ τά θεῖα ὡς οὐκ οἶδ’ εἴ τις ἄλλως, μεμαθηκώς ἄνωθεν; Οὐκ εἶχε δέ ὅπως μή τῷ βασιλεῖ γένοιτο καταπειθής, τό τούτου δύσνουν ἐκ μακροῦ ἐπιστάμενος, καί τό τῆς γνώμης κακόν ἐπικαιρότατον, καί κακουργῆσαι πάντα καί συγχέαι, ἴσον ἐδόκει καί τό πρᾶξαι μηδέν. Ὁ δέ Θεόδωρος τούτων μέν ἐφρόντιζεν οὐδαμῶς∙ μόνου δέ τοῦ Θεοῦ ἐχόμενος ἐν παντί, οὔτε τοῖς καιροῖς μεταβάλλεσθαι, πολλοῦ γε καί δεῖ, συμφέρειν ἐνόμιζεν ἑαυτῷ, οὔτε τοῖς κρατοῦσι καί μικρόν ἐνδόσιμος γίνεσθαι∙ ἀλλ’ ἐλάλει τά μαρτύρια τοῦ Θεοῦ καί αὐτῶν βασιλέων ἔμπροσθεν∙ μή ἡμέραν ἀνθρώπου, τό τοῦ θείου Ἰερεμίου φοβούμενος, μή δυναστείαις ὑποκλινόμενος, μή ἄλλο τι τῶν φαινομένων καταπληττόμενος. Οὗ τό τῆς διανοίας ὑπερανεστηκώς καί πάντες μέν δι’ ἐπαίνου εἶχον καί θαύματος. Ὁ δέ γε πατριάρχης καί πολλῷ πλέον, τήν μετά συνέσεως τοῦ ἀνδρός ἀποσεμνύνων παρρησίαν διαπαντός∙ καί διά τοῦτο, μηδέ τῆς πρός αὐτόν διαθέσεως καθυφέσθαι θελήσας ποτέ, μηδ’ ἐν αὐτῷ τῷ τῆς διαστάσεως καιρῷ∙ μή τήν γνώμην συνόλως μεταβαλεῖν∙ μή τήν τιμήν τήν ὑπερβαλλόντως ἐκεῖνον ἐτίμα, σμικρῦναι ἤ καί βραχύ παραπέμψεσθαι» (P.G. 99, 160B).
Ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ βιογράφος γιά τήν δεύτερη ἀποτείχισι ἐπί Πατριάρχου ἁγ. Νικηφόρου. Ὁμιλεῖ δέ συγκρίνοντας δύο ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν σέ ὀξύτατη ἀντίθεσι, σέ σημεῖο νά διακόψουν τήν μεταξύ των ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Ἐπειδή λοιπόν ὁ ἅγ. Νικηφόρος εἶχε μέν συμβιβαστική καί ἐνδοτική στάσι, πλήν ὅμως τό ἔκανε μέ ἀγαθή προαίρεσι καί γιά θεάρεστο σκοπό, δέν εἶναι ὁπωσδήποτε κατακριτέος, ἀλλά ἐπαινετός.
Ἀναφέρει, λοιπόν, ὁ βιογράφος στό συγκεκριμένο χωρίο, ὅτι ἐγνώριζε πολύ καλά ὁ Πατριάρχης τήν παρανομία πού διέπραττε, ἡ ὁποία δέν συμφωνοῦσε μέ τούς ἱερούς Κανόνες. Γιά τόν ὅσιο ὅμως γράφει τά ἑξῆς: «μόνου δέ τοῦ Θεοῦ ἐχόμενος ἐν παντί, οὔτε τοῖς καιροῖς μεταβάλλεσθαι, πολλοῦ γε καί δεῖ, συμφέρειν ἐνόμιζεν ἑαυτῷ, οὔτε τοῖς κρατοῦσι καί μικρόν ἐνδόσιμος γίνεσθαι∙ ἀλλ’ ἐλάλει τά μαρτύρια τοῦ Θεοῦ καί αὐτῶν βασιλέων ἔμπροσθεν∙ μή ἡμέραν ἀνθρώπου, τό τοῦ θείου Ἰερεμίου φοβούμενος, μή δυναστείαις ὑποκλινόμενος, μή ἄλλο τι τῶν φαινομένων καταπληττόμενος. Οὗ τό τῆς διανοίας ὑπερανεστηκώς καί πάντες μέν δι’ ἐπαίνου εἶχον καί θαύματος». Ὅλα αὐτά τά λόγια τοῦ βιογράφου εἶναι ἕνας ἔπαινος γιά τόν ὅσιο, τό ὁποῖο, ὅποιος δέν τό βλέπει, νομίζω ὅτι χρειάζεται ὀφθαλμίατρο.
Συγκεκριμένα ἀναφέρει ὁ βιογράφος, ὅτι ὁ ὅσιος ἐφρόντιζε νά ἀρέση μόνο στόν Θεό καί ὄχι στούς ἀνθρώπους, ὅτι δέν ἐμεταβάλετο ἀπό τούς καιρούς καί τίς καταστάσεις, ὅτι δέν ἐχαρίζετο στούς μεγάλους καί ἰσχυρούς, ὅτι δέν ἐφοβεῖτο τήν ἐξουσία καί τούς ἰσχυρούς, προκειμένου νά τούς ἐλέγξη ἤ νά ὁμολογήση τήν ἀλήθεια καί τέλος, ὅτι ὅλοι ἐθαύμαζαν καί ἐπαινοῦσαν αὐτήν τήν ἐξαιρετική καί ὑπερφυῆ κατάστασι τῆς διανοίας του. Δέν γνωρίζω, πατέρες, τί ἄλλο θά ἔπρεπε νά ἀναφέρη ὁ βιογράφος πρός ἔπαινο τοῦ ὁσίου.
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει ὁ βιογράφος ὅτι τά ἴδια ἀκριβῶς ἐφρόνει διά τόν ὅσιο καί ὁ Πατριάρχης ἅγ. Νικηφόρος. Μάλιστα δέ αὐτός, ἀκόμη περισσότερο ἐκθείαζε τήν παρρησία τοῦ ὁσίου. Τό καταπληκτικό δέ, τό ὁποῖο ὄντως ἀποδεικνύει μεγάλο ἅγιο τόν Πατριάρχη Νικηφόρο, εἶναι αὐτό πού σημειώνει ὁ βιογράφος δι’ αὐτόν «καί διά τοῦτο, μηδέ τῆς πρός αὐτόν διαθέσεως καθυφέσθαι θελήσας ποτέ, μηδ’ ἐν αὐτῷ τῷ τῆς διαστάσεως καιρῷ∙ μή τήν γνώμην συνόλως μεταβαλεῖν∙ μή τήν τιμήν τήν ὑπερβαλλόντως ἐκεῖνον ἐτίμα, σμικρῦναι ἤ καί βραχύ παραπέμψεσθαι».
Δηλαδή καί κατά τόν καιρό τῆς ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου, ὁ ἅγ. Νικηφόρος πάλι τά ἴδια ἔλεγε, πάλι τήν ἴδια γνώμη εἶχε· καί τότε ἀκόμη τόν ἐγκωμίαζε, καί οὔτε στό ἐλάχιστο ἐμείωσε τήν τιμή καί τήν ὑπόληψι πού εἶχε δι’ αὐτόν.
Δέν γνωρίζω εἰλικρινά, πατέρες, πῶς γράφετε τόσο ἀστήρικτα καί πρόχειρα καί ποῦ εὑρήκατε αὐτό πού γράφετε ὅτι δηλαδή: «Ἀκόμη καί ὁ βιογράφος του, Μιχαήλ ὁ Στουδίτης δέν τολμᾶ νά ὑποστηρίξῃ τήν πράξι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου». Ἐδῶ δέν σᾶς παραθέτω ἄλλες ἀποδείξεις περί τούτου ἐκτός ἄν δευτερολογώντας δέν παραδεχθῆτε τό λάθος σας.
 (Συνεχίζεται)
















1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος1/4/13, 9:11 μ.μ.

    Σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, παρακαλώ διορθώστε με αν έχω λάθος λογισμό.
    Αν και η αναφορά γίνεται για τον Οικουμενισμό, στην ανάρτησή σας αυτή γίνεται αναφορά και στους αγώνες του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου έναντι της μοιχειανικής αιρέσεως. Σήμερα, όταν γίνεται δεύτερος γάμος ενώ ζουν οι χωρισμένοι προηγούμενοι σύζυγοι, δεν έχουμε επισφράγιση της μοιχειανικής αιρέσεως την οποία ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης χαρακτήριζε ως "Χαλεπωτάτη"; Όταν γίνεται γάμος ζευγαριών που είχαν προγαμιαίες σχέσεις δίχως μετάνοια και εξομολόγηση, δεν έχουμε πάλι θέμα αθέτησης ευαγγελικής εντολής; Αν έχω καταλάβει καλά, θεωρούμε εξυπνάδα και μόδα εμείς σήμερα τη παράβαση της οποίας ο έλεγχος, οδήγησε στο μαρτύριο τον μέγιστο των Προφητών, Άγιο Ιωάννη Πρόδρομο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.