Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΣ ΗΜΕΡΙΔΟΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ, π. Ευθύμιος Τρικαμηνάς


χουμε ἕως τώρα δημοσιεύσει τέσσερα ἄρθρα τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ποὺ ξεσκέπασαν τὴν δολιότητα μιᾶς στημένης καὶ κατάπτυστης (ὅπως συνεχῶς ἀποδεικνύεται) Ἡμερίδας ποὺ διοργάνωσε ἡ Μητρόπολη τοῦ Πειραιῶς καὶ ποὺ τελικὰ ἦταν ὄχι περὶ ἀποτειχίσεως, ἀλλὰ ἐναντίον τῆς ἁγιοπατερικῆς αὐτῆς στάσεως τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ περίοδο μάλιστα τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Σήμερα, μῆνες μετά, δημοσιεύουμε τὸ τελευταῖο ἄρθρο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν συζήτηση, ἡ ὁποία ἔγινε στὸ τέλος τῆς Ἡμερίδος ἐκείνης, μιᾶς καὶ οἱ ποιμαντικές-λειτουργικὲς ὑποχρεώσεις τοῦ π. Εὐθυμίου δὲν ἐπέτρεψαν νὰ τὸ ἑτοιμάσει νωρίτερα. Πιστεύουμε πὼς ἀποτελεῖ καὶ ἔμμεση ἀπάντηση στὸ ἄρθρο τοῦ κ. Λιβανοῦ.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 27/11/2014 ΜΕ ΘΕΜΑ:
« ΙΕ΄ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ»

Ἄν καί, ὅπως ἀναφέραμε, ἐξ ἀρχῆς φάνηκαν οἱ προθέσεις καί ὁ σκοπός τῆς διοργανώσεως τῆς ἡμερίδος αὐτῆς, στό τέλος πού διεξήχθη ἡ ἐπεισοδιακή συζήτησις ἔπεσαν τελείως οἱ μάσκες τῶν διοργανωτῶν καί ἀπεκαλύφθη ἡ δολιότης των κατά τρόπο πασιφανῆ καί ἀπροκάλυπτο, σέ σημεῖο νά χάσουν οἱ διοργανωτές τόν ἔλεγχο ὄχι μόνον τῆς συζητήσεως ἀλλά καί αὐτοῦ τοῦ ἑαυτοῦ των.
Ὅταν ἄκουσα ἐκ τῶν ὑστέρων τήν μαγνητοφωνημένη αὐτή συζήτησι,  ἐλυπήθηκα γιά τό κατάντημα αὐτό τῶν διοργανωτῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἐσεβάστηκαν ὄχι μόνο βασικές ἀρχές μιᾶς εἰλικρινοῦς καί δημοκρατικῆς συζητήσεως, ἀλλά ὑποτίμησαν καί αὐτή τήν νοημοσύνη τῶν ἀκροατῶν, καὶ χρησιμοποίησαν ἀθέμιτα μέσα γιὰ νὰ τοὺς ἐξαναγκάσουν   νά ἀποδεχθοῦν ὡς ἀληθῆ καί ὀρθόδοξα ὅλα τά ψεύδη καί τίς ἀπάτες πού ἀκούστηκαν ἀπό τούς εἰσηγητές· ὅλα αὐτὰ δηλαδή, τά ὁποῖα στὶς προηγούμενες δημοσιεύσεις (ἄρθρα) ἐσχολιάσαμε κατά τό δυνατόν στά πλαίσια τῆς ἐνημερωτικῆς αὐτῆς κριτικῆς μας μελέτης.
Θά ἠδυνάμεθα μετά βεβαιότητος νά ἰσχυρισθοῦμε, καί ν’ ἀποδείξωμε ἄν χρειαστῆ, ὅτι κάθε λέξι καί πρότασι τῶν εἰσηγητῶν περιέκλειε ἕνα ψεῦδος, μία παγίδα καί μία δολιότητα σέ σημεῖο νά ὑπερτερήσουν κατά πολύ οἱ εἰσηγητές, τῶν πολιτικῶν, τῶν διπλωματῶν ἤ ἀκόμη καί τῶν διεφθαρμένων ἐμπόρων, οἱ ὁποῖοι μετέρχονται τά πάντα προκειμένου νά πείσουν τούς ἀνθρώπους δι’ αὐτά τά ὁποῖα πραγματεύονται.
Στήν Ἐκκλησία βέβαια, στήν ὁποία τό μόνιμο ὑποστατικό της κριτήριο εἶναι ἡ ἀλήθεια, οἱ ἐπιπτώσεις ἀπό τέτοιες διαστρεβλώσεις τῆς ἀλήθειας εἶναι ἀσυγκρίτως σοβαρότερες καί  χειρότερες ἀπό ὅτι στήν πολιτική καί στό ἐμπόριο, διότι ἐκεῖ εἶναι δεδομένη ἡ ἀπάτη καί τό ψεῦδος, ἐνῶ ἐδῶ εἶναι δεδομένη ἡ ἀλήθεια, ἡ αὐθεντικότης καί ἡ γνησιότης, σέ σημεῖο πού ἄν αὐτά ἐκλείψουν παύει καί αὐτή νά ὑφίσταται. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀπέδειξαν οἱ εἰσηγητές καί οἱ διοργανωτές ὅτι αὐτή ἡ Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκουν, δέν εἶναι ἡ διαχρονική Ὀρθόδοξος, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἡ ὁποία τό μόνο πού ἔχει κρατήσει ἀπό τήν διαχρονική καί Ὀρθόδοξο εἶναι ἡ Ἀποστολική διαδοχή καί ἡ ἐξωτερική τυπολατρεία, ἐνῶ ἔχει ἀπωλέσει πλέον τήν ἀλήθεια, ὄχι τόσο στά βασικά δόγματα, ἀλλά στήν ἀλλοίωσι καί διαστροφή τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων καί τῆς περί αἱρετικῶν Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Αὐτό τό τελευταῖο, ἡ σχέσις δηλαδή καί ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς δέν εἶναι, γιά τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, κάτι τό ἐπουσιῶδες καί ἀνούσιο, ἀλλά κάτι τό οὐσιῶδες καί συστατικό, θά λέγαμε, γνώρισμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον κοινωνία, κατά τήν θεολογική ἔννοια, σημαίνει ἐνσωμάτωσις καί ὁμοίωσις κατά τόν τύπο τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. 
Γιά τούς Ἀντιοικουμενιστές ὅμως, ὅπως ἀποδεικνύεται, ἡ ἔννοια αὐτή τῆς κοινωνίας ἔχει διαστραφῆ καί σημαίνει ἕναν συνεταιρισμό καί μία συνεργασία κατά τήν ὁποία δύναται ἕκαστος, ἐνῶ ἔχει πλήρη κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, νά κρατῆ συγχρόνως τήν πίστι του, νά κατηγορῆ καί νά ἐλέγχη γιά θέματα πίστεως αὐτούς μέ τούς ὁποίους ἔχει αὐτή τήν πλήρη κοινωνία, νά θεωρῆ ὅτι κατέχει πλήρη τήν ἀλήθεια, ὄχι μόνον σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί σέ ἐκκλησιαστικό, παρά τήν πλήρη κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί παρά τό ὅτι ὄχι μόνον οἱ εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ κεφαλές εἶναι αἱρετικές, ἀλλά καί ἡ γραμμή καί πορεία τήν ὁποία συνοδικῶς ἀκολουθοῦν εἶναι ἀπολύτως αἱρετική καί προσαρμοσμένη στίς ἐπιταγές τῆς πανθρησκείας καί τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Στήν ἔναρξι τῆς συζητήσεως ὁ π. Παῦλος Δημητρακόπουλος, ὑπεύθυνος τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Θά προχωρήσουμε μετά τό διάλλειμα στή συζήτησι γιά νά καταλήξουμε στή συνέχεια στά πορίσματα καί στή λῆξι τῆς Ἡμερίδος».
Μέ αὐτό τό ὁποῖο ἀνέφερε ὁ π. Παῦλος, ἐξυπακούεται ὅτι τά πορίσματα τῆς Ἡμερίδος θά ἀνακοινώνοντο καί θά ἐτύγχανον τῆς ἐγκρίσεως, τουλάχιστον κατά πλειοψηφίαν, ὅλων τῶν παρόντων εἰς τήν Ἡμερίδα. Αὐτά τά πορίσματα ὅμως οὔτε ἀκούστηκαν στήν Ἡμερίδα, οὔτε πολύ περισσότερο ἐγκρίθηκαν ἀπό τούς παρόντες, ἀπεναντίας μάλιστα, ὑπῆρξε πλήρης ἀντίδρασις τοῦ ἀκροατηρίου σέ βαθμό παροξυσμοῦ, ὀχλαγωγίας καί διαμάχης, ἐναντίον τῶν εἰσηγητῶν, οἱ ὁποῖοι ἔδειχναν μέ τόν τρόπο τους ὅτι ἀπευθύνοντο σέ ἀνοήτους καί νοητικά καθυστερημένους ἤ σέ μωρά παιδιά.  Δι’ αὐτό ἐξεπλάγημεν ὅταν αὐτά τά πορίσματα τά εἴδαμε δημοσιευμένα στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» καί στό διαδίκτυο, σάν νά τά ἐγκρίναμε ὅλοι οἱ παρόντες καί κατανοήσαμε, βέβαια ἐκ τῶν ὑστέρων, ὅτι εἶχαν καί αὐτά ἐκ τῶν προτέρων καταρτισθεῖ καί συνταχθεῖ μέσα στά πλαίσια καί τούς σκοπούς τῆς στημένης αὐτῆς Ἡμερίδος.
Κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως, ὅταν ἐζήτησα νά ὁμιλήσω, ἔθεσα πάλι μεταξύ τῶν ἄλλων καί τίς δύο ἐρωτήσεις τίς ὁποῖες εἴχαμε ὑποβάλει στους ὑπευθύνους τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, ὅταν ἀπαντήσαμε στήν κριτική τους μελέτη περί τῆς διαχρονικῆς συμφωνίας τῶν Πατέρων διά τήν ἀποτείχισι. Οἱ ἐρωτήσεις αὐτές ἦσαν οἱ ἑξῆς:
«1. Ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία συνηγορεῖ ἤ ἔστω ταιριάζει μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Μέ ἄλλα λόγια πρός κατανόησι, ποῦ διδάσκεται εἰς τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρες ἡ παραμονή τῶν πιστῶν εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ ἀναγνώρισίς των εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἡ μνημόνευσίς των κλπ. μέχρι δηλαδή ἀποφάσεως τῆς Συνόδου;
2. Ποῦ διδάσκεται στήν Ἁγία Γραφή καί στούς ἁγίους Πατέρες ὅτι μέ τήν παραμονή μας εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι των, δέν συνοδοιποροῦμε μέ τήν αἵρεσι καί δέν μολυνόμεθα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπικοινωνία, ἔστω δηλαδή καί ἄν ἔχωμε ὀρθόδοξο φρόνημα».
Μέ αὐτές εἴχαμε ζητήσει ἀπό τούς ὑπευθύνους τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί κατ’ ἐπέκτασι ἀπό ὅλους τούς Ἀντιοικουμενιστές νά κατοχυρώσουν ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς τήν νεόδμητο καί νεοφανῆ πορεία τοῦ συναγελασμοῦ καί τῆς ἐνσωματώσεως σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι εἶναι ἄκρως λυπηρό καί ἀπελπιστικά ἀπογοητευτικό νά ζητοῦμε ἐπί ἔτη ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι γιά ἕνα θέμα πορείας καί γραμμῆς ἐν καιρῷ αἱρέσεως, γιά ἕνα θέμα πού ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἔχει τόση ἄμεση σχέσι μέ τήν σωτηρία τῶν πιστῶν καί οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων, καί κατ’ ἐπέκτασιν ὅλοι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, νά δηλώνουν ἐπισήμως καί ὁμοφώνως διά τῆς σιωπῆς καί ἀφωνίας των, ὅτι ἡ πορεία καί γραμμή τήν ὁποία διδάσκουν δέν στηρίζεται, οὔτε στό ἐλάχιστο, οὔτε στήν Ἁγία Γραφή, οὔτε στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, οὔτε βεβαίως στους Ἱερούς Κανόνες.
Αὐτό σημαίνει ὅτι διδάσκουν καί ἐπικροτοῦν μία θεωρία, ἡ ὁποία ταιριάζει ἀπόλυτα μέ τή Ν. Ἐποχή καί μέ αὐτή τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐφ’ ὅσον διασφαλίζει  τίς ἀποσχίσεις ἀπό τήν αἵρεσι καί ἀποκλείει τήν ἐπάνοδο στήν Ὀρθοδοξία. Ὅταν δηλαδή διαρκῶς καί κατ’ ἐπανάληψι οἱ Ἀντιοικουμενιστές δηλώνουν ὅτι ὁ μόνιμος φόβος των εἶναι ἡ δημιουργία σχισμάτων, καί ἐννοοῦν βεβαίως ὡς σχίσμα τήν ἀπόσχισι ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί  ὅταν, αὐτούς πού ἀποσχίζονται ἀπό τήν αἵρεσι, τούς θεωροῦν ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅταν τήν Ἐκκλησία τήν τοποθετοῦν καί τήν ὁριοθετοῦν ἐντός τῆς αἱρέσεως καί ἀναγνωρίζουν τίς ποινές πού ἐπιβάλλουν οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές στούς Ὀρθοδόξους ἀποτειχισμένους, ὅταν διακηρύσσουν τήν πρωτοφανῆ θεωρία ὅτι δέν μολύνονται ἀπό τήν κοινωνία καί ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς, ὅταν τέλος δέν ὑπάρχει ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι τῆς πορείας των, τότε ἀσφαλῶς ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία των εἶναι αἱρετική καί ἡ προσφορά των στούς Οἰκουμενιστές μεγίστη.
Ὅταν λοιπόν ἐζητήσαμε νά μᾶς κατοχυρώσουν ἁγιογραφικά καί πατερικά τήν στάσι των κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως, ὁ συντονιστής τῆς Ἡμερίδος καί ὑπεύθυνος τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων π. Παῦλος Δημητρακόπουλος ἀνέφερε,  κατά τό δή λεγόμενο, ἄλλα ἀντί ἄλλων. Δηλαδή ἀναφέρθηκε στά χωρία αὐτά, τά ὁποῖα  διδάσκουν τήν ἀποτείχισι καί  χωρίς οὐδεμία κατοχύρωσι ἀπεφάνθη  ὅτι ἐμεῖς τά παρερμηνεύουμε.
Ἐδῶ ἀκριβῶς φαίνεται ἡ δολιότης καί ἡ πονηρία του, διότι ἐνῶ ἐμεῖς τοῦ ζητούσαμε νά κατοχυρώση ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς τήν στάσι των, αὐτός ἰσχυρίσθηκε  ὅτι ἐμεῖς διαστρέφομε καί παρερμηνεύομε τήν Ἁγία Γραφή. Βεβαίως δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων νά διδάσκουν συγχρόνως καί τήν ἀποτείχισι καί τήν παραμονή στούς αἱρετικούς ποιμένες καί ὡς ἐκ τούτου, ἐφ’ ὅσον παρουσιάζομε εἴκοσι (20) τουλάχιστον χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἑκατοντάδες  ἄλλα ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν καί διακελεύουν τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχη οὔτε λέξι στήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἡ ὁποία νά συνηγορῆ ἤ ἔστω νά ὑπαινίσσεται τό ἀντίθετο, δηλαδή τήν παραμονή καί ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς.
Αὐτήν ὅμως τήν μεγάλη ἀλήθεια δέν δύνανται  νά ὁμολογήσουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές, διότι προφανῶς καταρρίπτει ὅλες τίς νεόδμητες καί αἱρετικές θεωρίες των περί δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος καί ἐνσωματώσεως καί πλήρους ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο, λοιπόν, ὅταν τούς ζητοῦμε ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι τῶν θεωριῶν των καί τῆς πορείας των πράττουν αὐτό τό ὁποῖο κάνει καί ἡ σουπιά, ὅταν θέλει νά ξεφύγη ἀπό κάποιο κίνδυνο, ὁ ὁποῖος δύναται νά τῆς στοιχίση τήν ἴδια της τή ζωή.  Ὅλες δέ οἱ θεωρίες τίς ὁποῖες διαδίδουν περί δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, περί δημιουργίας σχισμάτων, περί τῆς ἄχρι καιροῦ μνημονεύσεως, περί συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως κλπ., καθώς καί ὅλα τά πρός ἀποφυγήν καί ὄχι πρός μίμησι παραδείγματα, τά ὁποῖα ἀνασύρουν ἀπό τίς σκοτεινές σελίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί αὐτά τά ὁποῖα κατ’ οἰκονομίαν ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι λόγῳ κάποιας μεγάλης ἀνάγκης καί γιά συγκεκριμένο καί περιορισμένο χρονικό διάστημα, καί βεβαίως ἡ ἀποδοχή τῆς τακτικῆς τῶν συγχρόνων γερόντων καί ἡ νέα μέθοδος ὁμολογίας διά χαρτοπολέμου, ἀνήκουν στο ἔργο καί τήν μέθοδο τῆς ἐν κινδύνῳ εὑρισκομένης σουπιᾶς, ἐφ’ ὅσον στεροῦνται ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς κατοχυρώσεως.
Πρέπει νά σημειωθῆ εἰς τό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ μέθοδος καί τακτική τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν εἶναι κατ’ οὐσίαν ἡ δημιουργία ἄλλης παραδόσεως γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῶν Ὀρθοδόξων, αὐτή δέ τή νέα παράδοσι ἐπιδιώκουν νά τήν ἐπιβάλλουν μέ τόν πλέον ὕπουλο καί δόλιο τρόπο καί, ἐπί πλέον, θέλουν νά παρουσιάζωνται ὡς παραδοσιακοί καί ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι καί βεβαίως ἡγέτες τοῦ ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος καί ὁμολογητές, σέ σημεῖο νά μάχωνται ὁ,τιδήποτε ἀντιστρατεύεται καί ὑπονομεύει τή θέσι των, ἔστω καί ἄν εἶναι ἁγιογραφικό, πατερικό καί Ὀρθόδοξο.
Αὐτός νομίζω εἶναι καί ὁ κύριος λόγος πού τούς ἀναγκάζει νά μάχωνται τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί νά χρησιμοποιοῦν τήν μέθοδο καί τακτική τῆς σουπιᾶς, κάθε φορά πού τούς προκαλοῦμε νά κατοχυρώσουν ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς τίς θέσεις των. Συντονισμένος λοιπόν καί ὁ π. Παῦλος Δημητρακόπουλος σ’ αὐτήν τήν τακτική καί μέθοδο τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν ἀπέφυγε τεχνηέντως νά ἀπαντήση, γιά μία ἀκόμη φορά, στίς ἐρωτήσεις τίς ὁποῖες τοῦ ἐθέσαμε κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως καί τοιουτοτρόπως ἐπιβεβαίωσε τήν ἀντορθόδοξο καί ἀντιπατερική πορεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
Εἶναι ἀναγκαῖο νά τονίσωμε ὅτι στήν συζήτησι αὐτῆς τῆς Ἡμερίδος ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ προσεπάθησε μέ διάφορες κολακεῖες καί ἐπαίνους πρός τούς ἀποτειχισμένους νά γεφυρώση τό κενό τῆς διαφορετικῆς πορείας μεταξύ Ἀντιοικουμενιστῶν καί Ἀποτειχισμένων καί μάλιστα νά παρουσιάση μία δῆθεν κοινή πορεία καί ἀλληλοπεριχώρησι, καί γι’ αὐτό τόν σκοπό ἀνέφερε, ἀπευθυνόμενος πρός τούς ἀποτειχισμένους, ὅτι μᾶς θεωρεῖ ἐκλεκτά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ ἀγῶνας μας τούς βοηθᾶ κλπ. Ἐδῶ παρατηρεῖται βεβαίως καί μία ἀκόμη  ἀντίθεσι μέ ἕτερο εἰσηγητή, τόν π. Βασίλειο Παπαδάκη, ὁ ὁποῖος κατέταξε καί ταύτισε  τούς ἀποτειχισμένους μαζί μέ τούς Παλαιοημερολογίτες Ζηλωτές.
Αὐτά ὅλα βεβαίως ἀποτελοῦν θεολογικά πυροτεχνήματα καί ἄνευ ὅρων καί ὁρίων ὑποκρισία, ἐφ’ ὅσον συγχρόνως ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ θεωρεῖ τήν ἀποτείχισι πλάνη, ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐκδήλωσι οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζήλου, θεωρεῖ ἔγκυρες τίς ποινές πού ἐπιβάλλουν οἱ συνάδελφοί του Οἰκουμενιστές στούς ἀποτειχισμένους γιά θέματα πίστεως κλπ. Ἴσως βεβαίως τά ἀνέφερε αὐτά γιά νά καταπραΰνη τά πνεύματα καί νά βγῆ ἀπό τό ἀδιέξοδο πού ὡδηγήθηκε ἡ διεξαχθεῖσα συζήτησις. Ἄλλωστε θεωρεῖται φυσικό αὐτός, ὁ ὁποῖος διέστρεψε στό ἔπακρον τήν ζωή καί τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, νά ὑποκρίνεται καί νά διαστρέφει τήν σχέσι καί πορεία μεταξύ Ἀντιοικουμενιστῶν καί Ἀποτειχισμένων.
Κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως αὐτῆς ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ ἀνέφερε καί ἄλλες πλάνες καί αἱρέσεις καί ἀπεκάλυψε, μέ τόν πλέον εὔγλωττο τρόπο, τούς διαλογισμούς τῶν καρδιῶν τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
Ἡ πρώτη πλάνη καί αἵρεσις εἶναι πώς θεωρεῖ ὅτι ἡ ἰσότιμος συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων καί συνεπῶς καί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου στο Π.Σ.Ε. δέν ἀποτελεῖ παρέκκλισι ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, δέν ἔχει τίποτε τό μεμπτόν, δέν ἔχει κἄν δογματικό ἤ θεολογικό ἤ μυστηριακό χαρακτῆρα, ἁπλῶς εἶναι μόνο μία κοινωνική ἐκδήλωσις καί προσέγγισις, χωρίς ἐκκλησιαστικές διαστάσεις. Θά πρέπει, ἀνέφερε, νά ἀποχωρήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τό Π.Σ.Ε. μόνον γιά τόν λόγο τῆς δημιουργίας τοῦ ἄλλοθι στούς Προτεστάντες, καθώς καί τῆς ψευδαισθήσεως ὅτι βαδίζουν ὀρθῶς! Εἰς αὐτά ὅλα θά ἀφήσουμε νά ἀπαντήση ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς καί νά διδάξη τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς, τί σημαίνει ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε.
«.... Πανιερώτατε καὶ Ἅγιοι Συνοδικοὶ Πατέρες.  Ἕως πότε θὰ ἐξευτελίζωμεν δουλικῶς τὴν Ἁγίαν μας Ὀρθόδοξον Ἁγιοπατερικὴν καὶ Ἁγιοσαββιτικὴν Ἐκκλησίαν διὰ τῆς οἰκτρῶς καὶ φρικωδῶς ἀντιαγιοπαραδοσιακῆς στάσεώς μας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν; ......  Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ νὰ ταπεινωθεῖ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόμα δὲ καὶ Ἱεράρχαι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ Σέρβοι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν «ὀργανικὴν» μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖον, κατ’  αὐτὸν τὸν τρόπον γίνεται εἷς νέος ἐκκλησιαστικὸς «ὀργανισμός», μία «νέα Ἐκκλησία» ὑπεράνω τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ὁποίας οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ μὴ Ὀρθόδοξοι ἐκκλησίαι ἀποτελοῦν μόνο «μέλη» («ὀργανικῶς μεταξὺ τῶν συνδεδεμένα»!); Ἀλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία! Ἀπορρίπτομεν τὴν ὀρθόδοξον θεανθρωπίνην πίστιν, αὐτὸν τὸν ὀργανικὸν δεσμὸν μετὰ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ καὶ τοῦ παναχράντου Τοῦ Σώματος –τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων– καὶ θέλομεν νὰ γίνωμεν «ὀργανικὰ μέλη» τοῦ αἱρετικοῦ, οὐμανιστικοῦ, ἀνθρωποπαγοῦς καὶ ἀνθρωπολατρικοῦ συλλόγου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπὸ 263 αἱρέσεις, ἡ δὲ κάθε μία ἀπὸ αὐτὰς πνευματικὸς θάνατος! Ὡς Ὀρθόδοξοι, εἴμεθα «μέλη Χριστοῦ». «Ἄρα οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο!» (Α΄ Κορινθ. 6, 15). Καὶ ἡμεῖς τοῦτο πράττομεν διὰ τῆς «ὀργανικῆς» συνδέσεώς μας μετὰ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖον οὐδὲν ἄλλο εἶναι εἰ μὴ ἀναβίωσις τῆς ἀθέου ἀνθρωπολατρείας – εἰδωλολατρείας.  (ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ» ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΙΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑ,  ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς)».
 Ὁ ἅγιος λοιπόν Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς θεωρεῖ προδοσία τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε., ἡ δέ προδοσία εἶναι ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ  ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς θεωρεῖ ὅτι δέν εἶναι τίποτε.
Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι ἀποτελεῖ μέθοδο καί γραμμή τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν νά ἰσχυρίζωνται ὅτι αὐτό καί ἐκεῖνο δέν εἶναι τίποτε και, ἔτσι, νά ἀθετοῦν μία–μία τίς Ὀρθόδοξες Παραδόσεις, νά ἀμβλύνουν τό Ὀρθόδοξο κριτήριο καί νά δημιουργοῦν καινούρια παράδοσι στίς σχέσεις μέ τούς αἱρετικούς. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ, ἀκολουθώντας πιστά τήν γραμμή τῶν Οἰκουμενιστῶν ἰσχυρίστηκε στήν συζήτησι ὅτι ἡ ἔνταξις τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. δέν ἔχει τίποτε τό μεμπτόν, δέν ἔχει ἐκκλησιαστικές διαστάσεις, ἀλλά εἶναι ἁπλῶς μία συνεργασία σέ καθαρά κοινωνικό ἐπίπεδο.
Ἐδῶ εἶναι  ἀνάγκη νά προσθέσουμε ὅτι ὅλα (κυριολεκτικά ὅλα) ὅσα ὑποστηρίζουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές, τά ὑποστηρίζουν πάντοτε μέ τό θράσος χιλίων Καρδιναλίων καί ποτέ (κυριολεκτικῶς ποτέ) δέν προσάγουν πρός στήριξι τῶν ἀπόψεων καί θέσεών των κάποιο ἁγιογραφικό χωρίο ἤ ἕναν Κανόνα ἤ κάποια διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Αὐτό συνέβη καί στίς δικαιολογίες πού  προέβαλε ὁ Μητροπολίτης  γιά τήν  ἔνταξι καί συμμετοχή  του στό Π.Σ.Ε.
Οἱ πλάνες ὅμως τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς, ὅπως ἀπεκαλύφθησαν στήν Ἡμερίδα, τήν ὁποία διοργάνωσε ὁ ἴδιος γιά νά δικαιολογήση τόν συναγελασμό του μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, ἔχουν ἀμέτρητο βάθος καί πρέπει νά τίς παρουσιάσωμε πρός ἐνημέρωσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀνησυχούντων καί εὐαισθητοποιημένων πιστῶν.
Γιά νά ἀθετήση, ἐπί παραδείγματι, τήν διδασκαλία τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων περί διακοπῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν ποιμένων, ἀνέφερε εἰς τήν διεξαχθεῖσα συζήτησι τά ἑξῆς: «Ἐσεῖς π. Εὐθύμιε ποιόν Ἐπίσκοπο μνημονεύετε; Μνημονεύετε “πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων”. Μά τί εἶστε, ὑπερσύνοδος καί μνημονεύετε “πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων”; Ποῖος Κανόνας τό προβλέπει αὐτό, στήν Ἐκκλησία μας ἕνας πρεσβύτερος νά μνημονεύη πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων; Καί ποῖος ἅγιος Πατέρας τό ἔκανε αὐτό στήν Ἐκκλησία;».
Ἐδῶ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ ἐνθυμήθηκε τούς ἱερούς Κανόνες καί τούς ἁγίους Πατέρες. Τώρα πιστεύω ὅτι  καθίσταται πασιφανές γιατί δέν ἐνθυμεῖται τούς ἱερούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους, ὅταν συναγελάζεται ὡς ἰσότιμο μέλος μέ τούς αἱρετικούς τοῦ Π.Σ.Ε., ὅταν εἶναι ἐνσωματωμένος μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, τούς ὁποίους μάλιστα καί ἀνεθεμάτισε ἀπό ἄμβωνος τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν διδάσκει ὅτι δέν μολύνεται ἀπό τήν ἐνσωμάτωσι αὐτή, ὅταν μεταθέτει τά ὅρια τῆς ἀποτειχίσεως στό κοινό ποτήριο κλπ., ἤ καί ὅταν, τέλος πάντων, ὑπογράφει τά διαζύγια γιά ὁποιονδήποτε λόγο καί τίς ἄδειες γιά δεύτερους καί τρίτους μοιχικούς γάμους, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τῆς πολιτείας.
Ἐμεῖς ὅμως, παρὰ ταῦτα, πρέπει νά ἀπαντήσωμε στήν ἔνστάσί του αὐτή, γιά νά μήν δώσωμε ἔστω τήν παραμικρή ὑποψία ὅτι αὐθαιρέτως βαδίζομε, χωρίς νά συμμορφωνώμεθα καί νά ἀκολουθοῦμε τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὅπως πράττουν αὐτοί. Κατ’ ἀρχάς λοιπόν ἡ ἔκφρασις «ὑπέρ πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων» εἶναι λειτουργική ἔκφρασις καί δέν εἶναι ἐπινόησις δική μας. Στή Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων ὁ λειτουργῶν ἱερεύς ἀναφέρει μυστικῶς τά ἑξῆς: «Μνήσθητι Κύριε πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς Σῆς ἀληθείας. Μνήσθητι Κύριε κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου καί τῆς ἐμῆς ἀναξιότητος∙ συγχώρησόν μοι πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καί ἀκούσιον κλπ.».
Στήν  ἀκολουθία ἐπίσης τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ ὁ ἱερεύς, λίγο πρίν τήν εὐχή τῆς ἐπικλήσεως, ἀναφέρει πάλι τήν ἴδια μνημόνευσι: «Μνήσθητι Κύριε, πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς Σῆς ἀληθείας καί παντός ἱερατικοῦ και μοναχικοῦ τάγματος καί τῆς σωτηρίας αὐτῶν. Μνήσθητι Κύριε, τῶν μισούντων καί ἀγαπώντων ἡμᾶς κλπ.».
Ἀσφαλῶς ὅταν ἀναφέρει ὁ ἱερεύς τίς λειτουργικές αὐτές εὐχές δέν καθιστᾶ τόν ἑαυτόν του ὑπερσύνοδο, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς, καί πρέπει ἐδῶ, ὡς ἐν παρόδῳ, νά τονίσωμε ὅτι ἡ συγκεκριμένη εὐχή ἀποκλείει τήν μνημόνευσι οἱουδήποτε Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Ὁ ὀρθοτομῶν δέ τόν λόγον τῆς ἀληθείας Ἐπίσκοπος, κατά τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο, εἶναι αὐτός πού τέμνει τά νόθα  (ὁμιλία Ε΄ στήν πρός Τιμόθεον ἐπιστολή P.G. 62, 626). Ἀποκλείεται, ὡς ἐκ τούτου ἡ λειτουργική μνημόνευσις τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων, διότι αὐτοί δέν τέμνουν τά νόθα, ἀλλά τά εἰσάγουν. Ἀποκλείεται ἐπίσης ἡ μνημόνευσις καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν Ἐπισκόπων, διότι καί αὐτοί εἰσάγουν τά νόθα, ἐπειδή συμπορεύονται μέ τούς Οἰκουμενιστές, τούς ἀναγνωρίζουν ὡς ὀρθοτομοῦντες τόν λόγον τῆς ἀληθείας, ἔχουν πολλές πλάνες καί αἱρέσεις καί τό κυριώτερο σιγοντάρουν τήν αἵρεσι καί ἐμποδίζουν ἀπό τήν σωτήριο ὁδό τῆς ἀποτειχίσεως τούς ἀνησυχοῦντας Ὀρθοδόξους.
Ὁ σκοπός ὅμως, ὅπως φαίνεται, τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείμ δέν εἶναι, νά μᾶς ὑποδείξη τί πρέπει, ὡς ἀποτειχισμένοι,  νά μνημονεύωμε, ἀλλά νά ἀκυρώση τήν ἴδια τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως καί, βεβαίως, τήν πατερική ὁδό τῆς ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἀποτειχίσεως. Στό Ἅγιον Ὄρος οἱ ἀποτειχισμένοι, ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, πατέρες ἀναφέρουν κανονικά τήν λειτουργική αἴτησι, χωρίς νά ἀναφέρουν τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχη. Λέγουν γιά παράδειγμα «ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν, τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου, τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας κλπ.», ὅπως ἐπίσης «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν, ὅν χάρισαι ταῖς ἁγίαις Σου Ἐκκλησίαις σῶον, ἔντιμον κλπ.».
Ὁ μακαριστός π. Νικόδημος Μπιλάλης σέ προσωπική συζήτησι πού εἴχαμε κάποτε μοῦ εἶχε ἀναφέρει ὅτι ἀπό μελέτες πού ἔκανε διεπίστωσε ὅτι εἶναι ὀρθότερον διά τούς Ἀποτειχισμένους ἡ  ἐπίκλησις τῆς λειτουργικῆς ἐκφράσεως «ὑπέρ πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων» καί αὐτήν ἀπαιτοῦσε νά ἐκφωνῆται  ἀπό τούς ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν στό κελί του στό Ἅγιον Ὄρος.  Τήν εἶχε μάλιστα καταγεγραμμένη καί παρατιθεμένη ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τοῦ κελιοῦ του, γιά νά εἶναι ὁρατή στούς ἱερεῖς πού λειτουργοῦσαν.
Ἄν λοιπόν τό πρόβλημα τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς εἶναι τό τί πρέπει νά ἀναφέρουν οἱ διακόπτοντες τήν μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου λόγῳ αἱρέσεως, νά μᾶς τό ὑποδείξη καί ἄν εἶναι σύμφωνο μέ τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους, εὐχαρίστως θά τό ἀκολουθήσωμε. Ἄν ὅμως ὁ σκοπός του εἶναι νά ἀκυρώση τήν πατερική ὁδό τῆς διακοπῆς τῆς  μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, τότε ἀποδεικνύεται μέγας ὑποκριτής καί προσπαθεῖ νά φθάση στόν ἐπιδιωκόμενο σκοπό «δι’ ἄλλης ὁδοῦ», ὅτι δῆθεν δέν εἶναι σωστή ἡ ἔκφρασις πού χρησιμοποιοῦμε. Ἄλλωστε οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι δέν στεκόμεθα στίς λέξεις, ἀλλά στά νοήματα καί στά πράγματα και, στήν προκειμένη περίπτωσι, ἡ ὑπόθεσις εἶναι ὄχι τό τί θά ποῦμε, ἀλλά τί πράττομε μέ αὐτό τό ὁποῖο λέγομε.
    Ἀπό τήν διεξαχθεῖσα συζήτησι ἀποδείχθηκε αὐτό, τό ὁποῖο ἐμεῖς τό ἔχουμε κατανοήσει πλήρως, πλήν ὅμως κάποιοι θέλουν νά ἐθελοτυφλοῦν καί νομίζουν ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἀκολουθοῦν πιστά τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων. Αὐτό λοιπόν τό ὁποῖο διεπιστώσαμε εἶναι ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἔχουν δημιουργήσει δική τους παράδοσι καί δική τους θεολογία καί δι’ αὐτό ἀδιαφοροῦν πλήρως διά τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων.
   Κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως ὁ π. Μάξιμος Βαρβαρής, ὁ ὁποῖος ἦτο παρών στήν Ἡμερίδα, διά νά ἀποδείξη ὅτι οἱ εἰσηγητές δέν ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἐπαρουσίασε ἕνα θαυμάσιο χωρίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τό ὁποῖο ἐδίδασκε ξεκάθαρα ὅτι καί Ὀρθόδοξο φρόνημα νά ἔχη κάποιος, ἐφ’ ὅσον ἀκολουθεῖ, συνοδοιπορεῖ καί εἶναι ἐνσωματωμένος μέ τούς αἱρετικούς καταδικάζεται καί αὐτός ὅπως καί ἐκεῖνοι.  Ἡ διδασκαλία  αὐτή τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἶναι ἀπό ἐπιστολή πρός τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων καί ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«...οἱ μέν τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν, οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (Φατ. 276, 411,68). Τά ἴδια ἀναφέρει ὁ ὅσιος καί σέ ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας: «οἱ μέν τέλεον ναυαγήσαντες περί τήν πίστιν, οἱ δέ, εἰ καί τούς λογισμούς οὐ καταποντισθέντες, τῇ δέ αἱρετικῇ κοινωνίᾳ ἐξ ἡμισείας δέει σωματικοῦ θανάτου συγκινδυνεύοντες...» (Φατ. 275,407,42).
Οἱ Ἀντιοικουμενιστές, βέβαια, δέν πιστεύουν στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί δι’ αὐτό ἔχουν δημιουργήσει τήν νεοποχίτικη θεωρία ὅτι κάποιος δέν βλάπτεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἀρκεῖ νά ἔχη ὀρθόδοξο φρόνημα καί νά μήν ἀποδέχεται τίς αἱρέσεις των. Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἐτόνισε καί ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς γιά νά δικαιολογήση τήν ἰσότιμο ἔνταξι τῶν Ὀρθοδόξων (καί τοῦ ἑαυτοῦ του) στό Π.Σ.Ε. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές δέν αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά ἀντικρούσουν τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία μέ ἀνάλογη διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρών καί δι’ αὐτό, ὅταν τούς παρουσιάζωμε αὐτήν τήν διδασκαλία ἤ ἀλλάζουν θέμα ἤ μᾶς λέγουν ὅτι ἐμεῖς δέν ἑρμηνεύουμε σωστά τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους ἤ καταλήγουν στήν ἀγαπητή καί προσφιλῆ τους μέθοδο τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τήν ὁποία ἔχουν ἀναγάγει σέ ἐπιστήμη γιά νά παρουσιάσουν τούς ἑαυτούς των ὑπερμάχους τῆς πίστεως. Εἶναι λυπηρό νά ὑπάρχουν περισσότερα ἀπό εἴκοσι ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς, καί ἑκατοντάδες πατερικά, καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές νά μισοῦν κυριολεκτικά τήν ἀποτείχισι καί νά βολεύωνται στόν συναγελασμό, στήν συνύπαρξι καί στήν ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς.
Ἕνα ἄλλο θέμα τό ὁποῖο ἐτέθη στή συζήτησι καί κατέστη καί αὐτό αἰτία νά ἀποκαλυφθοῦν πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί ἦτο καί το θέμα τῆς ἁγιότητος τοῦ π. Ἰωσήφ τοῦ Σπηλαιώτου, τοῦ Ἁγιορείτου καί ἡσυχαστοῦ. Κάποιος ἀδελφός ἀπηύθηνε στούς εἰσηγητές τήν ἐρώτησι, ἄν τόν ἀποδέχωνται γιά ἅγιο.  Τότε ὁ π. Παῦλος Δημητρακόπουλος ἔπλεξε τό ἐγκώμιο τοῦ π. Ἰωσήφ τοῦ Σπηλαιώτου καί ἡσυχαστοῦ, εἶπε ὅτι εἶναι μέγας ἅγιος, ὅτι ἐπροσκύνησε σέ ἕνα παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι τά λείψανά του, τά ὁποῖα εὐωδίαζαν, καί ὅτι εἶναι καί ὁ ἴδιος πνευματικός ἀπόγονος τοῦ γέροντος π. Ἰωσήφ. Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἀδελφός τοῦ ἐτόνισε ὅτι ὁ π. Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης μέχρι τόν θάνατό του δέν ἐμνημόνευε ἐπίσκοπο, ὅπως ἐπίσης δέν ἐμνημόνευαν καί τά πνευματικά του παιδιά, π. Χαράλαμπος στοῦ Μπουραζέρη καί π. Ἐφραίμ    Φιλοθεΐτης, μέχρι πού ἐπῆγαν στά μοναστήρια τῆς Φιλοθέου καί Διονυσίου. Μάλιστα ἐτονίσθη ὅτι ἐπῆγαν στά μοναστήρια ὑπό τόν ὅρο νά μνημονεύουν τόν Πατριάρχη.
Ὁ συντονιστής τῆς Ἡμερίδος π. Παῦλος Δημητρακόπουλος, ὁ ὁποῖος ἔκανε καί χρέη  ὑπασπιστοῦ τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος καί κατηύθυνε τήν συζήτησι στό ποθούμενο καί ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, φυσικά ἐξεμάνη καί δέν ἐδέχθη ὅτι ὁ π. Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης δέν ἐμνημόνευε μέχρι τόν θάνατό του, ὅπως καί τά πνευματικά του τέκνα, μέχρι πού ἐπῆγαν στά προαναφερθέντα μοναστήρια. Ἐμεῖς, πρός πληροφόρησι τῶν ἀδελφῶν καί διακρίβωσι τῆς ἀληθείας, ἐρευνήσαμε ἀπό μαρτυρίες τῶν πνευματικῶν παιδιῶν τοῦ π. Ἐφραίμ στόν Βόλο, καί μάλιστα παλαιῶν μοναχῶν δικῶν του, καί μᾶς διαβεβαίωσαν ὅτι τούς συνεβούλευε τήν περίοδο αὐτή, πρίν πάει δηλαδή στήν Ἱ. Μονή τῆς Φιλοθέου, νά μήν μνημονεύουν Ἐπίσκοπο λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Εἰς μάτην, ἐπίσης, τοῦ ἀναφέραμε ὅτι εἴμεθα παρόντες στίς Θ. Λειτουργίες στοῦ Μπουραζέρη καί στά Κατουνάκια στό κελί τοῦ π. Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτη, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί δέν ἐμνημόνευαν.
Ἀπέφυγε ἐπίσης νά ἀπαντήση στήν ἐρώτησι τοῦ ἰδίου ἀδελφοῦ, ἄν, ὅσοι ἁγιορεῖτες ἀποτειχίστηκαν κατά τήν τριετία 1970-1973 ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας καί ἄν, ὡς ἐκ τούτου, τά μυστήριά των ἦσαν ἄκυρα. 
Ἀπό ὅλα αὐτά διαφαίνεται ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, πέραν τοῦ ὅτι μισοῦν  καί πολεμοῦν τήν ἀποτείχισι καί τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως, προβάλλουν ὡς Ἁγίους αὐτούς τούς συγχρόνους γέροντες, οἱ ὁποῖοι τούς ἐξυπηρετοῦν στόν σκοπό τους και, κυριολεκτικῶς, θάβουν στήν ἀφάνεια καί λησμοσύνη ὅσους ἀποτειχίστηκαν καί διέκοψαν τήν μνημόνευσι τῶν Οἰκουμενιστῶν. Στήν προκειμένη  μάλιστα περίπτωσι ὁ π. Παῦλος ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήση τήν ἁγιότητα τοῦ π. Ἰωσήφ, τοῦ  ἡσυχαστοῦ ἁγιορείτου καί τίς προσωπικές του ἐμπειρίες, πλήν ὅμως ποτέ δέν ὁμιλοῦν δι’ αὐτόν, οὔτε τόν προβάλλουν ὡς παράδειγμα, προφανῶς ἐπειδή ἦτο ὡς  τό τέλος τῆς ζωῆς του ἀποτειχισμένος.
Στό σημεῖο αὐτό, δεδομένης τῆς εὐκαιρίας, πρέπει νά ἀναφέρωμε καί μία ἄλλη ἀπάτη καί πονηρή μέθοδο τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Ὅταν διαπιστώσουν ὅτι κάποιος καταφέρεται ἐναντίον τῶν συγχρόνων γερόντων ὡς ἐκ καθέδρας καί ἀπό θέσεως ἰσχύος, ὠρύονται καί ἐξαπολύουν μύδρους καί κεραυνούς ἐναντίον του, ἀπακαλώντας τον ἁγιομάχο κλπ. Ὅταν πάλι τούς ἐγκαλοῦμε γιά τήν ἀντιπατερική καί ἀντιαγιογραφική στάσι των, ἐκεῖ ἀκολουθοῦν τήν μέθοδο τῆς σωτηρίου σιωπῆς καί τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ἐνῶ, ὅταν πιέζονται πολύ καί πρέπει κάτι νά ἀναφέρουν, περιορίζονται στήν τακτική τῶν συγχρόνων γερόντων.
Δέν καταλαβαίνουν ὅμως, οἱ δυστυχεῖς, ὅτι κατ’ οὐσίαν αὐτοί εἶναι ἁγιομάχοι, διότι μάχονται τήν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι  ἐπίσης ἁγιομάχοι, διότι προβάλλουν τήν λανθασμένη τακτική, στό σημεῖο αὐτό, τῶν συγχρόνων γερόντων καί διαγράφουν τοιουτοτρόπως ὅλη τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως Ὀρθόδοξο Παράδοσι,  δημιουργοῦν δέ διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἄλλη Γραφή καί ἄλλη Παράδοσι, αὐτήν δηλαδή τοῦ ἐφησυχασμοῦ, τοῦ βολέματος καί τοῦ χαρτοπολέμου.  Εἶναι  τέλος ἁγιομάχοι διότι ἀνεγνώρισαν ὡς ἅγιο τόν  ἐθνομάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης τόν Μασῶνο, οἰκουμενιστή, πατριδολάτρη, ἀρχαιολάτρη, ἀντιμοναχιστή, δυτικολάτρη κλπ. κλπ. καί τόν ἐτοποθέτησαν, νά τόν προσκυνᾶ ὁ λαός, δίπλα στούς πραγματικούς Ἁγίους, πρός ἐξευτελισμό τῶν Ἁγίων καί ὁλοκλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Κατά τά ἄλλα βεβαίως ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς καταπολεμᾶ τόν Οἰκουμενισμό καί τήν Μασωνία καί θεωρεῖται ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Πρέπει ἀκόμη νά τονίσωμε ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι δέν θά ἀνεγνώριζαν ὡς ἅγιο κάποιον, ὁ ὁποῖος δέν ἐξυπηρετεῖ τά σχέδιά των καί ἐδῶ ἔγκειται ἀκριβῶς ἡ πλάνη τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, διότι προβάλλοντας τούς συγχρόνους γέροντες δέν πράττουν τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἐκμεταλλεύωνται καί αὐτούς τούς συγχρόνους γέροντες, οἱ μέν δηλαδή Οἰκουμενιστές γιά νά ἑδραιώσουν τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές γιά νά ἑδραιώσουν τίς θεωρίες των, οἱ ὁποῖες ἀντιμάχονται τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς Ἁγίους. Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια στό σημεῖο αὐτό Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές συμφωνοῦν καί συμπορεύονται ἔστω καί μέ διαφορετικό σκοπό ὁ καθένας.
Προσφάτως ἐδιάβαζα σέ ἕνα περιοδικό Παλαιοημερολογιτῶν ὅτι καί αὐτοί προτίθενται νά ἀναγνωρίσουν τρεῖς-τέσσερεις ἁγίους, μεταξύ δέ αὐτῶν καί τόν πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο Καβουρίδη. Ἀντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς, ὅτι οἱ Ἅγιοι ἀντί νά θεραπεύσουν τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θά τήν διευρύνουν ὁ καθένας μέ τόν τρόπο του, καί βεβαίως οἱ μέν θά πολεμοῦν τούς Ἁγίους τῶν δέ, γιά νά ἀποδεικνύωμε καί ἐμπράκτως ὅτι εἴμεθα στά ἔσχατα χρόνια, στά ὁποῖα θά ἐπικρατεῖ ἡ σύγχυσις καί ὁ ἀποπροσανατολισμός, ὄχι μόνον μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά καί μεταξύ τῶν Ἁγίων. Ἤδη δέ οἱ Ἀντιοικουμενιστές παρουσιάζουν τούς Ἁγίους ὡς ἀντιμαχομένους, ἐφ’ ὅσον οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι δέν συμφωνοῦν μέ τούς παλαιούς στήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές συντάσσονται μέ τήν λανθασμένη, στό σημεῖο αὐτό, πορεία τῶν συγχρόνων Ἁγίων, ἐπειδή τούς βολεύει καί τούς ἐξυπηρετεῖ στήν δική τους πορεία.
Εἶναι ἀνάγκη νά τονίσωμε πρός ἐνημέρωσι τῶν Ὀρθοδόξων, ὅτι στήν διεξαχθεῖσα συζήτησι ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ ἀπεκάλυψε ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ θεσμός στήν Ἐκκλησία εἶναι συνοδικός, ἡ Σύνοδος ἀποφασίζει γιά ὅλα τά θέματα καί ὅλοι ὑποτάσσονται καί ἀκολουθοῦν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἔστω καί διαμαρτυρόμενοι. Εἶπε συγκεκριμένα, γιά νά δικαιολογήση τήν ἔνταξι καί συμπόρευσί του στό Π.Σ.Ε., ὅτι στήν Ἐκκλησία δέν ἀποφασίζει ἕνας γιά ὅλους, ἀλλά ὅλοι γιά ὅλους.
Αὐτό βεβαίως ἀποτελεῖ πλάνη καί αἵρεσι, ἐφ’ ὅσον τό ἐπεκτείνει καί γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια ἡ Σύνοδος ἀποφασίζει, ἄν ἐγώ θά ἀνήκω στό Π.Σ.Ε., ἄν θά ἔχω ἀντιπροσώπους στούς διαλόγους καί στά «μαγειρέματα» τόν Μεσσηνίας καί τόν Δημητριάδος, ἄν θά θεωρῶ ἅγιο τόν Χρυσόστομο Σμύρνης καί ἄν τελικά θά σφραγισθῶ. Ἡ Σύνοδος λοιπόν εἶναι ὁ ρυθμιστής καί ὁ ἐκφραστής τῆς πίστεως ἑκάστου. Αὐτός εἶναι ὁ συνοδικός θεσμός τόν ὁποῖο ὑπεραμύνονται οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς καί αὐτός ὁ συνοδικός θεσμός δημιουργεῖ ἀνεύθυνα, ἄβουλα ὄντα καί κατευθυνόμενα ρομπότ. Οἱ Πατέρες ὅμως ποτέ δέν εἶδαν τόν συνοδικό θεσμό ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Ὀρθοδοξία στήν πίστι, ἀλλά μόνο ὑπό τήν προϋπόθεσι τῆς διαφυλάξεως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Αὐτός βεβαίως ὁ συνοδικός θεσμός, τόν ὁποῖο σθεναρῶς ὑπερασπίζονται οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ ἐπί τῶν Αἱρέσεων Γραφείου τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, εἰσάγει τούς πιστούς στήν αἵρεσι καί διασφαλίζει τήν μόνιμη παραμονή τους  εἰς αὐτήν.  Αὐτός ὁ συνοδικός θεσμός διασφαλίζει τήν δεσποτοκρατία καί ἐκδιώκει τόν Χριστό μέ παπικό τρόπο ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὁμιλεῖ γιά ἄλλου εἴδους συνοδικό θεσμό, ὁ ὁποῖος σέβεται καί ἀκολουθεῖ τούς ἱερούς Κανόνες καί προστατεύει καί θωρακίζει τούς πιστούς ἀπό τήν αἵρεσι: «σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καί ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσιν (κρείσσων γάρ , φησίν, εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἤ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐν τῇ ἐρεύνῃ καί φυλακῇ τῶν κανόνων καί τό δεσμεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ᾿ ὡς δοκεῖ τῂ ἀληθείᾳ καί τῷ κανόνι καί τῷ γνώμονι τῆς ἀκριβείας. ἤ δείξωσιν οἱ συνελθόντες τοῦτο πεποιηκότες, καί ἡμεῖς σύν αὐτοῖς, ἤ, <εἰ> οὐ δεικνύουσιν, ἐκβαλέτωσαν τόν ἀνάξιον, ἵνα μή εἰς κατηγόρημα αὐτοῖς καί ταῖς μετέπειτα γενεαῖς παραδοθήσεται· ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ θεοῦ δεδέσθαι φύσιν οὐκ ἔχει, καί ἐξουσία τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάσῃ παραβάσει κανόνος ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα καί ἕπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν» (Φατ. 24,66, 69).
Τελικά, θά εἴχαμε νά προτείνουμε στό γραφεῖο ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς νά ἀφαιρέσουν ἀπό τόν τίτλο του τήν λέξι «ἐπί», γιατί ἔτσι πιστεύουμε ὅτι θά τούς ἐκφράζει πλήρως ὁ τίτλος τοῦ γραφείου, καθόσον  θά  ὑποδηλώνει  τά ἔργα καί τήν πορεία των.
Στήν συζήτησι ἐπίσης εἰπώθηκε ἀπό τόν π. Βασίλειο Παπαδάκη, μεταξύ ἄλλων, καί κάτι γιά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, τό ὁποῖο πρέπει νά σχολιάσωμε, διότι περιέχει πολύ δόλο καί ἀπάτη καί νομίζομε ὅτι ὁ π. Βασίλειος ἦτο ὁ καταλληλότερος ἀπό τούς εἰσηγητές, διά τόν σκοπό καί στόχο τῆς στημένης αὐτῆς Ἡμερίδος, διότι ἀποδείχθηκε ἐπιστήμονας στήν διαστροφή καί στό ψεῦδος καί μάλιστα, ὅταν ὅλα τά ἐπενδύει μέ μία πρωτοφανῆ ἀληθοφάνεια.
Ἀνέφερε λοιπόν ὁ π. Βασίλειος τά ἑξῆς: «Ἐγώ σᾶς προκαλῶ ἐδῶ μπροστά σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους, νά μᾶς φέρετε μία ἐκκλησιαστική ἱστορία, μία διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὄχι μία ἀκολουθία ἤ ἕνα τροπάριο ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, νά μιλοῦν ὅτι ἐπαινοῦν τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, γιά τούς ἀγῶνες του κατά τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως.  Δέν ὑπάρχει, εἶναι ἀνύπαρκτη ἡ μοιχειανική αἵρεσις, ἐφεύρημα δεκαετιῶν ὀλίγων τῶν ἐνισταμένων καί τοῦ πατρός Θεοδωρήτου Μαύρου».
Φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ π. Βασίλειος ἔχει πρόβλημα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη καί τό πρόβλημα νομίζομε ὅτι ἑστιάζεται εἰς τό ὅτι ὁ ὅσιος τοῦ χαλᾶ τά σχέδια καί κατακρημνίζει τίς θεωρίες του. Διότι ὁ μέν ὅσιος διδάσκει ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας καί μόνο εὐαγγελικῆς ἐντολῆς εἶναι     αἵρεσις, ὁ δέ π. Βασίλειος Παπαδάκης διδάσκει ὅτι σήμερα δέν ὑπάρχει αἵρεσις, καμμία αἵρεσις, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἀθετοῦνται δημοσίως καί συνοδικῶς, ὄχι μία ἀλλά πολλές εὐαγγελικές ἐντολές καί εἰδικά αὐτές πού ἀναφέρονται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς.
Ἐδῶ ὑπενθυμίζομε τήν δήλωσι τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείμ, ὅτι ἡ Σύνοδος καθορίζει τήν πορεία τῶν Ὀρθοδόξων, τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς π.χ. τήν ἔνταξι στό Π.Σ.Ε., τήν ἐκλογή τῶν ἀντιπροσώπων, ὥστε νά σταλοῦν οἱ πλέον ἄχρηστοι καί ἀκατάλληλοι, τήν συμμετοχή στούς λεγομένους θεολογικούς διαλόγους, τήν ἄδεια γιά συμπροσευχές καί συνιερουργίες, τήν ἀναγνώρισι τῶν Μασώνων καί αἱρετικῶν ὡς ἁγίων, τήν ὑπογραφή τῶν διαζυγίων γιά λόγους πού δέν προβλέπονται ἀπό τό εὐαγγέλιο κλπ.
Σχολιάζοντας λοιπόν τά λόγια αὐτά τοῦ π.  Βασιλείου Παπαδάκη, πέραν τῆς ἐμπαθείας πού διαφαίνεται εἰς αὐτά ἐναντίον τοῦ ὁσίου, πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι διακρίνονται ἀπό μία ἐξωτερική ἀληθοφάνεια, ἡ ὁποία ὅμως ἔγινε γιά ἄλλο λόγο καί σκοπό καί ὁ π. Βασίλειος τό ἐκμεταλλεύεται γιά νά ἀκυρώση τήν ὁμολογία τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία, ὅπως προαναφέραμε, ἔρχεται σέ πλήρη καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθεσι μέ τήν ἰδική του νεοεποχίτικη διδασκαλία.
Ἡ ἀλήθεια λοιπόν εἰς τό σημεῖο αὐτό εἶναι ὅτι οἱ ἱστορικοί καί οἱ ὑμνογράφοι, πλήν τῶν βιογράφων του, ἀποφεύγουν νά ἐπαινέσουν τήν ὁμολογία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἰς τό θέμα τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως, ὄχι γιατί δέν εἶναι ὀρθή καί κατά πάντα σύμφωνη μέ τό Εὐαγγέλιο, οὔτε διότι ἐστρέφετο ἡ ὁμολογία αὐτή ἐναντίον ἱεραρχικῶς ἀνωτέρων του, ἀλλά διότι ἐστρέφετο ἐναντίον μεγάλων Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μέ ἀγαθό σκοπό καί γιά τήν ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας ἐδέχθηκαν τήν παρανομία στόν εὐαγγελικό νόμο ὡς οἰκονομία. Ἄν λοιπόν οἱ ἱστορικοί καί οἱ ὑμνογράφοι ἐπαινοῦσαν φανερά τόν ὅσιο, θά ὑποβίβαζαν ἀσφαλῶς τούς δύο μεγάλους ἁγίους, Ταράσιο καί Νικηφόρο, κατά τῶν ὁποίων ἐστρέφετο ὁ ὅσιος.
Ἐπίσης ἄν οἱ ἱστορικοί καί οἱ ὑμνογράφοι ἐκθείαζαν τόν ὅσιο γιά τήν ὁμολογία του αὐτή, θά ἐπαρουσίαζαν τούς Ἁγίους ἀντιμαχομένους, σέ σημεῖο μάλιστα διακοπῆς τῆς μεταξύ των ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ἔτσι σήμερα  γιά παράδειγμα ἐκθειάζουν τούς συγχρόνους γέροντες οἱ ἀφελεῖς Ἀντιοικουμενιστές μέ κακό σκοπό καί πρόθεσι, πρός ἐφησυχασμό καί χαρτοπόλεμο καί δημιουργοῦν αὐτήν τήν ἀντίθεσι μεταξύ τῶν Ἁγίων,  ἄλλα, δηλαδή, νά διδάσκουν οἱ παλαιοί Ἅγιοι καί ἄλλα οἱ σύγχρονοι γέροντες.  Αὐτό τό χάος μεταξύ τῶν Ἁγίων ἐδημιούργησε καί ἡ Σύνοδος, εἰς τήν ὁποία ἀσφαλῶς ἀνήκει ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ, ὅταν ἁγιοποίησαν τόν Μασῶνο καί αἱρετικό Χρυσόστομο Σμύρνης.
Ὁ ἅγιος Ταράσιος μέσα στήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο εἶπε τά ἑξῆς, τά ὁποῖα βεβαίως ἐδέχθη ὁλόκληρη ἡ Σύνοδος: «Κατ’ οὐδέν τούς Πατέρας εὑρίσκομεν διαφωνοῦντας, ἀλλ’ ἐπί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος ὄντες πάντες τό αὐτό κηρύττουσιν καί διδάσκουσιν» καί ὀλίγον κατωτέρω: «Πανταχοῦ γάρ οἱ Πατέρες ἀλλήλοις σύμφωνοι εἰσίν, ἐναντίωσις δέ οὐδεμία ἔνεστιν αὐτοῖςἀλλ’ ἐναντιοῦνται αὐτοῖς οἱ τάς οἰκονομίας καί τούς σκοπούς αὐτῶν μή ἐπιστάμενοι» (Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τόμ. Γ΄, σελ. 237 καί 241).
Μέσα λοιπόν σ’ αὐτό τό πνεῦμα ὄντες οἱ ἱστορικοί καί οἱ ὑμνογράφοι δέν ἐπαινοῦν τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη δι’ αὐτήν του τήν ὁμολογία, προκειμένου δηλαδή νά μήν ὑποτιμήσουν καί ὑποβαθμίσουν τούς δύο μεγάλους ἁγίους, Ταράσιο και Νικηφόρο
 Τόν ἔπαινο ὅμως διά τήν ἔνστασι καί ὁμολογία τοῦ ὁσίου ἐξ αἰτίας τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως τόν ἀπέδωσαν πρῶτοι στόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη οἱ ἴδιοι οἱ δύο αὐτοί Πατριάρχες, Ταράσιος καί Νικηφόρος, οἱ ὁποῖοι καί ὡμολόγησαν μετά τήν ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας των μέ τόν ὅσιο, ὅτι ὁ ὅσιος καλῶς ἔπραξε καί σύμφωνα μέ τίς Γραφές καί τούς Κανόνες.
Τόν ἔπαινο ἐπίσης, τόν ἀπέδωσαν στόν ὅσιο οἱ δύο Πατριάρχες, διότι ἀκολούθησαν κατά γράμμα, θά λέγαμε, τίς ὑποδείξεις του, καθαιρώντας τόν ἱερέα Ἰωσήφ καί ἀποκλείοντας ἔτσι κάθε νέα παράβασι γιά τέλεσι μοιχειανικῶν γάμων.
Τόν ἔπαινο ἀκόμη τόν ἀπέδωσε στόν ὅσιο ὅλη ἡ Κων/πολις, διότι ὑποδέχθηκαν ἅπαντες τόν ὅσιο ἀπό τήν ἐξορία ὡς μέγα ὁμολογητή καί φύλακα τῆς πίστεως.
Τόν ἔπαινο τόν ἀπέδωσε στόν ὅσιο ὁ ἴδιος ὁ Πάπας τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος τόν ἀπεκάλεσε μιμητή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ.
Τόν ἔπαινο τόν ἀπέδωσε στόν ὅσιο ὅλη ἡ αὐτοκρατορία, στά πέρατα τῆς ὁποίας ἔφτασαν τά κατορθώματά του, οἱ δέ Θεσσαλονικεῖς, ὅταν ἐχήρευσε ὁ ἐπισκοπικός των θρόνος, ἐζήτησαν ὡς Ἐπίσκοπο καί ποιμένα των τόν ἐξορισθέντα εἰς τήν πόλι των, μαζί μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο  ἐξαιτίας τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως, ἅγιο Ἰωσήφ, ἀδελφό τοῦ ὁσίου.
Τόν ἔπαινο, ἐν κατακλεῖδι, ἀπέδωσε στόν ὅσιο διά τήν μοιχειανική αἵρεσι, ἡ  μετά τήν ἐπάνοδό του ἐκ τῆς ἐξορίας του διά τήν μοιχειανική αἵρεσι συρροή στή μονή του χιλίων περίπου μοναχῶν καί ἡ διά κάθε θέμα καί πρόβλημα ἐκζήτησις τῆς γνώμης του.
Θά ἀναφέρωμε δύο –τρεῖς μαρτυρίες ἀπό τούς βιογράφους τοῦ ὁσίου γιά νά δείξωμε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων μας, ὡς πρός τήν τιμή καί τούς ἐπαίνους πού ἀπέδιδαν ἅπαντες στόν ὅσιο ἐξ αἰτίας τῆς ὁμολογίας του διά τήν μοιχειανική αἵρεσι καί τά ὑπόλοιπα πού ἀναφέραμε ἄς τά ἐρευνήσει ὁ π. Βασίλειος, χωρίς ἐμπάθεια καί προκατάληψι, γιά νά διδαχθῆ ἀπό τούς βιογράφους τοῦ ὁσίου τήν πραγματική ἀλήθεια.
«Ὁ δέ γε πατριάρχης (ὁ ἅγ. Νικηφόρος) καί πολλῷ πλέον, τήν μετά συνέσεως τοῦ ἀνδρός ἀποσεμνύνων παῤῥησίαν διαπαντός∙ καί διά τοῦτο, μηδέ τῆς πρός αὐτόν διαθέσεως καθυφέσθαι θελήσας ποτέ, μηδ’ ἐν αὐτῷ τῷ τῆς διαστάσεως καιρῷ∙ μή τήν γνώμην συνόλως μεταβαλεῖν∙ μή τήν τιμήν τήν ὑπερβαλλόντως ἐκεῖνον ἐτίμα, σμικρῦναι ἤ  καί βραχύ παραπέμψεσθαι…» (P.G. 99, 160 A).
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου, ὅτι ὁ Πατριάρχης ἅγιος Νικηφόρος ἐπαινοῦσε τόν ὅσιο πάντοτε, ἀκόμη καί κατά τόν καιρό τῆς μεταξύ των ἐκκλησιαστικῆς διαστάσεως καί ποτέ δέν σταμάτησε νά τιμᾶ καί νά ἐπαινῆ τόν ὅσιο. Ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ βιογράφου εἶναι ἀπό τό σημεῖο τῆς ἐξιστορήσεως τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως.
Ἀναφέρομε ἐν συνεχείᾳ τήν διάθεσι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ὡς πρός τόν Πατριάρχη ἅγιο Νικηφόρο γιά νά καταδείξωμε τήν μεταξύ τῶν Ἁγίων ἀχώριστον ψυχική ἑνότητα, ἔστω καί ὅταν διεφώνουν μεταξύ των, ὁ καθένας γιά θεάρεστον λόγο: «Τούτοις ὁ Πατήρ  (ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης) καί γνώμης ὅπως εἶχε καί λογισμοῦ διαῤῥήδην ἐμφήνας, ἀποδιίσταται, ὡς ἔφημεν, συνόλως αὐτῶν, μηδενός τό παράπαν πεφροντικώς, μή βασιλέως τά δεινά ποιήσειν αὐτόν ἀπειλοῦντος, μή τῶν ἐκείνου συμφρόνων, μυρίαν αὐτῷ τήν βίαν ἐπαγόντων, μή τῶν ἄλλων τῇ ἀρχῇ συμπραττόντων, ἱερέων τε καί λοιπῶν τῶν ἐν τέλει. Μόνου γε μήν τοῦ πατριάρχου ἀπευκτήν ὅλως καί οὐδέ φορητήν τό παράπαν ἐνόμιζε τήν διάζευξιν∙ οἰονεί διχοτομίας ἑαυτοῦ ἐπαισθόμενος, καί ὀδύναις ἀῤῥήτοις διά ταύτην βαλλόμενος. Ἀλλ’ ἐπειδή οὐκ ἦν ἄλλως αὐτῷ τό συνοῖσον ἐλέσθαι, ἔμενε φέρων τά λυπηρά, πάντα μᾶλλον αἱρούμενος, ἤ τι πρᾶξαι τῶν μή δοκούντων Θεῷ, καί φανῆναι ἄντικρυς, ἄλλο τι πρό ἐκείνου τιμῶν» (P.G.99,157 B).
Ἐδῶ ὁ βιογράφος ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ἀφόρητη λύπη τοῦ ὁσίου κατά τήν δευτέρα ἀποτείχισι διά τήν μοιχειανική αἵρεσι ἦταν ὁ ἁποχωρισμός καί ἡ ἀπομάκρυνσίς του ἀπό τόν Πατριάρχη, ἅγιο Νικηφόρο. Ἔνοιωθε ὅτι ἐχώριζε τόν ἑαυτόν του στή μέση καί αἰσθανόταν ἀφόρητη ὀδύνη δι’ αὐτό, ἀλλά τό ὑπέφερε μέ πολύ πόνο διά νά μη δείξη διά τῶν πραγμάτων ὅτι προτιμᾶ κάτι ἀπό αὐτά πού δέν εἶναι ἀρεστά, οὔτε τά ἐνομοθέτησε ὁ Θεός. Αὐτή εἶναι ἡ ψυχική ἑνότης τῶν Ἁγίων, ἔστω καί ἄν κάποια φορά ἔλθουν σέ διάστασι.
Μία ἀκόμη ἀπόδειξις τῆς τιμῆς καί τοῦ ἐπαίνου πού ἀπολάμβανε ὁ ὅσιος ἀπό τόν ἅγιο Νικηφόρο: «Καί τί γάρ  ἦν ἀντιλεγόμενον ἤ πραττόμενον παρά  τῷ θεσπεσίῳ Νικηφόρῳ, ὅ μη τῇ κρίσει τοῦ Θεοδώρου ὑπήγετο καί τό ἔμπεδον αὐτόθεν ἐλάμβανεν;  εἴτε ὡς τῆς συμφερούσης μοίρας ὑπάρχον, εἴτε καί ὡς ἄλλως ἐχούσης∙  τοιούτως ἦν αὐτῷ αἰδέσιμος ὁ θεῖος Πατήρ ἡμῶν, καί τά δευτέρια μετ’ αὐτόν ἐν τῇ συνόδῳ τῶν ἐπισκόπων φέρων, σοφίᾳ τε καί τῇ περί τό θεῖον εὐσεβείᾳ πάντων ὑπειλημμένος» (P.G. 99, 284 D).
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου ὅτι ὁ ἅγιος Νικηφόρος ὅ,τι ἔλεγε ἤ ἔπραττε τά ἔθετε ὅλα στήν κρίσι τοῦ ὁσίου γιά νά βεβαιωθῆ περί τῆς ὀρθότητός των. Ἐπίσης τοῦ εἶχε ἀποδώσει τήν δεύτερη μετά ἀπό αὐτόν θέσι μέσα στή Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων χάριν τῆς σοφίας καί εὐσεβείας του. Αὐτό εἶναι ὄντως κάτι σπάνιο καί πρωτοφανές, ἕνας ἱερέας δηλαδή καί ἡγούμενος νά ἔχη τήν δεύτερη θέσι μέσα στή Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων καί ἀσφαλῶς  ἀποδεικνύει περίτρανα τήν ἀπεριόριστον τιμή,  ἔπαινο  καί ἐκτίμησι τοῦ ἁγίου Νικηφόρου πρός τόν ὅσιο.
Καί ἕνα τελευταῖο χωρίο ἀπό τούς βιογράφους τοῦ ὁσίου, τό ὁποῖο ἀποδεικνύει τήν τιμή καί τόν ἔπαινο πού τοῦ ἀπέδωσε ὅλη ἡ οἰκουμένη διά τήν ὁμολογία του κατά τήν μοιχειανική αἵρεσι: «Διαφημίζεται δέ κατά τό μᾶλλον  ἔτι ἡ τοῦ Σακκουδίωνος προσηγορία, καί Θεόδωρος ἐν τοῖς ἁπάντων ἐμεγαλύνετο στόμασιν∙ καί τό ἔργον αὐτοῦ τῆς διά Θεόν ὑπερορίας εἰς πᾶσαν διατρέχει τήν ὑπ’ οὐρανόν» (P.G. 99, 257 C).
Καί ὀλίγο ἀνωτέρω ὁ βιογράφος σημειώνει τά ἑξῆς: «Ὅπερ ἵνα μή γένηται, (νά ἐπικρατήσουν δηλαδή στούς ἀνθρώπους τά σαρκικά πάθη, τῆς μοιχείας κλπ.) ἐν τοῖς προειρημένης ἀθληταῖς ἡ χάρις τοῦ παναγίου ἐκλάμψασα Πνεύματος, ἤλεγξεν ἀναφανδόν τῆς παρανομίας τό ἔργον∙ καί οὕτω μᾶλλον ὁ μέγας Θεόδωρος διαβοητότερος καθίσταται, μιμητής τοῦ Προδρόμου δεικνύμενος, καί Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, οὐ μόνον ἐν τοῖς περιοίκοις, ἀλλά καί πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης· ἐν γάρ τῇ Θεσσαλονικέων τόν ἅπαντα χρόνον τῆς Κωνσταντίνου βασιλείας περιφρουρούμενος πόλει, εἰς τάς ἐξωτάτω χώρας τά τῶν ἰδίων κατορθωμάτων ἀπέπεμπε  προτερήματα. Γεγράφηκε  δέ καί τῷ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης δι’ οἰκέιων αὐτοῦ μαθητῶν δῆλα ταῦτα καταστησάμενος∙ καί ἀπεδέχθη παρ’ αὐτοῦ μεγάλως, ὡς μή ὑποστειλάμενος ἀναγγεῖλαι τά φίλα Θεῷ∙ παρ’ οὗ καί ἀντίγραφα ἐδέξατο καταγεραίροντα αὐτοῦ τήν ὑπέρ τοῦ καλοῦ ἔνστασίν τε καί ἄθλησιν, ὡς ἐξισουμένην τῇ τοῦ θείου Προδρόμου ἀξιοπρεπῶς παῤῥησίᾳ» (P.G. 99, 256, B).
π. Βασίλειος Παπαδάκης δυστυχῶς ὁμολογεῖ ὅτι «εἶναι ἀνύπαρκτη μοιχειανική αἵρεσις, ἐφεύρημα δεκαετιῶν ὀλίγων, τῶν ἐνισταμένων καί τοῦ π. Θεοδωρήτου Μαύρου». Δηλαδή ὁμολογία καί ἀποτείχισις τοῦ ὁσίου, πού ἔγινε γνωστή σέ ὅλη τήν τότε οἰκουμένη, πού ἀπεκόμισε τόν ἔπαινο καί τήν τιμή πρός τόν ὅσιο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, πού ἔγινε αἰτία νά σταματήση κατήφορος τῶν ἀνθρώπων πρός τά σαρκικά πάθη, οἱ ὁποῖοι ἔπιπταν  μάλιστα μέ τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, αὐτή ὁμολογία ἔμεινε ἄγνωστη στόν π. Βασίλειο Παπαδάκη καί τήν ἐθεώρησε «ἐφεύρημα τῶν ἐνισταμένων καί τοῦ π. Θεοδωρήτου Μαύρου». Ἐδῶ πρέπει νά ὁμολογήσωμε ὅτι ἄν κάποιος θέλει νά διαπιστώση τήν διαστροφή καί τήν πλάνη, τήν ἐθελοτυφλία καί τήν προπαγάνδα σέ ἀπεριόριστο καί ἀνεξέλεγκτο βαθμό, θά πρέπει νά μελετήση ὁπωσδήποτε τόν π. Βασίλειο.
Θά ἔλθωμε τέλος στήν ὑμνολογία πού ἀπέδωσε ἡ Ἐκκλησία πρός τόν ὅσιο γιά νά ἀποδείξωμε καί δι’ αὐτῆς ὅτι ἡ τιμή καί ὁ ἔπαινος πού τοῦ ἀπέδωσε ἀφοροῦν καί τίς δύο αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του, γιά τίς ὁποῖες ἀγωνίστηκε. Ἁπλῶς ἀναφέραμε ἐξ ἀρχῆς ὅτι δέν τονίζουν τήν μοιχειανική αἵρεσι γιά νά μήν μειώσουν τούς δύο ἁγίους Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι στήν προκειμένου περίπτωσι ἐτήρησαν τήν γραμμή τῆς οἰκονομίας.
Τό τρίτο τροπάριο τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Χάρις δαψιλὴς τοῦ Πνεύματος, ἱερομύστα σαφῶς, ἐξεχύθη σοῖς χείλεσι, καὶ πηγὴν ἀνέβλυσε, διδαγμάτων Θεόδωρε, τῆς εὐσεβείας δείξασα πρόμαχον, τῆς ἀληθείας σφοδρὸν συνήγορον, στῦλον ἑδραίωμα, ὀρθοδόξου πίστεως, μοναδικοῦ, βίου ἀκριβέστατον, κανόνα πάνσοφε».
Ἐδῶ παρατηροῦμε ὁ ὑμνογράφος νά ἀναφέρη ὅτι ὁ ὅσιος ἦτο πρόμαχος τῆς εὐσεβείας, συνήγορος σφοδρός τῆς ἀληθείας, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτά ἀσφαλῶς χαρακτηρίζουν ὅλη τήν ζωή τοῦ ὁσίου, ἐπειδή δέν εἶναι δυνατόν ἡ δαψιλής χάρις τοῦ Πνεύματος νά ἀναδεικνύει σέ μερικές μόνο περιπτώσεις κάποιον ὡς πρόμαχος τῆς πίστεως καί σέ ἄλλες νά τόν ἀφήνη νά πλανηθῆ. Διότι ἐδῶ δέν πρόκειται γιά κάποια μικρά λάθη, στά ὁποῖα εἶχαν ὑποπέσει  καί οἱ Ἅγιοι γιά νά ταπεινώνωνται, ἀλλά γιά σοβαρά ἐκκλησιολογικά θέματα, ἀπό τά ὁποῖα ἠδύναντο νά πλανηθοῦν καί νά ἀπολεσθοῦν πολλοί ἄνθρωποι.
Στό κάθισμα τῆς τρίτης ὠδῆς ὁ ὑμνωδός ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Θεῖα δόγματα καταπλουτήσας, πίστιν ἔσωσας Ὀρθοδοξίας, προκινδυνεύσας ὑπὲρ ταύτης Θεόδωρε, ἐν ἐξορίαις ἀθλήσας καὶ μάστιξιν, ἐν φυλακαῖς καρτερήσας τὴν κάκωσιν· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».
Ἐδῶ πάλι θά ἠδυνάμεθα μετά βεβαιότητος νά ἰσχυρισθῦμε ὅτι ὁ ὑμνωδός πρωτίστως ἀναφέρεται στήν μοιχειανική αἵρεσι καί κατόπιν στήν εἰκονομαχική. Διότι στήν εἰκονομαχική δέν προεκινδύνευσε ὁ ὅσιος, ἐφ’ ὅσον εὑρισκόμεθα ἤδη στήν δευτέρα φάσι της, οὔτε ἦτο μόνος του, ἀλλά συναγωνίζοντο μέ αὐτόν καί πολλοί ἄλλοι ὁμολογητές, οὔτε ἔσωσε τήν πίστι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐφ’ ὅσον ὑπῆρχαν καί τόσοι ἄλλοι Πατέρες πού τήν ὑπερασπίζοντο.  Ὅλα αὐτά ὅμως συνέβησαν στήν μοιχειανική αἵρεσι, διότι ἐκεῖ καί προεκινδύνευσε καί ἔσωσε τήν Ὀρθόδοξο πίστι, καθόσον ἡ οἰκονομία ἔτεινε νά καταστῆ νόμος στήν Ἐκκλησία, καί μάλιστα συνοδικῶς κατοχυρωμένος.
Στό δεύτερο τροπάριο τῆς ἕκτης ὠδῆς ὁ ὑμνωδός ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μυρίζουσιν εὐπρεπῶς, δογμάτων οἱ θεῖοι λόγοι σου, καὶ ἐκ βυθοῦ τῶν κακῶν, αἱρέσεων ἅπαντας, ἀνάγουσι Πάνσοφε, τῆς ὀρθοδοξίας, πρὸς μετάρσιον ἀκρότητα». Ἐδῶ ὁ ὑμνωδός ὁμιλεῖ γιά αἱρέσεις καί πρέπει νά μᾶς διευκρινίση ὁ π. Βασίλειος ποιές αἱρέσεις εἶναι αὐτές, ἀπό τόν βυθό τῶν ὁποίων μᾶς ἀνάγει ὁ ὅσιος.
Στό δεύτερο τροπάριο τῆς ὀγδόης ὠδῆς ὁ ὑμνογράφος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διὰ παντὸς τοῦ βίου σου, θεοφόρε Θεόδωρε, τῆς ὀρθοδοξίας, ὁδηγὸς γεγένησαι, φωστὴρ φαεινότατος, θεοειδὴς διδάσκαλος, τύπος Μοναστῶν, καὶ ἀκριβὴς νομογράφος, διδάσκων ἀναμέλπειν· Ἱερεῖς εὐλογεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἐδῶ πρέπει νά μᾶς ἐξηγήση ὁ π. Βασίλειος, πῶς ὁ ὅσιος «διά παντός τοῦ βίου του» ἦτο τῆς Ὀρθοδοξίας ὁδηγός, φωστήρ φαεινότατος, θεοειδής διδάσκαλος κλπ., τήν στιγμή κατά τήν ὁποία, ὅπως ἰσχυρίστηκε στήν εἰσήγησί του, ἔπεσε σέ πλάνη καί καταδικάστηκαν τά συγγράμματά του δῆθεν ἀπό δύο Συνόδους; Τό ἴδιο μαρτυρεῖ γιά τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου καί τό τέταρτο τροπάριο τῆς ἑνάτης ὠδῆς.
    Πρίν κλείσουμε τίς σκέψεις μας γιά τήν πονηρή αὐτή  καί ὕπουλη καί ὑστερόβουλη ἔνστασι τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη, πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι, ὅταν πρόκειται γιά διαφορές καί διενέξεις μεταξύ τῶν Ἁγίων, πάντοτε οἱ ἱστορικοί, οἱ Πατέρες καί οἱ ὑμνωδοί ἀφήνουν ἀσχολίαστα τά γεγονότα, ἤ καί τά παραπέμπουν κατά κάποιον τρόπο στή λήθη, διά νά μήν παρουσιάσουν τούς Ἁγίους ἀντιμαχομένους καί τοιουτοτρόπως δώσουν κακή μαρτυρία καί εἰκόνα δι’ αὐτούς στούς πιστούς.
Tέτοιες διενέξεις καί ἀντιπαλότητες ὑπῆρξαν μεταξύ τῶν Ἀποστόλων Παύλου καί Πέτρου, ὅταν ὁ Παῦλος τόν ἤλεγξε, ἐπειδή ὁ Πέτρος ἄλλοτε συμπεριφερόταν Ἰουδαϊκά καί ἄλλοτε ὄχι. Ὑπῆρξαν ἐπίσης μεταξύ τοῦ Παύλου καί τοῦ Βαρνάβα, ὅταν δημιουργήθηκε ἀνάμεσά τους παροξυσμός καί ἐχωρίστηκαν γιά νά κηρύξη  ὁ καθένας σέ διαφορετικό μέρος.  Ἀκόμη ὑπῆρξαν μεταξύ τοῦ ἁγ. Κυρίλλου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, διότι ὁ ἅγιος Κύριλλος δέν ἤθελε οὔτε κἄν νά καταγραφῆ ὁ Χρυσόστομος στά δίπτυχα τῶν Πατριαρχῶν τῆς Κων/πόλεως, ἀλλά τόν κατέτασσε μετά τοῦ Ἰούδα. Ἀκόμη ἀναμέσον τοῦ ἁγ. Φωτίου καί τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου μέ τίς μεταξύ των ἀλληλοκαθαιρέσεις. Ὅλα αὐτά προείπαμε ἔμειναν ἀσχολίαστα ἀπό τούς ἱστορικούς καί ὑμνωδούς καί τούς Πατέρες γιά τούς λόγους πού ἐξεθέσαμε. Ἡ περίπτωσις βεβαίως τῆς διενέξεως τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου μέ τούς δύο ἁγίους Πατριάρχες εἶναι ἴσως ἡ πλέον σημαντική, διότι ὁ ὅσιος ὡμιλοῦσε καθαρά γιά αἵρεσι, ἡ ὁποία καί ἐπικρατοῦσε στήν Ἐκκλησία λόγῳ τῆς στάσεως τῆς οἰκονομίας τήν ὁποίαν τηροῦσαν οἱ δύο Πατριάρχες.
 Πάντως, ὅπως συμπεράναμε,  ὁ π. Βασίλειος θέλει νά ἀθετήση τελείως τήν ὕπαρξι τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως διά νά διδάσκη ἀνεμπόδιστα ὅτι καί σήμερα δέν ὑφίσταται αἵρεσις, καμμία αἵρεσις. Ἐμεῖς ὅμως τοῦ ἀντιπαραβάλλουμε ὅτι, ἄν τότε ὁ ὅσιος ἀντετάχθη σέ ἁγίους Πατριάρχες γιά τήν ἀθέτησι μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, τί θά πρέπει νά πράξωμε ἐμεῖς σήμερα πού ἔχομε αἱρετικούς καί Μασώνους Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὁδηγοῦν στήν αἵρεσι, στήν ἀθέτησι τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί στήν ἀκύρωσι πλείστων ὅσων εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.
Στήν διεξαχθεῖσα ἐπίσης συζήτησι ὁ τρίτος εἰσηγητής, π. Ἰωάννης Φωτόπουλος, ἀφοῦ ἔλαβε τόν λόγο,  ἀπάντησε σέ κάποιον ἀδελφό τά ἑξῆς:
«Ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τόν Οἰκουμενισμό ἐπειδή πᾶνε οἱ ἀντιπρόσωποι καί κάνουν αὐτά τά μαγειρέματα καί τίς κουταμάρες στό Π.Σ.Ε., ἀκολουθοῦμε ἐμεῖς τόν Οἰκουμενισμό;».  Φαίνεται ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος τυπικά μόνον ἀνήκει στήν Ἐκκλησία καί ὄχι οὐσιαστικά, δηλαδή δέν εἶναι ἐνσωματωμένος μέ τά ἄλλα μέλη καί συνδεδεμένος κατά τήν τάξι καί εἰκόνα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Διότι ἄν εἶναι ἐνσωματωμένος, σύμφωνα μέ τό ἐκκλησιολογικό δόγμα τῆς πίστεώς μας, τότε ὅ,τι ἀποφασίζει ἡ Σύνοδος καί ὅ,τι πράττουν οἱ ἀντιπρόσωποι πού ἡ Σύνοδος ἐκλέγει καί ἀποστέλλει, τό ἀκολουθεῖ καί τό ἀποδέχεται καί αὐτός. Ἤδη ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ  προανέφερε ὅτι στήν Ἐκκλησία δέν ἀποφασίζει ὁ ἕνας γιά ὅλους, ἀλλά ὅλοι γιά ὅλους. Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου λοιπόν  δέν δύναται ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος νά ἰσχυρισθῆ ὅτι αὐτός δέν ἀκολουθεῖ τόν Οἰκουμενισμό, ἐφ’ ὅσον ἀποφασίζουν δι’ αὐτόν κάποιοι ἄλλοι καί δέν μπορεῖ μόνος του π.χ. νά ἀποχωρίση ἀπό τό Π.Σ.Ε., ἀπό τούς διαλόγους, τίς συμπροσευχές κλπ. Διά νά μήν συμμετέχη στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπάρχει ἕνας καί μοναδικός τρόπος ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τούς ἁγίους Πατέρες παραδεδομένος, ἡ ἀποτείχισις. Οἱ Ἀντιοικουμενιστές ὅμως δυστυχῶς  ἔχουν ἐφεύρει σήμερα καί ἄλλον τρόπο, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι δύνασαι νά μήν συμμετέχης στήν αἵρεσι, ἐνῶ εἶσαι ἐνσωματωμένος ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς, ἀρκεῖ νά ἔχης Ὀρθόδοξο φρόνημα.  Πρόκειται δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια γιά τήν  θεωρία τοῦ βολέματος καί τοῦ χαρτοπολέμου, τήν ὁποία πολλάκις ἔχουμε ἐπισημάνει.
Ὁ Μητροπολίτης, τέλος,  Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, κατά τήν συζήτησι διευκρίνισε ὅτι τά ὅρια διά τήν ἀποτείχισι εἶναι τό λεγόμενο κοινό ποτήριο. Αὐτή ἡ θεωρία βεβαίως ἰσχύει  μόνο καί μόνο ἐπειδή τό εἶπε ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς.  Κατά τά ἄλλα οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἰσχυρίζονται ὅτι ἀκολουθοῦν τίς Γραφές καί τούς Πατέρες, ἐνῶ στήν πραγματικότητα υἱοθετοῦν ἄλλη Γραφή καί  ἄλλους Πατέρες,  ὅπως π.χ. τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς, ὁ ὁποῖος ἀποφαίνεται μέ τό κῦρος ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων καί στήν πράξι διδάσκει ἀντίθετα ἀπό αὐτούς. Ἔχει δέ κοινό ποτήριο μέ ὅλους τούς Οἰκουμενιστές καί περιμένει κάποιους θεοφόρους Πατέρες συγχρόνους νά καταδικάσουν τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί μάλιστα συνοδικῶς, διά νά μήν κάνη σχίσμα ἀπομακρυνόμενος ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τούς αἱρετικούς.
Τελικῶς πιστεύομε ὅτι ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης θά κατενόησε τόν σκοπό τῆς στημένης αὐτῆς Ἡμερίδας, ἐμεῖς δέ ἀσκήσαμε κριτική σέ κάποια βασικά σημεῖα τῶν εἰσηγήσεων καί τῆς συζητήσεως πού ἐπακολούθησε, διότι πιστεύομε ὅτι ἡ κάθε πρότασις τῶν εἰσηγητῶν περιέκλειε ἕνα ψεῦδος καί μία ἀπάτη, ἦτο δέ ἀδύνατον νά κρίνωμε λεπτομερῶς ὅλες τίς εἰσηγήσεις. Ἄν δέ κάπου στήν κριτική μας μελέτη ἐσφάλαμε, παρακαλοῦμε νά μᾶς ὑποδειχθῆ ἀπό τούς εἰσηγητές καί τόν συντονιστή τῆς Ἡμερίδος, ἤ ἀπό οἱονδήποτε ἀδελφό, μέ τήν προσκόμισι τῆς ἀνάλογης ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς διδασκαλίας, ὥστε νά ἐπανορθώσωμε τό λάθος μας.
                                                            Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.