Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011


Ὁδοιπορικὸ στὴ Σερβία:  Συνάντηση μὲ τὴν Ὀρθοδοξία

Εὐλαβικὸ προσκύνημα
στὶς σύγχρονες ἐπίγειες «κατακόμβες»

Δρόμοι χωρὶς μποτιλιάρισμα, μικρά, φτωχά, ζωντανὰ χωριουδάκια, ἀνθρώπινα· καὶ τὸ τοπίο πράσινο, βλάστηση συνεχὴς καὶ πυκνή· χορταίνουν τὰ μάτια, ἠρεμεῖ ἡ καρδιά· μιὰ μικρὴ ἀποζημίωση αὐτοῦ τοῦ κουραστικοῦ ταξιδιοῦ μὲ προορισμὸ τὴν Σερβία καὶ τὶς σύγχρονες κατακόμβες της, ποὺ ἀποφασίσαμε νὰ κάνουμε μὲ δυὸ αὐτοκίνητα, ἑλλαδίτες ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὸ Αἴγιο καὶ τὸ Βόλο.
Τὸ τοπίο εὐλογημένο σὲ παρασέρνει νὰ σιγοψάλεις «οὐκ ἐλάτρευσαν τὴν κτίση οἱ θεόφρονες, ἀλλὰ τὸν κτίσαντα»· καὶ ἡ καρδιὰ ἀναμένει ν’ ἀντικρύσει τὶς σύγχρονες κατακόμβες· τὶς ἐπίγειες «κατακόμβες» ποὺ δημιούργησαν οἱ ἀνάλγητες οἰκουμενιστικὲς διώξεις «ὀρθοδόξων ποιμένων» καὶ ἡ σθεναρὰ ἀντίσταση ἑνὸς ἀσθενικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ διωκόμενου Σέρβου ἐπισκόπου Ἀρτεμίου, μὲ τοὺς ἡρωϊκοὺς μοναχοὺς καὶ μοναχές, ποὺ ἀψήφισαν τὰ πάντα γι’ Αὐτὸν ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα.
Πρὶν γνωρίσουμε ἀπὸ κοντὰ τὰ πράγματα, ζωγραφίζαμε μὲ τὴ φαντασία τὴν πιθανὴ εἰκόνα ποὺ θὰ συναντούσαμε: κάποιους αὐστηροὺς κυρίως γέρους μοναχούς, ποὺ ἡ ἄσκηση, τὰ χρόνια, τὰ σκληρὰ πολεμικὰ γεγονότα, οἱ ἀπάνθρωπες Νεοταξικὲς πρακτικές, θὰ εἶχαν αὐλακώσει τὸ σῶμα τους, τὸ πρόσωπο καὶ κυρίως τὴν ψυχή τους, καὶ θὰ τοὺς εἶχαν μεταβάλει σὲ ἀπόκοσμους, καχύποπτους, ὅσο κι ἀσυμβίβαστους ἀνθρώπους, ἕτοιμους νὰ δώσουν ἄλλη μιὰ μάχη μ’ ἐκείνους ποὺ θὰ ἐπιβουλευθοῦν τὸ τελευταῖο ἀγκωνάρι ποὺ ἔχουν γιὰ προσκέφαλο, τὸ κεραμίδι ποὺ ἀπέμεινε στερνὸ σύμβολο ἑνὸς «οἴκου ἄοικου».
Μὰ ὅταν φτάσαμε στὶς κατοικίες τους, συναντηθήκαμε μὲ τὸ ἀπρόσμενο. Ἀντὶ γιὰ σκληραγωγημένους γέρους καὶ ἀγέλαστες γερόντισσες, ἀντικρίσαμε μὲ ἔκπληξη νεότατους μοναχοὺς καὶ μοναχές, ποὺ τὸ μαῦρο τους ράσο τόνιζε πολλαπλασίως τὰ φωτεινά, χαρούμενα πρόσωπά τους· νέους καὶ νέες, ποὺ σὰν μόλις τώρα νὰ ἐπέστρεψαν ἀπὸ κάποιο σπουδαστήριο ἢ νὰ τελείωσαν τὴ διδακτορική τους διατριβή. Καλύτερα· σὰν μόλις νὰ γύρισαν ἀπὸ κάποια κατανυχτικὴ ὁλονυχτία, στὴν ὁποία γεύτηκαν θεῖες ἐμπειρίες.
Μᾶς χαιρετοῦσαν μὲ ἕνα ἀνυπόκριτο αὐθορμητισμό, σὰν νὰ μᾶς γνώριζαν χρόνια· ὅπως τὸ ἴδιο αὐθόρμητα δάκρυσαν μετὰ ἀπὸ λίγο, καθὼς τραγουδοῦσαν πονεμένα τραγούδια τῆς χαμένης τους πατρίδας, τοῦ Κοσσόβου, ἀπ’ τὸ ὁποῖο δὲν τοὺς ξερίζωσαν οἱ Ἀλβανοὶ φρουροί, ἀλλὰ οἱ πρώην σχολάζοντες πατριοὶ ποιμένες καὶ οἱ πατριαρχεύοντες τοποτηρητὲς τῆς Παγκοσμιοποίησης καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κι ἀνάμεσα στοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχές, καὶ μπρός τους, καὶ δίπλα τους ὁ ἐπίσκοπος Ἀρτέμιος. Ἁπλός, χαριτωμένος, ποὺ λόγω τοῦ ὕψους του χανόταν ἀνάμεσά τους, «μικρὸς τῇ ἡλικίᾳ», «ὑψηλὸς ταῖς φρεσί». Χωρὶς καμία γοητεία, στόμφο, φαντασία, δύναμη, ἐξουσία. Μὲ φανερὴ τὴ σφραγῖδα τῆς Παύλειας αὐτοσυνειδησίας: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ».