Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012


Οἱ ...μισὲς ἀλήθειες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
περὶ Διαλόγων καὶ μετα-πατερικὴς θεολογίας
πιὸ ὕπουλες ἀπὸ τὰ ...μισά ψεύδη

Σήμερα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμος, συνομίλησε μὲ τοὺς σπουδαστὲς τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων γιὰ διάφορα ἐπίκαιρα θέματα.
 Στὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδωσε εἶναι φανερὸ ὅτι συμπλέει μὲ τοὺς οἰκουμενιστικοὺς σχεδιασμοὺς τοῦ Φαναρίου (σχεδιασμοὺς Νεοταξικοὺς καὶ Πανθρησκειακούς), ποὺ ἀδυνατοῦν πλέον νὰ κρύψουν οἱ ὅποιες λογικοφανεῖς ἐπενδύσεις. Κατὰ τὴν πρόσφατη ἐπίσκεψή του στὸ Φανάρι, φαίνεται πὼς δρομολογήθηκαν νέα μέτρα καὶ γρήγοροι ρυθμοὶ ἐπεκτάσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπαξιώσεως κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐναντιώνεται στὶς μεθοδεύσεις τῶν ἐλαχίστων μέν, ἀλλὰ ἰσχυρῶν οἰκουμενιστικῶν κύκλων, οἱ ὁποῖοι κατέχουν (κρίμασι οἷς οἶδε Κύριος) τὴν διοικητικὴν ἐξουσίαν στὴν Ἐκκλησία Του.
Στεκόμαστε πρὸς στιγμὴν σὲ 2-3 σημεῖα τῶν λεχθέντων ἀπὸ τὸν κ. Ἱερώνυμο:
1. Οἱ Ὀρθόδοξοι, εἶπε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, «κάνουμε τὸ διαλογο μὲ τοὺς Καθολικούς, κάτω ἀπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις καὶ ὁρισμένους ὅρους». Ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴν διεξαγωγὴ τῶν Διαλόγων «δὲν εἶναι ἀπόφαση μόνο δική μας. Εἶναι ἀπόφαση ποὺ ἔχουν πάρει ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι».
Αὐτή, Μακαριώτατε, δὲν εἶναι πληροφόρηση, ἀλλὰ παραπληροφόρηση. Εἶναι ἡ ...μισὴ ἀλήθεια, ποὺ στην περίπτωση αὐτή, εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὸ ψέμα, γιατὶ συσκοτίζει τὰ πράγματα. Γιατί κρύψατε ἀπὸ τοὺς σπουδαστὲς τὴν πραγματικότητα: πὼς αὐτοὶ οἱ ὅροι καὶ οἱ προϋποθέσεις, κάτω ἀπὸ τοὺς ὁποίους κάνετε τοὺς Διαλόγους, δὲν εἶναι ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ὅροι καὶ προϋποθέσεις. Εἶναι οἱ ὅροι καὶ οἱ προϋποθέσεις τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς ὅρους περὶ τῆς διεξαγωγῆς τῶν Διαλόγων, ποὺ οἰκουμενιστὲς Ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι ἐφεῦραν, κι αὐτοὺς τοὺς παραβαίνετε. Ὅπως π.χ.:
α) τὴν ἀποφάσῃ τῆς Πανορθοδόξου Συνδιάσκεψης τῆς Ρόδου τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ἡ ὁποία προέβλεπε τὴν ἔναρξη τοῦ Διαλόγου μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ καταργηθεῖ ἡ Οὐνία. Χωρὶς νὰ καταργηθεῖ ἡ Οὐνία ἄρχισαν τὸ 1980 οἱ Διάλογοι, παρὰ τὴν διαφωνία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
β) Οἱ παραχωρήσεις ποὺ κάνετε πρὸς τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες εἶναι ἐκθεμελιωτικὲς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀναφέρω ἐδῶ μία παραχώρηση: Ἀναγνωρίσατε τὶς αἱρέσεις ὡς Ἐκκλησίες ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει (χωρὶς καμιὰ μετάνοια ἐκ μέρους τους), τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκόμα καὶ μέλος της Ιεραρχίας,  ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς τὶς ὀνομάζει παρασυναγωγές!
γ) Ἐπιτρέπετε πλέον ἐλεύθερα καὶ παρὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τὶς συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς, παρόλο ποὺ ἀρχικὰ τὶς ἀπαγορεύατε, τότε ποὺ ὑπῆρχαν Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦσαν σθεναρὰ στὶς κακοδοξίες τῶν ἡγετῶν-πρωτοπόρων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τότε, λοιπόν, καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, καὶ ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχαν ἀπαγορεύσει τὶς συμπροσευχὲς κατὰ τοὺς Διαλόγους. Κι αὐτὸ καταστρατηγήθηκε. Γιατί, λοιπόν, Μακαριώτατε, κρύψατε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ νέα παιδιά; Γιατὶ τὰ παραπληροφορεῖτε; Γιατί τοὺς ἀποκρύψατε ὅτι πλῆθος Ἱερῶν Κανόνων παραβιάζονται κατάφωρα ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους ποὺ συμμετέχουν στοὺς διαλόγους αὐτούς; Ἁρμόζει αὐτὸ σὲ Ἀρχιερέα, καὶ μάλιστα Ἀρχιεπίσκοπο;
2. Εἴπατε, Μακαριώτατε: «Ἡ ἐποχή μας ἔχει βγάλει κι αὐτὴ Πατέρες. Ἡ νεοπατερική, τὴν εἴπανε μεταπατερική, δὲν εἶναι ἄλλη θεολογία, εἶναι χρονικὸ πρᾶγμα».
Μπορεῖτε νὰ μᾶς ἀναφέρετε ποιούς Πατέρες ἐννοεῖτε; Ἔχει βγάλει ἄραγε ἡ ἐποχή μας Πατέρες; Κι αὐτοὶ οἱ Πατέρες δέχονται τὴν μεταπατερικὴ θεολογία; Γιατί δὲν τοὺς κατονομάζετε; Καὶ καλά, τοὺς οἰκουμενιστὲς δὲν θέλετε νὰ τοὺς κατονομάσετε, γιατὶ θὰ θίξετε πρόσωπα τοῦ Φαναρίου. Τοὺς συγχρόνους Πατέρες (ποὺ ἔχετε ὑπ’ ὄψιν σας καὶ οἱ ὁποῖοι δέχονται τὴν ὀνομαζομένη μεταπατερικὴ θεολογία) οὔτε κι αὐτοὺς μπορεῖτε νὰ κατονομάσετε; Μήπως εἶναι μεταπατερικὸς θεολόγος καὶ δέχεται ὅλα αὐτὰ τὰ βλάσφημα κακόδοξα ἐκβλαστήματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὁ τελευταῖος λόγιος Ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξης Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς;
Νὰ περιμένουμε ἀπάντησή σας στὶς παραπάνω ἐπισημάνσεις; Λίγο χλωμὸ τὸ βλέπω καὶ ἀπίθανο. Ἀλλὰ θὰ περιμένουμε. Ἐξάλλου εἴπατε στοὺς Εὐέλπιδες σήμερα, ὅτι «χριστιανικά, δὲν μποροῦμε νὰ ἀπορρίψουμε ποτὲ τὸν διάλογο. Μὲ ὅλους πρέπει νὰ μιλᾶμε»!
Ἐλπίζουμε μέσα σ’ αὐτὴ τὴν κατηγορία –«ὅλους»– νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς.

Σημάτης Παναγιώτης

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Κα π. Δανιλ εράκης


ΣΤΥΛΟΒΑΤΗΣ ΤΟΥ ΑΡΡΩΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ

ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

Νά, λοιπόν, ποὺ κάποιοι «εὐσεβεῖς» ἀρχιμανδρῖτες, οἱ καταφερόμενοι κατὰ τῶν σκανδάλων στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γίνονται στυλοβάτες κάθε ἀρρωστημένου στοιχείου ποὺ ὑπάρχει στὸ σημερινὸ ἐκκλησιαστικὸ κατεστημένο.
Δὲν λαμβάνουν ὑπόψιν τὶς εὐαισθησίες τοῦ λαοῦ, τὶς διαμαρτυρίες του, τὰ κείμενα ποὺ δημοσιεύονται στὸν τοπικὸ τύπο (ἀλλὰ καὶ στὸν ἀθηναϊκὸ θρησκευτικὸ τύπο)· δὲν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν τὶς παραβάσεις ποὺ διαπράττονται ἀπὸ τὸν τοπικὸ Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνοντας τὴν Ἱ. Σύνοδο «διόρισε» ὡς ἄτυπο βοηθὸ ἐπίσκοπο τὸν πρώην Θεσσαλιώτιδος κ. Θεόκλητο Κουμαριανό, ποὺ ἔχει κατασκανδαλίσει τὶς συνειδήσεις μας.
Ἔτσι σήμερα, ὁ π. Δανιὴλ Ἀεράκης ἐτίμησε τὸν κ. Θεόκλητο. Συνυπῆρξαν στὴν ἀκολουθία τοῦ Δ΄ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ στὸ Αἴγιο (ἀγνοώντας ὅσες ἀντιδράσεις ἔχουν γίνει), καὶ κήρυξε τὸν θεῖο λόγο μὲ τὶς εὐλογίες καὶ τοὺς ἐπαίνους τοῦ πρώην Θεσσαλιώτιδος!
Λεπτομέρειες, θὰ πεῖτε. Ναί, χαρακτηριστικὲς τῆς ἀδιαφορίας καὶ τοῦ ἀβδηριτισμοῦ μας.
Σημάτης Παναγιώτης


Κυριακή 25 Μαρτίου 2012


 
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ἡ πόλις ποὺ ἐγέννησε καὶ ἀνέθρεψε τὸν θεῖον αὐτὸν ἄνδρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀθλητικὴ καὶ ἀσκητική του ζωὴ δὲν μπορῶ νὰ ἀναφέρω μὲ ἀκρίβεια καὶ ἀσφάλεια. Τὴν πόλι ὅμως ὅπου τώρα ζῆ καὶ ἡ ὁποία τὸν τρέφει μὲ ἀμβροσία, τὴν ἐγνώρισε πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος· διότι ὁπωσδήποτε εὑρίσκεται τώρα καὶ αὐτὸς σ᾿ ἐκείνη τὴν ἐπουράνιο Ἱερουσαλήμ, στὴν ὁποία ὑπάρχει ἡ ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, τῶν ὁποίων «τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει».
Ἐκεῖ χορταίνοντας τὰ ἀχόρταστα μὲ ἄϋλη αἴσθησι καὶ βλέποντας τὰ ἀθέατα κάλλη, ἀπολαμβάνει τὶς ἀντάξιες ἀμοιβὲς τῶν ἱδρώτων του. Καὶ ἀφοῦ σὰν ἄκοπο βραβεῖο τῶν κόπων τοῦ ἐκέρδισε τὴν οὐράνιο κληρονομία, χορεύει αἰώνια μαζὶ μ᾿ ἐκείνους, τῶν ὁποίων πλέον «ὁ ποὺς ἔστη ἐν εὐθύτητι». Πῶς δὲ κέρδισε αὐτὴν τὴν μακαριότητα ὁ ἀοίδιμος, αὐτὸ θὰ τὸ ἐκθέσω στὴν συνέχεια.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ὅσιος Πατὴρ σὲ ἡλικία περίπου δέκα ἓξ περίπου ἐτῶν προσέφερε τὸν ἑαυτόν του στὸν Χριστὸν ὡς «θυσίαν εὐάρεστον καὶ δεκτήν», μὲ τὸ νὰ εἰσέλθῃ στὸν ζυγὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὸ ὄρος Σινᾶ. Ἀπὸ αὐτὴ δὲ τὴν διαμονή του στὸν ὁρατὸ τόπο, πορευόταν καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὸν ἀόρατο Θεόν. Καὶ τὴν μὲν ξενιτεία ἀκολούθησε σὰν προστάτιδα τῶν νοερῶν νεανίδων, δηλαδὴ τῶν ἀρετῶν τῆς ψυχῆς. Μὲ αὐτὴν τὴν ξενιτεία ἀπέβαλε ὅλη τὴν ἄσεμνη παρρησία καὶ ἐφόρεσε τὴν εὐπρεπῆ ταπείνωσι καὶ ἔτσι ἀπὸ τὴν εἴσοδο ἀκόμη ἀπεδίωξε τὸν δαίμονα τῆς αὐταρεσκείας καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης στὸν ἑαυτό του. Ὑπετάγη καὶ ἐμπιστεύθηκε τὴν ψυχή του ἐν Κυρίῳ στὸν πνευματικό του πατέρα σὰν σὲ ἕναν ἄριστο κυβερνήτη, καὶ ἔτσι ἀκίνδυνα ἐταξείδευε τὸ μεγάλο, ἐπικίνδυνο καὶ τρικυμιῶδες ταξείδι τῆς παρούσης ζωῆς.
Τόσο πολὺ δὲ ἀπέθανε γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ προσωπικά του θελήματα, σὰν νὰ εἶχε ψυχὴ χωρὶς λογικὴ καὶ χωρὶς θέλησι καὶ ἀποξενωμένη τελείως ἀπὸ τὶς φυσικὲς κλίσεις καὶ ἐπιθυμίες. Ἂν καὶ ἐνωρίτερα ἀπὸ τὴν οὐράνια τούτη «ἀμάθεια» εἶχε ἀποκτήσει καλὰ τὴν ἐγκύκλιο κοσμικὴ σοφία-πράγμα παράδοξο, διότι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ ὑπερηφάνεια τῆς κοσμικῆς σοφίας ἐκφυλίζει τὴν ἐν Χριστῷ ταπείνωσι.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔτσι ἐπολιτεύθηκε ἐπὶ δεκαεννέα χρόνια καὶ στολίσθηκε μὲ τὰ κατορθώματα τῆς μακαρίας ὑποταγῆς, ὅταν πλέον ὁ ἅγιος Γέροντας ποὺ τὸν ἐπαιδαγώγησε εἶχε φύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, τότε ἐξέρχεται καὶ ὁ ἴδιος στὸν ἀγώνα τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, κρατώντας στὰ χέρια του, σὰν ὅπλα δυνατά, τὶς ἱερὲς εὐχὲς τοῦ Γέροντός του, γιὰ νὰ καταρρίψει μὲ αὐτὲς τὰ ὀχυρώματα τοῦ σατανᾶ.
Ἐκλέγει τὴν παλαίστρα τῆς ἐρημιτικῆς του ἀσκήσεως σὲ ἀπόστασι πέντε «σημείων» (δηλαδὴ ὀκτὼ χιλιομέτρων), ἀπὸ τὸ Κυριακὸ τῆς Μονῆς, στὴν τοποθεσία ποὺ λεγόταν Θολᾶς, καὶ διαβιοῖ ἐκεῖ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια, χωρὶς ὀκνηρία καὶ ἀμέλεια, πυρπολούμενος πάντοτε ἀπὸ τὸν διακαῆ ἔρωτα καὶ τὴν φλόγα τῆς θείας ἀγάπης. – Ἀλλὰ ποιὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ περιγράψῃ καὶ νὰ ἐγκωμιάσῃ μὲ λόγια τους μόχθους ποὺ κατέβαλε στὸ μέρος αὐτὸ ὁ Ὅσιος; Πῶς δὲ νὰ ἔλθουν στὴν ἐπιφάνεια ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ κόποι, οἱ ὁποῖοι ἐσπείροντο ἀφανῶς χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς βλέπει; Ὅμως παίρνοντας σὰν μικρὲς ἀφορμὲς μερικὰ ἀπὸ τὰ γνωστὰ κατορθώματά του, ἂς ἀκούσουμε τὴν ὁσιωτάτη ζωὴ τοῦ μεγάλου Ὁσίου.
* * *
Ἔτρωγε ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπονται στοὺς μοναχούς, πολὺ ὀλίγο ὅμως. Ἔτσι ὥστε μὲ μεγάλη σοφία νικοῦσε συγχρόνως τὸ κέρας τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς οἰήσεως. Διότι μὲ ὀλίγη τροφὴ συνέθλιβε παντοιοτρόπως τὴν μανιώδη καὶ ἄπληστη δέσποινα, τὴν κοιλία, καὶ μαζὶ μὲ τὴν στέρησι τῆς ἔλεγε: «σιώπα, πεφίμωσο», κλεῖσε δηλαδὴ τὸ στόμα σου. Καὶ μὲ τὸ ὅτι ἔτρωγε ὀλίγο καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ φαγητὰ νικοῦσε καὶ ὑπεδούλωνε τὴν τυραννία τῆς κενοδοξίας. Ἐπὶ πλέον δὲ μὲ τὴν ἀπόλυτη μοναξιὰ καὶ τὴν ἀποφυγὴ συναντήσεων μὲ ἄλλα πρόσωπα, ἔσβησε τὴν φλόγα καὶ τὴν κάμινο τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας, μέχρι ποὺ τὴν ἔκανε ὁριστικὰ στάχτη καὶ τὴν ἀπεκοίμισε.
Ἀνδρείως ὁ ἀνδρεῖος ἀπέφυγε, μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν στέρηση τῶν ἀναγκαίων γιὰ τὴν συντήρησή του, καὶ τὴν προσκύνησι τῶν εἰδώλων, (δηλαδὴ τὴν φιλαργυρία καὶ τὴν προσκόλλησι στὰ ὑλικά).
Τὴν ψυχή του τὴν ἀνέστησε ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε κάθε στιγμή, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἀδράνεια, κεντώντας την μὲ τὸ κεντρὶ τῆς μνήμης τοῦ θανάτου.
Μὲ τὴν ἀπονέκρωσι πάλι κάθε «προσπαθείας», ἴσως καὶ μὲ κάποια αἴσθησι τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων ἀγαθῶν, ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. Ἐνωρίτερα δὲ εἶχε θανατώσει μὲ τὸ ξίφος τῆς ὑπακοῆς, τὴν τυραννικὴ ὀργή.
Μὲ τὸ σῶμα ποὺ δὲν ἔβγαινε ἔξω καὶ μὲ τὸ λόγο ποὺ ἀκόμη περισσότερο δὲν ἐξερχόταν ἀπὸ τὸ στόμα του, ἐθανάτωσε τὴν βδέλλα τῆς κενοδοξίας ποὺ ἁπλώνει παντοῦ τὸν ἱστό της σὰν ἀράχνη.
Τί ἀπέμεινε λοιπόν; Ἡ νίκη καὶ τὸ βραβεῖο κατὰ τῆς ὀγδόης κακίας, ἡ τελεία δηλαδὴ κάθαρσις ἀπὸ τὴν ἀντίθεο ὑπερηφάνεια. Τὴν κάθαρσι αὐτὴ τὴν ἄρχισε μὲν ὁ ἴδιος μὲ τὴν ὑπακοή, σὰν ἄλλος Βεσελεήλ, τὴν ἀπετελείωσε δὲ ὁ Κύριος της ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἦλθε ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως καὶ ὕψωσε ἐναντίον τῆς ὑπερηφανείας τὴν ταπείνωσι, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νικηθῆ ὁ διάβολος καὶ ἡ συμμορία του.
* * *
Ἀλλὰ καὶ σὲ ποιὸ μέρος τοῦ στεφάνου ποῦ πλέκω νὰ τοποθετήσω τὴν πηγὴ τῶν δακρύων τοῦ Ὁσίου; Χάρισμα ποὺ δὲν εὑρίσκεται σὲ πολλούς. Τῶν δακρύων αὐτῶν τὸ ἀπόκρυφο ἐργαστήριο σώζεται ἀκόμη μέχρι σήμερα καὶ εἶναι ἕνα πολὺ μικρὸ σπήλαιο ποὺ εὑρίσκεται σὲ κάποια ἄκρη, στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους, καὶ σὲ τόση ἀπόστασι ἀπὸ τὸ ἰδικό του καὶ ἀπὸ κάθε κελλί, ὅση χρειαζόταν γιὰ νὰ φράξῃ τὰ αὐτιά του στὶς φωνὲς τῆς κενοδοξίας, νὰ φθάνῃ δὲ μέχρι τὸν οὐρανὸ μὲ τοὺς ὀλολυγμούς, μὲ τὶς κραυγὲς καὶ τὶς ἐπικλήσεις τῆς θείας βοηθείας καὶ ἄλλα παρόμοια, σὰν αὐτὰ ποὺ παρατηροῦνται σὲ ὅσους τοὺς κτυποῦν μὲ ξίφη καὶ πυρωμένα σίδερα καὶ τοὺς βγάζουν τὰ μάτια.
Ὁ ὕπνος ποὺ ἔπαιρνε ἦταν τόσος, ὅσος χρειαζόταν γιὰ νὰ μὴ βλαφθῇ τὸ μυαλό του ἀπ᾿ τὴν ἀγρυπνία. Πρὸ τοῦ ὕπνου δέ, προσευχόταν πολὺ καὶ τακτοποιοῦσε τὰ κείμενα ποὺ ἔγραφε, διότι αὐτὸ εἶχε σὰν φίμωτρο τῆς ἀκηδίας. Ὅλη ἡ πορεία τῆς ζωῆς τοῦ ἦταν προσευχὴ ἀέναος καὶ ἔρως ἀνέκφραστος πρὸς τὸν Θεόν. Αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέρα ἐνατένιζε μέσα στὸν καθαρώτατο καθρέπτη τῆς ἁγνότητός του, χωρὶς νὰ θέλῃ νὰ χορτάσῃ, ἢ καλύτερα χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ τὸν χορτάσῃ.
* * *
Κάποιος μοναχὸς ὀνομαζόμενος Μωυσῆς, ἔνοιωσε στὴν καρδιά του νὰ ἀνάβῃ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν θεοφόρο αὐτὸν Πατέρα καὶ τὸν ἐκλιπάρησε πολύ, χρησιμοποιώντας γιὰ μεσίτες πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πατέρες, νὰ τὸν δεχθῇ σὰν μαθητή του, γιὰ νὰ διδαχθῇ ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία. Πιέζοντάς τον λοιπὸν μὲ τὶς παρακλήσεις ἐκείνων, τὸν ἔκαμψε τὸν μακάριο, ὥστε νὰ τὸν προσλάβη κοντά του ὡς ὑποτακτικό.
Συνέβη δὲ κάποτε νὰ τὸν διατάξῃ ὁ ἅγιος Πατὴρ νὰ μεταφέρη κατάλληλο χῶμα γιὰ νὰ καλλιεργήσουν λάχανα. Ὁ Μωυσῆς πράγματι ἔφθασε στὸν τόπο ποὺ τοῦ ὑπέδειξε καὶ πρόθυμα ἐκτελοῦσε τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλαβε. Ὅταν ὅμως πέρασε ἡ ὥρα καὶ ἦλθε τὸ καταμεσήμερο, ὅποτε ἡ ζέστη ἐφλόγιζε σὰν καμίνι τὸν τόπο, διότι ἦταν Αὔγουστος μήνας, ὁ Μωυσῆς ἐλύγισε καὶ κουρασμένος πολὺ ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τοῦ χώματος, σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε ὀλίγο νὰ ξεκουρασθῇ. (Γιὰ νὰ ἔχῃ δὲ σκιά), ξάπλωσε κάτω ἀπὸ ἕναν τεράστιο λίθο καί, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀπεκοιμήθηκε. Ἀλλ᾿ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ πικραίνωνται μὲ τίποτα οἱ γνήσιοι δοῦλοι του, ἐπρόφθασε μὲ τὴ συνήθη εὐσπλαχνία του τὸ κακό, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ἐκείνη ποὺ ἐκινδύνευε ἡ ζωὴ τοῦ Μωυσῆ. Ἔγινε αὐτό, θὰ σᾶς τὸ διηγηθῶ ἀμέσως. Ὁ μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης, ἐνῶ καθόταν στὸ κελλί του, κατὰ τὴν συνήθειά του, μελετώντας καὶ συνομιλώντας μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν Θεόν, ἔπεσε σ᾿ ἕναν ἐλαφρότατο ὕπνο, ὅποτε βλέπει κάποιον ἱεροπρεπῆ ἄνδρα, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν ξυπνήσῃ καὶ σὰν νὰ τὸν εἰρωνευόταν γιὰ τὸν ὕπνο, τοῦ ἔλεγε: «Ἰωάννη, πῶς κοιμᾶσαι ἀμέριμνος, ἐνῶ ὁ Μωυσῆς εὑρίσκεται σὲ κίνδυνο»; Πετάχτηκε τότε ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ προσεύχεται, χρησιμοποιώντας τὴν προσευχὴ σὰν ὅπλο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ μαθητοῦ του.
Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Μωυσῆς, τὸν ἐρώτησε μήπως τοῦ συνέβη τίποτε τὸ φοβερὸ ἢ ἀνέλπιστο. «Ἕνας λίθος τεράστιος –τοῦ ἀπήντησε ἐκεῖνος– κατὰ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας θὰ μὲ ἐπλάκωνε καὶ θὰ μὲ συνέτριβε, ἐνῶ κοιμώμουν βαθειὰ ἀπὸ κάτω του, ἐὰν δὲν ἄκουγα –ἔτσι μοῦ φάνηκε τὴν φωνή σου. Πετάχθηκα τότε μ᾿ ἕνα ὁρμητικὸ καὶ ἀπότομο πήδημα καὶ ἀπομακρύνθηκα, ὅποτε τὴν ἴδια στιγμὴ εἶδα τὸν βράχο νὰ ἀποσπᾶται καὶ νὰ πέφτει στὸ χῶμα». Ἀκούοντας τὸ αὐτὸ ὁ τόσο ταπεινὸς Ὅσιος, δὲν ἀνέφερε τίποτε ἀπὸ τὴν ὀπτασία του στὸν ὑποτακτικό του, μέσα του ὅμως μὲ ἔντονες κραυγὲς καὶ αἰσθήματα ἀγάπης ἀνυμνοῦσε καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεόν.
* * *
Ἦταν ἀκόμη καὶ ἰατρὸς τῶν κρυφῶν παθῶν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Κάποτε ἕνας μοναχὸς ποὺ ὠνομαζόταν Ἰσαὰκ δοκίμαζε δυνατὸ σαρκικὸ πόλεμο καὶ ἦταν γι᾿ αὐτὸ γεμάτος θλίψι καὶ ἀθυμία. Ἦλθε γρήγορα στὸν Ὅσιο καὶ μὲ δάκρυα καὶ ἀναστεναγμοὺς τοῦ φανέρωσε τὸν ἐσωτερικό του πόλεμο. Ὁ πανθαύμαστος ἀφοῦ ἐθαύμασε τὴν πίστη καὶ τὴν ταπείνωσί του, «Ἔλα, ἀδελφέ μου τοῦ λέγει νὰ προσευχηθοῦμε ἀπὸ κοινοῦ καὶ ὁ ἀγαθὸς καὶ εὐσπλαχνικὸς Θεὸς δὲν θὰ παραβλέψῃ τὴν ἱκεσία μας». Δὲν εἶχαν τελειώσει ἀκόμη τὴν προσευχή τους. Ὁ ταλαιπωρημένος μοναχὸς ἐκείτετο μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος. Καὶ ὁ εὐσπλαχνικὸς Θεὸς ἱκανοποίησε τὸ αἴτημα τοῦ δούλου του, καὶ ἀπέδειξε ἔτσι ἀληθινὸ τὸν προφήτη Δαβίδ (πρβλ. Ψαλμ. ρμδ´ 19). Ὁ ὄφις δέ, ὁ δαίμων δηλαδὴ τοῦ σαρκικοῦ πολέμου, κτυπημένος μὲ τὸ μαστίγιο τῆς θερμῆς προσευχῆς τοῦ Ὁσίου δραπέτευσε. Ὁ πρώην ἀσθενὴς ἀντελήφθηκε τὸν ἑαυτό του ἐντελῶς θεραπευμένο καὶ ἀνενόχλητο πλέον. Ἐθαύμαζε γι΄ αὐτὸ καὶ γεμάτος ἔκπληξι εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεὸν ποὺ ἐδόξασε τὸν δοῦλο του, καὶ τὸν δοῦλο του ποὺ ἐδοξάσθηκε.
Μερικοὶ δὲ πονηροὶ ἄνθρωποι κεντημένοι ἀπὸ φθόνο ἐναντίον τοῦ ἀειμνήστου Πατρός, ποὺ σκορποῦσε πλούσια τὸν λόγο τῆς χάριτος καὶ ἐπότιζε ὅλους ὅσους τὸν ἐπλησίαζαν μὲ τὰ ἄφθονα νάματα τῆς διδασκαλίας του, τὸν κατηγοροῦσαν ὡς «λάλον καὶ φλύαρον», προσπαθώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, νὰ σταματήσουν τὴν τόση ὠφέλεια ποὺ προσέφερε.
Ἐκεῖνος δὲ γνωρίζοντας ὅτι «πάντα ἰσχύει ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι Χριστῷ» καὶ μὴ θέλοντας νὰ παιδαγωγῇ μόνο μὲ τὰ λόγια ὅσους τὸν ἐπλησίαζαν γιὰ ὠφέλεια, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν μελέτη τοῦ παραδείγματός του, ἐπὶ πλέον δὲ –καθὼς λέγει καὶ ἡ Γραφὴγιὰ νὰ κόψει τὴν ἀφορμὴ «τῶν ζητούντων ἀφορμήν», ἐσιώπησε γιὰ ὁρισμένο διάστημα καὶ σταμάτησε τὸ μελιστάλακτο ῥεῖθρο τοῦ διδασκαλικοῦ του λόγου. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, διότι ἔκρινε καλύτερο νὰ ζημιώσῃ γιὰ ὀλίγο αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὰ καλά, τοὺς ὁποίους μὲ τὴν σιωπὴ ἴσως θὰ ὠφελοῦσε, παρὰ νὰ ἐξερεθίσῃ περισσότερό τους ἀγνώμονας ἐκείνους ἐπικριτὰς καὶ νὰ αὐξήσῃ ἔτσι τὴν μανία τῆς κακίας τους. Ἐκεῖνοι τότε ἐσεβάσθηκαν καὶ ἐξετίμησαν τὴν ὑποχωρητικότητα καὶ τὴν μετριοφροσύνη τοῦ ἀνδρός, συναισθάνθηκαν ὅτι ἔφραξαν μία πηγὴ τόσης ὠφελείας καὶ ἔγιναν αἴτιοι μεγάλης βλάβης σὲ ὅλους, καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἱκετεύουν καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους νὰ συνεχίσῃ τὸν λόγο τῆς διδαχῆς του, ὥστε νὰ μὴν ζημιώνωνται μὲ τὴν σιωπή του, ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὰ σωτήρια λόγια του.
Τότε ὑπεχώρησε ἀμέσως αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε μάθει νὰ ἀντιλέγῃ καὶ συνέχισε πάλι τὴν προηγούμενη τακτική του.
Ἐπειδὴ λοιπὸν τόσο πολὺ τὸν ἐθαύμαζαν, διότι ὑπερτεροῦσε ὅλους σὲ ὅλα, ὅλοι μαζὶ οἱ μοναχοὶ σὰν ἕνα νέο Μωυσῆ τὸν ἀνέβασαν διὰ τῆς βίας στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο. Ἔτσι αὐτοὶ ποὺ ἐγνώριζαν νὰ διακρίνουν καλὰ τὶς ἱκανότητες τοῦ καθενός, ἐτοποθέτησαν τὸν λύχνο ἐπάνω στὴν λυχνία τῆς ἡγουμενίας καὶ δὲν διεψεύσθησαν στὶς ἐλπίδες τους. Διότι ἀνέβηκε καὶ αὐτὸς στὸ θεοβάδιστο Ὄρος, (ὅπως ὁ Μωυσῆς), εἰσῆλθε στὸν ἄδυτο γνόφο καὶ ἔλαβε τὴν θεοτύπωτη νομοθεσία καὶ θεωρία, προχωρώντας ἐπάνω στὶς βαθμίδες τῆς νοητῆς ἀναβάσεως. Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἄνοιξε τὸ στόμα του, προσείλκυσε τὸ Πνεῦμα καὶ ἄφησε νὰ ἐξέλθῃ λόγος ἀγαθὸς ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς του.
Τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του τὸν εὑρῆκε ἐπάνω στὸ ἔργο τῆς καθοδηγήσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν, δηλαδὴ τῶν μοναχῶν. Δὲν ὡμοίασε ὅμως στὸν Μωυσῆ σὲ ἕνα σημεῖο: Στὸ ὅτι αὐτὸς ἀσφαλῶς ἀνέβηκε εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐνῶ ἐκεῖνος –δὲν γνωρίζω πὼς –ἔχασε τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ.
* * *
Μάρτυρες αὐτῶν ποὺ λέγω εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀπήλαυσαν ἀπὸ αὐτὸν τὶς ἀπηχήσεις καὶ τὶς διδασκαλίες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐσώθηκαν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκόμη σώζονται. Ἄριστος μάρτυς τῆς σωτηρίας ποὺ προξενοῦσε καὶ τῆς διδασκαλικῆς σοφίας ποὺ εἶχε, εἶναι καὶ ὁ νέος Δαβίδ· ἐπὶ πλέον καὶ ὁ καλός μας ποιμὴν Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος παρεκάλεσε θερμὰ καὶ ἔπεισε τὸν Μέγα νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸ Σινᾷ, νὰ ἔλθη νοερῶς πλησίον μας καὶ σὰν ἄλλος νέος Θεόπτης νὰ μᾶς φέρει τὶς θεογραφὲς πλάκες, οἱ ὁποῖες ἐξωτερικὰ μὲν περιέχουν τὰ πρακτικά, ἐσωτερικὰ δὲ τὰ θεωρητικὰ διδάγματα.


Πηγή: users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/climax

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΕ ΧΕΡΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ;

Μία ἀκόμα νοθεία τοῦ Εὐαγγελίου

(Ὁμιλία ἀρ. 36 στὴ “Σοφία Σειράχ”)

«Οἴδατε –λέγει ὁ Κύριος– ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν» (Ματθ. 20, 25-26)... Ἐδῶ ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ μίαν ἀντικοσμικὴν θέσιν. Οἱ μὲν κοσμικοὶ ἄνθρωποι ἔτσι ἐνεργοῦν, ἐσεῖς ὅμως ὄχι ἔτσι.
   Αὐτὸ τὸ σημεῖον πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε, κι ἐδῶ ὁ Κυριος ὁμιλεῖ στὴν περίπτωση ἀναζητήσεως ἐξουσίας. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ἡ περίπτωσις αὐτή. Εἶναι πλῆθος ἄλλες περιπτώσεις ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον –ὡς θέσις μέσα εἰς τὸν κόσμον– εἶναι ἀντικοσμικόν, διότι κινεῖται ἐπὶ ἄλλης βάσεως· κινεῖται ἐπάνω σὲ ἄλλους νόμους. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ τὸ πάρει ἀπόφαση, ἂν θέλει νὰ εἶναι χριστιανός, πάντα θὰ κινηθεῖ ἀντικοσμικά. Δηλαδή, τί κάνουν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι: Καταλαμβάνουν θέσεις. Ἐσὺ μὴ σπεύδεις νὰ καταλάβεις θέση. Θὰ ποῦν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶσαι ἀνόητος, ὅτι εἶσαι κουτός...
    Νὰ σᾶς πῶ μία νοθεία ἀνύποπτη; Πολλὲς φορές, ἐν ὀνόματι τοῦ Εὐαγγελίου, ζητοῦμε νὰ καταλάβουμε θέσεις μὲ τὸ ἑξῆς ἐπιχείρημα· –εἶμαι σίγουρος ὅτι δὲν θὰ συμφωνήσετε ὅλοι μὲ αὐτό, ἀλλὰ σᾶς λέγω ὅτι πρόκειται περὶ νοθείας τοῦ Εὐαγγελίου. (Ποιό τὸ ἐπιχείρημα;). Ὅταν λέμε: σπεύσετε νὰ πιάσετε θέσεις μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν, γιὰ νὰ μὴ μᾶς κυβερνοῦν οἱ ἀντίθεοι καὶ οἱ ἀντίχριστοι καί, καί... Διότι μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ ἔχομεν στὰ χέρια μας τὴν ἐξουσίαν. Ἔ, λοιπόν, εἶναι διάχυτη αὐτὴ ἡ θέσις; Διάχυτη εἶναι.
     Ἂν λοιπόν σᾶς πῶ, ὅτι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ θέσις εἶναι μία νοθεία τοῦ Εὐαγγελίου, τί θὰ λέγατε; Εἶναι δύσκολο ὁ σημερινὸς χριστιανὸς νὰ τὸ καταλάβει αὐτό. Τὸ χωρίο ποὺ σᾶς διάβασα τοῦ Κυρίου ποὺ λέει: «ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως», σεῖς δὲ ὄχι ἔτσι, εἶναι μία ἀντίθετη θέσις τοῦ χριστιανοῦ μέσα στὸν κόσμον αὐτόν. Ἔ, καὶ τί; Θὰ ἀφήσω τὸν ἄλφα καὶ τὸν βῆτα, τὸν ἀντίχριστο καὶ τὸν ἀντίθεο νἄρθει νὰ μὲ κυβερνήσει ἐμένα; Καὶ μὲ ἀντιθέους νόμους κ.τ.λ. (...)
     Δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ σκεφθοῦμε πῶς ζοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστινοί... Ὑπῆρχαν εἰδικοὶ εὐεργετικοὶ νόμοι ὑπὲρ τῶν χριστιανῶν; Τί λέγει ἐκεῖ ἡ πρὸς Διόγνητον ἐπιστολή; Ὅτι μὲ τὴ ζωή τους οἱ χριστιανοί, ξεπερνοῦσαν τοὺς νόμους. Ἂς χαλκεύσουν ὅσους ἀντιθέους νόμους νομίζουν.
     Βέβαια τὸ καλὸ θὰ ἦτο, μέσα σὲ μία ἐλευθέρα χῶρα, ὅπως εἶναι ἡ δική μας εἰδικά, ἡ ἐλληνική, τὸ νὰ εἶναι καὶ οἱ νόμοι σὲ μία σύμπνοια μὲ τὸ Εὐαγγέλιο... Ἀναμφισβητήτως θὰ ἦτο ἰδεῶδες. Ἀλλὰ ἂν κάποτε δὲν γίνεται ἔτσι, μὴ μᾶς πιάνει ἐκεῖνος ὁ σπασμός, ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς, νὰ πᾶμε νὰ περισώσουμε τί; Νὰ περισώσουμε τί; Ἂς περισώσουμε τοὺς χριστιανούς μας. Ὄχι νὰ περισώσουμε τοὺς νόμους.



 Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ) ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ

 

 να «χρησιμοποιήσει» θεσμικά όργανα



ΠΡΟΣ

Αξιότιμο κ. Πρόεδρο Τμήματος Ποιμαντικής
και Κοινωνικής Θεολογίας Α.Π.Θ.
        Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,


Την 22 Μαρτίου 2012 έλαβα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο «πρόσκληση» με την οποία πληροφορήθηκα για ένα «Σεμινάριο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών που πραγματοποιείται με την συνεργασία των Τομέων Δίκαιο, Οργάνωση, Ζωή και Διακονία της Εκκλησίας και Λειτουργικής, Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης με την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου» στο οποίο προγραμματίζεται, “στρογγυλή τράπεζα με θέμα: η θέση της θρησκείας στο Δημόσιο χώρο” για την Τρίτη 27 Μαρτίου 2012...


Ως Διευθυντής του Τομέα Δικαίου, Οργάνωσης, Ζωής και Διακονίας της Εκκλησίας του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας ΑΠΘ ενημερώνω: α) ότι ο Τομέας, ως θεσμικό διοικητικό όργανο του Τμήματος, δεν έχει ουδεμία σχέση με την εν λόγω εκδήλωση και β) ότι ουδέποτε συζητήθηκε ή αποφασίστηκε στον Τομέα η οργάνωση ή η λειτουργία «Σεμιναρίου του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών» ή άλλα σεμινάρια ή συμμετοχή ή συνεργασία ή οποιασδήποτε μορφής σύμπραξη σε “στρογγυλές τράπεζες” ή άλλης μορφής εκδηλώσεις με την εν λόγω “Ακαδημία”.


Κατόπιν αυτών, παρακαλώ όπως ενεργήσετε τα δέοντα προκειμένου οι οργανωτές της εκδήλωσης να προβούν άμεσα στις απαιτούμενες διορθώσεις των ανακριβών στοιχείων της «πρόσκλησης», που δημιουργούν όχι μόνο θεσμική εκτροπή στο Τμήμα, αλλά και σύγχυση και λανθασμένες εντυπώσεις στους αποδέκτες της.


Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ
     ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ

Πηγή: Θρησκευτικά
 


Ακόμη δέν μπορούμε νά κατανοήσουμε πώς γιά τόν Καλαϊτζίδη η ακαδημία Βόλου είναι πολύ ανώτερη τών πανεπιστημίων;
Ότι έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο;

Ότι έχει μεθύσει από τήν εξουσία πού απέκτησε από τόν Ζηζιούλα καί τόν Βαρθολομαίο.


          Αμέθυστος
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΑΠ’ ΤΟΝ ΒΟΛΟ

Τι ντροπή για την «Εκκλησία», για την Ιεραρχία που υποκρίνεται την Εκκλησία του Θεού! Την Κυριακή που μας πέρασε, γιορτή της Σταυροπροσκυνήσεως, απέστειλε εγκύκλιο (!) στους Ι. ναούς, μιλώντας για τις ιερατικές κλίσεις! Μάλιστα! Για τον εαυτό της δηλαδή. Και όλοι οι πιστοί εκλήθησαν να παρακολουθήσουν, ως να μην υπάρχουν αυτοί, να μην είναι καν Χριστιανοί, το πώς πρέπει να είναι καλοί και σωστοί οι παπάδες.
Τελικώς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν ταλέντο γιά παπάδες. ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΘΕΡΜΟΣ.
Καταργείται επισήμως κάθε ανάμειξη τού Χριστού μέ τήν εκκλησία. Ο ΘΕΡΜΟΣ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ! ΜΠΟΡΕΙ  ΚΑΙ  ΝΑ  ΤΟΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΕΙ  ΕΠΑΞΙΑ!
Καί βεβαίως δικαίως ανακοινώθηκε η αντικατάστασις τής κλήσεως τού Θεού στή γιορτή τής Σταυροπροσκυνήσεως διότι  ετοιμάζεται ο νέος Σταυρός τού Κυρίου. Διότι σέ λίγο θά βλέπει τούς «πιστούς»  Του νά προσκυνούν τόν Εωσφορο στό πρόσωπο τού Πάπα, έχοντας στά δεξιά του τόν Βαρθολομαίο καί τόν Ζηζιούλα δίπλα τους, νά εκφωνεί  τά ονόματα τών προσκυνούντων.
Πηγή: Αμέθυστος

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος


γέρος τοῦ Μοριᾶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὅταν στὸ νεοσύστατο Ἑλληνικὸ κράτος, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ τὸν βηματισμό του, ἔβλεπε νὰ ἔχουν τεθεῖ οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια ὑπὸ διωγμὸ ἀπὸ τὴν Βαυαροκρατία, διεμαρτύρετο καὶ φώναζε:

«ὅταν σηκώσαμε τὰ ὅπλα εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ὕστερα ὑπὲρ πατρίδος».

 Μία ἱεράρχηση, τὴν ὁποία ὁ ἀγράμματος Κολοκοτρώνης γνώριζε πολὺ καλά, φαίνεται ὅμως νὰ ἀγνοοῦν οἱ γραμματισμένοι τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν σπουδῶν τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Κάθε ἀναφορὰ σὲ πατρίδα, ἔθνος, Ἑλλάδα, ἑλληνικὴ γλῶσσα ἰσοδυναμεῖ μὲ ἐθνοφυλετισμό(!), τὸν ὁποῖο ἡ ἐκκλησία ἔχει καταδικάσει ὡς αἵρεση.
 Τὶ σημαίνει ὅμως ἐθνοφυλετισμός; Ἐθνοφυλετισμὸς εἶναι ἡ ἀνατροπὴ τῆς παραπάνω ἱεράρχησης δηλαδὴ ἡ ἐκκλησία, ἕνας θεῖος ὀργανισμός, τίθεται στὴν ὑπηρεσία τῆς πατρίδος καὶ τῶν ἐθνικῶν ἐπιδιώξεων, ἔστω κι ἂν αὐτὲς δὲν συμβαδίζουν μὲ τὸ εὐαγγελικὸ πνεῦμα. Καὶ ἐνῶ οἱ κύριοι τῆς ἐν λόγῳ Ἀκαδημίας ἔχουν καταργήσει τὴν ἔννοια τῆς αἱρέσεως, δείχνουν μία ἐπιλεκτικὴ εὐαισθησία μόνο ὅταν αὐτὸ τοὺς ἐξυπηρετεῖ. Ὁ Χριστός, λέγουν, δὲν ἦρθε γιὰ νὰ σώσει τοὺς Ἕλληνες, ἀλλὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός, κ. Καλαιτζίδη, ἦρθε γιὰ νὰ σώσει τοὺς Κορινθίους, τοὺς Ρωμαίους, τοὺς Γαλάτας, τοὺς Ἐφεσίους, τοὺς Κολασσαεῖς κ.ο.κ.
                                       
 Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀνοιξε τὴν Ἐκκλησία πρὸς τὰ ἔθνη, ἄρα μόνο για ἐθνοφυλετισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορηθεῖ, δὲν ἔστειλε ἐπιστολὲς γενικὰ πρὸς ἀνθρώπους, ἀλλὰ πρὸς Κορινθίους, πρὸς Ρωμαίους κ.τ.λ. Ἐὰν ἤθελαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, θὰ μποροῦσαν νὰ καταργήσουν τὴν ἔννοια τῆς πατρίδος ὡς ἄχρηστη, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαναν, γιατὶ δὲν τὸ θέλει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔθεσε τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὰ ἔθνη.
 Οἱ Ἅγιοι Πατέρες προσδιόρισαν τὸ ἱεραρχικὸ ἐπίπεδο τῆς ἐκκλησίας ὡς θείου ὀργανισμοῦ καὶ τὸ ἱεραρχικὸ ἐπίπεδο τῆς πατρίδος ὡς σχήματος τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ εἶναι τὸ «πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ὕστερα ὑπὲρ πατρίδος». Ἀλλὰ ἡ ἐν λόγῳ Ἀκαδημία χαρακτηρίζεται ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀντιπατερικότητά της καὶ τὴν περιφρόνησή της πρὸς τὴν Παραδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐναντίωσή της πρὸς ὁ,τιδήποτε τὸ ἐθνικό. Δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς αὐτός, ποὺ θέλει τὸν ἄνθρωπο ἄθρησκο, ἄπατρι καὶ πολτοποιημένο, ἀλλὰ ὁ ἀντίχριστος καὶ ἡ αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τὴν ὁποία ἡ ἐν λόγῳ ἀκαδημία προπαγανδίζει.
 Δὲν φθάνει ὁ σεβ. κ. Ἰγνάτιος νὰ δηλώνει, ὅτι δεν εἶναι μασῶνος, ἀλλὰ εἶναι οἰκουμενιστής, γιατὶ σ’ ἕνα θεὸ γενικὸ καὶ ἀόριστο χωρὶς κανένα δογματικὸ προσδιορισμό, ὅπως τὸν διακηρύσσει ἡ αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀρχιτέκτονα ἴσως τοῦ σύμπαντος, πιστεύουν καὶ οἱ μασῶνοι. Κατὰ τὴν ὁμολογία τῶν πλέον ἐγκρίτων ὀρθοδόξων θεολόγων ὁ οἰκουμενισμὸς ὑπηρετεῖ τὴν ἀμερικανοσιωνιστικὴ παγκόσμια κυβέρνηση.                     
 Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ ἀναβαπτισθοῦμε στὰ ἰδανικὰ τοῦ γένους, ὅπως αὐτὰ ἐκφράσθηκαν ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνα τοῦ 1821 ἐνάντια σὲ πικρὴ σκλαβιὰ αἰώνων. Σήμερα κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε τὴν πατρίδα, γιατὶ πρῶτα χάσαμε, περιφρονήσαμε, χλευάσαμε τὴν πίστη γιὰ χάρη ἑνὸς ψεύτικου «προοδευτισμοῦ».
Λωρίτου Ἑλένη


Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

 
Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Λόγοι
 Κατηχήσεις 14
 
 
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, παιδιά μου, καί τώρα νά μένετε σταθεροί καί ἀμετακίνητοι ἀπό τήν ἐλπίδα στόν Θεό, καί διασπώντας τίς πολύπλοκες μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου (Ἐφ. 6,11), νά φαίνεσθε ἀνώτεροι ἀπό τά πάθη, καταπατώντας τίς ἡδονές καί τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, καί περιφρουρώντας τήν παρθενία καί τήν ἁγνότητά σας καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Βλέπετε ὅτι ὁ καιρός εἶναι ἀνοιξιάτιμος, καί ὅλη ἡ ἔμψυχη φύση κινεῖται πρός τήν ἀναπαραγωγή. Νά εἶναι λοιπόν μέτριες οἱ ὧρες τοῦ ὕπνου σας, ὅπως σᾶς θύμισα καί πρίν ἀπό τό Πάσχα, καί σύμφωνα μέ τόν κανόνα ἡ τροφή σας. Γιατί λέγει ὁ ἀπόστολος «εἶναι καλό νά μήν τρῶς κρέας, οὔτε νά πίνεις κρασί, οὔτε νά κάνεις κάτι πού θά σκανδαλίσει τόν ἀδελφό σου (Ρωμ. 14,21)». Σᾶς λέγω κι’ ἐγώ, ἀδελφοί μου, συμβουλευτικά ὄχι προστακτικά, γιά τίς τίμιες ψυχές σας, καί ὄχι γιά τούς ἀρρώστους ἀλλά γιά τούς ὑγιεῖς, εἶναι καλό νά μή πίνετε κρασί, καί μάλιστα ἐσεῖς οἱ νεώτεροι, γιατί μέ αὐτό ἀνάβουν τά πάθη. Ἔχουμε ἄλλωστε μέσα μας τή φουρτούνα τῶν φυσικῶν ἡδονῶν, γιατί νά προσθέτουμε καί τίς τρικυμίες τοῦ κρασιοῦ; Γευθεῖτε λοιπόν καί διαπιστῶστε, ὅτι εἶναι καλό πρᾶγμα ἡ ἐγκράτεια ὡς πρός αὐτό. Γιατί μέ τήν ἀποχή ἀπό τό κρασί θά δεῖς τόν ἑαυτό σου νά ὁδηγεῖται μέ τό λογισμό πρός τά ἐπάνω, νά μή κυριεύεται ἡ ψυχή ἀπό πυρετό καί νά παραμένει ἐπάγρυπνος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἕτοιμος γιά πολλά ἀνώτερα πού στόχο τους ἔχουν τή σωτηρία. Αὐτός πού ἀπέχει ἀπό τό κρασί, εἶναι γεμᾶτος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα, αὐτός πού πίνει νερό, πίνει τά νάματα τῆς κατάνυξης. Ὡστόσο, ὅσο μπορεῖτε, νά διατηρεῖτε τήν ὑγεία τοῦ σώματος, ὅπως κάνατε καί μέ τήν κόπωση. Γιατί δέν σᾶς δίνω διαταγή γιά τό πρᾶγμα αὐτό, ἀλλά συμβουλή. Καί σχετικά μέ τίς τροφές, τέκνα μου, σᾶς συμβουλεύω τό ἴδιο, νά ἀποφεύγετε τίς παράλογες ἀπληστίες καί τόν ὑπέρμετρο χορτασμό, ἀπό τόν ὁποῖο προέρχονται οἱ ἀσωτίες καί τά ὁμοφυλοφιλικά σπέρματα. Ἀντίθετα νά τρῶτε καί νά πίνετε μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους, ὥστε νά ἐξουσιάζετε καί ὄχι νά ἐξουσιάζεστε ἀπό τίς ἡδονές, καί νά εἴστε κύριοι καί ὄχι νά κυριεύεστε ἀπό τή σάρκα. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἄριστος κανόνας τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, τό νά μή καταδυναστεύεται δηλαδή τό ἀνώτερο ἀπό τό κατώτερο. Νά προφυλάγεστε ἀπό τίς ἐξόδους σας καί τίς κοσμικές σας συναναστροφές, χωρίς νά προκαλεῖτε ταραχές στήν ἀδελφότητα. Καί σεῖς πού εἶστε τοποθετημένοι στά πλοιάρια, μπαίνοντας καί βγαίνοντας καί μεταφέροντας τά ἀναγκαῖα, νά μή συνδέεστε μέ κοσμικούς, οὔτε νά μιλᾶτε καί νά κραυγάζετε ὅπως ἐκεῖνοι, ἀλλ’ ὁ διάπλους σας νά γίνεται μέ σεμνοπρέπεια, γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός καί μέ αὐτό.
Μαθαίνω ὅτι μερικοί κατεβαίνουν στούς κήπους καί ζητοῦν ἀπό τόν κηπουρό λάχανα γιά νά φᾶνε, καί ἐπειδή δέν τούς δίνει, ἐξαιτίας τοῦ κανόνα, διαπληκτίζονται μέ τόν κηπουρό. Καί αὐτό γενικά εἶναι σατανικό, καί νά μή γίνεται, γιατί αὐτοί πού τό κάνουν θά ὑποβληθοῦν σέ ἐπιτίμια. Δέν εἶναι ἀρκετά αὐτά πού παρατίθενται; Πῶς θά πολεμήσεις τό πάθος σύ πού νικιέσαι ἀπό τό λάχανο; Θά γίνεις πιό ἀδύναμος καί ἀπό τό φτερό, ἄν, ταπεινέ ἀδελφέ μου, δέν σταθεροποιήσεις τόν ἑαυτό σου στόν λογισμό καί στήν ἐγκράτεια. Γενικά οἱ τέλειοι γίνονται ἀπό τούς ἀτελεῖς, καί οἱ πολλοί μεγάλοι ἀπό τούς μικρούς, καί οἱ ὑγιεῖς ἀπό τούς ἀσθενεῖς, καί οἱ ἄνδρες ἀπό τά παιδιά, καί οἱ ἀπαθεῖς ἀπό τούς ἐμπαθεῖς, καί οἱ ἐγκρατεῖς ἀπό τούς ἀκρατεῖς, καί γίνονται ἄνθρωποι καί ἔγιναν, ἀλλά καί ἐμεῖς γίναμε καί ἄς γίνουμε καί ἄς μή ἀδρανήσουμε, οὔτε καί ν’ ἀποφύγουμε νά τό κάνομε ἀπό ὀκνηρία. «Ὁ Κύριος δίνει ἰσχύ καί δύναμη (Ψαλμ. 67,36) ». «Ἁπλώνοντας τά φτερά του, τούς δέχθηκε στή ράχη του (Δευτ. 32,11)». Τόσο πολύ δηλαδή θέλει νά μᾶς σώσει, τόσο πολύ «κοντά βρίσκεται σέ ὅλους ἐκείνους πού τόν ἐπικαλοῦνται (Ψαλμ. 144,18)». Ἔτσι λοιπόν ὁ Κύριος τῆς δόξας θά ἐνθαρρύνει τίς καρδιές σας καί θά ἑδραιώσει σταθερά τίς ψυχές σας καί θά ζώσει δυνατά τή μέση σας παιδιά μου ἀγαπημένα, παρατάσσοντάς σας στόν πόλεμο τοῦ ἀντιπάλου, γιά νά νικήσετε, ν’ ἀπόκρούσετε τούς ἐχθρούς, νά δοξασθεῖτε, νά τόν δοξολογήσετε, καί νά κληρονομήσετε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιατί σ’ αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα του, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΚΕΙΜΕΝΟ:
«Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, τέκνα μου, καί τανῦν στήκετε ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι ἀπό τῆς εἰς Θεόν ἐλπίδος καί τάς πολυπλόκους μεθοδείας τοῦ διαβόλου διαρρήσσοντες, ἀνώτεροι τῶν παθῶν φαίνοισθε, τάς ἡδονάς καί τάς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός καταπατοῦντες, τήν τε παρθενίαν καί ἁγνείαν ὑμῶν περιφρονοῦντες ἀπό ψυχῆς καί σώματος. Βλέπετε ὅτι ὁ καιρός ἐαρινός, ἐν ᾧ πᾶσα φύσις ἔμψυχος πρός ζωογονίαν κινεῖται· συμμέτρως ἔστωσαν οἱ ὕπνοι ὑμῶν, καθώς ὑμᾶς ὑπέμνησα πρό τοῦ Πάσχα· συγκεκανονισμέναι ἔστωσαν αἱ τροφαί. «Καλόν», φησίν ὁ ἀπόστολος, «τό μή φαγεῖν κρέα, μηδέ πιεῖν οἶνον, μηδέ ἐν ᾧ ὁ ἀδελφός σου σκανδαλίζεται». Λέγω κἀγώ, ἀδελφοί μου, συμβουλευτικῶς, οὐχ ὁριστικῶς, διά τάς τιμίας ὑμῶν ψυχάς, καί οὐ τοῖς νοσοῦσιν, ἀλλά τοῖς ὑγιαίνουσι, καλόν τό μή πίνειν τόν οἶνον, μάλιστα ὑμῖς τοῖς νεωτέροις, δι’ οὗ ἀναφλέγονται τά πάθη. Ἔχομεν τοιγαροῦν ἐν ἡμῖν αὐτοῖς τόν κλύδωνα τῶν φυσικῶν ἡδονῶν· τί καί τάς οἰνικάς παρεισάγομεν τρικυμίας; Γεύσασθε τοιγαροῦν καί ἴδετε, ὅτι χρηστόν ἡ περί τούτου ἐγκράτεια. Ὄψει γάρ σαυτόν ἐν τῇ τοῦ οἴνου ἀποχῇ ἀνωφερῆ πως τῷ λογισμῷ καί ἀπύρεκτον κατά ψυχήν καί διυπνισμένον πρός τήν τοῦ Θεοῦ ἀγάπην καί διανεστηκότα πρός πολλά τά κρείτονα καί ἐχόμενα σωτηρίας. Ὁ οἴνου ἀπεχόμενος Πνεύματος ἁγίου ἐστίν ἐμφορούμενος, ὁ ὑδροποτῶν τά τῆς κατανύξεως πέπωκεν νάματα. Πλήν, ὡς δύνασθε, τήν ὑγείαν τοῦ σώματος διατηρεῖν, ἤ καί κατά τόν κάματον οὕτω πράξατε· οὐ γάρ ἐπιταγήν, ἀλλά συμβουλήν δίδωμι ἐν τῷ πράγματι. Καί ἐν τοῖς βρώμασι δέ, τεκνία μου, τό αὐτό συμβουλεύω, φεύγειν τάς ἀλόγους πλησμονάς καί τούς ὑβριστικούς κόρους, ἐξ ὧν αἱ ἀσωτίαι καί τά σοδομιτικά σπέρματα. Ἀλλ’ οὕτως ὑμᾶς εἶναι ἔν τε τῷ ἐσθίειν καί πίνειν σύν τοῖς ἄλλοις ἅπασιν, ὥστε ἄρχειν καί μή ἄρχεσθαι ὑπό τῶν ἡδονῶν, καί κυριεύειν καί μή κυριεύεσθαι ὑπό τῆς σαρκός. Καί οὗτος ἄριστος ὅρος ψυχῆς καί σώματος, μή τό κρεῖττον ὑπό τοῦ χείρονος δυναστεύεσθαι. Πρός τάς προόδους ἀσφαλῶς ἔχετε, πρός τά ὁμιλίας τάς κοσμικάς, μή συνεισφέροντες ταραχάς τῇ ἀδελφότητι. Καί ὑμεῖς οἱ ἐν τοῖς πλοιαρίοις ἀποτεταγμένοι ἐν τῷ εἰσέρχεσθαι καί ἐξέρχεσθαι καί ἐπίκομίζειν τά πρός τήν χρείαν μή συνδυάζετε μετά κοσμικῶν, μηδέ ὅμοια ἐκείνοις ἤ λαλεῖτε ἤ κραυγάζετε, ἀλλά σεμνοπρεπῶς γινέσθω ἡ διάπλευσις ὑμῶν, ἵνα ὁ Θεός δοξάζηται ἐν τούτῳ.
    Τινές μανθάνω ὅτι κατέρχονται εἰς τούς κήπους καί ἐπιζητοῦσι παρά τοῦ κηπουροῦ λάχανα εἰς τό ἐσθίειν, καί μή λαμβάνοντες, διά τόν κανόνα, διαμάχονται τῷ κηπουρῷ. Καί τοῦτο ὅλον σατανικόν ἐστιν καί μηκέτι γένηται, ἐπεί ἐπιτιμίοις ὑποβληθήσεσθε οἱ τοιοῦτοι. Οὐκ ἀρκετόν τά παρατιθέμενα; Πῶς πολεμήσεις πάθος ὁ ὑπό λαχάνου καταβαλλόμενος; Ἀσθενέστερος γενήσῃ καί τοῦ πτεροῦ, εἰ μή στερεώσῃς ἑαυτόν τῷ λογισμῷ ταπεινέ μου ἀδελφέ, διά τῆς ἐγκρατείας. Ὅλως ἐξ ἀτελῶν τέλειοι καί ἐξ ἐμπαθῶν ἀπαθεῖς καί ἐξ ἀκρατῶν ἐγκρατεῖς καί γίνονται ἄνθρωποι καί γεγόνασι, καί γε καί ἡμεῖς καί γεγενήμεθα καί γενηθῶμεν καί μή ῥᾳθυμήσωμεν, μηδέ ἀποκνήσωμεν. «Κύριος δίδωσιν ἰσχύν καί κραταίωσιν». Διείς τάς πτέρυγας αὐτοῦ ἐδέξατο αὐτούς καί ἀνέλαβεν αὐτούς ἐπί τῶν μεταφρένων αὑτοῦ». Οὕτως ἀγαπᾷ τοῦ σῳζεσθαι ἡμᾶς, οὕτως «ἐγγύς ἐστι πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν». Οὕτως οὖν ὁ Κύριος τῆς δόξης παρακαλέσει τάς καρδίας ὑμῶν καί ἑδραιῶν ἑδραιώσει τάς ψυχάς ὑμῶν, καί περιζωννύων περιζώσει τάς ὀσφύας ὑμῶν, τέκνα ἠγαπημένα, εἰς παράταξιν, εἰς πόλεμον τοῦ ἀντιπάλου, εἰς νίκην, εἰς ἀποτροπήν τῶν ἐναντίων, εἰς δόξαν, εἰς αἴνεσιν αὐτοῦ, εἰς κληρονομίαν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅτι αὐτῷ πρέπει ἡ δόξα σύν τῷ Πατρί καί τῷ παναγίῳ καί ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καί ἀεῖ καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

(Φιλοκαλία 18, Θεοδώρου Στουδίτου Λόγοι–Κατηχήσεις, σελ. 374).
 

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Ἰωάννου Χρυσοστόμου



Εἰς τὴν προσκύνησιν τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ,
τῇ μέσῃ ἑβδομάδι τῶν νηστειῶν

αʹ. Ἧκεν ἡμῖν ἐνιαύσιος ἡμέρα, ἡ πανσέβαστος καὶ φωσφόρος τῶν ἁγίων νηστειῶν ἡ μέση ἑβδομάς, τὸν τρισόλβιον καὶ ζωοποιὸν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σταυρὸν προσκομίζουσα, καὶ τοῦτον προτιθεμένη εἰς προσκύνησιν, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν εἰλικρινεῖ καρδίᾳ καὶ ἁγνοῖς χείλεσιν ἁγιάζουσα, καὶ πρὸς τὸν ἑξῆς τοῦ σταδίου τῶν ἁγίων νηστειῶν δρόμον εὐτονωτέρους καὶ ἀκμαιοτέρους δεικνύουσα.
Σήμερον τοιγαροῦν προσκυνήσιμος ἡμέρα τοῦ τιμίου σταυροῦ καθέστηκε, καὶ δεῦτε, ὦ φίλοι, φόβῳ καὶ πόθῳ τοῦτον περιπτυξώμεθα. Τῆς γὰρ ἐγέρσεως Χριστοῦ τὰς αὐγὰς φωτοβολῶν, πάντας φωτίζει, καὶ ἁγιάζει ταῖς αὐτοῦ χάρισι· διὸ τοῦτον ἀσπασώμεθα ψυχικῶς ἀγαλλόμενοι.
Σήμερον χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ γῆς, ὅτι ὁ τοῦ Χριστοῦ φαεσφόρος καὶ ζωοποιὸς σταυρὸς τῷ κόσμῳ ἐμφανίζεται, δι' οὗ δαίμονες φυγαδεύονται, καὶ νόσοι δραπετεύουσι, καὶ σκότος ζοφῶδες ἀπελαύνεται, καὶ πάντα τῆς γῆς τὰ πέρατα καταφωτίζεται.


Σήμερον ἡ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἄλλος παράδεισος δείκνυται, τὸ πανάγιον ξύλον τοῦ τιμίου σταυροῦ ἐν μέσῳ προθεῖσα, καὶ προπομπὴν τοῦ πάθους Χριστοῦ τὸν σταυρὸν ποιουμένη, καὶ τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ προέγερσιν.
Σήμερον τὸ προφητικὸν πεπλήρωται λόγιον, τὸ φάσκον, Ἰδοὺ γὰρ προσκυνοῦμεν εἰς τὸν τόπον, οὗ ἔστησαν οἱ πόδες τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Εὐφραίνου τοιγαροῦν καὶ ἀγάλλου, ἡ Χριστοῦ Ἐκκλησία, καὶ προσάγαγε τὰ σὰ τέκνα, τῇ ἐγκρατείᾳ τῶν παθῶν, τῇ νηστείᾳ κεκαθαρμένα, ταῖς τε θεολαμπέσιν ἀρεταῖς ἐξαστράπτοντα, καὶ χόρευε χορείαν τὴν ἀνεκλάλητον. Καθάπερ γὰρ πάλαι ἐν τῇ ἐρήμῳ τὸν χαλκοῦν ὄφιν οἱ δηχθέντες προσβλέποντες ἐρρύοντο θανάτου· οὕτω δὴ καὶ νῦν οἱ τὸ τῆς νηστείας μεσοπορήσαντες στάδιον, τούτῳ προσψαύοντες, τὸν νοητὸν ὄφιν νεκρὸν δεικνύουσι, καὶ αὐτοὶ ἀθανατίζονται, καὶ κοινωνοὶ τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς ἐγκρατείας δεικνύμενοι, κοινωνοὶ καὶ τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ ἀναδείκνυνται.
Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ ἑξῆς νεανικῶς εὐδρομοῦντες, ἐπινικίους τῷ Θεῷ προσκομίζουσι. Τροπαιοφόρον γὰρ καὶ νικητικὸν ὅπλον ὁ τοῦ Κυρίου σταυρὸς καθέστηκε· βασιλέων ὅπλον ἀκαταμάχητον, Ἐκκλησίας κέρας, ἐχθρῶν καθαιρέτης, καὶ τῶν πιστῶν σωτηρία. Καὶ μακάριοι ἀληθῶς καὶ τρισμακάριοι οἱ ἁγνοῖς χείλεσι καὶ στόμασι καθαροῖς τοῦτον ἀξιούμενοι περιπτύξασθαι. Ἔργῳ γὰρ ἀληθῶς πληροῦσι τὸ φάσκον τοῦ Κυρίου ῥητόν· Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι.
Καὶ ὅρα πῶς ἀκαταναγκάστως ποιεῖ τὸν λόγον. Οὐδὲ γὰρ εἶπε, Κἂν βούλησθε, κἂν μὴ, τοῦτο δεῖ ὑμᾶς παθεῖν, ἀλλὰ πῶς; Εἰ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν· οὐ βιάζομαι, οὐκ ἀναγκάζω, ἀλλ' ἕκαστον κύριον τῆς ἑαυτοῦ προαιρέσεως ποιῶ· δι' ὃ καὶ λέγω· Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν. Ἐπὶ γὰρ ἀγαθῷ καλῶ, οὐκ ἐπὶ κακῷ καὶ ἐπαχθεῖ, οὐκ ἐπὶ κολάσει καὶ τιμωρίᾳ, ἀλλ' ἐπὶ βασιλείᾳ οὐρανίῳ καὶ ζωῇ οὐρανίῳ. Καὶ γὰρ αὐτὴ τῶν πραγμάτων ἡ φύσις ἱκανὴ ἐφελκύσασθαι. Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, κἂν ἀνὴρ, κἂν γυνὴ, κἂν ἄρχων, κἂν ἀρχόμενος, καὶ θέλει σωθῆναι, ταύτην ἐρχέσθω τὴν ὁδόν.
Τρία δέ ἐστι τὰ λεγόμενα, τὸ ἀπαρνήσασθαι ἑαυτὸν, τὸ ἆραι τὸν σταυρόν, καὶ τὸ ἀκολουθῆσαι.
Ἀλλ' ἴδωμεν πρότερον, τί ἐστι τὸ ἀπαρνήσασθαι ἑαυτόν. Μάθωμεν τί ἐστιν ἀρνήσασθαι ἕτερον, καὶ τότε εἰσόμεθα τί ἐστι τὸ ἀρνήσασθαι ἑαυτόν. Τί οὖν ἐστι τὸ ἀρνήσασθαι ἕτερον; Ὁ ἀρνούμενος ἕτερον, οἷον ἢ ἀδελφόν, ἢ φίλον, ἢ γείτονα, ἢ ὁντιναοῦν, κἂν μαστιζόμενον ἴδῃ τοῦτον, κἂν δεσμούμενον, κἂν ὁτιοῦν πάσχοντα, οὐ προΐσταται, οὐ βοηθεῖ, οὐκ ἐπικλᾶται, οὐ πάσχει τι πρὸς αὐτόν· ἅπαξ γὰρ αὐτοῦ ἠλλοτρίωται. Οὕτω τοίνυν βούλεται τοῦ σώματος ἀφειδεῖν τοῦ ἡμετέρου ὁ Θεός, ἵνα κἂν μαστίζωσιν ἡμᾶς δι' αὐτόν τινες, κἂν κολάζωσι, κἂν ἐλαύνωσι, κἂν ἄλλο τι ποιῶσι, μὴ φειδώμεθα. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἀρνήσασθαι· τουτέστι, μηδὲν ἐχέτω πρὸς ἑαυτόν, ἀλλ' ἐκδιδότω ἑαυτὸν τοῖς κινδύνοις, τοῖς ἀγῶσι, καὶ ὡς ἑτέρου πάσχοντος, οὕτω διακείσθω.
Καὶ οὐκ εἶπεν, ἀρνησάσθω ἑαυτόν, ἀλλ', Ἀπαρνησάσθω, μικρᾷ ταύτῃ προσθήκῃ πολλὴν ἐμφαίνων τὴν ὑπερβολήν. Καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. Εἶδες πῶς καθώπλισε τὸν ἑπόμενον αὐτῷ στρατιώτην ὁ τῶν οὐρανῶν βασιλεύς; Οὐ θυρεὸν ἔδωκεν, οὐ κράνος, οὐ τόξον, οὐ θώρακα, οὐ κνημῖδα, οὐκ ἄλλο τι τῶν τοιούτων οὐδὲν, ἀλλ' ὃ πάντων τούτων ἐστὶν ἰσχυρότερον, τὴν ἀσφάλειαν τὴν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, τὸ σύμβολον τῆς κατὰ τῶν δαιμόνων νίκης. Τοῦτο μάχαιρα, τοῦτο ἀσπίς, τοῦτο θώραξ, τοῦτο κράνος, τοῦτο κνημίς, τοῦτο φρούριον ἀσφαλές, τοῦτο λιμήν, τοῦτο καταφυγή, τοῦτο στέφανος, τοῦτο ἔπαθλον, τοῦτο τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων θησαυρός, καὶ τῶν νῦν καὶ τῶν ἐσομένων ποτέ. Καθάπερ γάρ τις ὅπλον ἰσχυρὸν λαβών, καὶ τοῖς αὑτοῦ δίδωσι στρατιώταις, οὕτω καὶ ὁ Χριστός. Ἴδετε, φησί, τὸν ἐμὸν σταυρὸν ὅσα ἤνυσε· ποιήσατε καὶ ὑμεῖς τοιαῦτα, καὶ ἀνύσατε τοιαῦτα ὅσα βούλεσθε.
Καίτοι γε καὶ ἀλλαχοῦ καὶ μείζονα τούτων ἐπηγγείλατο λέγων· Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ, κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει. Τί δέ ἐστιν αὐτὸ τὸ ρητόν, τὸ, Ἀράτω τὸν σταυρὸν αὑτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι; Ἆρα ἵνα τὸ ξύλον βαστάζωμεν ἕκαστος; Οὐδαμῶς· ποία γὰρ ἀρετὴ τοῦτο; Ἀλλ' ἵνα πρὸς τοὺς κινδύνους ὦμεν παρατεταγμένοι, τὸ αἷμα ἡμῶν ἐν ταῖς ψυχαῖς περιφέροντες, πρὸς σφαγὴν καὶ θάνατον ἕτοιμοι καθημερινὸν, οὕτως ἅπαντα πράττοντες, ὡς μηδέπω προσδοκᾷν μέχρι τῆς ἑσπέρας τὴν ἡμετέραν διαρκέσαι ζωὴν, ὡς ἀποθανούμενοι πάντως. Ὅπερ καὶ ὁ ἀπόστολος ἔλεγε Παῦλος· Καθ' ἡμέραν ἀποθνήσκω. Οὐχὶ εἷς σοι παρὰ τῆς φύσεως δέδοται θάνατος; Ἔξεστιν, ἂν θέλεις, μυριάκις ἀποθανεῖν ὑπὲρ τοῦ Δεσπότου τοῦ σοῦ.
βʹ. Τοιαύτη γὰρ ἡ χάρις· τὴν παρὰ τοῖς φίλοις πτωχείαν εἰς πολὺν ἐξάγει πλοῦτον, διὰ τὸ φιλόδωρον τοῦ Δεσπότου, οὐ τῇ τῶν πραγμάτων ἐκβάσει μόνον, ἀλλὰ καὶ τῇ προθέσει τῶν ἀγωνιζομένων τοὺς στεφάνους ὁρίζοντος. Τί δέ ἐστιν, Ἀράτω; Οὕτως ἔστω πρόθυμος εἰς τὸ σφαγιασθῆναι καὶ σταυρωθῆναι, φησίν, ὡς ἐκεῖνος ὁ βαστάζων ἐπὶ τῶν ὤμων· οὕτως ἐγγὺς εἶναι νομιζέτω τοῦ θανάτου. Τὸν τοιοῦτον ἅπαντες καταπλήττονται· οὐ γὰρ οὕτω δεδοίκαμεν τοὺς μυρίοις πεφραγμένους ὅπλοις ἀνθρωπίνοις, καὶ ἐπὶ ἀνδρείᾳ τοσαύτῃ τετειχισμένους, ὡς τοῦτον ἐπ' ἐλευθερίᾳ. Οὐδὲν γὰρ οὕτω ποιεῖ θάνατον ἐκφυγεῖν, ὡς τὸ καταφρονεῖν θανάτου.
Ἵνα δὲ μηδεὶς νομίσῃ τοῦτο μόνον ἀρκεῖν, τὸ πρὸς θάνατον ἑτοίμους εἶναι (εἰσὶ γὰρ καὶ λῃσταὶ καὶ γόητες τοιοῦτοι καὶ μιαιφόνοι πάντες), διὰ τοῦτο προσέθηκε· Καὶ ἀκολουθείτω μοι. Οὐ τὸν ἀνδρεῖον ζητῶ, φησί, μόνον, οὐδὲ τὸν ἀκατάπληκτον πρὸς τὴν τελευτὴν τοῦ βίου, ἀλλὰ τὸν ἐπιεικῆ καὶ σώφρονα καὶ μέτριον, καὶ πάσης γέμοντα ἀρετῆς.
Εἶδες σταυροῦ διακονίαν οὐκ ἐπὶ τοῦ Δεσπότου μόνου, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν δούλων τοσαῦτα ἰσχύουσαν; Τοῦτο Πέτρον κορυφαῖον εἰργάσατο· τοῦτο Παῦλον τοσοῦτον ἐποίησε. Διὸ καὶ ἔλεγε· Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις, ἢ στενοχωρία, ἢ κίνδυνος, ἢ μάχαιρα; Τοῦτο καὶ τοὺς νηστεύοντας οὐχὶ βρωμάτων μόνον, ἀλλὰ καὶ παθῶν ἀνδρείους ἀπειργάσατο. Περιφράσσωμεν ἑαυτούς, ἀγαπητοὶ, τῇ δυνάμει τοῦ σταυροῦ, καὶ καθωπλισμένοι πρὸς τὸ ἑξῆς, προθυμότεροι τῇ νηστείᾳ προσβῶμεν, καὶ πάντων τῶν τοῦ βίου τερπνῶν καταφρονήσωμεν. Καὶ γὰρ πλοῦτος, καὶ δόξα, καὶ δυναστεία, καὶ ἔρως, καὶ ὅσα τοιαῦτα, διὰ τοῦτο ἡδέα, διότι φιλοψυχοῦμεν, καὶ τῇ παρούσῃ προσηλώθημεν ζωῇ. Ταύτης δὲ καταφρονηθείσης, οὐδεὶς ἐκείνων ἡμῖν λόγος. Καλὴ γὰρ ἡ παροῦσα ζωὴ, καλὴ καὶ ἡδεῖα· δῶρον γάρ ἐστι Θεοῦ· ἀλλ' ὅταν ἡ μέλλουσα φανῇ, τότε καταφρονεῖται δικαίως αὐτή.
Μὴ τοίνυν αἰσχυνθῶμεν τοῖς σεμνοῖς τῆς σωτηρίας ἡμῶν συμβόλοις, μηδὲ τὸ μέγα κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν, δι' οὗ ζῶμεν καὶ ἐσμέν, ἀποκρουσώμεθα, τρυφῇ ἑαυτοὺς ἐκδόντες καὶ κραιπάλῃ καὶ γαστριμαργίᾳ, ἀλλ' ὡς στέφανον περιφέρωμεν τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ, τουτέστι τῶν παθῶν τὴν νέκρωσιν. Καὶ γὰρ πάντα δι' αὐτοῦ τελεῖται τὰ καθ' ἡμᾶς· κἂν ἀναγεννηθῆναι δέῃ, σταυρὸς παραγίνεται· κἂν τραφῆναι τὴν μυστικὴν ἐκείνην τροφήν, κἂν χειροτονηθῆναι, κἂν ὁτιοῦν ἕτερον ποιῆσαι, πανταχοῦ τὸ σύμβολον ἡμῖν τοῦ σταυροῦ παρίσταται. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπὶ οἰκίας, καὶ ἐπὶ τῶν τοίχων, καὶ ἐπὶ τῶν θυρίδων, καὶ ἐπὶ τῶν μετώπων, καὶ ἐπὶ τῆς διανοίας μετὰ πολλῆς ἐπιγράφομεν αὐτὸν τῆς σπουδῆς. Τῆς γὰρ ὑπὲρ ἡμῶν σωτηρίας καὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς κοινῆς, καὶ τῆς ἐπιεικείας τοῦ Δεσπότου τοῦτό ἐστι σημεῖον.
Διὰ τοῦτο σφραγὶς κέκληται, ὅτι πάσας τοῦ Θεοῦ τὰς παρακαταθήκας, ὅσας ἂν λάβωμεν, τούτῳ, καθάπερ τινὶ σημάντρῳ βασιλικῷ καὶ δακτυλίῳ, σφραγίζομεν, καὶ προσελθεῖν οὐδὲν οὐκέτι τολμᾷ πονηρόν. Ἂν προστασίαν δήμου τινὶ παρακατάθωμεν, κἂν πρὸς τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀγάγωμεν ἀξίωμα, μετὰ τὸ μυρία ἐπεύξασθαι, καὶ καλέσαι τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν ἐλθοῦσαν, τούτῳ σφραγίζομεν, ὥσπερ ἐναποκλείοντες ἐν ἀσφαλεῖ ταμιείῳ τὴν δοθεῖσαν δωρεάν. Οὕτω καὶ ἐν ταῖς ἱερουργίαις παραλαμβάνεται. Ὁ γὰρ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μάχαιρά ἐστι καὶ ξύλον, ἐν ᾧ σφαγεὶς ὁ Χριστὸς ὑπὸ τῶν θεοκτόνων Ἰουδαίων ἔλυσε τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου, καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον κατέβαλε, τὰς ἡμῶν ἁμαρτίας προσηλώσας ἐν αὐτῷ. Τούτου χάριν ἐν ταῖς ἱερουργίαις παραλαμβάνεται, οἵα τις ρομφαία καὶ μάστιξ βασιλικὴ, βασανίζουσα καὶ ἀποδιώκουσα πᾶσαν δαιμονικὴν ἔλευσιν, καὶ σατανικὴν ἐπιφοράν. Διὰ τοῦτο οἱ θεῖοι ἱερομύσται, ὥσπερ τινὲς δορυφόροι, προθέντες τὴν βασιλικὴν μάστιγα, διὰ ταύτης ἀποδιώκουσι πᾶσαν ἀντίδικον καὶ ἀντίπαλον φάλαγγα, τὰς θείας καὶ βασιλικὰς δωρεὰς τοῖς μυσταγωγοῖς ἀπονέμοντες, καὶ σὺν αὐτοῖς τὸν βασιλέα Χριστὸν γεραίροντες.
γʹ. Ὅταν τοίνυν σφραγίζῃ, ἐννόει τοῦ σταυροῦ πᾶσαν τὴν ὑπόθεσιν, καὶ σβέσεις θυμὸν, καὶ πάντα τὰ λοιπὰ πάθη. Ὅταν σφραγίζῃ, πολλῆς ἔμπλησον τὸ μέτωπον παρρησίας, τὸ στῆθος, τὰ ὄμματα, καὶ πᾶν μέλος παράστησον θυσίαν εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Τοῦτο γὰρ ἡ λογικὴ λατρεία. Τοῦτο τὸ σημεῖον καὶ ἐπὶ τῶν προγόνων ἡμῶν θύρας ἀνέῳξε κεκλεισμένας, τοῦτο δηλητήρια ἔσβεσε φάρμακα, τοῦτο κωνείου δύναμιν ἐξέλυσε, τοῦτο θηρίων ἰοβόλων δήγματα ἰάσατο. Εἰ γὰρ ᾅδου πύλας ἀνέῳξε, καὶ οὐρανῶν ἁψῖδας ἀνεπέτασε, καὶ παραδείσου εἴσοδον ἀνεκαίνισε, καὶ τοῦ διαβόλου τὰ νεῦρα ἐξέκοψε, τί θαυμαστὸν εἰ φαρμάκων δηλητηρίων περιγίνεται; Τοῦτο τοίνυν ἐγκόλαψον τῇ διανοίᾳ τῇ σῇ, καὶ τὴν σωτηρίαν περίπτυξαι τῶν ἡμετέρων ψυχῶν.
Οὗτος γὰρ ὁ σταυρὸς τὴν οἰκουμένην ἔσωσε, τὴν πλάνην ἀπήλασε, τὴν ἀλήθειαν ἐπανήγαγε, τὴν γῆν οὐρανὸν ἐποίησε, τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους εἰργάσατο. Διὰ τοῦτον οἱ δαίμονες οὐκ ἔτι φοβεροὶ, ἀλλ' εὐκαταφρόνητοι, οὐδὲ ὁ θάνατος θάνατος, ἀλλ' ὕπνος καὶ ἐγρηγόρησις. Διὰ τοῦτον τὰ τῆς σαρκὸς πάθη τὰ πολεμοῦντα τοὺς νηστεύοντας, ἀπομαραίνονται. Ἂν τοίνυν εἴποι σοί τις τῶν Ἰουδαίων· Τὸν ἐσταυρωμένον προσκυνεῖς; εἰπὲ φαιδρᾷ καὶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, καὶ γεγηθότι τῷ προσώπῳ· Ναὶ, καὶ προσκυνῶ, καὶ οὐ παύσομαι προσκυνῶν· κἂν γελάσῃ, δάκρυσον ὅτι μαίνεται, καὶ οὐ συνιεῖ τί φθέγγεται· καὶ τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ εὐχαρίστησον, ὅτι τοιαῦτα ἡμᾶς εὐεργέτησεν, ἃ μηδὲ μαθεῖν δύναταί τις χωρὶς τῆς ἄνωθεν ἀποκαλύψεως. Διὰ τοῦτο καὶ οὗτος γελᾷ, ὅτι Ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος.
Ἀλλὰ τί φησιν ὁ φρενόληπτος καὶ ἀγνώμων καὶ ἀπειθὴς Ἰουδαῖος; Εἰ οὖν Θεός ἐστιν ὁ Χριστὸς, ὥς φατε, καὶ Θεοῦ Υἱός, καὶ ἐπὶ σωτηρίᾳ τῶν ἀνθρώπων ἐλήλυθε, διὰ τί τοιούτῳ θανάτῳ ἀσχήμῳ ἐσταύρωται; Πρὸς ὃν ἐροῦμεν ὀλίγα τῶν προφητῶν ἐκλεξάμενοι· Ἔδει τὸν Χριστὸν σταυρωθῆναι, ὦ παράνομε καὶ ἀγνώμων Ἰουδαῖε, ὅτι ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται οὕτως ἐκήρυξαν, σώζεσθαι τὴν ἀνθρωπότητα διὰ Χριστοῦ. Πρῶτος γὰρ Μωϋσῆς λέγει, Ὄψεσθε τὴν ζωὴν ὑμῶν κρεμαμένην ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν, καὶ οὐ μὴ πιστεύσητε τῇ ζωῇ ὑμῶν. Καὶ ὁ Ἡσαΐας· Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη, καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος. Καὶ ὁ Ἱερεμίας, Δεῦτε καὶ ἐμβάλωμεν ξύλον εἰς τὸν ἄρτον αὐτοῦ. Καί, Ἔδωκαν τὴν τιμὴν αὐτοῦ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.
Καὶ ὅτι Θεός ἐστιν ὁ σταυρωθεὶς Χριστὸς, ἄκουσον τοῦ Ἔσδρα λέγοντος· Εὐλογητὸς Κύριος ὁ ἐκπετάσας τὰς χεῖρας αὐτοῦ, καὶ σώσας τὴν Ἱερουσαλὴμ κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν. Καὶ ὅτι οἱ ὄφεις ἀπέκτεινον τὸν λαόν, ὄφιν κελεύσει Θεοῦ κρεμάσας Μωϋσῆς ἐπὶ ξύλου, ἔλεγε· Τούτῳ προσέχετε, καὶ οὐ μὴ ἀποθάνητε. Καὶ πάλιν Ἱερεμίας λέγει, ὡς ἐκ προσώπου τῶν σταυρωσάντων αὐτόν· Δεῦτε καὶ ἐκτρίψωμεν αὐτὸν ἐκ γῆς ζώντων. Καὶ πάλιν ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ αὐτοῦ προφήτου, Ἐγὼ δὲ ὡς ἀρνίον ἄκακον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι, οὐκ ἔγνων. Καὶ πάλιν ὁ Δαυῒδ ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Χριστοῦ· Ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας μου, καὶ διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τῶν ἱματισμῶν μου ἔβαλον κλῆρον. Καὶ πάλιν, Διεπέτασα τὰς χεῖράς μου ὅλην τὴν ἡμέραν πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα, οἳ οὐκ ἐπορεύθησαν ὁδῷ ἀγαθῇ, ἀλλ' ὀπίσω τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν.
Ὅτι δὲ σεβάσμιος καὶ προσκυνητὸς ὁ τοῦ Χριστοῦ σταυρὸς καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ, καὶ τοῦτο οἱ προφῆται διδάσκουσι· Δαυῒδ μὲν γὰρ λέγων· Ἔδωκας τοῖς φοβουμένοις σε σημείωσιν, τοῦ φυγεῖν ἀπὸ προσώπου τόξου· καὶ πάλιν· Ποίησον μετ' ἐμοῦ σημεῖον εἰς ἀγαθόν, καὶ εἰδέτωσαν οἱ μισοῦντές με, καὶ αἰσχυνθήτωσαν. Καὶ ὁ Θεὸς δὲ διὰ Ἰεζεκιὴλ τοῦ προφήτου λέγει· Δὸς τὴν σημείωσιν ἐπὶ τὰ μέτωπα τῶν καταστεναζόντων καὶ κατοδυνωμένων ἐν πάσαις ἀνομίαις· καὶ διέλθετε, καὶ κόπτετε, καὶ μὴ ἐλεήσητε· πρεσβύτερον καὶ νεανίσκον, καὶ γυναῖκας καὶ νήπια θηλάζοντα ἐξαλείψατε· ἐπὶ δὲ τοὺς ἔχοντας τὸ σημεῖόν μου μὴ ἐγγίσητε. Καὶ ὁ Σολομὼν λέγει, Εὐλογεῖτε ξύλον, δι' οὗ γίνεται δικαιοσύνη. Καὶ ὁ Ἡσαΐας, πόθεν ἦν, καὶ ποῖα τὰ ξύλα τοῦ σταυροῦ, λέγει· Ἐν κυπαρίσσῳ καὶ πεύκῃ καὶ κέδρῳ, ἅμα δοξάσαι τὸν τόπον τὸν ἅγιον. Καὶ Μωϋσῆς δὲ ξύλον βαλὼν εἰς Μερράν, τὰ πικρὰ ὕδατα ἐγλύκανεν εἰς τύπον τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ γλυκάναντος ἐκ τῆς πικρίας τῶν δαιμόνων τὸν κόσμον. Καὶ ἡ ῥάβδος Μωϋσέως ἡ σχίσασα τὴν πέτραν, εἰς τύπον ἦν τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σχίσαντος τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐμβαλόντος τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν αὐτοῖς.
δʹ. Καὶ αὕτη ἐστὶν ὄντως ἡ ὁδὸς τῆς ζωῆς, καὶ πάντες οἱ κρατοῦντες αὐτὴν ζῶσιν· οἱ δὲ καταλιπόντες αὐτὴν θάνατον καὶ κόλασιν ἀτελεύτητον ἕξουσιν. Ὁ νόμος γὰρ καὶ οἱ προφῆται κηρύττουσι τὴν ἁγίαν Τριάδα· καὶ ἀληθῶς οὗτός ἐστιν ὁ κηρυχθεὶς ὑπὸ τῶν προφητῶν καὶ τοῦ νόμου, ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου Ἰησοῦς Χριστὸς Κύριος, καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος, εἰ μὴ ὁ γεννηθεὶς ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐκ τῆς Παρθένου καὶ θεοτόκου Μαρίας ἐπὶ Καίσαρος Αὐγούστου. Καὶ ὁ μὴ δεχόμενος αὐτὸν, καὶ μὴ πιστεύων εἰς αὐτόν, ἀποστάτης ἐστὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀνάθεμα αὐτῷ.
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἡσαΐας περὶ ὑμῶν τῶν πλανηθέντων βοᾷ λέγων, Αἰχμάλωτος ὁ λαός μου ἐγενήθη διὰ τὸ μὴ εἰδέναι αὐτοὺς τὸν Κύριον. Ἐξ οὗ τε γὰρ ἦλθεν ὁ Χριστός, κατελύθη ἡ δύναμις τοῦ σταυροῦ ὑμῶν τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἡ ἱερωσύνη ἠφάνισται, καὶ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων διεσκορπίσθητε. Φησὶ γὰρ Ἡσαΐας περὶ τῶν σταυρωσάντων τὸν Χριστὸν, Διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὁ Θεὸς ἀφ' ἡμῶν, καὶ οἱ κατάλοιποι ἡμῶν ἐν ἁμαρτίαις. Εἰ γὰρ μὴ ἦν αὐτὸς ὁ Χριστὸς ὁ γεννηθεὶς ἐκ Μαρίας, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ Υἱὸς ἀληθινὸς αὐτοῦ, ὁ κηρυχθεὶς ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, εἶχεν ἂν δοξασθῆναι τὸ ἔθνος ὑμῶν τῶν Ἰουδαίων, καὶ ὑψωθῆναι καὶ βασιλεῦσαι, ὡς τὸν ἀντίθεον καὶ πλάνον ἀποκτεῖναν.
Ἀλλ' ἐξ οὗ τε ὁ σταυρὸς, καὶ ἐσταυρώθη ἐν αὐτῷ ὑπὸ τῶν πατέρων ὑμῶν ὁ Χριστός, ἀπὸ τότε ἕως τῆς σήμερον εἰς ἀπώλειαν καὶ εἰς ἀτιμίαν ἐστί, καὶ χείρω ὠργίσθη ὑμῖν ὁ Θεὸς ὑπὲρ τὴν αἰχμαλωσίαν τὴν ἐν Βαβυλῶνι. Ἐκεῖ γὰρ μεθ' ἑξήκοντα ἔτη ὁ Θεὸς ἠλέησε καὶ ἀνεκαλέσατο ὑμᾶς· ἐνταῦθα δὲ τελείως ἀπώσατο· καὶ ἠλήθευσεν ὁ πατὴρ ὑμῶν καὶ προφήτης καὶ πατριάρχης Ἰακὼβ, καὶ πάντα τὰ νόμιμα ὑμῶν κατέπεσε, καὶ τῆς χώρας ὑμῶν τῆς Ἰουδαίας ἐξηλάθητε, καὶ κατὰ τόπους διεσκορπίσθητε, καὶ ἐστὲ εἰς ἐξουθενισμόν, καὶ εἰς κατάγελων εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἀπὸ ἑῴας ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Τὰ δὲ ἡμέτερα τῶν Χριστιανῶν καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἀνθεῖ, καὶ αὔξει, καὶ κρατύνεται, καὶ εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τὸ κήρυγμα τῆς εὐσεβοῦς ἡμῶν πίστεως διέδραμε, καὶ βασιλεύει Χριστὸς ἐν ἡμῖν, καὶ τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸν αὐτοῦ σταυρὸν προσκυνοῦμεν, καὶ ὡς θησαυρὸν πολυτίμητον κατέχομεν.
Καὶ γὰρ ὄντως παντὸς στεφάνου βασιλικοῦ λαμπρότερός τε καὶ σεμνότερος ὁ τοῦ Κυρίου σταυρός· καὶ τί λέγω, στεφάνου βασιλικοῦ; αὐτῶν τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων φαιδρότερος. Καὶ τὸ μὲν παλαιὸν, βίου πονηροῦ καὶ διεφθαρμένων πράξεων καταδίκη τὸ πρᾶγμα ἦν· νῦν δὲ δωρεᾶς θείας σύμβολον, εὐγενείας πνευματικῆς σημεῖον, θησαυρὸς ἀσύλητος, ἀναφαίρετος δωρεά, ὑπόθεσις ἁγιασμοῦ. Τοῦτον καὶ ἐπὶ κλίνης καὶ ἐπὶ τραπέζης προφέρομεν, καὶ πανταχοῦ οὗπερ ἂν ὦμεν. Καθάπερ γὰρ πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν, χωρὶς ὅπλων οὔτε ἀριστοποιοῦνται, οὔτε καθεύδουσιν· οὕτω καὶ νῦν ἀντὶ μαχαίρας ἐπὶ κλίνης κρεμάσωμεν, ἀντὶ μοχλοῦ ἐπὶ θύρας διαγράψωμεν, ἀντὶ τείχους τῇ οἰκίᾳ πάσῃ περιβάλωμεν· τὰ ἔσω καὶ τὰ ἔξω τούτῳ περιφράξωμεν. Τοῦτο γὰρ θάνατον κατέλυσεν, οὐρανοὺς ἀνέῳξε, γῆν ἐκάθηρε, τὴν φύσιν τὴν ἡμετέραν ἐπὶ τὸν θρόνον ἀνήγαγε τὸν βασιλικὸν, τὴν τυραννίδα τοῦ διαβόλου κατέλυσε. Τοῦτο τὸ εἶδος διπλοῦν· τὸ μὲν ἐξ ὕλης ἢ χρυσοῦ ἢ μαργαριτῶν ἢ λίθων τιμίων, ὃ καὶ ἀφαιρεῖται πολλάκις ὑπὸ βαρβάρων ἢ κλεπτῶν· τὸ δὲ ἄϋλον· οὐ γὰρ ἐξ ὕλης αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις, ἀλλ' ἀπὸ πίστεως ἡ οὐσία, ἀπὸ διαθέσεως τοῦ ποιοῦντος ἡ ὕλη. Τοῦτο καθεύδοντας τηρεῖ, τοῦτο ἐγρηγορότας ἀσφαλίζεται, τοῦτο κινδυνεύοντας διασώζει· διὰ τούτου πόλεμος καταλύεται, καὶ εἰρήνη συνίσταται,
Ὑμνῶ σου τοιγαροῦν τὸ μακρόθυμον καὶ ἀνεξίκακον τῆς περὶ ἐμὲ οἰκονομίας μυστήριον, Κύριε· προσκυνῶ τὸν τίμιον καὶ ζωοποιόν σου σταυρὸν, Δέσποτα· περιπτύσσομαι τὰ πάθη, φιλῶ τοὺς ἥλους, καὶ τὰς διατρήσεις τῶν μελῶν ἀσπάζομαι· τόν τε κάλαμον καὶ τὴν λόγχην καὶ τὸν σπόγγον ὑπεράγαμαι· ὡς βασίλειον διάδημα, τὸν ἀκανθῶν περιτίθεμαι στέφανον, καὶ ὡς διαυγέσι λίθοις, τοῖς ἐμπτυσμοῖς ἐγκαλλωπίζομαι, ὡς λαμπροτάτῳ κόσμῳ τοῖς ραπισμοῖς ἐνσεμνύνομαι. Καὶ σὲ ὁμολογῶ ἀληθινὸν Θεὸν τὸν ἕνα τῆς ἁγίας Τριάδος Χριστὸν Ἰησοῦν, τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ τὸ πάθος καταδεξάμενον, εἰληθέντα τε ἐν σινδόνι, καὶ ὑπὸ τῶν παρανόμων Ἰουδαίων μυκτηρισθέντα, τέλος ταφέντα, καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Σοῦ γάρ ἐστιν ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, ἅμα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν προσκύνησιν τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ, τῇ μέσῃ ἑβδομάδι τῶν νηστειῶν, TLG, Vol 52, pg 835, ln 31t–pg 840, ln 77).