Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος


γέρος τοῦ Μοριᾶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὅταν στὸ νεοσύστατο Ἑλληνικὸ κράτος, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ τὸν βηματισμό του, ἔβλεπε νὰ ἔχουν τεθεῖ οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια ὑπὸ διωγμὸ ἀπὸ τὴν Βαυαροκρατία, διεμαρτύρετο καὶ φώναζε:

«ὅταν σηκώσαμε τὰ ὅπλα εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ὕστερα ὑπὲρ πατρίδος».

 Μία ἱεράρχηση, τὴν ὁποία ὁ ἀγράμματος Κολοκοτρώνης γνώριζε πολὺ καλά, φαίνεται ὅμως νὰ ἀγνοοῦν οἱ γραμματισμένοι τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν σπουδῶν τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Κάθε ἀναφορὰ σὲ πατρίδα, ἔθνος, Ἑλλάδα, ἑλληνικὴ γλῶσσα ἰσοδυναμεῖ μὲ ἐθνοφυλετισμό(!), τὸν ὁποῖο ἡ ἐκκλησία ἔχει καταδικάσει ὡς αἵρεση.
 Τὶ σημαίνει ὅμως ἐθνοφυλετισμός; Ἐθνοφυλετισμὸς εἶναι ἡ ἀνατροπὴ τῆς παραπάνω ἱεράρχησης δηλαδὴ ἡ ἐκκλησία, ἕνας θεῖος ὀργανισμός, τίθεται στὴν ὑπηρεσία τῆς πατρίδος καὶ τῶν ἐθνικῶν ἐπιδιώξεων, ἔστω κι ἂν αὐτὲς δὲν συμβαδίζουν μὲ τὸ εὐαγγελικὸ πνεῦμα. Καὶ ἐνῶ οἱ κύριοι τῆς ἐν λόγῳ Ἀκαδημίας ἔχουν καταργήσει τὴν ἔννοια τῆς αἱρέσεως, δείχνουν μία ἐπιλεκτικὴ εὐαισθησία μόνο ὅταν αὐτὸ τοὺς ἐξυπηρετεῖ. Ὁ Χριστός, λέγουν, δὲν ἦρθε γιὰ νὰ σώσει τοὺς Ἕλληνες, ἀλλὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός, κ. Καλαιτζίδη, ἦρθε γιὰ νὰ σώσει τοὺς Κορινθίους, τοὺς Ρωμαίους, τοὺς Γαλάτας, τοὺς Ἐφεσίους, τοὺς Κολασσαεῖς κ.ο.κ.
                                       
 Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀνοιξε τὴν Ἐκκλησία πρὸς τὰ ἔθνη, ἄρα μόνο για ἐθνοφυλετισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορηθεῖ, δὲν ἔστειλε ἐπιστολὲς γενικὰ πρὸς ἀνθρώπους, ἀλλὰ πρὸς Κορινθίους, πρὸς Ρωμαίους κ.τ.λ. Ἐὰν ἤθελαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, θὰ μποροῦσαν νὰ καταργήσουν τὴν ἔννοια τῆς πατρίδος ὡς ἄχρηστη, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαναν, γιατὶ δὲν τὸ θέλει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔθεσε τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὰ ἔθνη.
 Οἱ Ἅγιοι Πατέρες προσδιόρισαν τὸ ἱεραρχικὸ ἐπίπεδο τῆς ἐκκλησίας ὡς θείου ὀργανισμοῦ καὶ τὸ ἱεραρχικὸ ἐπίπεδο τῆς πατρίδος ὡς σχήματος τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ εἶναι τὸ «πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ὕστερα ὑπὲρ πατρίδος». Ἀλλὰ ἡ ἐν λόγῳ Ἀκαδημία χαρακτηρίζεται ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀντιπατερικότητά της καὶ τὴν περιφρόνησή της πρὸς τὴν Παραδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐναντίωσή της πρὸς ὁ,τιδήποτε τὸ ἐθνικό. Δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς αὐτός, ποὺ θέλει τὸν ἄνθρωπο ἄθρησκο, ἄπατρι καὶ πολτοποιημένο, ἀλλὰ ὁ ἀντίχριστος καὶ ἡ αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τὴν ὁποία ἡ ἐν λόγῳ ἀκαδημία προπαγανδίζει.
 Δὲν φθάνει ὁ σεβ. κ. Ἰγνάτιος νὰ δηλώνει, ὅτι δεν εἶναι μασῶνος, ἀλλὰ εἶναι οἰκουμενιστής, γιατὶ σ’ ἕνα θεὸ γενικὸ καὶ ἀόριστο χωρὶς κανένα δογματικὸ προσδιορισμό, ὅπως τὸν διακηρύσσει ἡ αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀρχιτέκτονα ἴσως τοῦ σύμπαντος, πιστεύουν καὶ οἱ μασῶνοι. Κατὰ τὴν ὁμολογία τῶν πλέον ἐγκρίτων ὀρθοδόξων θεολόγων ὁ οἰκουμενισμὸς ὑπηρετεῖ τὴν ἀμερικανοσιωνιστικὴ παγκόσμια κυβέρνηση.                     
 Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ ἀναβαπτισθοῦμε στὰ ἰδανικὰ τοῦ γένους, ὅπως αὐτὰ ἐκφράσθηκαν ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνα τοῦ 1821 ἐνάντια σὲ πικρὴ σκλαβιὰ αἰώνων. Σήμερα κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε τὴν πατρίδα, γιατὶ πρῶτα χάσαμε, περιφρονήσαμε, χλευάσαμε τὴν πίστη γιὰ χάρη ἑνὸς ψεύτικου «προοδευτισμοῦ».
Λωρίτου Ἑλένη