Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Προς τον π. Παύλο Δημητρακόπουλο



 
Διαβάσαμε τὴν «Ἀπάντηση σέ σχόλιο τοῦ κ. Παναγιώτη Σημάτη» τοῦ Ἀρχ/του Παύλου Δημητρακοπούλου προϊσταμένου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ «Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης» Πειραιῶς. Μέ ἀφορμή αὐτὴν τὴν ἀπάντηση παρακινηθήκαμε νά προβοῦμε εἰς τίς ἑξῆς ἐπισημάνσεις πρός τόν προαναφερόμενο ἀγαπητό Ἀρχιμανδρίτη.
   Ἀγαπητέ μας π. Παῦλε, προτοῦ προβοῦμε στόν σχολιασμό τῆς ἀπαντήσεώς σας πρός τόν κ. Παναγιώτη Σημάτη, θεωροῦμε πώς πρωτίστως ἐνδείκνυται ὁ σχολιασμός τοῦ ἄρθρου σας τοῦ δημοσιευθέντος ὑπό τόν τίτλον: «Δέν συγκλονίζεται λοιπόν ἡ Ἱεραρχία μας»; Στίς πρῶτες τρεῖς παραγράφους, π. Παῦλε, ἄνευ πάσης ἀμφιβολίας, διαφαίνεται καθαρά πώς εἴσθε πεπεισμένος γιά δύο ἀναμφισβήτητες ἀλήθειες:
α) Πώς ἀπό πολλῶν ἐτῶν ἡ Ἐκκλησίας μας χειμάζεται ἀπό τήν «φοβερώτερη ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν», τήν παναίρεση (καί πλέον πανθρησκεία) τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
β) Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας συμπορεύεται ἐνσυνείδητα μέ τόν Οἰκουμενισμό, υἱοθετήσασα ἔργῳ καί λόγῳ ὡς ἐπίσημη γραμμή πλεύσεώς της τήν φοβερή αὐτή παναίρεση– πανθρησκεία, παρά τά ὅσα ψεύδη καί ἐφησυχαστικές ἀναφορές –πρός τούς ἀνησυχούντας πιστούς– ἐπιστρατεύονται γιά τήν συγκάλυψη τῆς διολισθήσεως τῆς Ἐκκλησίας (διά τῶν συγχρόνων ἐκπροσώπων της) στήν «φοβερή αὐτή  θύελλα», ὅπως ὀρθῶς τήν χαρακτηρίζετε.
  Στίς ἑπόμενες
τρεῖς παραγράφους, π. Παῦλε, ἐπισημαίνετε τό γεγονός τῆς «ἀφυπνίσεως» (τά εἰσαγωγικά ἰδικά μας) τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ κλπ.
       Ἐάν θέλετε π. Παῦλε, νά εἴσθε εἰλικρινής ἔναντι τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἑαυτοῦ σας, πρέπει νά παραδεχθῆτε πώς ἡ ἀπό ἐσᾶς χαρακτηριζομένη ἀφύπνιση, ἐξαντλεῖται μόνον σέ ἕναν «ἀνίερο–ἀνιαρό χαρτοπόλεμο» κατά τήν εὐστοχωτάτη κρίση τοῦ ἐλλογιμωτάτου καθηγητοῦ κ. Ἰωάννου Κορναράκη, καθόσον μέχρι σήμερα δέν βλέπουμε νά ὑφίστανται τίς ἐπιπτώσεις τῆς «ὁμολογιακῆς στάσεώς τους»(!!!) οἱ «ἀφυπνισθέντες», ἐπιπτώσεις τῶν ὁποίων τήν μορφή καί τόν χαρακτῆρα μᾶς τόν διδάσκουν μέ τό αἷμα τους καί τήν προσωπική θυσία τους οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως μέ τήν ἐμφάνιση τῆς αἱρέσεως, ἔθεταν σέ ἐνέργεια τήν ΜΟΝΑΔΙΚΗ  ὁδό ἀντιδράσεως, τήν ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ, ἡ ὁποία παρά τό αἱματηρό συνήθως εἰς βάρος τους κόστος, λειτουργοῦσε ὡς ἀσφαλιστική δικλεῖδα ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.  Σεῖς λοιπόν π. Παῦλε, καί ὅσοι διεξάγουν (ἐπαμφοτερίζοντες) τόν δῆθεν ἀντιοικουμενιστικό ἀγῶνα(!!!), δεῖξτε μας ἕνα (ἔστω καί ὑποκατάστατο ταλαιπωρίας σας) σημεῖο πού νά καταδεικνύει τό ἀληθινά ὁμολογιακό ἀγωνιστικό φρόνημα, κυρίως τοῦ κλήρου (ἀνωτέρου καί κατωτέρου).
          Ὁ Κύριος διά τοῦ προφήτου Ἱερεμίου, διαχρονικά ἐπισημαίνει πώς «Ποιμένες πολλοί διέφθειραν τόν ἀμπελῶνα μου, ἐμόλυναν τήν μερίδα μου, ἔδωκαν τήν μερίδα τήν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον» (Ἱερ.12,10).
          Μήπως εἶναι καιρός, π. Παῦλε, νά συναισθανθῆτε πώς παρά «τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου», κατά τόν Ἅγ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἐνῶ διανύουμε «καιρόν κινδυνευούσης Πίστεως», σεῖς εἴσθε, κατά τήν πράξη καί ὄχι κατά τόν λόγο, «ὡς Ἱερεύς, σιωπηλός καί ἄφροντις» (P.G.99,1321) B) μετέχων τῆς «φθορᾶς τοῦ ἀμπελῶνος»; Καί θά ἐπιθυμούσαμε νά μᾶς λύσετε μία ἀπορία, σχετικά μέ μία ἀντιφατικότητα, πού ἐντοπίσαμε στό ἐν λόγῳ ἄρθρο σας.
          Στήν ἕκτη παράγραφο ἀναφέρεσθε σέ τρεῖς «μαχητές καί ὁμολογητές Ἱεράρχες, μπροστάρηδες στόν ἀντιαιρετικό ἀγῶνα», ὅπως τούς χαρακτηρίζετε, τόν Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Αἰτωλοακαρνανίας κ. Κοσμᾶ καί Κυθήρων κ. Σεραφείμ.
          Στήν ἐν κατακλεῖδι ὅμως εὐχή σας, ζητεῖτε ἀπό τόν Κύριο νά ἀναδείξη στούς ἐσχάτους καιρούς μας ἀξίους καί ἁγίους καί ὁμολογητές  Ἱεράρχες
          Μήπως, ἀγαπητέ π. Παῦλε, αὐτή ἡ ἀκούσια ἀντιφατική αὐτοδιάψευση, ἀποκαλύπτει ἀφ’ ἐνός μέν πώς ἔχετε ἐπίγνωση πώς «οἱ ἡγούμενοι τοῦ λαοῦ τοῦ Κυρίου, τόν Κύριον οὐκ ἥδεισαν, υἱοί ἄφρονες εἰσί καί οὐ συνετοί∙ σοφοί εἰσί τοῦ κακοποιῆσαι, τό δέ καλῶς ποιῆσαι οὐκ ἐπέγνωσαν» (Ἱερ.4,22), ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἀποκαλύπτει, τήν ἐκ μέρους σας προσπάθεια νά ἀποσείετε ἀπό τόν ἑαυτό σας τήν ἀπόλυτα προσωπική εὐθύνη σας, γιά τήν πνευματική ὕπνωση τοῦ ποιμνίου, τῆς ὁποίας εὐθύνης τό μέγεθος γνωρίζετε, ἀλλά ἐθελοτυφλεῖτε ἤ δειλιάζετε; Ἤ δέν γνωρίζετε πώς κατά τόν Οὐρανοφάντορα Μ. Βασίλειο, «λανθάνουσα γάρ πονηρία τῆς προκεκηρυγμένης βλαβερωτέρα»; (ΕΠΕ 10, σελ. 34).
    Καί  αὐτό  τό  ἀναφέρουμε  διαπιστώνοντες  (γιά πολλοστή φορά), ἀπό τήν ἀπάντησή σας πρός τόν κ. Παναγιώτη Σημάτη, πώς καί ἀπό τήν ἰδική σας πλευρά, τῶν ἐμφανιζομένων ὡς «ἀντιοικουμενιστῶν», «ἕν ἐστιν ἔγκλημα νῦν σφοδρῶς ἐκδικούμενον, ἡ ἀκριβής τήρησις τῶν πατρικῶν παραδόσεων», ὅπως διαπιστώνει γιά τήν διαχρονική  πορεία τῆς Ἐκκλησίας ὁ Μέγας Βασίλειος (ΕΠΕ 2 σελ.32 καί 34).
Καθίσταται δέ φανερό τό προλεχθέν ἀπό τό γεγονός πώς, ἐνῷ πρός τούς ἐνσυνειδήτως καί ἐμφανῶς ἐκτραπέντες στήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀρχιερεῖς (τολμοῦμε δέ νά εἰποῦμε, ἐπιστρατευθέντας πρός τοῦτο) ἀποτείνεσθε μέ τήν «περίσκεψη» κάποιου, ὁ ὁποῖος προσποιεῖται ἄγνοιαν περί τῶν ἐμφανῶς προδοτικῶν–ἀντορθοδόξων φρονημάτων τους, ἐνῶ πρός ἡμᾶς τούς ἀποτειχισθέντας ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένας (μετά τῶν ὁποίων ἔχοντες πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, σεῖς οἱ αὐτοπροβαλλόμενοι ὡς ἀνησυχοῦντες ἀντιοικουμενισταί(!!!) ἀποτείνεσθε, δίκην συνοδικῆς αὐθεντικότητος, ὡς πρός ὑποκειμένους σέ «πολύ σοβαρές πνευματικές συνέπειες» (τίς ὁποῖες ἀποφεύγετε νά διευκρινίσετε) ὑπονοῶντας προφανῶς πώς ἐπέχουμε θέσιν σχισματικῶν(!!!), γεγονός πού καθιστᾶ ἐσᾶς «ἔνοχο» παρερμηνείας τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς Α΄ καί Β΄ (Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου), διότι κατά τόν Ἱερόν Κανόνα, οἱ ἀποτειχιζόμενοι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, «οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».  Καθίσταται δέ φανερόν πώς μᾶς χαρακτηρίζετε ἀπροκάλυπτα, σχισματικούς, ἀπό τά ὅσα γράφετε στήν ἑβδόμη παράγραφο τοῦ προμνημονευθέντος ἄρθρου σας, συσκοτίζων καί παραθεωρῶν τήν διαχρονική πράξη καί Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διά τῆς ἔργῳ καί λόγῳ διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, μᾶς προτρέπει: «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε κἀγώ εἰσδέξομαι ἡμᾶς»∙  ὅπου ὁ πλεονασμός τῆς προτροπῆς τοῦ Κυρίου (πρός τούς ἑκάστοτε ἀποτειχιζομένους, ἐκ τῶν αἱρέσεων), «κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς», κάνει ἐμφανές ἀπό Ποῖον γίνονται εὐπρόσδεκτοι οἱ ἀποτειχιζόμενοι ἀπό τούς αἱρετικούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, κληρικοί ἤ λαϊκοί, ἐν συναρτήσει ἤ ἀνεξαρτήτως ἀλλήλων.
          Ἀγαπητέ π. Παῦλε∙ στήν ἀπάντησή σας πρός τόν κ. Παναγιώτη Σημάτη διακελεύεσθε πώς «ὁ Κανόνας λοιπόν ἀναφέρεται στή διακοπή μνημονεύσεως κληρικῶν καί ὄχι λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας...», λίγο δέ παρακάτω: «μόνον ἐμμέσως μπορεῖ νά νοηθῆ ἀποτείχισις λαϊκῶν ἀπό αἱρετίζοντα ἐπίσκοπο. Μόνον δηλαδή ὑπό τήν ἔννοια, ὅτι τά ἀποτειχιζόμενα λαϊκά μέλη ἀκολουθοῦν τόν ποιμένα τους, ὁ ὁποῖος, κληρικός ὤν, ἔχει διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου».
          Ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τήν ρῆσιν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πώς «τό γράμμα (ἐνν. τοῦ νόμου), ἀποκτένει τό δέ πνεῦμα ζωοποιεῖ», σᾶς προτείνουμε νά ἐμβαθύνετε στό πνεῦμα τοῦ ἐν λόγῳ Ἱεροῦ Κανόνος, ὁ ὁποῖος κατά τήν οὐσία του καί τήν ὅλη νοηματική συνάφειά του, ἀποτελεῖ
α) ἐπικύρωση τῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή (ἡ πρᾶξις) συνετελέσθη ἀπό τούς πρό τῆς συγκροτήσεως αὐτῆς (στήν Κων/πολη), ἐν ἔτει 861 (ἤ κατ’ ἄλλους 863) Ἁγίους Πατέρας, οἱ ὁποῖοι διά στόματος τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας ἐδίδασκον τόν λαό τοῦ Θεοῦ: «Βαδίζοντες δέ τήν ἀπλανῆ καί ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμόν μέ ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα∙ μή τόν αἰσθητόν, ἀλλά τόν νοητόν∙ οἷον ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστράφονται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον ἤ μετ’ αὐτούς ἐμβληθῆναι, ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός. Ὁμοίως καί ἡ χείρ ὁ διάκονος ἐάν ἀνάξιόν τι πράττῃ, χωριζέσθω τοῦ θυσιαστηρίου»(PG.35,33 -  BEΠΕΣ 33,199). Καί
β) Χειραγωγή τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας (κληρικῶν καί λαϊκῶν) πρός τήν, μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, εἴτε ἐν συναρτήσει εἴτε ἀνεξαρτήτως ἀλλήλων, ὀρθόδοξον πορείαν αὐτῶν καί ὀρθόδοξον στάσιν αὐτῶν ἔναντι οἱασδήποτε ἀναφυομένης αἱρέσεως.
          Θά θέσουμε δέ σ’ ἐσᾶς π. Παῦλε τό ἑξῆς ἐρώτημα, δίδοντες τήν ἀφορμή καί τό κίνητρο νά ἐμβαθύνετε στό πνεῦμα
τοῦ διαφιλονικουμένου ὑπό πολλῶν, ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος: Ἐφ΄ ὅσον, ὅπως διακελεύεσθε στήν ὡς ἄνω ἀπάντησή σας, «μόνον ἐμμέσως μπορεῖ νά νοηθῆ ἀποτείχισις λαϊκῶν... μόνον δηλαδή ὑπό τήν ἔννοια, ὅτι τά λαϊκά ἀποτειχιζόμενα μέλη ἀκολουθοῦν τόν ποιμένα τους...», ἄραγε ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια καί τό πνεῦμα, δέν θά ἔπρεπε καί τά ἐπιτίμια–πνευματικές ποινές πού ἐπιβάλλονται στά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἕνεκα  τῶν ποικίλων ἐκκλησιαστικῶν παραβάσεών τους, ὅπως προβλέπεται ἀπό πλῆθος Ἱερῶν Κανόνων, νά ἐπιβάλλονται ἐμμέσως μέν πρός τούς παραβάτας λαϊκούς, ἀμέσως δέ πρός τούς ποιμένας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τήν ποιμαντική καί πνευματική εὐθύνη αὐτῶν τῶν λαϊκῶν;
          Κατακλείοντας τήν ἐπιστολή μας αὐτή, ἀγαπητέ π. Παῦλε, ἀφ’ ἑνός μέν σᾶς διαβεβαιώνουμε πώς δέν διακατεχόμεθα ὑπ’ οὐδεμίας μορφῆς ἐμπαθείας πρός τό πρόσωπόν σας καί γιά τόν ἐπιπρόσθετο λόγο πώς εἴσθε φορεύς τοῦ σεπτοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης∙ ὅμως δέν μᾶς διαφεύγει καί ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος διεκτραγωδώντας τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση τῆς ἐποχῆς του, ἡ ὁποία ἀντικατοπτρίζει τήν ἰδική μας ἐποχή ἔγραφε: «Ἐκεῖνοι τε γάρ, (σ.σ. οἱ ἀποτειχισθέντες ἐκ τῆς αἱρέσεως τῆς ἐποχῆς ἐκείνης), ὁμοῦ μέν τῷ ἔξωθεν συνεύχοντο πολέμῳ, ὁμοῦ δέ καί τῇ ἔνδοθεν στάσει τῶν ὁμοφύλων (δηλ. τῶν ἐνδοτικῶν Χριστιανῶν), κατηναλίσκοντο. Ἡμῖν δέ πρός τῷ φανερῷ πολέμῳ τῶν αἱρετικῶν ἔτι καί ὁ παρά τῶν δοκούντων ὁμοδοξεῖν ἐπαναστάς εἰς ἔσχατον ἀσθενείας τάς Ἐκκλησίας κατήγαγεν» (ΕΠΕ 3,90). 
          Χειραγωγούμενοι δέ, παρά τήν ἁμαρτωλότητα καί ἀναξιότητά μας, ἀπό τούς Ἁγίους μας, προτρέπουμε κι ἐσᾶς νά ἀκολουθήσετε τήν ἐνδεδειγμένη μοναδική ὁδό τῆς ἀποτειχίσεως, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται διαχρονικά ὡς μοναδικός τρόπος σωτηρίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως. Εἰδ’ ἄλλως, ὅπως ὁ Ἁγ. Ἀθανάσιος ἐντέλλεται: «Οἵ τινες τήν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν (σ.σ. αὐτό πού κάμετε ἐσεῖς οἱ «ἀντιοικουμενισταί»), κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίας μή ἀποστῶσι, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν».
          Δέν εἴμεθα δέ διατεθειμένοι νά ὑποστοῦμε τά ἐπίχειρα τῆς ἀνυπακοῆς πρός τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διά στόματος τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου ἐντέλλεται: «Πᾶς ἄνθρωπος τό διακρίνειν παρά Θεοῦ εἰληφῶς, κολασθήσεται, ἀπείρῳ ποιμένι καί ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος» (ΒΕΠΕΣ 2, Πρός Ἐφεσίους, σελ. 291).
          Μετά τιμῆς, συνυφασμένης μέ τήν συναίσθηση τῆς εὐθύνης τήν ὁποίαν ἐπεφόρτισαν στήν ἀναξιότητά μας οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολικῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποφαινόμενοι ἐν ἔτει 1848 πώς «φύλαξ τῆς Πίστεως ἐστί αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός  ὁ λαός, ὅστις ἐθέλοι τό θρήσκευμα αὐτοῦ ἀμετάβλητον...».

                                                  Κων/νος Γεωργίτσης

1 σχόλιο:

  1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ31/5/13, 11:20 μ.μ.

    Πολυ σωστα τοποθετημενη απαντηση.Συγχαρητηρια κ. Γεωργιτση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.