Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Περί αγιοκατατάξεως Χρυσ. Σμύρνης, 2η απάντηση εις κ. Νούση από π. Ευθ. Τρικαμηνά


πειδή τά κείμενα τά ὁποῖα δημοσιεύομε πρέπει ν’ ἀφήνωμε νά τά ἀξιολογοῦν καί νά τά χαρακτηρίζουν οἱ ἀναγνῶστες, καί ἐπειδή εἰς τό δημοσιευθέν κείμενο τοῦ κ. Κ. Νούση ὑπάρχει ὄχι μόνο σύγχυσις, ἀλλά καί ἀποπροσανατολισμός καί διαστρέβλωσις τῆς ἀληθείας, καί προσέτι, ἐπειδή ἔχω ἀσχοληθῆ ἐπί εἰκοσαετία μέ τό θέμα τῆς ἁγιοποιήσεως τοῦ ἐθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης, θεώρησα ἀναγκαῖο νά συνεχίσω αὐτόν τόν διάλογο· παρ’ ὅτι βλέπω πώς στά ἐπιχειρήματα πού προβάλλει ὁ κ. Νούσης, οὐδέν ἀναφέρει ἀπό τήν ζωή, τήν διδασκαλία καί τά «πιστεύω» το Χρυσ. Σμύρνης, προκειμένου νά ὑποστηρίξη τίς ἀπόψεις του, ἀλλά καλύπτεται πίσω ἀπό τήν συνοδική ἀπόφασι το 1992 περί τῆς ἁγιοκατατάξεώς του καί, βεβαίως, μέ τόν ὀρθολογισμό καί κάποια σκόρπια παραδείγματα πού προέρχονται ἀπό μελέτες νεωτέρων θεολογούντων καί ὄχι ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, προσπαθεῖ νά ἀναιρέση τήν σωρεία τῶν κειμένων καί τῶν πράξεων πού κατέθεσα καί ἀφοροῦν τήν προσωπικότητα τοῦ ἐν λόγῳ ἐθνομάρτυρος.   Στό κείμενο αὐτό πού δημοσιεύω, δέν θά ἀσχοληθῶ μέ τήν ἐπιχειρηματολογία τοῦ κ. Νούση, διότι δέν νομίζω ὅτι ἔχει κάτι νά παρουσιάση ἀξιόλογο, τό ὁποῖο νά συνηγορῆ ὑπέρ τῆς ἁγιότητος τοῦ ἐθνομάρτυρος (ἐκτός ἄν ἐρωτηθῶ ἀπό αὐτόν σέ κάτι συγκεκριμένο) καί θά ἀπαντήσω στίς τρεῖς ἐρωτήσεις πού μοῦ ὑπέβαλε σχετικά μέ τήν ἐν λόγῳ ἁγιοποίησι. Στό τέλος δέ, θά ἐπαναλάβω τήν ἐρώτησι τήν ὁποίαν τοῦ ὑπέβαλα καί στήν ὁποία ἐντέχνως καί φιλολογικῶς δέν ἀπάντησε.
Στήν πληθώρα τῶν προηγουμένων ἐρωτήσεων δέν ἀπήντησα, διότι αἰσθάνθηκα ὅτι ὑποβάλλει ἐρωτήσεις ὡς καθητητής πρός τούς μαθητές του, ἤ ὅπως ὑποβάλλονται οἱ ἐρωτήσεις στά διάφορα τέστ ἤ στίς πανελλαδικές ἐξετάσεις. Ἐπειδή ἴσως κατάλαβε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὑπέβαλε τίς ἐρωτήσεις, στό τελευταῖο κείμενό του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Θα επαναλάβω, επομένως, με τη σειρά μου και κατά τη δική του εισαγωγική επισήμανση, όχι τις λεπτομέρειες των αποσταλέντων πρότινος ερωτημάτων μου, αλλά την περιεκτική τους ουσία με περιληπτικότατο τρόπο». Καί ἐν συνεχείᾳ θέτει τρεῖς ἐρωτήσεις σχετικές μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τό 1992, περί τῆς ἁγιοκατατάξεως τοῦ Χρ. Σμύρνης καί τῶν σύν αὐτῷ.
          Τίς δύο πρῶτες λοιπόν ἐρωτήσεις, θά τίς ἀναφέρω μαζί, διότι νομίζω συνδέονται, ἄμεσα καί ἐκ τῆς τῆς πρώτης ἐξαρτᾶται καί ἡ δευτέρα:  «α) ανεξάρτητα από τον Χρυσόστομο, αναγνωρίζει την αγιότητα των υπολοίπων; β) Αν ναι, γιατί δεν το αναφέρει, αλλά προσβάλλει συλλήβδην τη Συνοδική πράξη της εν λόγω αγιοκατάταξης;» (σελ. 2).
Εἰς αὐτά ἀπαντώντας ἀναφέρω ὅτι, ὅπως πάσχει ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου Παραδόσεως ἡ ἁγιοκατάταξις τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, διότι οὐδέν στοιχεῖον ἁγιότητος ὑπάρχει εἰς τήν ζωή του καί τό μαρτύριό του, ἀπεναντίας ὑπάρχουν πολλά στοιχεῖα τά ὁποῖα μᾶς προβληματίζουν γιά τό ἄν ἦταν πραγματικά Ὀρθόδοξος Χριστιανός καί δή Ἐπίσκοπος, ἔτσι, κατά παρόμοιον τρόπο, πάσχει καί ἡ ἁγιοκατάταξις τῶν ὑπολοίπων ἀναιρεθέντων ἀπό τούς Τούρκους κατά τήν Μικρασιατική καταστροφή.  Διότι ποτέ δέν ἁγιοποιοῦμε κάποιους, ἐπειδή ἐθανατώθηκαν καί δέν ἠδυνήθησαν νά διαφύγουν ἀπό τήν μανία καί τήν θηριωδία τῶν ἐχθρῶν.
          Τέτοιο παράδειγμα, ἀπό ὅσα γνωρίζω δέν ὑπάρχει στό Ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο. Ἄν γνωρίζη κάτι παρόμοιο ὁ κ. Νούσης, δηλαδή ἁγιοποίησι ἀγνώστων καί γνωστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐθανατώθηκαν κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου, καί ἀμάχου πληθυσμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐναγωνίως ἐπροσπαθοῦσε νά διαφύγη στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, σέ σημεῖο μάλιστα πού, ὅπως ἀναφέρουν αὐτόπτες μάρτυρες, νά πέφτουν ἀπό ἀπελπισία στή θάλασσα καί νά προσπαθοῦν κολυμπώντας νά σωθοῦν, ἐνῶ ἄλλοι νά πατοῦν  ἐπί τῶν πτωμάτων, τά ὁποῖα ἐπέπλεαν  στόν κόλπο τῆς Σμύρνης καί νά φτάνουν στά συμμαχικά  πολεμικά πλοῖα (τά ἑλληνικά εἶχαν ἤδη ἀναχωρήσει μέ τόν ἐπιζήσαντα στρατό καί ὅσους πρόσφυγες μπόρεσαν νά χωρέσουν) κι ἐκεῖ νά ἀντιμετωπίζουν  τήν ἀπάθεια καί ἀδιαφορία τῶν λεγομένων συμμάχων, οἱ ὁποῖοι τούς ἐγκατέλιπον διά νά πνιγοῦν, ὅπως καί οἱ ἄλλοι πάνω στούς ὁποίους πατοῦσαν, οἱ δέ εἰς τήν ξηρά εὑρισκόμενοι εἶχαν τέτοιο πανικό σέ σημεῖο πού νά μπαίνουν στούς τάφους τῶν νεκρῶν γιά νά κρυφτοῦν καί ἄλλα παρόμοια, τά ὁποῖα ἔπραξε ὁ ἀπελπισμένος λαός τῆς Σμύρνης, ἄν ἐπαναλαμβάνω, βρῆ κάποιο παρόμοιο γεγονός ἁγιοποιήσεως στό Ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο ὁ κ. Νούσης νά μᾶς τό παρουσιάση καί τότε δέν ἔχω ἀντίρρησι νά ζητήσω συγνώμη  γιά τήν ἀντίδρασί μου εἰς αὐτήν τήν ἁγιοκατάταξι καί νά προσκυνήσω τήν εἰκόνα τῶν νέων ἁγίων.
      Ἐδῶ πρέπει νά γίνουν κάποιες ἀναγκαῖες διευκρινίσεις στό θέμα τῆς ἁγιότητος, γιά νά κατανοηθῆ τό γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν ἁγιοκατέταξε ποτέ κάποιους, οὔτε ἐδέχθη οἱοδήποτε μαρτύριο, χωρίς νά ὑπάρχουν οἱ ἀποδείξεις ὅτι αὐτό ἔγινε γιά τόν Χριστό καί ὄχι γιά οἱονδήποτε ἄλλον λόγο (π.χ. γιά τήν πατρίδα,
γιά τόν λόγο τοῦ ἀναπόφευκτου, ἐπειδή κάποιος δέν μποροῦσε νά πράξη διαφορετικά καί νά σωθῆ, γιά οἱαδήποτε ἄλλη ἰδεολογία κλπ.). Οὔτε ἐπίσης ἐδέχθη οἱοδήποτε μαρτύριο, τό ὁποῖο δυνατόν νά ἔγινε γιά τόν Χριστό, ἀλλά ἐκτός ὀρθοδόξου πίστεως.  Δι’ αὐτό ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν ἐδέχθη ὡς ἁγίους τούς μάρτυρες τῶν αἱρετικῶν.
          Νομίζω ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι οἱ θεωρίες αὐτές τοῦ κ. Νούση, καθώς καί τοῦ Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, δέν εἶναι ὀρθόδοξες, διότι ἀκριβῶς τοποθετοῦν τήν ἁγιότητα στόν χῶρο τοῦ μυστηρίου, τῆς φαντασίας, τῆς φιλοσοφίας, καί κυρίως, δέν εἶναι ὀρθόδοξες, διότι ἀναιροῦν τίς βασικές προϋποθέσεις τῆς ἁγιότητος, οἱ ὁποῖες εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγαθή προαίρεσις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία φθάνει στό σημεῖο, συνεργούσης τῆς Θείας χάριτος, νά θυσιάση τά πάντα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
          Ὁ κ. Νούσης μᾶς καταθέτει   ἕνα κείμενο τοῦ Περγάμου Ἰωάννου τό ὁποῖο μᾶς λέγει: «ο άγιος (αλλά και όλοι μας) δεν οράται υπό του Κυρίου μέσα από την αμαρτωλότητα και σχετικότητα του παρόντος εβδοματικού χρόνου, αλλά προπαντός και κατά βάσιν υπερχρονικά, μέσα από την τελική οντολογική του κατάταξη και κατάσταση στη Βασιλεία του Θεού» (σελ. 4).
Ἀκολουθῶντας λοιπόν κι αὐτός τήν ἴδια φιλοσοφική καί νεφελώδη τακτική τοῦ Περγάμου ἀναφέρει κατωτέρω τά ἑξῆς: «Η αγιότητα είναι ένα μυστήριο πρώτα από όλα, το οποίο μάς υπερβαίνει κατά πολύ, κατά πάρα πολύ. Η διαχείριση και αυτού, ως και πάντων των Μυστηρίων, εναπετέθη στην Εκκλησία» (σελ. 11).
Ἐδῶ ἐνθυμοῦμαι τά λόγια τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος ὁμιλώντας γιά τέτοιες περιπτώσεις φιλοσοφικῶν στοχασμῶν ἀπό τούς θεολογοῦντες καθηγητές Πανεπιστημίου καί λοιπούς διανοούμενους, ἔλεγε ὅτι ἀναφέρουν φιλοσοφίες καί θεωρίες δυσνόητες, τίς ὁποῖες οὔτε οἱ ἴδιοι καταλαβαίνουν, πολύ δέ περισσότεροι οἱ ἀκούοντες.  Στήν περίπτωσι δέν τῶν λόγων τοῦ Ζηζιούλα ὑπάρχει ἐξόφθαλμη παρανόησις, διότι ἡ Ἐκκλησία δέν τιμᾶ ὡς Ἁγίους ὅλους ὅσους ὀντολογικά ἔχουν καταταγῆ στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (ἐδῶ σημειωτέον ὅτι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά καταταγοῦν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, τώρα κατετάγησαν στόν Παράδεισο), ἀλλά τιμᾶ ὡς ἁγίους, ὅσους ἀπεδέχθησαν ἑκουσίως τήν χάρι τοῦ Θεοῦ καί, διά τῆς ἀγαθῆς των προαιρέσεως καί προθέσεως, ἐπαύξησαν τό τάλαντο, τό ὁποῖο τούς ἐδόθη, καί ἔφθασαν στήν κατάστασι τῆς θεώσεως, οἰκειούμενοι τόν Θεόν. Αὐτοί δύνανται νά πρεσβεύουν στόν Θεό καί γιά τούς ἐπί γῆς ἀνθρώπους, λόγῳ αὐτῆς τῆς οἰκειώσεως καί ἐγγύτητος μέ τόν Θεό (ἡ οἰκείωσις εἶναι ἡ ὁμοίωσις κατά τό ἀνθρώπινον δυνατόν, ἡ ὁποία ἔγινε ἐδῶ στή γῆ).
Οἱ ὑπόλοιποι σεσωσμένοι εἶναι οἱ δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι, ναί μέν κατετάγησαν στόν Παράδεισο λόγῳ μετανοίας, Ὀρθοδόξου πίστεως, καί ἀγαθῆς προαιρέσεως, πλήν ὅμως ἐδῶ  στή γῆ δέν ἐθυσίασαν τά πάντα γιά τόν Χριστό, οὔτε ἐπολέμησαν τά πάθη των στό ἔπακρο, ὥστε νά θανατώσουν τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ζήση μέσα των ἐδῶ στή γῆ ὁ Χριστός (θέωσις). Κατά ταῦτα εἶναι μέν σεσωσμένοι, ὅπως ἦσαν ἐδῶ στή γῆ σωζόμενοι, ἀλλά δέν δύνανται νά πρεσβεύουν γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως οἱ Ἅγιοι.
Θά ἠδύνατο ὁ κ. Νούσης νά μήν ἀνατρέχη στίς νεφελώδεις θεωρίες τοῦ Περγάμου Ζηζιούλα περί ἁγιότητος, ἀλλά νά ἀνατρέξη στούς Ἁγίους καί ἐκεῖ νά διακρίνη πῶς οἱ Ἅγιοι τοποθετοῦνται εἰς αὐτό τό θέμα.  Ἐμεῖς τοῦ παραθέσαμε τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἡ ὁποία λέγει: «οὐδείς ἅγιος τόν τοῦ θεοῦ νόμον παραβέβηκεν οὐδέ παραβάς δύναται καλεῖσθαι ἅγιος» (Φατ. 39, 113,33). Φαίνεται ὅμως ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων δέν ἀρέσει στόν κ. Νούση, δι’ αὐτό ἀναζητεῖ τίς νεφελώδεις θεωρίες τῶν Οἰκουμενιστῶν.
          Πρέπει ἀκόμη, πρός κατανόησι, νά προσθέσωμε ὅτι τούς Ἁγίους αὐτούς πού ἀνεγνώρισε ἡ Ἐκκλησία, τούς προβάλλει πέραν τῶν ἄλλων στούς πιστούς καί ὡς πρότυπα πρός μίμησι.  Εἶναι γνωστή ἡ ρῆσις: «τιμή ἁγίου μίμησις ἁγίου». Συνεπῶς δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά προβάλη πρός μίμησι κάτι πού φυσικῶς ἐπετελέσθη, οὔτε κάτι πού ἔγινε, ἐνῶ αὐτός πού τό ὑπέστη, δέν ἠδυνήθη, ἄν καί προσπάθησε, νά τό ἀποφύγη (ὅπως τό μαρτύριο κατά τήν Μικρασιατική καταστροφή), ἀλλά προβάλλει πρός μίμησι αὐτό πού τό ἐπέλεξε ἑκουσίως κάποιος καί βεβαίως τό ἐπετέλεσε χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, εὐχαρίστως καί ἐνσυνειδήτως.
 Κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Ἐκκλησία δέν προβάλλει ὡς ἅγιο ἕναν πού πεινᾶ ἐξ ἀνάγκης, ἐπειδή δηλαδή δέν ἔχη νά φάη, ἀλλά αὐτόν πού πεινᾶ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πολεμήση τά πάθη του, γιά νά πλησιάση διά τῆς ἀσκήσεως στόν Χριστό κλπ. Ἐπίσης δέν τιμᾶ ὡς ἅγιο, οὔτε  προβάλλει πρός μίμησι κάποιον, ὁ ὁποῖος ἐκάηκε ἤ τόν ἔφαγαν τά θηρία, θά λέγαμε κατά τύχη, ἐπειδή δέν ἠδυνήθη νά ἀποφύγη αὐτό  ἤ τό ἄλλο δεινό, ἀλλά αὐτόν πού γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί προκειμένου νά μή προδώση τήν πίστι, ἑκουσίως προτίμησε τόν θάνατο μέ αὐτόν τόν βασανιστικό τρόπο, θυσιάζοντας κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά πάντα (καί αὐτή ἀκόμη τήν ζωή του) γιά τόν Χριστό.
          Κατά συνέπεια λοιπόν, δέν φθάνει κανείς στό μαρτύριο ξαφνικά καί γίνεται ἅγιος, χωρίς δηλαδή νά τό ἐπιλέξη καί στή ζωή του καί νά τό ἐπιδιώξη (ἐννοῶ τό πάσης φύσεως μαρτύριο), δηλαδή μέ ἕνα τρόπο μαγικό καί νεφελώδη, ὅπως παρουσιάζονται τώρα οἱ μαρτυρήσαντες κατά τήν Μικρασιατική καταστροφή, ἀλλά εἰς τό κατά Χριστόν μαρτύριο φθάνει κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔζησε στή ζωή του μαρτυρικά, προσπαθώντας πάσῃ θυσίᾳ καί κατά τό ἀνθρώπινο δυνατόν νά τηρήση τόν εὐαγγελικό νόμο.  Δι’ αὐτό, τό μαρτύριο κατά Χριστόν, θεωρεῖται τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, διότι δι’ αὐτοῦ θυσιάζομε τά πάντα γιά τόν Χριστό καί, ἐπίσης, θεωρεῖται ὡς τό ἀμετάπτωτο χάρισμα, ἐπειδή μέ τό μαρτυρικό τέλος  σημαίνει, κατά τό δή λεγόμενο, καί ἡ λῆξις τοῦ ἀγῶνος καί ἔτσι δέν δύναται αὐτό νά ἀπωλεσθῆ.
          Στό μαρτύριο λοιπόν τῶν ἀνθρώπων τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς δέν ὑπάρχει κανένα ἀπό τά στοιχεῖα πού προανέφερα καί κυρίως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγαθή πρός τοῦτο προαίρεσις τῶν μαρτυρησάντων.  Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια ὁ καθένας μας, ἄν εὑρίσκετο ἐκεῖ θά ὑφίστατο καταναγκαστικά αὐτό τό μαρτύριο, ἐφ’ ὅσον δέν ἠδύνατο νά τό ἀποφύγη, καί, κατά τήν λογική τῆς νεοεποχίτικης αὐτῆς ἁγιοποιήσεως, θά ἐγίνετο αὐτομάτως καί μαγικῶς ἅγιος. Ἔτσι ἔγιναν αὐτομάτως ἅγιοι, ὅσοι τυχόν προηγουμένως ἔκλεβαν, ἤ ἀδικοῦσαν, ἤ παντοιοτρόπως ἁμάρτανον καί, ἀπό τή μία δαιμονική κατάστασι, ξαφνικά ἔφθασαν στήν ἀκρότητα τῆς ἀρετῆς, δηλαδή τήν ἁγιότητα, χωρίς νά τό καταλάβουν ἤ νά τό ἐπιδιώξουν.
Τώρα ἄν κάποιοι ἀπό αὐτούς (ἐλάχιστοι) εἶχαν ἀνάλογη προηγουμένως, πρός τήν ἁγιότητα ζωή, αὐτοί ἀναμφιβόλως μέ τό μαρτύριο ἐπεσφράγισαν τήν ζωή των, ἡ ὁποία ἦτο μαρτυρική διά Χριστόν καί εἶναι Ἅγιοι. Αὐτοί ὅμως (ἄν ὑπάρχουν) πρέπει ἀσφαλῶς νά ἑορτάζωνται τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων καί ὄχι ὑποθετικῶς, πρός χάριν των, νά ἁγιοποιήσωμε ὅλους τούς ὑπολοίπους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν καί τήν συντριπτική πλειοψηφία καί νά παρουσιάσωμε  ὅτι ἡ  Ἐκκλησία ἀλλάζει τήν περί Ἁγίων Παράδοσί της, δημιουργώντας κατά τά παπικά πρότυπα βιομηχανία ἁγίων.
          Αὐτή εἶναι ἡ γνώμη μου στήν ὑπόθεσι αὐτή, καί διά τούς λόγους πού προανέφερα δέν δύναμαι νά ἀποδεχθῶ, οὔτε κἄν νά κατανοήσω, αὐτήν τήν βιομηχανοποιημένη, ξαφνική καί ἀπρόσμενη στούς μαρτυρήσαντες Μικρασιάτες, ἁγιότητα. Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου βεβαίως ἀνοίγουμε τόν δρόμο πρός ἁγιοποίησι τοῦ τυχόντος, ἐνῶ ὅλα τά μαρτύρια τά ἐκλαμβάνομε ὡς γινόμενα χάριν τοῦ Χριστοῦ, δείχνομε δέ ὅτι δέν δυνάμεθα νά διαστείλωμε κατά τό ἁγιογραφικό μεταξύ βεβήλου καί ὁσίου, ἀλλά ὅλα τά θεωροῦμε κοινά.
          Τό ὅτι τέλος, μεταξύ τῶν ἁγιοποιηθέντων συγκαταλέγησαν καί οἱ στρατιῶτες, ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν ἀκολουθία τήν ὁποία συνέταξε ὁ εἰσηγητής στή Σύνοδο, γιά τήν ἐν λόγῳ ἁγιοποίησι τῶν Μικρασιατῶν, Μητροπολίτης Πατρῶν Νικόδημος Βαλληνδρᾶς, καί στήν ὁποία ἀκολουθία ὑμνοῦνται ὡς ἅγιοι ἀκόμη καί οἱ στρατιῶτες.
Ὁ εἰσηγητής δέ τῆς ἁγιοποιήσεως καταλάβαινε περισσότερο ἀπό ἐμᾶς, τό τί ἐννοοῦσε ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔλεγε ὅτι ἁγιοποιοῦνται οἱ φονευθέντες στήν Μικρασιατική καταστροφή «κληρικοί καί λαϊκοί». Ἄν δέ αὐτός παρεννόησε αὐτήν τήν φράσι τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως καί ἐξέλαβε ὡς ἁγίους ἀκόμη καί τούς στρατιῶτες, θά ἔπρεπε ὅταν ὑπέβαλε τήν ἀκολουθία στήν Σύνοδο πρός ἔγκρισι, νά τοῦ εἶχαν ἐπισημάνει τό συγκεκριμένο σημεῖο γιά διόρθωσι. Αὐτό ὅλο ὅμως ἀποδεικνύει τό κατάντημα καί τόν ξεπεσμό αὐτῆς τῆς ἁγιοποιήσεως καί ἀποδεικνύει περίτρανα  τό πρωτοφανές καί ἀνεπανάληπτο αὐτῆς.
          Θά πρέπει ὅμως, δραττόμενος τῶν ἐρωτήσεων τοῦ κ. Νούση, νά ἀναφέρω ἐπιπροσθέτως καί τά ἑξῆς. Ὁ βασικός λόγος καί στόχος τῆς ἁγιοποιήσεως ὅλων τῶν φονευθέντων ἀπό τούς Τούρκους Μικρασιατῶν, ἦτο ἡ ἁγιοποίησις τοῦ Χρυσ. Σμύρνης. Ἡ Σύνοδος δηλαδή δέν ἐνδιαφέρθηκε νά ἁγιοποιήση ὅλο αὐτό τό ἄγνωστο πλῆθος, ἀλλά αὐτό τό χρησιμοποίησε ὡς προκάλυμμα γιά τήν ἁγιοποίησι τοῦ ἐν λόγῳ ἐθνομάρτυρος. Αὐτό  καταδεικνύεται ἀπό πολλά σημεῖα.
Πρωτίστως ἀναφέρεται ἀπό τόν εἰσηγητῆ Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Νικόδημο, ὅτι καθυστεροῦσε ἡ ἁγιοποίησις  αὐτή ἐπί πολλά ἔτη, διότι ὑπῆρχαν οἱ κατηγορίες περί τῆς μασονικῆς ἰδιότητος τοῦ Σμύρνης.  Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἐπροβληματίζοντο δι’ αὐτό, θά ἔπρεπε αὐτόν νά τόν ἐξαιρέσουν ὡς κατηγορημένο γιά ἔνταξι καί ἀνάμειξι σέ ἄλλη θρησκεία (Μασονία) καί νά ἁγιοποιήσουν ὅλους τούς ὑπολοίπους. Τό ὅτι δέ καθυστεροῦσαν τήν ἁγιοποίησι ὅλων τῶν ἄλλων, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἦτο ἀναμφισβήτητα τό κίνητρο πρός ἁγιοποίησι.
Ἀναφέρει στόν πρόλογο τῆς ἀσματικῆς ἀκολουθίας του ὁ Πατρῶν: «Ἀνέθεσε δέ ἡ Ἱερά Σύνοδος εἰς ἡμᾶς τήν σχετικήν εἰσήγησιν (ὡς ἀντιπρόεδρον αὐτῆς 1991-1992). Καί ἀνεδέχθημεν καί ἐπραγματοποιήσαμεν ταύτην, παρά τάς ἐπιφυλάξεις τινῶν ὅτι οὔπω καιρός». Οἱ κάλαμοι τῶν διστακτικῶν ὑποδεικνύουν, ὅτι ἀπαιτεῖται εἰσέτι ἀναμονή, μέχρις οὗ θαυμαστά σημεῖα ἐξ οὐρανοῦ διαλύσωσι νεφύδριά τινα σκιάζοντα τόν μαρτυρικόν Ἱεράρχην δι’ ὑποτιθεμένων ἐμπλοκῶν αὐτοῦ εἰς χώρους σκοτεινούς, μή ηὐγασμένους σαφῶς ἐν τῷ φωτί τῆς ἀμωμήτου καί ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδοξίας» (σελ. 8). Σέ ὅλη δέ τήν εἰσήγησί του ὁ Πατρῶν Νικόδημος ἀναφέρεται ἀποκλειστικῶς καί μόνο στόν Χρ. Σμύρνης, ἐξαίρων τήν προσωπικότητά του καί ἀναιρῶν κατά τό δυνατόν τίς κατηγορίες πού ἐβάρυναν τόν ἐθνομάρτυρα.
          Τό ὅτι ὁ κύριος καί μοναδικός παράγων τῆς ἁγιοποιήσεως ἦτο ὁ Χρυσ. Σμύρνης, συνάγεται καί ἀπό τήν ἀκολουθία, στήν ὁποία κατέχει τήν κεντρική θέσι, καί ἀπό τίς εἰκόνες, στίς ὁποῖες εἴτε εἰκονίζεται μόνος, εἴτε στό κέντρο μέ τούς ὑπολοίπους Μικρασιάτες ὡς φόντο κλπ. Ἐκ τούτου συμπεραίνεται ὅτι ἄν δέν  ἦτο ὁ Χρ. Σμύρνης, ἡ Σύνοδος δέν θά ἀσχολεῖτο κἄν μέ τούς ὑπολοίπους ἀνωνύμους κληρικούς καί λαϊκούς. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον καί ἐμεῖς ἀσχοληθήκαμε μόνο μέ τήν ἁγιοποίησι τοῦ Χρ. Σμύρνης, χωρίς νά σημαίνη ὅτι ἀποδεχόμαστε τήν ἁγιοποίησι τῶν ἄλλων καί μάλιστα μέ τόν τρόπο καί τόν σκοπό πού ἔγινε.
          Αὐτά ὡς πρός τίς δύο πρῶτες ἐρωτήσεις τοῦ κ. Νούση. Ἡ τρίτη ἀναφέρει: «ακόμα και αν πλανήθηκαν οι Συνοδικοί και μάς παρέσυραν και μας, έχει κολασμό ο εν αγνοία λαός του Θεού υπείκων τη αποφάσει της επισήμου Εκκλησίας;». Ἐδῶ λοιπόν ἀπαντοῦμε ὅτι ὁπωσδήποτε, τά ἐν γνώσει καί τά ἐν ἀγνοίᾳ σφάλματα, ἔχουν διαφορετική ἀντιμετώπισι καί ἀπό τόν Χριστό καί ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἁγ. Γραφή ἀναφέρει σχετικά: «ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς·  ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας» (Λουκ. 12, 47-48). Ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπίσης  ἀπαντῶν σέ ἐρώτησι διά τούς κατ’ ἄγνοια περιπεσόντας σέ σφάλμα ἀναφέρει ὅτι: «γέγραπται, πᾶν τό ἐν ἀγνοίᾳ καθαρισθήσεται∙ ὥστε ἀνένοχοι εἰσί παντός ἐπιτιμίου» (Φατ. 549,838,152).
Σύμφωνα λοιπόν μέ τά ἀνωτέρω χωρία ὁ κολασμός καί ἡ τιμωρία στόν ἐν ἀγνοίᾳ λαό θά εἶναι ἐλάχιστος ἤ ἀνύπαρκτος. Τό ἐν ἀγνοίᾳ ὅμως ἐδῶ λογίζεται ὅτι δέν ἄκουσε κανείς τίποτε διά τήν παράνομο ἁγιοποίησι, ὄχι τό ὅτι ἄκουσε μέν, ἀλλά ἀδιαφόρησε ἤ ὑποτάχθηκε στήν ἀπάτη τῆς Συνόδου ἤ συμβιβάστηκε λόγῳ φόβου τῶν ἐπερχομένων δεινῶν, τιμωριῶν  κλπ.
          Τό πρόβλημα ὅμως δέν ἑστιάζεται στούς κατ’ ἄγνοιαν ἀφελεῖς καί ἀθώους ὑπακούσαντας στήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, οὔτε εἰς αὐτούς οἱ ὁποῖοι, ὅπου βλέπουν εἰκόνα μέ φωτοστέφανο βάζουν μετάνοια καί προσκυνοῦν, ὅπως παραπλανητικῶς τό τοποθετεῖ ὁ κ. Νούσης, ἀλλά εἰς αὐτούς πού ἐν γνώσει ἐξαπάτησαν τόν λαό ἤ προσπάθησαν νά τόν ἐξαπατήσουν, εἰς αὐτούς πού γνωρίζουν ἤ ἐνημερώθηκαν γιά τήν ἀπάτη καί τήν πλάνη πού εἰσχώρησε στό Ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο καί, βεβαίως, εἰς αὐτούς πού ὑπερασπίζονται θεωρητικά ὅλη αὐτή τήν ἀπάτη καί πλάνη καί μάλιστα μέ ὀρθολογισμό, νεφελώδεις θεωρίες περί ἁγιότητος καί ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα, ἄν ἐξετάση κανείς, διαπιστώνει ὅτι ἀπό μόνα των μειώνουν αὐτούς πού τά ἐξέφρασαν.
 Θά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα ἀπό τά γραφόμενα τοῦ κ. Νούση γιά νά διαπιστώση καί ὁ τελευταῖος καί ἄσχετος περί τά θεολογικά τήν σκοπιμότητα καί συγκάλυψι τοῦ προστατευομένου του Ἐθνομάρτυρος.
Κατέθεσα τά ἴδια τά λόγια τοῦ Χρυσ. Σμύρνης, τά ὁποῖα ἀνέφεραν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦτο «οἰκτρόν θέαμα οἰκίας διηρημένης καθ’ ἑαυτήν καί βασιλείας μεμερισμένης καί βαινούσης εἰς προφανῆ ἐρήμωσι καί καταστροφή» καί ὁ κ. Νούσης σχολιάζοντάς τα ἀνέφερε τά ἑξῆς: «θεωρώ ότι ο λόγος του Ιερομάρτυρος είναι ακριβέστατος στην περιγραφική του δύναμη, χωρίς να σημαίνει την εκ των πραγμάτων και των προτέρων αποδοχή μιας προτεσταντίζουσας θεωρίας των κλάδων. Και εγώ προσωπικά το ίδιο θα έλεγα με τον Χρυσόστομο και ας με χαρακτηρίσουν κατά τη βούλησή τους οι υπόλοιποι» (σελ. 5-6).
Ἐδῶ ὁ Χρυσ. Σμύρνης ἀντιβαίνοντας στήν ἁγ. Γραφή, ἡ ὁποία λέγει ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά ὑπάρχη πάντοτε καί οἱ πύλες τοῦ Ἅδου δέν θά ὑπερισχύσουν, οὔτε θά τήν καταβάλλουν (Ματθ. 16,18), καθώς ἐπίσης καί τό ἁγιογραφικό «καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ἡμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,20) καί, ἀκόμη, στό «οὗ εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18,20), βλέπει τήν Ἐκκλησία σάν οἰκία διηρημένη (προφανῶς θεωρεῖ τόν χωρισμό ἀπό τούς αἱρετικούς Παπικούς ἤ Προτεστάντες) καί βασιλεία μεμερισμένη καί ὅτι βαδίζει τήν ὁδό τῆς ἐρημώσεως καί τῆς καταστροφῆς. Οἱ Πατέρες ἑρμηνεύουν ὅτι οἱ «πύλες τοῦ Ἅδου» εἶναι τά στόματα τῶν αἱρετικῶν.  Ἄρα λοιπόν ἡ Ἐκκλησία χωρίσθηκε ἀπό τούς αἱρετικούς γιά νά μήν κατισχύσουν εἰς αὐτήν οἱ πύλες τοῦ Ἅδου.  Ὁ Χρυσ. Σμύρνης ἀντιθέτως αὐτό τό θεωρεῖ οἰκτρό θέαμα, οἰκία διηρημένη, βασιλεία μεμερισμένη καί τό κυριώτερο ὅτι,  μέ αὐτόν τόν χωρισμό ἀπό τούς αἱρετικούς τῆς Δύσεως,  ἡ Ἐκκλησία βαδίζει πρός ἐρήμωσι καί καταστροφή.
Ὁ κ. Νούσης ἀντί νά λυπηθῆ, (ἰδιαίτερα ὡς θεολόγος), δι’ αὐτό τό κατάντημα τοῦ Χρυσ. Σμύρνης καί νά στηλιτεύση τόν θεολογικό του κατήφορο καί ἐκτροχιασμό ἀπό τήν ἴδια τήν ἁγ. Γραφή καί προκειμένου νά ἀθωώση τόν προστατευόμενό του ἐθνομάρτυρα, ὁμολογεῖ ὅτι ὁ λόγος τοῦ Χρυσ. Σμύρνης «εἶναι ἀκριβέστατος στήν περιγραφική του δύναμι» καί ὅτι «καί ἐγώ προσωπικά τό ἴδιο θά ἔλεγα μέ τόν Χρυσόστομο».
Δέν θέλω νά προβῶ σέ περαιτέρω χαρακτηρισμό ὄχι τοῦ Χρυσ. Σμύρνης (διότι αὐτός δέν εἶχε θεολογικούς καί δογματικούς φραγμούς) ἀλλά τοῦ κ. Νούση, ὁ ὁποῖος σκέπτεται τόσο ἀπαξιωτικά γιά τήν Ἐκκλησία καί, μάλιστα, ἐπειδή χωρίσθηκε κι ἀπομακρύνθηκε ἀπό τίς πύλες τοῦ Ἅδου, δηλαδή τούς αἱρετικούς, ἁπλῶς λυποῦμαι, διότι θυσιάζει τήν ἁγ. Γραφή καί τήν Ὀρθοδοξία προκειμένου νά καλύψη καί ἀμνηστεύση τόν προστατευόμενό του ἐθνομάρτυρα! Ἔχει δέ τήν ἀξίωσι νά συμφωνήσωμε κι ἐμεῖς μέ τίς νεφελώδεις καί ἀπαξιωτικές γιά τήν Ἐκκλησία θεολογικές τοποθετήσεις του (ἤ μᾶλλον θεολογικούς ἐκτροχιασμούς του). 
Γράφει ἐπί πλέον, ἐπαινώντας καί ἐγκωμιάζοντας τόν ἑαυτόν του «ότι ούτε φλυαρούμε ούτε φιλοσοφούμε μετ’ ευτελείας ούτε και φιλολογούμε ψιλώς και μετ’ ελαφριάς καρδίας, αλλά προσπαθούμε να θεολογούμε, όχι πάντοτε επιτυχώς βέβαια, αλλά εν ταπεινώσει, εντός και κάτω από την ευλογία της Εκκλησίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (σελ. 2-3).  Εἰλικρινά πρώτη φορά βλέπω κάποιον νά ἐγκωμιάζη στά γραπτά του κείμενα τόν ἑαυτόν του καί μάλιστα νά προσάπτη τό παράσημο στόν ἑαυτόν του ὅτι «θεολογεί εν ταπεινώσει» καί ἀπό τήν ἄλλη νά ἀπαξιώνη τήν Ἐκκλησία, προκειμένου νά συγκαλύψη τίς αἱρέσεις κάποιου.
Αὐτά ὅλα τά ἀνέφερα γιά νά φανῆ ὅτι τό πρόβλημα δέν ἑστιάζεται στόν  ἐν ἀγνοίᾳ λαό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στούς ἐν γνώσει ὑπερασπίζοντας αὐτήν τήν πρωτοφανῆ ἁγιοκατάταξι. Καί μάλιστα εἰς αὐτούς πού προσπαθοῦν νά παρουσιάσουν τόν Χρυσόστομο Σμύρνης ὡς ἀθώα περιστερά, χωρίς φυσικά νά καταθέτουν κανένα ἀποδεικτικό στοιχεῖο, ἀλλά με νεφελώδεις καί ἀκαταλαβίστικους θεολογικούς ἀκροβατισμούς τύπου Ἰωάννου Ζηζιούλα.
          Ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο πρόβλημα πού μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία νά θίξουμε ἡ παροῦσα τρίτη ἐρώτησις τοῦ κ. Νούση. Αὐτό ἔγκειται ὄχι στό ἄν «ἔχει κολασμό ὁ ἐν ἀγνοίᾳ λαός τοῦ Θεοῦ ὑπείκων τῇ ἀποφάσει τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας», ἀλλά τό ἄν ἔχη ὠφέλεια ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ἤ βλάβη, ὑπείκων τῇ ἀποφάσει τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας.  Εἰς τήν διερεύνησι αὐτοῦ τοῦ θέματος θὰ μᾶς βοηθήση ἄν ἐνθυμηθοῦμε πάλι τό πατερικό ρητό «τιμή ἁγίου μίμησις ἁγίου».
Τί θά εἶχε νά ὠφεληθῆ ἤ νά βλαφθῆ ὁ λαός μιμούμενος τόν Χρυσόστομο Σμύρνης ὡς ἅγιο; Διότι οἱ Ἅγιοι, μᾶς εἶναι πρότυπα πρός μίμησι. Μήπως θά ὠφελεῖτο, ἐπειδή θά ἐδιδάσκετο ὅτι ἐπιτρέπεται νά ὑβρίζης, ἐφ’ ὅσον καί οἱ Ἅγιοι ἔβριζαν, ὅτι μπορεῖς νά ἐκφράζεσαι μέ τίς πανθεϊστικές ἐκφράσεις, ὅπως «ὦ θεοί, ἡ θεά Νίκη, ὁ θεῖος Ὅμηρος» καί νά ἐπικαλεῖσαι τοῦ θεούς τοῦ Ὀλύμπου, ὅτι ἐπιτρέπεται νά ὁπλοφορῆς καί  μάλιστα σέ περίοδο εἰρήνης, ἐφ’ ὅσον ἔχουμε «ἁγίους» πιστολέρο καί καουμπόϋδες καί μάλιστα Ἐπισκόπους, ὅτι πρέπει νά ἔχωμε ξέφρενο πατριωτισμό, σέ σημεῖο νά θυσιάζωμε καί αὐτήν τήν ἀρχιερωσύνη μας ὑπέρ τῆς πατρίδος, ὅτι χάριν τῆς πατρίδος θυσιάζομε τά πάντα, ἀκόμη κι αὐτήν τήν Ὀρθόδοξο πίστι μας καί εἴμεθα ἕτοιμοι νά ἑνωθοῦμε μέ  ὅλους τούς αἱρετικούς, προκειμένου νά ἔχωμε ἀπό αὐτούς κάποια βοήθεια, ὅτι ἐπιτρέπεται νά προσέρχωνται οἱ αἱρετικοί στούς ναούς μας καί νά μᾶς κάνουν κηρύγματα, ὅτι τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυρα, ὅτι μπορεῖς νά εἶσαι μασόνος καί συγχρόνως Ὀρθόδοξος κληρικός καί ἅγιος καί τέλος ὅτι (γιά νά ἀφήσω τά πολλά) ὁ οἱοσδήποτε μαρτυρικός θάνατος, ὁ ὁποῖος θά ἐπέλθη σέ κάποιον, ἐπειδή δέν ἠδυνήθη νά γλυτώση καί νά διαφύγη ἀπό τούς ἐχθρούς θά τόν καταστήση ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι νομίζω ἐξόφθαλμο ὅτι οἱ ἁγιοποιήσαντες τόν Χρυσ. Σμύρνης ἐτοποθέτησαν στό Ὀρθόδοξο ἀγιολόγιο ἕναν ἅγιο, τόν ὁποῖο σέ τίποτε δέν ἔχεις νά μιμηθῆς, χωρίς προφανῆ βλάβη.  Ἄν πάλι ὁ κ. Νούσης βρῆ κάποια ὀρθόδοξο ἀρετή πού νά ἐκαλλιέργησε ὁ Χρυσ. Σμύρνης ἤ κάτι ἀπό τή ζωή του καί τήν διδασκαλία του, τό ὁποῖο νά μπορῆ νά σέ ὠφελήση, δέν ἔχει παρά νά μᾶς τό ὑποδείξη, μήπως ἐμεῖς ἀδικοῦμε τόν ἐν λόγῳ ἐθνομάρτυρα.
          Αὐτά ὡς πρός τήν τρίτη ἐρώτησι. Ἄν πάλι κάτι ἄλλο ἐννοοῦσε ὁ κ. Νούσης κι ἐγώ δέν τόν κατενόησα καί ἀπήντησα ἐκτός θέματος μπορεῖ κάλλιστα νά μᾶς τό διευκρινίση.
Καί κάτι τελευταῖο. Ὁ κ. Νούσης ζητᾶ διευκρινίσεις γιά τό ποιοί δημοσιεύουν τά κείμενά μου.  Γράφει σχετικά: «Ένα ακόμα επί της ουσίας καίριο και χρήζον άμεσης απάντησης ερώτημα είναι πλέον το κατά πόσο ο π. Ευθύμιος γνωρίζει την ηθική ποιότητα των ιστολογίων που φιλοξενούν τα κείμενά του... Σε τίποτε άλλο και να μη μας απαντήσει, τον προκαλώ και τον προσκαλώ να μας ξεκαθαρίσει δημόσια τη θέση του απέναντι στους απαράδεκτους ιστότοπους και τη σχέση του με τους αχαρακτήριστους ιδιοκτήτες τους. Αν δεν διευκρινιστούν αυτές οι βασικές προϋποθέσεις, ο διάλογος θα αποδειχτεί ότι είναι μάταιος και δεν υπάρχει ειλικρινής διάθεση γι’ αυτόν, παρά μονάχα για μονομερή και μονολογική προβολή της θέσης εκείνου. Ἀναμένω» (σελ. 2).
Ἐδῶ πάλι ὁ κ. Νούσης παρασύρθηκε καί ἐνόμισε ὅτι ἀπευθύνεται στούς μαθητές του, στούς ὁποίους εἶναι ἕτοιμος νά ἐπιβάλλη κυρώσεις.  Αὐτό τουλάχιστον καταλαβαίνω ἀπό τό ὕφος του.  Σχετικά λοιπόν μέ τόν σκανδαλισμό του αὐτόν, ἔχω νά ἀναφέρω, ὅτι ἐγώ δημοσιεύω τά κείμενά μου στό ἱστολόγιο «Πατερική Παράδοσι». Ἀπό αὐτό τό ἱστολόγιο τά παίρνουν καί τά ἀναδημοσιεύουν καί ἄλλα (ἀντιοικουμενιστικά ὁπωσδήποτε) ἱστολόγια. Οὔτε ἐγώ ἀπαγόρευσα οἱονδήποτε θέλει νά δημοσιεύση κάποιο ἀπό τά κείμενά μου, οὔτε τόν προέτρεψα.  Ἐκεῖνο πού εἶναι βέβαιο εἶναι ὅτι κανένα οἰκουμενιστικό ἱστολόγιο δέν δημοσιεύει κάποιο κείμενό μου. Αὐτό προφανῶς τό κάνουν ἵνα μή μιανθοῦν καί γιά νά συμπορευθοῦν καί νά τά πᾶνε καλά, κατά τό δή λεγόμενο, μέ τούς μεγάλους καί ἰσχυρούς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου.
Στό κάτω-κάτω οἱ διαχειριστές τῶν ἱστολογίων δέν εἶναι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ὁ Χρυσ. Σμύρνης γιά τόν ὁποῖο δέν φαίνεται νά ἐνδιαφέρεται ὁ κ. Νούσης, ἄν ἔβριζε  (στά γραπτά του κείμενα) μέ ἀκατονόμαστες χυδαῖες ἐκφράσεις, οὔτε τόν πολυαπασχολεῖ ἄν ἐκφραζόταν μέ τίς πανθεϊστικές ἐκφράσεις πού προαναφέραμε (πάλι σέ γραπτά του κείμενα), οἱ ὁποῖες βεβαίως γιά ἕναν Ὀρθόδοξο εἶναι χειρότερες ἀπό οἱαδήποτε ὕβρι, διότι ἀποτελεῖ βλασφημία πρός τόν Χριστό, οὔτε δείχνει νά τόν ἐνδιαφέρουν οἱ αἱρετικές ἐκφράσεις τοῦ ἐθνομάρτυρος, οἱ ὁποῖες καί αὐτές εἶναι κατά πολύ χειρότερες ἀπό οἱαδήποτε ὕβρι, διότι προσβάλλουν τήν ἴδια τήν πίστι στόν Θεό.
Ἄρα λοιπόν, κατά τή γνώμη μου, ὅλα αὐτά πού ἀναφέρει εἶναι προπέτασμα καπνοῦ, εἴτε γιά νά βρῆ αἰτία νά σταματήση τόν διάλογο, εἴτε γιά νά βρῆ κατηγορίες καί νά κολλήση ἐτικέττες σέ κάποιους καί κοινῶς, διϋλίζει τόν κώνωπα καί καταπίνει τήν κάμηλο. Μακάρι νά ἐκόπτετο καί νά ἐπεδείκνυε παρόμοια εὐαισθησία καί γιά τόν προστατευόμενο «ἅγιό του».
          Πρίν κλείσω, θέλω νά ἀναφέρω πάλι τήν ἐρώτησι στήν ὁποία τεχνηέντως δέν ἀπάντησε ὁ κ. Νούσης.
 Ἀνέφερε κάποιους αὐτοκράτορες, οἱ ὁποῖοι κατά  τήν γνώμη κάποιων νεωτέρων ἐρευνητῶν (καί ὄχι Ἁγίων) ἔσφαλαν σέ κάποια διοικητικά θέματα καί ἔκαναν ἀδικίες κλπ. Ἀνέφερε καί κάποιους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἐπολέμησαν παντοιοτρόπως τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς των (π.χ. ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος) ἔπεσαν καί σέ κάποιες πλάνες γιά τίς ὁποῖες ὅμως δέν εἶχε ἀκόμη ἀποσαφηνισθῆ ἐπισήμως τό Ὀρθόδοξο δόγμα. Δέν δύναμαι εἰλικρινά νά κατανοήσω τί σχέσι ἔχουν ὅλα αὐτά τά σκόρπια καί πρόχειρα παραδείγματα πού ἐπικαλεῖται μέ τόν Χρυσ. Σμύρνης. Διότι ἐδῶ τά πράγματα μέ τούς αἱρετικούς τῆς Δύσεως ἦταν ἀπολύτως ξεκάθαρα καί σαφῆ. Ὅταν λοιπόν παρουσιάσει ὁ κ. Νούσης ἕνα παράδειγμα  κάποιου πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ὁμοιάζη μέ τόν Χρυσ. Σμύρνης καί ὄχι νά ἔκανε ἁπλῶς ἕνα λάθος, ἤ νά ἔπεσε σέ κάποια πλάνη ἀπό ὑπερβάλλοντα ζῆλο ἤ ἄγνοια τῆς  Ὀρθοδόξου διδασκαλίας.
Ἐπί παραδείγματι διαβάζουμε γιά τόν ἱερό Αὐγουστῖνο στήν θρησκευτική ἐγκυκλοπαίδεια: «Ὡς ἐπίσκοπος τῆς μικρᾶς ἐκείνης ἀφρικανικῆς πόλεως, ὁ Αὐγουστῖνος ἀνέπτυξε ζωηράν πνευματικήν δρᾶσιν, εἰς τήν ὁποίαν περιλαμβάνεται καί  τό πλεῖστον τῆς συγγραφικῆς του παραγωγῆς. Ἡ ἐπισκοπική κατοικία ἦτο εἶδος κοινοβίου, εἰς τό ὁποῖον ἀνῆκον οἱ κληρικοί του καί οἱ διά τόν κλῆρον προαλειφόμενοι, ἀπέβη δέ ὁρμητήριον ἀκοιμήτου δράσεως, διά λόγων, περιοδειῶν, ποικίλων μεριμνῶν, πρός στήριξιν καί ἀντίληψιν τοῦ ποιμνίου του καί πρός καταπολέμησιν τῶν αἱρέσεων. Συγκεκριμένως, ὁ Αὐγουστῖνος ἠγωνίσθη κατά τῶν Μανιχαίων, τῶν ὁποίων καί ὁ ἴδιος εἶχε γίνει θῦμα, ὅτε ἦτο νέος, κατά τῶν Δονατιστῶν, οἵτινες διέθετον πολυπληθῆ καί οἰκονομικῶς ἀνθηροτάτην ἱεραρχίαν εἰς ὅλην τήν χριστιανικήν Ἀφρικήν, κατά τοῦ Πελαγιανισμοῦ καί τοῦ Ἡμιπελαγιανισμοῦ, κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τέλος δέ καί κατά τοῦ Ἐθνικισμοῦ, ὁ ὁποῖος παρέμενεν  ἀνέκαθεν ὁ ἐξωτερικός κίνδυνος διά τήν Ἐκκλησίαν.  Εἰς τόν πολύπλευρον αὐτόν ἀγῶνα, εἰς τόν ὁποῖον ἐπεδίωκε «τήν εἰρήνην καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας» ( pax et unitas Ecclesiae), ὁ Αὐγουστῖνος κατήγαγε σπουδαίας νίκας διά τῶν ἐπισκοπικῶν ἐνεργειῶν του, διά δημοσίων συζητήσεων μετά τῶν ἀντιπάλων του καί πρό παντός διά τῆς συντριπτικῆς δυνάμεως πολλῶν ἐκ τῶν συγγραφῶν του.  Συγκεκριμένως, κατά τοῦ Μανιχαϊσμοῦ ἠγωνίσθη ἀπό τό 395, κατά τοῦ Δονατισμοῦ ἀπό τό 400 καί κατά τοῦ Πελαγιανισμοῦ ἀπό τό 412» (Θ.Η.Ε. τόμ. 3 σελ. 461).
Τί σχέσι εἰλικρινά ἔχει ὁ Αὐγουστῖνος μέ τόν Χρυσ. Σμύρνης; Μήπως ὡς Ἐπίσκοπος ἐπολέμησε κάποια αἵρεσι καί στήν προσπάθειά του ἔπεσε σέ κάποιες πλάνες, ἤ συνέβη τό ἐντελῶς ἀντίθετο, δηλαδή τά «βρῆκε» μέ τούς αἱρετικούς, τούς ἀνεγνώρισε καί ἐδίδαξε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό αὐτούς, τούς προσκαλοῦσε νά διδάσκουν τούς Ὀρθοδόξους στόν Μητροπολιτικό Ναό τῆς ἁγ. Φωτεινῆς, θεωρώντας μάλιστα τούς Ὀρθοδόξους ὡς ἐλλειμματικούς, ὅπως πιστεύουν οἱ οἰκουμενιστές σήμερα; Ἄν λοιπόν βρῆ κάποιον ἅγιο πρέπει νά εἶναι Ἐπίσκοπος καί ὄχι αὐτοκράτορας ἤ λαϊκός, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χρ. Σμύρνης καί στό σημεῖο πού θέλει νά τόν παρουσιάση ὅτι ὁμοιάζει, πρέπει ὄντως νά τοῦ ὁμοιάζη καί ὄχι ἁπλῶς νά ἔκανε κάποιο σφάλμα, ἐνῶ ὁ Χρυσ. Σμύρνης ἰσοπέδωσε τά πάντα.
Ἀναμένομε λοιπόν νά μᾶς ἀπαντήση συγκεκριμένα ὁ κ. Νούσης ἐπί τῆς ἐρωτήσεως πού τοῦ ἐθέσαμε καί ἐν συνεχείᾳ νά τοῦ θέσουμε ἄλλες δύο ἐρωτήσεις σχετικές μέ τόν ἐθνομάρτυρα καί τήν ἁγιοποίησι, ὥστε νά ἰσοφαρίσωμε τίς τρεῖς ἐρωτήσεις στίς ὁποῖες ἐμεῖς τοῦ ἀπαντήσαμε. Τό ἄν τόν ἀναπαύουν οἱ ἀπαντήσεις μας ἤ ὄχι  δέν θά τό κρίνη αὐτός, οὔτε ἐμεῖς φυσικά τίς ἰδικές του ἀπαντήσεις, ἐκτός ἄν παρουσιάση ψευδῆ στοιχεῖα, ὅπως τώρα μέ τούς Ἁγίους πού παρουσίασε, καθ’ ὅσον οὐδεμία σχέσι ἔχουν μέ τόν Χρ. Σμύρνης καί μέ αὐτό πού τόν ἐρωτοῦμε.
          Τελειώνοντας εὔχομαι ὁ Κύριος νά μᾶς φωτίζη ὅλους μας πρός τό ἀγαθό καί τήν ἀλήθεια.

                                                                                          15/10/2013 
                                                                      Ἱερομόναχος  Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς


4 σχόλια:

  1. Ανώνυμος16/10/13, 11:42 π.μ.

    Απ τη μεριά του πατρός Ευθυμίου έχουμε επιχειρήματα, χωρίς ύβρεις και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Απ την άλλη έχουμε εμπάθεια, αλαζονεία, απαξίωση των διαφωνούντων και ύβρεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμος17/10/13, 8:57 π.μ.

      Η διαφορά ύφους αντικατοπτρίζει και τη διαφορά ήθους! Και μόνο το γεγονός ότι μόνιμοι αναγνώστες του ακατονόμαστου μπλογκ της Πάτρας αντέδρασαν για τον άθλιο τρόπο γραφής του Νούση φανερώνει πολλά!

      Διαγραφή
  2. Ανώνυμος16/10/13, 2:48 μ.μ.

    Όταν μιλάμε για Θεολογία πρώτα - πρώτα εννοούμε ήθος. Είναι ξεκάθαρο το ποιός έχει ήθος και διάκριση και ποιός μπορεί να πείσει με τα επιχειρήματά του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος18/10/13, 11:10 π.μ.

    η απαντηση μου στον π. Ευθυμιο στα σχολια της κατωθι αναρτησης.
    http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2013/10/blog-post_14.html
    Κ.Ν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.