Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ









ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ



Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ



ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ



Γ΄ Μέρος

Θέλω ἐπιπροσθέτως νά ἐπισημάνω τό θέμα πού θίγετε εἰς τό σημεῖο αὐτό, τῆς ὑπερβάσεως δηλαδή τοῦ ὑπό ἐξέτασιν Κανόνος. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς:
«Ἐπίσης εἶναι ἄστοχη ἡ θέση ὅτι τά παραδείγματα τῶν παραπάνω Ἁγίων ἀποτελοῦν ὄχι ἁπλῶς ἐφαρμογή, ἀλλά καί «ὑπέρβαση καί αὐτοῦ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου» (σελ. 38). Ἡ ἔννοια τῆς ὑπερβάσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι ἐπινόησις τοῦ π. Εὐθυμίου, διότι πουθενά σέ κανένα Κανόνα δέν υἱοθετεῖται καί ἑπομένως εἶναι ξένη πρός τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε ὑπέρβασις κινδυνεύει νά καταντήσει παράβασις ἀπό ὑπερβολικό, μή κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλο, διότι ὁ διάβολος γνωρίζει νά πλανᾶ τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνον ἀπό τά ἀριστερά, ἀλλά καί ἀπό τά δεξιά».
Ἐδῶ πατέρες, ἰσχυρίζεσθε ὅτι ἡ ὑπέρβασις τῶν ἱερῶν Κανόνων εἶναι ξένη πρός τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς αὐτό ὅμως τό συμπέρασμα, κατά τήν γνώμη μου, δύναται νά καταλήξη, μόνον ὅποιος δέν ἔχει μελετήσει κανένα ἀπό τούς βίους τῶν Ἁγίων. Διότι οἱ βίοι τῶν Ἁγίων μας εἶναι μία διαρκής καί συνεχής ὑπέρβασις τῶν ἱερῶν Κανόνων καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· ὅ,τι δέ νομοθετοῦν οἱ ἱεροί Κανόνες εἶναι μέσα στά ὅρια καί τίς δυνατότητες τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Θά ἀναφέρω κάποια ἐλάχιστα παραδείγματα διά νά κατανοήσωμε, ὡς ἀπό τοῦ ὄνυχος τόν λέοντα.
Οἱ ἱεροί Κανόνες νομοθετοῦν νά τηροῦμε τίς καθιερωμένες νηστεῖες, Τετάρτης, Παρασκευῆς, Σαρακοστῶν καί ὡς ἐπιτίμια πολλές φορές γιά διάφορα ἁμαρτήματα (π.χ. οἱ Κανόνες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ), θέτουν νηστεῖες καί ξηροφαγίες κατά τίς καταλυσίμους περιόδους, γονυκλισίες κλπ. Οἱ Ἅγιοι ὅμως βλέπομε, ὑπερβαίνοντες τά ὅρια αὐτά τῶν Κανόνων καί χωρίς νά ἐκτελοῦν κάποιο ἐπιτίμιο, ἀλλά ἁπλῶς γιά νά καταπολεμήσουν τά πάθη των, ἐνήστευον μέ τελεία ἀφαγία (ἀσιτεία) γιά πολλές ἡμέρες καί μάλιστα κατά τήν διάρκεια ὁλόκληρης τῆς ζωῆς των. Τό ἴδιο συνέβαινε καί μέ τόν ὕπνο των, ὅταν ἐκοιμῶντο εἴτε ἀκουμπισμένοι κάπου, εἴτε ὄρθιοι δεμένοι μέ κάποια σχοινιά, τόσο, ὅπως γράφουν τά συναξάρια των, ὅσο ἐχρειάζετο ὁ ἐγκέφαλος γιά νά μή διασαλευθῆ.
Οἱ ἱεροί Κανόνες ἐπίσης νομοθετοῦν νά μήν περιφέρωνται οἱ μοναχοί ἄσκοπα ἀπό τόπον εἰς τόπον, χωρίς δηλαδή νά ὑπάρχη ἀνάγκη (π.χ. οἱ Κανόνες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς). Ἔχουμε ὅμως πολλούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἔγκλειστοι καθ’ ὅλον τους τόν βίο, ὥστε οὔτε γιά οἱαδήποτε ἀνάγκη (ὅπως ἀσθένεια κλπ.) ἐξήρχοντο τῆς μονῆς ἤ τοῦ κελίου των. Ὑπάρχει ἐπίσης στά συναξάρια πλῆθος Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν αὐτόκλητοι μάρτυρες, δηλαδή παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τῶν εἰδωλολατρῶν καί τῶν δημίων καί ὁμολόγησαν τόν Χριστόν Θεόν ἀληθινόν, χωρίς νά τούς συλλάβουν. Οἱ Κανόνες ἁπλῶς βάζουν ἐπιτίμια εἰς αὐτούς πού θά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, ἀφοῦ τούς συλλάβουν οἱ εἰδωλολάτρες ἤ οἱ αἱρετικοί, οὐδόλως ὅμως ἀπαιτοῦν ἤ ἔστω ὑπονοοῦν τήν ἐκούσιο προσαγωγή τῶν Ἁγίων στούς δημίους.
Οἱ ἱεροί Κανόνες ἀκόμη ἀπαιτοῦν δι’ αὐτούς πού θά αὐτοκτονήσουν καί ἔχουν σώας τάς φρένας των, νά μήν ἐπιτελοῦμε τίποτε ἐκκλησιαστικό (μνημόσυνα, λειτουργίες, τρισάγια) ὑπέρ ἀναπαύσεώς των (ΙΔ΄ Τιμοθέου Ἀλεξανδρ.). Ἔχουμε λοιπόν Ἁγίες, οἱ ὁποῖες ἔπεσαν καί ἐγκρεμίστηκαν ἤ ἐπνίγηκαν ἐκουσίως  καί μέ σώας τά φρένας των, διά νά μήν ἀτιμασθοῦν ἀπό αὐτούς πού τίς συνέλαβον (π.χ. ἁγ. Πελαγία ἡ παρθένος πού ἑορτάζει στίς 8/10, οἱ Ἁγίες Δομνίκη, Βερίνη καί Προσδόκη πού ἑορτάζονται στίς 4/10 κλπ.).
Ἀπό ὅλα αὐτά πού ἀνέφερα γίνεται νομίζω κατανοητό ὅτι αὐτά τά ὁποῖα ἰσχυρίζεσθε: «Ἡ ἔννοια τῆς ὑπερβάσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι ἐπινόησις τοῦ π. Εὐθυμίου, διότι πουθενά σέ κανένα Κανόνα δέν υἱοθετεῖται καί ἑπομένως εἶναι ξένη πρός τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας» εἶναι προφανῶς λάθος, διότι τά διαψεύδουν οἱ βίοι ὅλων τῶν Ἁγίων. Κατ’ αὐτόν, λοιπόν, τόν τρόπο ἀνέφερα ὅτι οἱ Ἅγιοι αὐτοί, τῆς πρώτης περιόδου δηλαδή τῆς εἰκονομαχίας, ὑπερέβησαν τόν Κανόνα, διότι οὐδαμοῦ ἀναφέρεται ὅτι ἐστηρίχθηκαν στίς ἀποφάσεις κάποιας Συνόδου, ἀλλά μόνον στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί δέν ἀνέμεναν διαγνώσεις διά νά  ἀποτειχισθοῦν.
Ἀλλά κι ἔτσι, ὅπως τά λέτε, πατέρες, νά ἦσαν τά πράγματα καί ἡ αἵρεσις νά ἦταν κατεγνωσμένη, σέ ποιόν Κανόνα ἐστηρίχθηκαν οἱ Ἅγιοι αὐτοί γιά νά ἀποτειχισθοῦν, τήν στιγμή πού ὁ Κανόνας αὐτός τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐθεσπίσθη μετά ἀπό ἑκατό καί πλέον ἔτη; Δηλαδή οἱ Ἅγιοι αὐτοί ἔκαναν ὑπέρβασι ὅλων τῶν Κανόνων ἤ ἦταν Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας νά ἀποτειχίζωνται ἀνέκαθεν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς αἱρετικούς; Καί γιατί ἐσεῖς σήμερα ἐρευνᾶτε ἄν ἦταν ἤ ὄχι κατεγνωσμένη αἵρεσις, τήν στιγμή πού δέν ὑπῆρχε ὁ Κανόνας περί ἀποτειχίσεως, καί δέν στέκεσθε στήν οὐσία τῆς ὑποθέσεως, ἡ ὁποία εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ Ἅγιοι διδάσκουν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἱρετικό ποιμένα, τόν ὁποῖο ὀνομάζουν λύκο καί φαρμακερό φίδι; Προφανῶς θέλετε ὅλα, δηλαδή ἁγ. Γραφή καί ἁγ. Πατέρες νά τά ἐντάξετε καί νά τά στρατολογήσετε στήν δυνητική ἑρμηνεία πού δίδετε ἐσεῖς εἰς τόν Κανόνα, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ἀπραξία καί στήν συνοδοιπορία μετά τῆς αἱρέσεως.
Αὐτό ἀποδεικνύεται μέ τήν στάσι σας στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού ἀφ’ ἑνός μέν ἀναμένετε νά καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἔχετε  καταδικασμένη καί τήν ὀνομάζετε παναίρεσι, συγγράφετε δέ κείμενα καί βιβλία δι’ αὐτήν τήν παναίρεσι, ἐνῶ παράλληλα συνοδοιπορεῖτε ἐκκλησιαστικά μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς καί ἀναγνωρίζετε τούς λύκους ὡς ποιμένες. Ὁ Μητροπολίτης σας (παραδόξως) ἀπό τή μιά τούς ἀναθεματίζει ἐπ’ Ἐκκλησίας, ἐνῶ συγχρόνως τούς ἀναγνωρίζει καί τούς ἐκθειάζει εὐκαίρως ἀκαίρως κλπ. Ὅλα αὐτά προφανῶς δέν ἐντάσσονται στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἀλλά σέ μία παράδοσι ἰδική σας, στά μέτρα σας, τελείως προσωπική καί ἰδιότυπη.
Στή σελ. 9 γράφετε τά ἑξῆς ἄξια σχολιασμοῦ: «Στήν ἑπομένη παράγραφο (σελ. 28) πολύ σωστά διατυπώνει ὅτι “ἡ ἔκφρασις ‘κατεγνωσμένη παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων’ δέν περιθωριοποιεῖ τήν Ἁγία Γραφή οὔτε καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλεύεται τήν αὐθεντία της, ἀλλά σημαίνει τό ἐπιπλέον”. Καί ὄχι μόνο σημαίνει τό ἐπιπλέον, ἀλλά σημαίνει ἐπίσης καί τό ἀντίστροφο. Ὅτι δηλαδή οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή περιθωριοποιεῖ ἤ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλεύεται τήν αὐθεντία τοῦ Κανόνος. Ἑπομένως, ἡ ἔκφραση, πού διατυπώνει “ἄν ὑπάρξει αἵρεσις, ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται στήν Ἁγία Γραφή ἤ ἀκυρώνει κάποια ἐντολή καί διδασκαλία της, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό τούς φορεῖς της, χωρίς νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἄν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες ἤ τίς Συνόδους” (σελ. 28), εἶναι ἄστοχη καί λανθασμένη. Ἐδῶ ὁ π. Εὐθύμιος ἐπικαλεῖται τήν Ἁγία Γραφή καί μάλιστα τήν ὑπερτέρα αὐθεντία της σέ σχέση μέ τόν Ἱερό Κανόνα, γιά νά περιθωριοποιήσει τόν ἐν λόγῳ Κανόνα. Τό ὅτι μία αἵρεση ἀντιστρατεύεται τήν Ἁγία Γραφή, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι δέν ἔχουν λόγο καί ρόλο. Ἀπεναντίας σημαίνει ὅτι καλοῦνται προπάντων τώρα νά παίξουν κυρίαρχο ρόλο στήν διάγνωση καί ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχήν ἁρμόδιοι, λόγῳ τοῦ θείου φωτισμοῦ, τόν ὁποῖον διαθέτουν, νά διακρίνουν μέ ἀσφάλεια, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ αἵρεση ἀντιστρατεύεται τήν Ἁγία Γραφή ἤ κάποια ἐντολή της καί νά προχωρήσουν στή συνέχεια στήν καταδίκη της».
Ἐδῶ πατέρες, μᾶλλον δέν κατανοήσατε τί ἐννοῶ μέ τό «ἐπί πλέον» καί δι’ αὐτό προφανῶς γράφετε ὅτι «πολύ σωστά διατυπώνει». Ἄν τό κατανοούσατε, μᾶλλον θά ἐλέγατε ὅτι λανθασμένως τά διατυπώνω. Χρησιμοποιώντας ὅμως πάλι, τά γυαλιά τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί ὄχι τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τελικά καταλήγετε εἰς τό ὅτι καί δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις τῆς ἁγ. Γραφῆς νά ὑπάρξη, πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι ἔχουν τόν λόγο.
Δέν μᾶς διευκρινίζετε ὅμως, τί γίνεται, ὅταν αὐτοί οἱ συγκεκριμένοι γιά σᾶς «ἅγιοι» Πατέρες, δέν διαθέτουν τόν θεῖο φωτισμό καί ὄχι μόνον δέν ἐξασκοῦν τόν ρόλο τους, ἀλλά ἀπεναντίας συντάσσονται μέ τήν αἵρεσι, τήν προωθοῦν καί τήν ἀποδέχονται πλήρως. Τότε προφανῶς οἱ πιστοί, ἀκολουθώντας  τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἀναμένουν πότε θά συνέλθουν οἱ Πατέρες καί ἡ Σύνοδος, ἐνῶ μέχρι τότε βεβαίως ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι καί ἀναγνωρίζουν τούς αἱρετικούς ὡς ποιμένας των.
Τό «ἐπί πλέον» λοιπόν τό ἀναφέρω ἐννοώντας ὅτι,  ἐφ’ ὅσον ὑπάρξη δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις τῆς ἁγ. Γραφῆς, ἡ καταδίκη τῆς αἱρέσεως αὐτῆς ἀπό τή Σύνοδο εἶναι κάτι τό «ἐπί πλέον», ἐφ’ ὅσον ἡ ἴδια ἡ ἁγ. Γραφή μᾶς διδάσκει νά ἀπομακρυνώμεθα καί νά ἀναθεματίζωμε κάθε ἕναν πού διδάσκει κάτι ἀντίθετο, ὄχι μόνον Ἐπίσκοπος, ἀλλά καί ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἄν εἶναι αὐτός.
Ἐσεῖς τώρα, πατέρες, διδάσκετε ἀντίθετα ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, ἐφ’ ὅσον υἱοθετεῖτε τήν διάγνωσι τῆς αἱρέσεως ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας συνοδικῶς καί τήν μέχρι τότε ἀναμονή μας. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια, ἐπί παραδείγματι, γιά τόν Αὐστραλίας Στυλιανό, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο, καί ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἕνα μεγάλο παραμύθι, καί ὁ Χριστός δέν ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἀναμάρτητος, ἀλλὰ κατέκτησε τὴν ἀναμαρτησία ὀλίγον κατ' ὀλίγον, μέ ἀγῶνες καί θυσίες, πρέπει νά γίνη διάγνωσις ἀπό τούς εἰδικούς γιά νά διαπιστωθῆ ἡ αἵρεσις καί μετά νά ἰδοῦμε τί θά κάνωμε, ἄν δηλαδή ὅπως ἰσχυρίζεσθε, θά τοῦ κάνωμε ὑπακοή ἤ ὄχι.
Τό ἴδιο κατά τήν γνώμη σας συμβαίνει καί μέ αὐτούς πού συνοδικῶς ἀπεφάσισαν τήν ἔνταξί μας στό Π.Σ.Ε., τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, τήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, χωρίς αὐτοί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία κλπ. Θὰ κάνωμε δηλαδή ὑπακοή  καὶ θά τά ἀποδεχθοῦμε, ἐφ’ ὅσον τά ἀποδέχεται θεωρητικά καί πρακτικά ἡ Ἱερά Σύνοδος.
Ὅλα αὐτά, ὅμως, εἶναι ἀντίθετα ἀπό τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων καί δι’ αὐτό προφανῶς τά χρησιμοποιεῖτε γιὰ νὰ κατοχυρώσετε τίς ἀντιπαραδοσιακές θέσεις σας,  στηριζόμενοι μόνον στόν ὀρθολογισμό.
Ἐπιπροσθέτως εἰς τό σημεῖο αὐτό, αὐτά πού γράφετε, «Καί ὄχι μόνο σημαίνει τό ἐπιπλέον, ἀλλά σημαίνει ἐπίσης καί τό ἀντίστροφο. Ὅτι δηλαδή οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή περιθωριοποιεῖ ἤ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλεύεται τήν αὐθεντία τοῦ Κανόνος» εἶναι  λάθος· διότι ἁπλούστατα ἡ ἁγ. Γραφή δέν μπορεῖ νά «περιθωριοποιεῖ ἤ νά ἐπιβουλεύεται καθ’ οἱονδήποτε τρόπο τήν αὐθεντία τοῦ κανόνος», ἐπειδή αὐτή ἐγράφη πρίν ἀπό τούς Κανόνες καί ἐπειδή αὐτοί συντάχθηκαν μέ βάσι τήν ἁγ. Γραφή καί πρός τόν σκοπό τῆς περιφρουρήσεώς της. Προφανῶς λοιπόν, αὐτά τά γράφετε ἐξισώνοντας τήν ἁγ. Γραφή μέ τούς ἱερούς Κανόνες γιά νά στηρίξετε τήν θέσι σας, ὅτι γιά κάθε αἵρεσι τόν μοναδικό λόγο τόν ἔχει ἡ Σύνοδος διά τῶν ἁγίων Πατέρων καί ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἀνεύθυνοι, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Στήν ἴδια σελίδα 10 γράφετε τά ἑξῆς: «Ὁ π. Εὐθύμιος στήν συνέχεια (σελ. 30) προσπαθεῖ νά δώσει ἀπάντηση στό ἐρώτημα, πότε ὁ αἱρετικός, ὁ ὁποῖος κηρύττει “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεσιν”, παύει νά εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι ὀρθή ἡ θέσις ὅτι ὁ αἱρετικός, πού θά πλανηθεῖ ἀπό μιά αἱρετική διδασκαλία, καθίσταται ἀμέσως ξένος πρός τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἕνα ἄρρωστο μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νά ἐπαναφέρει μέ διαφόρους τρόπους (νουθεσίες κ.λ.π.) στήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καί νά τό θεραπεύσει ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς αἱρέσεως. Ἐάν δέ ὁ αἱρετικός ἐξακολουθεῖ νά ἐπιμένει πεισματικά στίς αἱρετικές του διδασκαλίες, τότε τόν ἀποκόπτει ἀπό τό Σῶμα της ἐπίσημα διά τοῦ ἁρμοδίου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου της, δηλαδή τῆς Συνόδου. Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μέσα στούς κόλπους της ἄρρωστα μέλη εἴτε ἐξαιτίας αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, εἴτε ἐξαιτίας ἄλλων, ἠθικῆς φύσεως ἁμαρτημάτων, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι παύει νά εἶναι ἄσπιλος καί ἄμωμος, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν Ἐφ. 5,27, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὁ π. Εὐθύμιος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄσπιλος καί ἄμωμος ἐξαιτίας τῆς Κεφαλῆς της, τοῦ Χριστοῦ, καί ἐξαιτίας τῶν μελῶν της ἐκείνων, πού ἔχουν θεραπευθεῖ ἀπό τήν νόσο τῆς ἁμαρτίας ἤ τῆς αἱρέσεως, δηλαδή τῶν Ἁγίων, καί ὄχι ἐξαιτίας τῶν μελῶν της, πού βρίσκονται ἀκόμη ὑπό θεραπείαν. Οὔτε μποροῦμε νά θεωρήσουμε τήν Ἐκκλησία “ἀνομοιόμορφη κατά τήν πίστη” (σελ. 30-31), ἐπειδή ἔχει μέσα στούς κόλπους της, μέχρι τήν ὁριστική ἀποκοπή τους, πολλά ἤ ὀλίγα,  ἄρρωστα μέλη λόγῳ αἱρέσεως».
Ἐδῶ, πέραν τοῦ ὅτι, ὅ,τι γράφετε εἶναι ἀμάρτυρο καί ἀστήρικτο ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς, θεωρεῖτε τήν Ἐκκλησία ἄσπιλο καί ἄμωμο μόνον ἐξ’ αἰτίας τῆς κεφαλῆς της καί ἐξ’ αἰτίας τῶν θεραπευμένων μελῶν της, δηλαδή τῶν Ἁγίων της. Παραλείπετε ὅμως, ἴσως ἐσκεμμένα, νά ἀναφέρετε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄσπιλος καί ἄμωμος βασικά ἐξ’ αἰτίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Δηλαδή ἄν μία Ἐκκλησία δημοσίως καί συνοδικῶς ἀκολουθήση μία αἵρεσι ἤ ἀποδεχθῆ μία αἱρετική διδασκαλία, παύει νά εἶναι ἄσπιλος καί ἄμωμος ἐξ’ αἰτίας τῆς πίστεως. Αὐτό τό ἀναφέρει θαυμάσια ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὡς ἑξῆς: «Τό γάρ μή ἔχειν σπίλον ἤ ρυτίδα, ἵνα καί πάλιν εἴπωμεν, οὕτω νοείτω, τό μή προσιεμένην τά τε ἀσεβῆ δόγματα καί τά ἀκανόνιστα ἐγχειρήματα, οὐ μήν ἀλλά καί τά ἐν τοῖς αὐτουργοῦσι τά ἀπηγορευμένα συμφρονήματα, ὥς πού φησιν ὁ θεῖος Βασίλειος» (Φατ. 28,79,123).
 Ἄλλο, λοιπόν, εἶναι τό νά ἔχη κάποιος ἀποδεχθῆ μία αἵρεσι καί ἄλλο εἶναι νά ἀποδεχθῆ τήν αἵρεσι συνοδικῶς μία τοπική Ἐκκλησία.  Τότε ἡ Ἐκκλησία αὐτή παύει νά εἶναι ἄσπιλος καί ἄμωμος ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως. Δυστυχῶς ὅμως, πατέρες, ταυτίζετε ὅλες τίς ἄλλες ἁμαρτίες μέ τήν αἵρεσι καί δι’ αὐτό ὁδηγεῖσθε σέ λάθος συμπεράσματα. Βλέπετε ὅμως ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες παιδαγωγοῦν ὅλους τούς ἁμαρτωλούς μέ διάφορα ἐπιτίμια π.χ. στέρησι Θ. Κοινωνίας, νηστεία κλπ. Τόν αἱρετικό ὅμως τόν ἀποκόπτουν ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι δέν εἶναι ἁπλῶς ἄρρωστος, ὅπως συμβαίνει μέ ὅλες τίς ἄλλες ἁμαρτίες, ἀλλά νεκρός. Ἡ νέκρωσις λοιπόν ἐπέρχεται διά τῆς αἱρέσεως, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες ἁμαρτίες περιέχουν στόν βαθμό τους μία ἀσθένεια μικρή ἤ μεγάλη. Ἡ ἀποκοπή λοιπόν ἀπό τή Σύνοδο τοῦ νεκροῦ, ἐξ’ αἰτίας τῆς αἱρέσεως, μέλους δέν ἔχει τήν ἔννοια ὅτι μέ τήν ἀποκοπή ἐπέρχεται ἡ νέκρωσις, οὔτε βεβαίως ὅτι ἄν δέν συνέλθη ἡ Σύνοδος νά τό ἀποκόψη αὐτό εἶναι ζωντανό. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ξεκάθαρα ὅτι διά τῆς αἱρέσεως ἐπέρχεται ἡ νέκρωσις εἰς αὐτόν πού τήν ἀποδέχεται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι αὐτό τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνος, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἐδέχθηκε ὅλες τίς ἄλλες κατηγορίες, ὅτι δηλαδή ἦταν ἁμαρτωλός, δέν ἐδέχθηκε ὅτι εἶναι αἱρετικός καί τό ἐδικαιολόγησε λέγοντας ὅτι ἡ αἵρεσις σέ ἀποκόπτει ἀπό τόν Θεό: «Ἀπῆλθον ποτέ τινές πρός τόν Ἀββᾶ Ἀγάθωνα· ἤκουσαν γάρ ὅτι μεγάλην ἔχει διάκρισιν· καί θέλοντας δοκιμάσαι αὐτόν εἰ ὀργίζεται, λέγουσιν αὐτῷ· σύ εἶ Ἀγάθων; ἀκούομεν περί σοῦ ὅτι πόρνος εἶ καί ὑπερήφανος· ὁ δέ εἶπε· ναί, οὕτως ἔχει. Λέγουσι πάλιν αὐτῷ· σύ εἶ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καί κατάλαλος; ὁ δέ εἶπεν· ἐγώ εἰμι· οἱ δέ πάλιν· σύ εἶ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός; καί ἀπεκρίθη· οὐκ εἰμί αἱρετικός. Καί παρεκάλεσαν αὐτόν λέγοντες· εἰπέ ἡμῖν, διατί τοσαῦτα εἴπομέν σοι καί κατεδέξω, τοῦτον δέ τόν λόγον οὐκ ἐβάστασας; Λέγει αὐτοῖς· τά πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω· ὄφελος γάρ ἐστι τῇ ψυχῇ μου· τό δέ αἱρετικός, χωρισμός ἐστιν ἀπό Θεοῦ. Οἱ δέ ἀκούσαντες τήν διάκρισιν αὐτοῦ ἐθαύμασαν καί ἀπῆλθον οἰκοδομηθέντες» (Εὐεργεντινός, Β΄ τόμ. Ὑπόθεσις β΄, σελ. 56).
 Ἐσεῖς ὅμως δυστυχῶς, πατέρες, ἀντίθετα ἀπό τούς Ἁγίους,  ἐθεωρήσατε τήν αἵρεσι ὡς μία ἀσθένεια, ὅπως ὅλες τίς ἄλλες ἁμαρτίες. Καί δι’ αὐτό καταλήγετε εἰς τό συμπέρασμα: «Οὔτε μποροῦμε νά θεωρήσουμε τήν Ἐκκλησία “ἀνομοιόμορφη κατά τήν πίστη” (σελ. 30-31), ἐπειδή ἔχει μέσα στούς κόλπους της, μέχρι τήν ὁριστική ἀποκοπή τους, πολλά ἤ ὀλίγα, ἄρρωστα μέλη, λόγῳ αἱρέσεως».
Ἡ Ἐκκλησία, πατέρες, εἶναι ἀνομοιόμορφη κατά τήν πίστι, ὅταν ἐπισήμως καί συνοδικῶς ἀποδεχθῆ μία αἵρεσι ἤ χαράξη μία αἱρετική πορεία, ἐπειδή δέν ἔχει τήν πίστι τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Δέν εἶναι δηλαδή ἀνομοιόμορφη ἐσωτερικά, ἀλλά διαχρονικά. Τώρα, ἄν ἐσεῖς πιστεύετε ὅτι ἔχετε τήν πίστι τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, ἐνῶ ἀνήκετε στό Π.Σ.Ε., ἐνῶ ἔχετε ἀναγνωρίσει τά μυστήρια τῶν Παπικῶν καί τῶν Μονοφυσιτῶν, ἔχετε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μετ’ αὐτῶν διά τῶν συμπροσευχῶν καί συνιερουργιῶν, ἔχετε ἄρει τά ἀναθέματα πού ἐκεῖνοι ἐπέβαλαν κλπ., αὐτό νομίζω πρέπει νά τό ἐρευνήσετε καί νά διαπιστώσετε  τί διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καί ὄχι τί πιστεύετε ἐσεῖς.
Κατωτέρω στήν σελ. 10 ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ἡ ἀπόφαση  τῆς Συνόδου δέν ἔχει ἁπλῶς μόνον τήν ἔννοια τῆς “ἀποδοχῆς”, ἀλλά ἐπιπλέον, ἀφ’ ἑνός μέν τῆς διαγνώσεως μιᾶς ἀρρωστημένης καταστάσεως, πού ἔχει καταστεῖ ἀνίατος, καί ἀφ’ ἑτέρου τῆς διασφαλίσεως τοῦ ὑπολοίπου ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος ἀπό τήν ἀρρώστεια τῆς αἱρέσεως».
Ἐδῶ ὁμολογεῖτε ὅτι μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου διασφαλίζεται τό ὑπόλοιπο ὑγιές ἐκκλησιαστικό σῶμα. Στήν αἵρεσι τώρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ὁποία ὀνομάσατε παναίρεσι, κατά τήν ὁποία δέν λαμβάνεται μία τέτοια ἀπόφασις ἀπό τήν Σύνοδο ἐπί δεκαετίες, τί συμβαίνει μέ τό ἐκκλησιαστικό σῶμα; Καί ὅταν ἐπί πλέον (ἀκόμη χειρότερα) ἡ Σύνοδος αὐτή λαμβάνει ἀποφάσεις ὑπέρ τῆς αἱρέσεως τί γίνεται μέ τό ὑγιές ἐκκλησιαστικό σῶμα; Τί εἴδους ποιμένες εἶναι αὐτοί πού δέν τό διασφαλίζουν; Πῶς δέ, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους καί τούς ἱερούς Κανόνες, θά διασφαλισθῆ γιά νά μή γίνη βορά τῶν ποιμένων (προβατόσχημων λύκων), ἐφ’ ὅσον εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι αὐτοί εἶναι οἱ φορεῖς τῆς αἱρέσεως; Πρέπει εἰς αὐτά τά σημεῖα νά μᾶς ἀπαντήσετε ἔχοντας, ὅμως, ὡς ὁδηγό ὄχι τήν λογική σας, ἀλλά τήν ἁγ. Γραφή καί τούς Ἁγίους.
Στή συνέχεια γράφετε, πατέρες, πολλά γιά νά μᾶς πείσετε ὅτι μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου ἐπέρχεται ἡ ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ πάλι ταυτίζετε τίς ἄλλες ἁμαρτίες μέ τήν αἵρεσι, προσπαθώντας νά δώσετε τόν ἀποφασιστικό ρόλο γιά τήν ἀποκοπή στήν Σύνοδο. Γράφετε τά ἑξῆς: «Ὅπως γιά παράδειγμα, ἕνας ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει πέσει στό ἁμάρτημα τῆς πορνείας, θεωρητικά καθίσταται μέν ψευδεπίσκοπος, λόγῳ τῆς σαρκικῆς πτώσεώς του, ὡστόσο ὅμως μέχρις ὅτου καθαιρεθεῖ συνοδικά, θεωρεῖται κανονικός ἐπίσκοπος καί ἐξακολουθεῖ νά τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια, παρά τήν ἀναξιότητά του. Μόνον ὅταν καθαιρεθεῖ συνοδικά παύει νά εἶναι ἐπίσκοπος, διότι τότε χάνει τήν χάριν τῆς Ἱερωσύνης. Ἑπομένως, ἡ συνοδική πράξη τῆς καθαιρέσεως καί στή συνέχεια τῆς ἀποκοπῆς τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχει τυπικό, ἀλλά οὐσιαστικό χαρακτῆρα».
Στά ἁμαρτήματα αὐτά πού ἀναφέρετε, πατέρες, δέν εἶναι νομοθετημένη ἡ ἀποτείχισις, ἀλλά ὄντως χρειάζεται ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου. Τί σχέσι ἔχουν ὅμως ὅλα αὐτά μέ τήν αἵρεσι; Μήπως εἴδατε κάπου ἡ ἁγ. Γραφή ἤ οἱ Ἅγιοι νά τά ταυτίζουν, ἤ ὅπως κάνετε ἐσεῖς, νά τά φέρουν ὡς παράδειγμα, ὡσάν νά ἐπρόκειτο περί αἱρέσεως, ἤ νά ἀναφέρουν ὅτι ὁ πόρνος ἐπίσκοπος εἶναι λύκος ἤ φαρμακερό φίδι; Ἐδῶ νομίζω ὑπάρχει μία ἠθελημένη σύγχυσις τῶν πραγμάτων, προκειμένου νά σταθῆ, ὡς μέ δεκανίκια, ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.
Στή συνέχεια, καί ἔπειτα ἀπό τά ἱστορικά παραδείγματα πού ἐπικαλεῖσθε, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Κατά παρόμοιο τρόπο ὁ αἱρετικός, πού θά νοσήσει ἀπό τήν γάγγραινα τῆς αἱρέσεως, καθίσταται ἀνάξιος τῆς ἀρχιερωσύνης (ψευδεπίσκοπος). Ἐξακολουθεῖ, ὅμως, παρά τήν ἀρρώστια του, νά εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας». Ὥστε λοιπόν ἡ αἵρεσις εἶναι ἀρρώστια ὅπως ἡ πορνεία καί ὁ φόνος καί δέν εἶναι θάνατος πνευματικός, ἐνῶ ὁ αἱρετικός εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τῆς ἀποκοπῆς του ἀπό τή Σύνοδο. Γιατί ὅμως δέν ἀναφέρετε ποῦ τό εὑρήκατε αὐτό γραμμένο καί γιατί νά τόν ἀποκόψη ἡ Σύνοδος ἄν εἶναι ἄρρωστο μέλος καί ὄχι νεκρό; Ἄν δέ, σύμφωνα μέ τά ἰατρικά παραδείγματα τῆς γάγγραινας, ἡ Σύνοδος ἀποκόπτει τό νεκρό μέλος, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν νεκρώνεται τό μέλος αὐτό λόγῳ τῆς ἀποκοπῆς του ἀπό τή Σύνοδο ἀλλά λόγῳ τῆς αἱρέσεως στήν ὁποία ἔχει ὑποπέσει. Ἄν ὅμως εἶναι νεκρό τό μέλος πρίν τό ἀποκόψει ἡ Σύνοδος, τότε πῶς εἶναι, ὅπως ἀναφέρετε, μέλος τῆς Ἐκκλησίας; Ἔχει νεκρά μέλη ἡ Ἐκκλησία; Ὁ Θεός σύμφωνα μέ τό χωρίο (Ματθ. 22,32) εἶναι Θεός νεκρῶν ἤ ζώντων;
Πρέπει ὅλα αὐτά νά μᾶς τά ἐξηγήσετε πατέρες, διότι ἡ λογική σας καί τά ἰατρικά παραδείγματα πού ἐπικαλεσθήκατε χωρίς ἀναφορές στίς Γραφές καί τούς Ἁγίους, εἶναι ἀσυμβίβαστα. Πρέπει ἐπίσης νά μᾶς ἀναφέρετε τί γίνεται, ὅταν ἡ Σύνοδος δέν ἀποκόψει τόν αἱρετικό ἀπό τό σῶμα της, ἀλλά ἀπεναντίας τόν ἐπιβραβεύει, ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας· εἶναι δηλαδή καί αὐτός μέλος τῆς Ἐκκλησίας; Τί γίνεται ἐπίσης, ὅταν μία τοπική Ἐκκλησία ἀποδέχεται ἐπισήμως καί συνοδικῶς μία αἱρετική διδασκαλία ἤ χαράσσει μία αἱρετική πορεία; Εἶναι αὐτή ἡ τοπική Ἐκκλησία μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ;
Θά μποροῦσα, πατέρες, πολλά νά ἀναφέρω γιά ὅλα αὐτά πού γράφετε καί ἰσχυρίζεσθε, πλήν ὅμως τό θεωρῶ περιττό καί ἄσκοπο, διότι τὰ ἐπιχειρήματά σας δὲν στηρίζονται στὴν ἐκκλησιαστική Παράδοση· καὶ ὁ,τιδήποτε δέν θεμελιώνεται εἰς τήν ἁγ. Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων εἶναι μετέωρο καί ἐκπίπτει ἀπό μόνο του.
Θά  σχολιάσω στὴ συνέχεια δι’ ὀλίγων, τήν κριτική σας στά γραφόμενα τοῦ βιβλίου μου εἰς τό θέμα τοῦ ὅτι κάθε πιστός γίνεται κριτής ἤ δικαστής πρός συνοδικῆς κρίσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Γράφετε τά ἑξῆς: «Πέρα γιά πέρα ἄστοχοι καί ἐσφαλμένοι εἶναι ἐπίσης καί οἱ ἰσχυρισμοί του, ὅτι στήν “περίπτωση τῶν θεμάτων τῆς πίστεως ὁ κάθε πιστός γίνεται κριτής καί δικαστής πρό συνοδικής κρίσεως του ἀτάκτως περπατοῦντος ἐπισκόπου καί 'στέλλεται' ἀπό αὐτόν σύμφωνα μέ τήν ἔκφραση τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: «Παραγγέλομεν δέ ὑμῖν...» (σελ. 41-42). Ἀλλοίμονο, ἄν ὁ κάθε πιστός μεταβληθεῖ σέ κριτή καί δικαστή καί τοποθετήσει ἔτσι τόν ἑαυτό του ὑπεράνω Συνόδων καί Πατέρων καί ἔχει τήν ἀξίωση νά κρίνει τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως του κάθε ἐπισκόπου».
Ἤθελα ἐδῶ νά σᾶς ἐρωτήσω, πατέρες, τό ἑξῆς: Μέ βάσι ἔστω τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ὅταν ἀποτειχίζεται ὁ κάθε κληρικός καί πιστός ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, δέν γίνεται κριτής τῆς ἀκεραιότητος τῆς πίστεώς του; Ἤ μήπως ἐδῶ κατ’ οὐσίαν ἀναιρεῖτε καί τήν δυνητική ἔστω ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Δυστυχῶς μὲ ὅσα ἰσχυρίζεσθε εἶναι σίγουρο ὅτι τὴν ἔχετε καταργήσει, προκειμένου νά γίνουν τά ἄνω κάτω στήν Ἐκκλησία.
Ἐδῶ ἐπιτέλους, ὅμως, ἀναφέρετε καί ἕνα Κανόνα καί γράφετε τά ἑξῆς: «Στούς πιστούς αὐτούς, πού θά φθάσουν σέ μιά τέτοια κατάσταση πλάνης καί ὑπερηφανείας ἁρμόζει ὁ λόγος τοῦ ΞΔ' (64ου) Κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου: “Τί σεαυτόν ποιεῖς ποιμένα, πρόβατον ὤν;”».
Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς δεικνύετε ὅτι δέν ἔχετε κατανοήσει τήν ἀποτείχισι καί τόν σκοπό της. Ὁ σκοπός λοιπόν τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ προσωπική διασφάλισις τοῦ κάθε πιστοῦ μέχρις ὅτου συνέλθει ἡ Σύνοδος καί βάλει τά πράγματα στή θέσι των. Αὐτό ἐσεῖς, δυστυχῶς, τό ὀνομάζετε στό σημεῖο αὐτό «κατάστασι πλάνης καί ὑπερηφανείας». Προφανῶς ἡ ἀπλανής καί ταπεινή κατάσταση εἶναι ἡ συμπόρευσις τοῦ κάθε πιστοῦ μέ τήν αἵρεσι μέχρι νά συνέλθη ἡ Σύνοδος.
Ὁ Κανόνας αὐτός πάλι τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς πού ἀναφέρατε, τί σχέσι ἔχει μέ τό ὑπό ἐξέτασιν θέμα τῆς αἱρέσεως; Ἔχει κάποια λογική συνάφεια; Δὲν κατανοεῖτε ὅτι αὐτός ἀναφέρεται στούς λαϊκούς, αὐτούς πού διδάσκουν δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας, καί τρόπον τινά προαρπάζουν τό διδακτικό ἀξίωμα τῶν Ἐπισκόπων καί ἱερέων; Ἐσεῖς βεβαίως τόν προσαρμόσατε καί τόν συρράψατε καί διά τά θέματα τῆς πίστεως.
Ἀπό ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρατε, πατέρες, φαίνεται ὅτι ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, ἐσεῖς τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖτε, εἶναι νά ὑπάρχη τάξις καί ἡσυχία στήν Ἐκκλησία, νά βασιλεύη ὁ συνοδικός θεσμός, νά μήν γινώμεθα κριτές τῆς ἀκεραιότητος τῆς πίστεως τοῦ Ἐπισκόπου, κι ἡ ἀκεραιότητα τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως ἄς γίνει κομμάτια! Προφανῶς γιά νά διευκολύνωνται οἱ Οἰκουμενιστές εἰς τό ἔργο τους καί νά μήν ἀντιμετωπίζουν προβλήματα.
Φαίνεται ἐν συνεχείᾳ εἰς τά γραφόμενά σας, ὅτι σᾶς ἐνοχλεῖ ἡ ἀντίληψις περί τῆς «ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως». Γράφετε συγκεκριμένα στήν σελ. 13 τά ἑξῆς: «Κάτι ἀνάλογο μέ τήν παραπάνω φράση θέλει νά ἐκφράσει ὁ π. Εὐθύμιος, ὅταν ὁμιλεῖ περί τῆς “ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως”. Μέ τήν φράση αὐτή θέλει νά δηλώσει ὅτι τό ἔνστικτο τοῦ κάθε πιστοῦ καί ὄχι ἡ γνώμη καί ἡ κρίσις πνευματικῶν ἀνδρῶν καί θεοφόρων Πατέρων, καλεῖται νά γίνει κριτής καί ὁδηγός στήν ἀποτείχιση καί ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο».
Καί ἀφοῦ ἀπαριθμεῖτε τά κείμενά μου εἰς τά ὁποῖα ὁμιλῶ διά τό θέμα αὐτό, καταλήγετε ὡς ἑξῆς: «Ἡ ἀντίληψις αὐτή εἶναι καινοφανής καί ξένη πρός τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι οὐδείς Ἱερός Κανών ὁμιλεῖ περί “ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως”. Μία τέτοια θεώρηση καί ἀντιμετώπιση, πού βασίζεται στό ἔνστικτο, οὐσιαστικά καταργεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες, τό Πηδάλιο καί τίς Ἅγιες Συνόδους, ὁδηγεῖ σέ προτεσταντικές νοοτροπίες, ὅπου ὁ κάθε πιστός γίνεται ὁ ἴδιος ἡ Παράδοση, ἡ Ἐκκλησία.  Κάθε πιστός γίνεται ἕνας Πάπας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ἀποφασίζει σέ θέματα πίστεως, χωρίς νά δεσμεύεται ἀπό κανένα καί ἀπό πουθενά».
Εἶναι ὁλοφάνερο, πατέρες, πέραν τοῦ ὅτι πάλι καταθέτετε ἀμάρτυρες καί ἀστήρικτες ἀπόψεις, ὅτι ἐσεῖς, ὅταν στό τιμόνι τοῦ πλοίου εὑρίσκεται ἕνας τυφλός καί τό κοπάδι τῶν προβάτων τό καθοδηγεῖ ἕνας λύκος, μπορεῖτε νά εἶστε ἥσυχοι καί ἀμέριμνοι καί νά μήν ἀντιδρᾶτε ὡς ἐξ ἐνστίκτου ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπερχομένου κινδύνου. Καί φαίνεται, ἐπιπροσθέτως, ὅτι, τήν ὕπαρξι τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν θεωρεῖτε ὡς κάτι ἁπλό καί φυσιολογικό, μολονότι ἀποκαλέσατε τόν Οἰκουμενισμό παναίρεσι. Ἡ ἐξ ἐνστίκτου λοιπόν ἀποτείχισις εἶναι ἡ προσωπική ἀσφάλεια τοῦ κάθε πιστοῦ, ὅταν ἡ Σύνοδος δέν συνέρχεται γιά  νά καταδικάση τήν αἵρεσι.
Αὐτήν λοιπόν τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι ποὺ ἐσεῖς ἀπορρίπτετε,  τήν διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ Μ. Φώτιος, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πρόεδρος τῆς Συνόδου ἡ ὁποία  ἐθέσπισε τόν ὑπό ἐξέτασιν Κανόνα. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως· ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους» (ΕΠΕ 12,400,31).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος, προκειμένου γιά τήν φυγή ἀπό τόν αἱρετικό ποιμένα, χρησιμοποιεῖ τήν λέξι «ἀποπηδῶ». Ἡ λέξις αὐτή στό λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἔχει τίς ἑξῆς ἔννοιες: «πηδῶ ἀπό τινός, καταλείπω, ἀποσκιρτῶ, ἐξέρχομαι ἀπό τήν φυσικῆς μου θέσεως, τρέχω πηδῶν, τινάσσομαι ἐπάνω ἤ ὀπίσω». Στό οὐσιαστικό ἐπίσης «ἀποπήδησις» ἔχει τίς ἔννοιες: «τίναγμα πρός τά ὀπίσω ἤ πρός τά ἄνω, ὡς ὅταν ρίψῃς σφαίραν μεθ’ ὁρμῆς ἐπί τοῦ ἐδάφους ἤ ὡς ὅταν δύο σώματα συγκρουόμενα τινάσσονται ὀπίσω». Ἡ λέξις αὐτή λοιπόν, πατέρες, καθώς καί ἡ παρομοίωσις τοῦ αἱρετικοῦ ποιμένος μέ τόν λύκο, ποῦ ἄραγε ὁδηγοῦν; Ἤ μήπως δίδουν περιθώρια ἄλλης ἑρμηνείας πέραν τῆς ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως;
Τό ἴδιο γιά τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀπομάκρυνσι ἀναφέρει καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος παρομοιάζει τούς  αἱρετικούς μέ φίδια. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Φύγωμεν οὖν τούς τάς πατρικάς ἐξηγήσεις μή παραδεχομένους, ἀλλά παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τά ἐναντία, καί τάς μέν ἐν τῷ γράμματι λέξεις περιέπειν ὑποκρινομένους, τήν δέ εὐσεβῆ διάνοιαν ἀπωθουμένους· καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως. Ὁ μέν γάρ ἐνδακών τό σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καί προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τά εὐσεβῆ καί σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (ΕΠΕ, 10,356).
 Οἱ ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου «...καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως» καί ἐπίσης «Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει», τί ἄλλο μπορεῖ νά σημαίνουν παρά τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι; Πῶς ἀπομακρύνεται κάποιος ἀπό ἕνα φίδι; Περιμένει ἄραγε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου ἤ μήπως κυττάζει, ὅπως ἀναφέρετε, νά μήν κρίνη τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τοῦ κάθε Ἐπισκόπου; Καί ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος τονίζει ὅτι ἡ παραμονή μας κοντά στούς αἱρετικούς μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό «οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὁδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς».
Δέν μπορῶ ὅμως εἰλικρινά πατέρες, νά κατανοήσω τό πῶς σᾶς ἐνοχλεῖ ἡ ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισις καί δέν σᾶς ἐνοχλεῖ ἡ παραμονή κοντά στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Ἐπίσης, πῶς ἀναφέρετε ὅτι ἡ στάσις αὐτή τῶν πιστῶν «εἶναι καινοφανής καί ξένη πρός τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας» ἐνῶ ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία πουθενά δέν διδάσκεται ἀπό τούς Ἁγίους, εἶναι γιά σᾶς προφανῶς ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας.
 (Συνεχίζεται)