Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Απάντηση προς τὸν κ. Βασ. Κερμενιώτη, του π. Ευθ. Τρικαμηνά, Α΄ μέρος

                                           Πρὸς
«Πατερικὴ Παράδοση»

AΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΕ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ Κ. Β. ΚΕΡΜΕΝΙΩΤΗ

ΑΠΟ ΤΟΝ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Κοινοποίηση: Ἱ. Μητρ. Πειραιῶς, aktines.blogspot.com, apotixisi.blogspot.gr

Τήν 18 Δεκεμβρίου ἀναρτήθηκε κατά πρῶτον στό ἱστολόγιο aktines καί στή συνέχεια καί σέ ἄλλα ἱστολόγια, ἄρθρο τοῦ κ. Βασίλειου Κερμενιώτη μέ τίτλο: «Συνετή και επιβεβλημένη η αναδίπλωση του Πειραιώς για την Ημερίδα περί Αποτειχίσεως». Τό ἄρθρο ἀναφερόταν διά πολλῶν καί στόν ἱερομόναχο π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ὁ ὁποῖος, ἐλλείψει χρόνου λόγῳ τῶν αὐξημένων ποιμαντικῶν ὑποχρεώσεων κατὰ τίς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν, δέν μπόρεσε τότε νά ἀπαντήσει.  Αὐτές τίς ἡμέρες μᾶς ἔδωσε τήν ἀπάντηση, τὴν δακτυλογραφήσαμε καί σᾶς τήν ἀποστέλλουμε πρός δημοσίευση, ὥστε νά ἀκουστεῖ καὶ ὁ λόγος τῆς ἄλλης πλευρᾶς, ὅπως ἡ δημοσιογραφική (πολλῷ μᾶλλον ἡ χριστιανική) δεοντολογία ἀπαιτεῖ.
  
Ὀρθόδοξος Χριστιανικός Ἀγωνιστικός Σύλλογος
«Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης»





(Α΄ μέρος τῆς ἐπιστολῆς)

Ἀγαπητέ ἀδελφέ Βασίλειε, χαῖρε ἐν Κυρίῳ.
 
Χαίρομαι πού ἐπικοινωνῶ μαζί σου ὕστερα ἀπό τήν κοινοποίησι πρός ἐμένα τοῦ κειμένου σου μέ τίτλο «Συνετή καί Ἐπιβεβλημένη ἡ “ἀναδίπλωση” τῆς μητροπόλεως Πειραιᾶ ὡς πρός τήν διοργάνωση Ἡμερίδας μέ θέμα τήν Ἀπoτειχίση». Εἶμαι ὑποχρεωμένος ὕστερα ἀπό τίς ἑορτές νά ἀπαντήσω, διότι θίγεις σοβαρά ἐκκλησιολογικά θέματα καί μάλιστα ἔχοντα σχέσι μέ τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας καί τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι σ’ αὐτήν. Πρίν τίς ἑορτές, ἦτο ἀδύνατον νά ἀσχοληθῶ μέ τέτοια θέματα, ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπιφορτισμένου μου προγράμματος (κυρίως ἐξομολογήσεως).
Εἶναι ἀδύνατον, ξεκινώντας τήν ἀπαντητική ἐπιστολή μου, νά μήν ἐνθυμηθῶ τό ἐπεισοδιακό γεγονός τῆς πρώτης μας συναντήσεως. Σέ εἶδα γιά πρώτη φορά στό ναό τῶν Νεομαρτύρων τῆς Πτολεμαΐδος σέ μία ὁμιλία πού ὠργάνωσε ἡ Μητρόπολις Φλωρίνης περί τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἐθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης. Ἦταν προσκεκλημένος ὁ Ἁγιορείτης μοναχός π. Μάξιμος Ἠβηρίτης.
Ἐγώ εἶχα ἔλθει γιά νά ἀκούσω, μήπως ὁ ὁμιλητής εἶχε νά καταθέση κάτι ἀξιόλογο ὑπέρ τῆς ἁγιότητος τοῦ Σμύρνης, γιά τό ὁποῖο ἔπρεπε νά ἐνημερωθῶ, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι εἶχα ἀσχοληθῆ εἰδικά μέ τόν ἐν λόγῳ Ἐθνομάρτυρα. Ἐσύ λοιπόν, στό τέλος τῆς ὁμιλίας, ἄν ἐνθυμοῦμαι καλά, ἔκανες παρέμβασι καί ἔνστασι στόν ὁμιλητή καί ὁ Δεσπότης τότε ἆρον-ἆρον μέ τό «δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν...» ἔκλεισε βιαστικά το θέμα. Μετά εἰσῆλθες στό ἱερό καί συνέχισες νά μάχεσαι ὡς λέων ἐναντίον ὅλου τοῦ ἱερατείου καί τοῦ Ἐπισκόπου, ὁμολογώντας εὐθαρσῶς τά πιστεύω σου γιά τήν ἐν λόγῳ ἁγιοποίησι. Ἐγώ τότε δέν σέ βοήθησα, διότι δέν ἤθελα νά φανῶ ὅτι μεροληπτῶ ὡς συγγραφέας τοῦ βιβλίου, τό ὁποῖο ἐκρατοῦσες καί ἐπεδείκνυες στό ἱερατεῖο. Χαιρόμουν ὅμως τήν ὁμολογία σου ἐνώπιον ὅλων καί, ὅταν ἐπέστρεψα, ἐνθυμοῦμαι ὅτι συνεχῶς τήν ἐκθείαζα στούς ἀδελφούς δημοσίως καί ἰδιωτικῶς.
Μέ αὐτήν λοιπόν τήν πρώτη ἀρίστη ἐντύπωσι ἤμουν καί ἐξακολουθῶ νά εἶμαι γιά σένα, ἔστω καί ἄν φανῆ στήν τωρινή μας ἀντιπαράθεσι ὅτι διαφωνοῦμε σέ κάποια ἐκκλησιολογικά ζητήματα. Ἄλλωστε καί ἀπό τήν διαφωνία καί ἀπό τόν ἔλεγχο καί ἀπό τήν ἀντιπαράθεσι μπορεῖ νά βγῆ μεγάλο καλό, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀγαθή προαίρεσις. Αὐτή τήν ἀγαθή προαίρεσι τήν θεωρῶ δεδομένη καί ἀπό τίς δύο πλευρές καί ἔτσι ξεκινῶ μετά, ἀπό αὐτήν τήν εἰσαγωγή, τήν ἀναφορά μου στά θέματα τά ὁποῖα ἔθιξες.
Κατ’ ἀρχάς δέν θά ἀσχοληθῶ μέ διάφορες ἐκφράσεις τίς ὁποῖες θεωρεῖς ὅτι εἶναι ὑβριστικές ἤ ὑποτιμητικές ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς ἤ τῶν ἀντιοικουμενιστῶν πατέρων. Καί δέν θά ἀσχοληθῶ μέ ὅλα αὐτά, διότι
ἀφ’ ἑνός μέν κάποιες ἐκφράσεις δέν ἀποτελοῦν τήν οὐσία τῆς ὑποθέσεως, ἐφ’ ὅσον ἔχομε ἐκκλησιολογικές διαφορές καί σοβαρές τοποθετήσεις διά τό δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ αἱρέσεως, καί ἀφ’ ἑτέρου, ἐπειδή ἐδῶ οἱ ἀπόψεις δυνατόν νά διΐστανται καί ὁ ἕνας νά ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτά εἶναι ὕβρεις κλπ. καί ὁ ἄλλος νά λέγη ὅτι αὐτά εἶναι ἐκφράσεις πού δηλώνουν τήν πραγματικότητα, ὅπως γιά παράδειγμα δέν εἶναι ὕβρις ὅταν κάποιον, ἐφ’ ὅσον κλέβη, τόν ὀνομάσεις κλέπτη. Ἄλλωστε ποτέ μέχρι τώρα δέν ἀσχολήθηκα μέ λεκτικές λεπτομέρειες, τήν στιγμή μάλιστα πού κι ἐμένα μέ ἔχουν ὀνομάσει αἱρετικό, σχισματικό, ἔχοντα ψυχολογικά προβλήματα, δημιουργό σεκτῶν κλπ.
Ἄν πάντως κάτι ἀπευθύνθηκε σέ σένα καί τό θεωρεῖς ὑβριστικό νά μᾶς τό ἀναφέρης γιά νά σοῦ ζητήσωμε συγνώμη. Ἄν πάλι οἱ ἐκφράσεις ἀφοροῦν ἄλλους, ἄς ἐπιληφθοῦν ἐκεῖνοι τοῦ θέματος τῆς προστασίας των, διότι νομίζω δέν εἶναι τοῦ Νηπιαγωγείου, ὥστε νά θέλουν προστάτες καί κηδεμόνες. Νομίζω ὅμως ἐν τέλει ὅτι, ἄν μείνωμε στήν οὐσία τοῦ θέματος, μποροῦμε νά εὕρωμε τήν ἄκρη, ἐφ’ ὅσον πάντοτε ὑπάρχη ἡ ἀγαθή προαίρεσις πού προανέφερα, διότι ἐδῶ ἔχομε ὁδηγούς τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Θά ἀρχίσω λοιπόν τήν ἀναφορά μου ἀπό τήν ἀντιπαράθεσί μου μέ τούς πατέρες τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, διότι καί ἐσύ στό κείμενό σου ἔκανες ἐκτενῆ ἀναφορά τοποθετούμενος ἐμφανῶς ὑπέρ τῆς Μητροπόλεως.
Γνωρίζεις, ἀδελφέ Βασίλειε, ὅτι ἔγραψα ἕνα μικρό βιβλίο μέ κύριο θέμα τό ὑποχρεωτικό τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί ἁγ. Φωτίου στήν περίπτωσι τῆς δημοσίας καί Συνοδικῆς κηρύξεως αἱρέσεως ἐκ μέρους τῶν Ἐπισκόπων. Εἰς αὐτό τό βιβλίο ἔκαναν, οἱ πατέρες τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, μία κριτική μελέτη καί μέ τόν τρόπο τους καί κατά τήν δύναμί των προσπάθησαν νά ἀναιρέσουν τίς θέσεις πού ὑπεστήριζα στό προαναφερθέν βιβλίο μου.
Αὐτό πού ἔκαναν οἱ πατέρες τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς κατά βάθος ἦτο πολύ καλό, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά ἀκουσθοῦν ὅλες οἱ ἐνστάσεις καί ἀφ’ ἑτέρου νά ἰδοῦμε ποῦ στηρίζονται καί, ὡς ἐκ τούτου, νά ἀποδειχθῆ ἄν δύνανται νά κλονίσουν ἤ νά καταρρίψουν τίς θέσεις τοῦ βιβλίου.
Ἔδιδε δέ ἐπιπλέον τήν δυνατότητα νά διευκρινισθοῦν καί ἀναλυθοῦν ἐπιμελέστερα πολλά σημεῖα τοῦ βιβλίου, εἰς τρόπον ὥστε κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης νά δύναται νά τοποθετηθῆ ἀφόβως ἐπί τῶν σοβαροτάτων αὐτῶν θεμάτων τῆς πίστεως.
Ὅπως καταλαβαίνεις ἤμουν ὑποχρεωμένος νά ἀπαντήσω στήν κριτική μελέτη τῶν πατέρων, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θά ἐλογίζετο ὅτι ἀποδέχομαι τήν ὀρθότητα τῆς μελέτης αὐτῆς καί, ἤ θά ἔπρεπε εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι νά ἀποσύρω τό βιβλίο καί νά ζητήσω συγγνώμη, διότι ἔγινα αἰτία σκανδάλου τῶν Ὀρθοδόξων, ἤ νά ἀδιαφορήσω γιά τήν κριτική αὐτή μελέτη καί νά ἀφήσω νά αἰωροῦνται ἀμφιβολίες δι’ αὐτά τά σοβαρά θέματα, πρᾶγμα ἀκόμη χειρότερο.
Ἡ βασική θέσις τῶν πατέρων, ὅπως γνωρίζεις ἀδελφέ Βασίλειε, ἦταν ὅτι ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας δέν εἶναι ὑποχρεωτικός ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ἀλλά δυνητικός. Τό βασικό ὅμως μειονέκτημα τῆς κριτικῆς αὐτῆς μελέτης ἦταν ὅτι ἐστηρίζετο ἀπολύτως καί ἀποκλειστικῶς στόν ὀρθολογισμό καί, σέ ὁλόκληρη τήν μελέτη, δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα ἁγιογραφικό ἤ πατερικό χωρίο, τό ὁποῖο νά κατοχυρώνη κάπως τίς ἀπόψεις τῶν πατέρων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Εἶναι νομίζω ἄκρως λυπηρό καί ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνο νά ἀναιροῦμε ἁγιογραφικά χωρία, ἱερούς Κανόνες καί διδασκαλίες τῶν Ἁγίων μέ συλλογισμούς καί ὑποθέσεις νοησιαρχικούς, προκειμένου νά στηρίζωμε μία θεωρία ἕωλη καί τελείως ἀντιπατερική. Μάλιστα οἱ πατέρες στήν κριτική τους μελέτη, τό κεφάλαιο τοῦ βιβλίου, στό ὁποῖο ἀναιροῦσα τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, τό προσπέρασαν τελείως ἀσχολίαστο, ἐνῶ δι’ αὐτούς ἀποτελοῦσε τό μῆλο τῆς ἔριδος καί θά ἔπρεπε λογικά μέ αὐτό νά ἀσχοληθοῦν περισσότερο. Στήν περίπτωσι δέ πού ἐγώ παρερμήνευα καί διέστρεφα τά ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία, πάλι οἱ πατέρες θά ἔπρεπε μέ τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία νά ἀποδείξουν τήν πλάνη μου. Ἔτσι νομίζω ὅτι ἡ μελέτη των θά ἦτο ὀρθόδοξος καί θά ὠφελοῦσε καί αὐτούς πού θά τήν μελετοῦσαν.
Τελικῶς ὅταν ἔστειλα τήν ἀπάντησί μου στήν κριτική τους μελέτη, οἱ πατέρες τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, ἐπειδή ἔλαβαν (ἴσως ἀπό λάθος) πρῶτα τήν εἰσαγωγή, ἄρχισαν πάλι νά ἀπαντοῦν δευτερολογώντας στήν ἀπάντησί μου. Αὐτό πιθανόν νά ἔγινε ἐπειδή ἡ ἀπάντησίς μου στήν κριτική των μελέτη, λόγῳ τοῦ μεγέθους, ἐδημοσιεύετο τμηματικά.
Ὅταν ἐγώ διεπίστωσα, ἀπό τήν ἀπάντησί των στήν εἰσαγωγή τῆς δικῆς μου, ὅτι ἀπαντοῦν πάλι μέ τόν ἴδιο τρόπο τοῦ ὀρθολογισμοῦ, χωρίς κανένα ἁγιογραφικό ἤ πατερικό ἐπιχείρημα, στόν ἐπίλογο πού τότε ἔγραφα, τούς ἐζήτησα νά σταματήση αὐτός ὁ τρόπος τῆς ἀντιπαραθέσεως, διότι θά μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε ἐπί ἔτη χωρίς ἀποτέλεσμα, καί νά θέτη ἡ κάθε πλευρά συγκεκριμένες ἐρωτήσεις, στίς ὁποῖες θά ἀπαντᾶ ἡ ἄλλη πλευρά καί ἐν συνεχείᾳ θά θέτη ἀνάλογες ἐρωτήσεις ἡ πλευρά πού ἀπήντησε, καί θά ἀπαντᾶ ἡ ἄλλη. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο θά ἀπαντοῦσε ἡ κάθε πλευρά ἐπι συγκεκριμένων θεμάτων καί θά ἀπεφεύγετο τό νά ἀπαντοῦμε ἐκεῖ ὅπου μᾶς ἐξυπηρετεῖ ἀπό ὅλο τό κείμενο καί νά ἀποφεύγωμε αὐτά τά ὁποῖα μᾶς δυσκολεύουν. Ἐπίσης ἡ κάθε πλευρά θά ἐπεσήμαινε τίς ἀδυναμίες τῆς ἄλλης, ἀπό τά κείμενα πού ἤδη ἀντιπαρατέθηκαν καί θά ἔκανε ἀνάλογες ἐρωτήσεις ἐπ’ αὐτῶν. Τόν τρόπο αὐτῶν τῶν ἐρωτήσεων καί ἀπαντήσεων τόν βλέπομε νά τόν χρησιμοποιοῦν καί οἱ Πατέρες καί μάλιστα ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στούς ἀντιρρητικούς λόγους κατά τῶν εἰκονομάχων. Γιά νά ξεκινήση δέ αὐτός ὁ τρόπος πού ἐπρότεινα, ἔθεσα στόν ἐπίλογο τῆς ἀπαντήσεώς μου δύο ἐρωτήσεις, γιά τίς ὁποῖες ἐζητοῦσα ἀπάντησι ἀπό τούς πατέρες.
    Εἰς αὐτήν λοιπόν τή φάσι τοῦ διαλόγου, ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως, μοῦ ἀνεκοίνωσαν οἱ πατέρες τήν ὀργάνωσι ἡμερίδος ἐκ μέρους τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς μέ θέμα τό ὑποχρεωτικό ἤ δυνητικό τοῦ ΙΕ΄Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, εἰς τήν ὁποία θά ἤμουν κι ἐγώ ἕνας ἐκ τῶν εἰσηγητῶν. Δέν σοῦ κρύβω ἀδελφέ Βασίλειε, ὅτι ἐγώ ἐδῶ, ὡς ἐμπαθής καί ἁμαρτωλός, εἶδα σκοπιμότητα καί ἀπάτη, προκειμένου νά ἀποφύγουν οἱ πατέρες τίς ἀπαντήσεις τίς ὁποῖες ἐζητοῦσα. Δηλαδή, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐγώ ἐζητοῦσα ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, οἱ πατέρες μετέφεραν τό θέμα στήν ἡμερίδα, στήν ὁποία ἐγώ θά ἤμουν ἕνας εἰσηγητής μεταξύ τῶν πολλῶν καί φυσικά θά ἴσχυε ἡ πατερική ρῆσις «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω», τήν στιγμή μάλιστα κατά τήν ὁποία ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά θά εὑρίσκοντο καθηγητές Πανεπιστημίου καί μεγαλόσχημοι κληρικοί. Ἄλλωστε, τί θά ἐστοίχιζε στούς πατέρες νά ἀπαντοῦσαν πρῶτα στίς ἐρωτήσεις μου καί κατόπιν νά ἀνεκοίνωναν τήν ὀργάνωσι τῆς ἡμερίδος; Ἡ ἀπάντησις δέ πού ἐζητοῦσα δέν ἦταν νά συντάξουν καμμιά εἰδική μελέτη, ἀλλά ἁπλῶς νά προσκομίσουν δύο-τρία ἁγιογραφικά καί ἄλλα τόσα πατερικά χωρία, τά ὁποῖα νά συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Αὐτά ἄλλωστε τά χωρία θά ἔπρεπε νά τά ἔχουν ὑπ’ ὄψιν των, πρίν κἄν ξεκινήσουν τήν κριτική μελέτη στό βιβλίο μου, διότι εἶναι ἀδιανόητο νά συντάξη κάποιος κάποια κριτική μελέτη στηριζόμενος ἀποκλειστικά καί μόνο στόν ὀρθολογισμό. Ἀλλά καί στήν συνέχεια, πού τούς ἐπίεσα τροπόν τινά νά ἀπαντήσουν στίς δύο ἐρωτήσεις πού ὑπέβαλα, ἀπήντησαν ὅτι ἐπιφυλάσσονται νά ἀπαντήσουν μετά τήν ἡμερίδα.
Ὅλα αὐτά σοῦ τά ἐξιστόρησα λεπτομερῶς, ἀδελφέ Βασίλειε, διά τρεῖς λόγους.
1) Διά νά μοῦ ἀναφέρης τήν γνώμη σου, ἄν δηλαδή ἐσύ βλέπεις ἤ ὄχι σκοπιμότητα καί ὑπεκφυγή ἐκ μέρους τῶν πατέρων, ὁπότε νά βεβαιωθῶ κι ἐγώ ἄν τούς ἔκρινα ἤ κατέκρινα ἐμπαθῶς ἤ ὄχι.
2) Μήπως ἐσύ μπορεῖς νά ἀπαντήσης στίς ἐρωτήσεις πού ἔθεσα στούς πατέρες (μάλιστα τούς ἀνέφερα ὅτι θά τίς ἔθετα καί στήν ἡμερίδα καί θά ἐζητοῦσα ἀπάντησι ἀπό τούς εἰσηγητές), ὁπότε θά συνδράμης ἀφ’ ἑνός μέν τούς πατέρες (τίς θέσεις τῶν ὁποίων ὑπερασπίζεσαι ἀπόλυτα), ἀφ’ ἑτέρου δέ εἰς τό νά κατοχυρωθῆ ἁγιογραφικά καί πατερικά ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος καί νά μήν εἶναι ἕωλη κι ἀστήρικτη καί
3) Θά ἤθελα νά σέ παρακαλέσω, ἀφοῦ λάβεις ὅλα τά κείμενα, τά δικά μου καί τῶν πατέρων, νά ἀποφανθῆς ὡς τρίτος καί ἀμερόληπτος κριτής, γιά τό ποῦ ὑπάρχει τό δίκιο, μιά κι ἡ ἡμερίδα, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, δέν πρόκειται νά γίνη, παρά τόν ἀντίθετο ἰσχυρισμό τῶν πατέρων, οἱ δέ πατέρες φαίνονται τελείως ἀπρόθυμοι γιά οἱαδήποτε συνέχισι τοῦ διαλόγου, ὁπότε θά ἀποδειχθῆ ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι ἡ κριτική μελέτη ἦταν, ὄχι μόνον σκόπιμη, ἀλλά καί κατευθυνόμενη καί, μάλιστα, συντάχθηκε μέ εἰδικό σκοπό. Αὐτά ἐπί τοῦ θέματος τούτου, εἰς τό ὁποῖο ἐπλατείασα διότι καί ἐσύ, στήν κοινοποιηθεῖσα ἐπιστολή σου, ἀναφέρεσαι ἐκτενῶς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.