Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Μολυσμός των Μυστηρίων, π. Ευθ. Τρικαμηνά





Τόν τελευταῖο καιρό κάποιοι ἀδελφοί κατέθεσαν ἀπορίες καί ἀμφισβητήσεις γιά τό θέμα τοῦ μολυσμοῦ τῶν μυστηρίων ἐξ αἰτίας τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων, κατά τήν τέλεσί των.
Ἡ βασική πρότασις πού προσάγουν ὡς ἐπιχείρημα εἶναι τό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀπαθής καί δέν μολύνεται ὁ,τιδήποτε καί ἄν ἐμεῖς κάνουμε, ὅσο καί ἄν προσπαθήσουμε νά τόν μολύνουμε. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πάντοτε τό ἴδιο, ὅσο αἱρετικός καί ἄν εἶναι ὁ μνημονευόμενος Ἐπίσκοπος καί δέν εἶναι δυνατόν οἱ πιστοί νά μεταλάβουν μολυσμένο σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ.

Νομίζω, κατ’ ἀρχάς, ὅτι δέν εἴμεθα ἐμεῖς οἱ ὑπεύθυνοι νά ἑρμηνεύωμε αὐτά πού διδάσκουν οἱ Ἅγιοι παρά μόνο νά τά ἀναφέρουμε καί, φυσικά, νά τά τηροῦμε. Ἐμεῖς θά ἔπρεπε νά ἐλεγχθοῦμε, ἄν διδάξουμε κάτι τό ὁποῖο δέν ἐδίδαξαν οἱ Ἅγιοι ἤ, ἄν αὐτό πού ἐδίδαξαν, δέν τό τηρήσουμε. Συμβαίνει λοιπόν στίς ἡμέρες μας τό ἑξῆς λυπηρό καί τραγικό. Ἐνῶ οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί, καί ἔχοντες τά ἀνώτατα ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα, διαρκῶς καί κατ’ ἐξακολούθησι παραβαίνουν βασικές εὐαγγελικές ἐντολές, ἱερούς Κανόνες καί διδασκαλίες τῶν Ἁγίων καί μάλιστα γιά τά θέματα τῆς πίστεως, δέν ἐλέγχονται ἀπό τούς πιστούς, οὔτε οἱ Ὀρθόδοξοι (κλῆρος καί λαός) ἐφαρμόζουν αὐτά πού διακελεύονται οἱ Γραφές, οἱ Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι πρός προστασίαν των καί παραμονή των εἰς τήν Ἐκκλησία. Ὅταν ὅμως, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἐμεῖς φανεῖ κάπου ὅτι παρανομοῦμε ἤ διαστρέφουμε τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἤ, τό χειρότερο, ὑπερβοῦμε τά ὅρια εἰς τά ὁποῖα μᾶς ἐδίδαξαν νά κινούμεθα, τότε ὅλοι ὁμοθυμαδόν ἀσκοῦν ἔλεγχο καί κριτική καί εἶναι ἕτοιμοι νά μᾶς τοποθετήσουν στά τάρταρα.
Ὁ ἀπώτερος σκοπός των, προφανῶς, εἶναι νά ἀκυρώσουν τήν πατερική ὁδό τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς καί, φυσικά, νά ἀκολουθήσουν ἡσύχως τήν ὁδό τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος. Εἶναι βέβαια στίς ἡμέρες μας δύσκολο νά ἐλέγχης τούς μεγάλους καί ἰσχυρούς, δι’ εὐνοήτους λόγους, ἐνῶ τούς μικρούς καί ἀσήμαντους δύνασαι ἀνά πᾶσαν στιγμή νά τούς ἐλέγχης.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἄς μᾶς ἀναφέρουν οἱ ἔχοντες τά ἀξιώματα καί τάς περγαμηνάς καί κατέχοντες τάς πανεπιστημιακάς θεολογικάς θέσεις τί ἐννοοῦν οἱ Ἅγιοι, ὅταν ἀναφέρουν ὅτι μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου μολύνεται τό μυστήριο. Διότι δέν τό ἀναφέρει αὐτό μόνον ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος ἀκολουθοῦσε ἐπακριβῶς τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί ὅ,τι ἔλεγε τό ἐστήριζε στίς Γραφές καί στούς Ἁγίους, ἀλλά τό ἀναφέρουν (στήν δογματική τους ἐπιστολή πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄) καί οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες οἱ ἐπί Βέκκου μαρτυρήσαντες. Οἱ Πατέρες μάλιστα αὐτοί χρησιμοποιοῦν τά ἴδια τά λόγια τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τόν μολυσμό τῶν μυστηρίων μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου.

Αὐτό βέβαια ἀποτελεῖ καί μία κατοχύρωσι τῶν λόγων τοῦ ὁσίου, καί μία ἀπόδειξι γιά τό ὅτι, αὐτή ἡ διδασκαλία, ἀποτελοῦσε τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἡ ἐπιστολή αὐτή ἀναφέρεται καθαρά στήν μοιχειανική αἵρεσι, τήν ὁποία κατανομάζει καί γιά τήν ὁποία διδάσκει ὁ ὅσιος νά μήν μνημονεύωμε τούς μοιχειανούς αἱρετικούς διά νά μή μολυνθῆ τό μυστήριο.
Ἄν ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ὁσίου ἀνεφέρετο στήν εἰκονομαχία, θά ἠδύναντο εὔκολα νά τήν ἀθετήσουν οἱ σημερινοί Ἀντιοικουμενιστές, λέγοντας πχ. ὅτι ὁ ὅσιος ὁμιλοῦσε γιά μία καταδικασμένη ὑπό Συνόδου αἵρεσι, καί μάλιστα Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ἄρα, γιά νά ἰσχύη ὁ μολυσμός τῶν μυστηρίων, πρέπει πρῶτα νά καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τώρα βέβαια πού ὁ ὅσιος ὁμιλεῖ γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι οἱ Ἀντιοικουμενιστές προσπερνοῦν τήν διδασκαλία
αὐτή ἀσχολίαστα καί ἀνώδυνα, ὅπως καί ὅλες τίς διδασκαλίες τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων πού ὁμιλοῦν γιά ἄμεση ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς.
Οἱ Οἰκουμενιστές ἀσφαλῶς δέν ἔχουν κανένα πρόβλημα εἰς αὐτό τό σημεῖο, διότι αὐτοί δέν πιστεύουν οὔτε σέ Γραφές οὔτε σέ Ἁγίους, ἀλλά μόνο στήν προαγωγή καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως, ἐπειδή εἶναι δοῦλοι τῆς ἐξουσίας καί τοῦ ἰδίου ἀξιώματός των.
Ἐρχόμενοι ἐν συνεχείᾳ στό καθ’ ἑαυτό θέμα, τοῦ μολυσμοῦ τοῦ μυστηρίου ἐκ τῆς ἀναφορᾶς καί μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου (σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου) πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι ὁ ὅσιος ὁμιλεῖ σαφῶς γιά μή καταδικασμένη αἵρεσι καί γιά μή καταδικασμένο αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Αὐτό ἀποδεικνύεται πασιφανῶς ἀπό τήν συγκεκριμένη ἀναφορά τοῦ ὁσίου, ὀλίγο ἀνωτέρω τῆς ἀναφορᾶς του περί μολυσμοῦ τοῦ μυστηρίου: «Γνωστόν δέ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησία κατακρατοῦσα τῶν μοιχειανῶν ἐστί». (Φατοῦρος 553,847,31-P.G. 99, 1669Α). Αἵρεσις διά τόν ὅσιο εἶναι πέρα τῶν ἄλλων καί ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις ἤ ἀλλοίωσις ἔστω καί μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς.
Ὀλίγο ἀκόμη ἀνωτέρω στήν ἴδια ἐπιστολή ὁ ὅσιος, διδάσκοντας τήν σπαθαρέα Μαχαρᾶ πότε κάποιος δέν πρέπει νά μεταλαβαίνη,  ἀναφέρει τά ἑξῆς σημαντικά καί ἀναγκαῖα γιά τήν κατανόησι τοῦ θέματος τοῦ μολυσμοῦ τοῦ μυστηρίου: «Εἰ δέ διακρίνεται αὖ πάλιν δι’ αἵρεσιν τοῦτο ἀναγκαῖον· τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον ἀλλοτριοῖ θεοῦ καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ».
Ἐδῶ πάλι ὁ ὅσιος ὁμιλεῖ γιά αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν καταδικαστῆ ἀλλά ἐκινοῦντο εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό πέρα τῶν ἄλλων φαίνεται ἀπό τό ὅτι τόν αἱρετικό τόν παραλληλίζει μέ τόν προφανῶς διαβεβλημένο κατά τόν βίο, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἐκινεῖτο χωρίς νά ἔχει καθαιρεθῆ στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναφέρομε παρεπιμπτόντως ὅτι, προφανῶς διαβεβλημένος κατά τόν βίον, δέν εἶναι αὐτός πού θά τόν δοῦμε ἐμεῖς κατ’ ἰδίαν νά κάνη κάποια βαριά ἁμαρτία (π.χ. μοιχεία, φόνο κ.λπ.), ἀλλά αὐτός πού κάνει κάτι βαρύ καί καθαιρετικό καί αὐτό γίνεται δημοσίως γνωστό, ἤ τό κάνει δημοσίως καί ἀδιαφορώντας γιά τόν σκανδαλισμό τοῦ λαοῦ· ὅπως π.χ. ὁ Ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος Λάπας, τόν ὁποῖο δέν ἤθελε ὁ λαός, ἀλλ’ ἦλθε νά ἐνθρονιστῆ στήν Λάρισα μέ τά ΜΑΤ ἀπό τήν μισή Ἑλλάδα, καί ἔστειλε πολλούς τραυματισμένους στό νοσοκομεῖο, στίς φυλακές, κατά τήν περιβόητη αὐτή καί ἀνεπανάληπτη ἐνθρόνισι, καί ὁ ὁποῖος (σύμφωνα μέ τούς Κανόνες) εἶναι μοιχεπιβάτης κ.λπ.
Ἡ διδασκαλία λοιπόν τοῦ ὁσίου εἶναι καθαρότατη καί λέγει ὅτι ὅποιος κοινωνεῖ ἀπό αἱρετικό ἤ προφανῶς διαβεβλημένο κατά τόν βίο (οἱ ὁποῖοι κινοῦνται στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας) ἀποξενώνεται ἀπό τόν Θεό καί οἰκειώνεται μέ τόν διάβολο.
Πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά μᾶς ἀναφέρουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ἄν ἀποδέχονται αὐτή τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου ἤ τήν ἀπορρίπτουν, ἐπειδή συνοδοιποροῦν μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Προφανῶς δέν τήν ἀποδέχονται, διότι, ἄν τήν ἀποδεχθοῦν, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχιστοῦν ἀπό τούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, τό ὁποῖο βέβαια στοιχίζει.
Ἐδῶ ὁ ὅσιος δέν ὁμιλεῖ περί μολυσμοῦ τοῦ μυστηρίου ἤ περί τῆς ἐγκυρότητός του, ἀλλά προφανῶς, στέκεται στήν προαίρεσι τοῦ προσερχομένου, ὁ ὁποῖος, ἄν καί ἐγνώριζε τόν αἱρετικό καί τόν προφανῶς διαβεβλημένο κατά τόν βίο, προσῆλθε καί μετέλαβε ἀπό αὐτόν. Διότι τό μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας δέν μᾶς οἰκειώνει μέ τόν διάβολο, ὅταν εἶναι ἄκυρο, δηλαδή ὅταν δέν εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά μᾶς οἰκειώνει μέ τόν διάβολο ἡ αἵρεσις διά τήν ὁποία ἀποκόπτεται κάποιος ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι ἡ αἰτία πού καθίσταται ἄκυρο καί τό μυστήριο. Ὅταν λοιπόν εἶναι ἔγκυρο τό μυστήριο, μᾶς οἰκειώνει μέ τόν διάβολο ἡ κακή προαίρεσις μέ τήν ὁποία προσερχόμεθα καί, εἰδικά, ἡ γνῶσις τῆς αἱρέσεως τήν ὁποία ἀναγνωρίζομε λειτουργικά καί μέ τήν ὁποία ἐνσωματούμεθα μυστηρικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἦτο παρών στόν μυστικό δεῖπνο καί μετέλαβε τό πραγματικό σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, οἰκειώθη μέ τόν διάβολο, λόγῳ τῆς κακῆς του προαιρέσεως μέ τήν ὁποία προσῆλθε. Τό ἀναφέρει αὐτό χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐξιστορώντας τά γεγονότα ὡς ἑξῆς: «...καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον» (Ἰωαν. 13,27).
Τό ἴδιο ὑπαινίσσσεται καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὁμιλεῖ γιά τήν κακή προαίρεσι μέ τήν ὁποία προσερχόμεθα στό μυστήριο: «δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α΄ Κοριν. 11,28-29).

Ἄν λοιπόν ἐγνωρίζαμε καί ἀποδεχώμεθα τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, τότε θά εἴμεθα πολύ προσεκτικοί ἀπό ποῦ λαμβάνουμε τά μυστήρια καί θά προτιμούσαμε νά μείνωμε ἀκοινώνητοι ἰσοβίως, παρά νά κοινωνήσωμε ἀπό τούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί ἱερεῖς. Διότι ἡ κοινωνία αὐτή μᾶς κάνει καί ἐμᾶς μετόχους καί φορεῖς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐρχόμεθα τώρα στό σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς πού ὁ ὅσιος ἀναφέρεται στόν μολυσμό τοῦ μυστηρίου. Μετά ἀπό τήν διδασκαλία, γιά τό πότε καί πῶς πρέπει νά μεταλαβαίνωμε τά μυστήρια, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην. καί τί περί τούτου εἰπεῖν σοι τό παρόν οὐ καθορῶ, πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Φατ. 553,847,34-P.G 99,1669Α).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος διδάσκει ὅτι, μέ μόνη τήν ἀναφορά καί μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, μολύνεται ἡ Θεία Κοινωνία,  ἔστω καί ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος κατά τήν πίστι ὁ λειτουργῶν ἱερεύς. Ὁ μολυσμός ἐδῶ δέν ἀναφέρεται ἀσφαλῶς στόν Χριστό, ὅπως κάποιοι ἰσχυρίζονται, ἀλλά στήν προαίρεσί μας καί στήν πρᾶξι μας, μέ τήν ὁποία μολύνουμε καί βεβηλώνουμε τό μυστήριο.
Ὅπως δηλαδή, ὅταν βλασφημοῦμε, βεβηλώνουμε καί μολύνουμε, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Χριστός δέν παθαίνει τίποτα καί, ὅπως ὅταν ἁμαρτάνωμε, προσθέτουμε καρφιά στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Χριστός κατά τόν Παῦλο «... ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 9), δηλαδή δέν ξανασταυρώνεται, ἔτσι καί στόν μολυσμό τῆς κοινωνίας· μέ τήν ἀναφορά τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου κάνουμε (στήν σημαντικώτερη καί ἐπισημότερη ἀναφορά μας πρός τόν Χριστό) τήν ἐπίσημη δήλωσι ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε σάν ὁρατή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού τόν ἐπροσωπεῖ, π.χ. ἕνα γάϊδαρο ἤ ἕνα λύκο. Αὐτή εἶναι ἡ βεβήλωσις τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ πού ἐκπροσωπεῖται διά τῆς εἰκόνος του.
Ὁ μολυσμός ὅμως ἔχει τήν περαιτέρω ἔννοια τῆς συμμετοχῆς στήν πρᾶξι αὐτή τῆς αἱρέσεως ὡς ἐπιδημικῆς νόσου καί ὅλων τῶν συμμετεχόντων στό μυστήριο,  ἀπό τόν λειτουργό ἱερέα μέχρι τόν οἱοδήποτε συμμετέχοντα ἤ παρευρισκόμενο στό μυστήριο, ἔστω καί ἄν αὐτοί ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἤ κάνουν ὑπακοή στούς πνευματικούς των, ἤ πιστεύουν στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος περί ἀποτειχίσεως κ.λπ.
Ἐδῶ ὁ μολυσμός σημαίνει ὅτι ἀποδεχόμεθα τήν πίστι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἀποδεχόμεθα νά ἔχουμε σάν ὁρατή εἰκόνα Χριστοῦ τόν λύκο ἤ τόν γάϊδαρο, συμφωνοῦμε μέ τίς πράξεις του, συμμετέχουμε στίς προδοσίες του καί στίς πλάνες του στά θέματα τῆς πίστεως καί κοντολογίς ἐνσωματούμεθα, ὄχι μέ τήν ἀόρατη κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μέ τήν ὁρατή, τήν ὁποία βεβήλως ἐταυτίσαμε μέ τήν ἀόρατη.
Δι’ αὐτό στίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες καί τά μυστήρια, τήν τιμή, πού ἁρμόζει στήν ἀόρατη κεφαλή, τήν ἀποδίδουμε στήν ὁρατή· δηλαδή ὁ διάκονος θυμιάζει πρῶτα τήν ὁρατή κεφαλή (τόν Ἐπίσκοπο) καί μετά τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ· τόν ντύνουμε καί τόν ξεντύνουμε μέ τά ἄμφιά του· τόν καθίζουμε στόν δεσποτικό θρόνο τοῦ Χριστοῦ· τόν δεχόμεθα νά μᾶς διδάξη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Χριστός ἔκανε στούς μαθητές του κ.λπ.
Ἡ μόλυνσι, ὡς ἐκ τούτου, τοῦ μυστηρίου ἔχει τήν ἔννοια ὄχι τοῦ μολυσμένου Χριστοῦ, ἀλλά τῶν μολυσμένων συνδαιτημόνων στήν τράπεζα τοῦ Χριστοῦ. Δι’ αὐτό καί δέν παίρνουμε εὐλογία ἀπό τό μυστήριο, ἀλλά κατάκρισι, ἀνάλογο μέ τήν γνῶσι τοῦ καθενός, μέ τό ἀξίωμα καί εἰδικά μέ τήν προαίρεσι.
Δι’ αὐτό καί ἡ αἵρεσις προάγεται μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐμεῖς μένουμε μέ τήν ἰδέα ὅτι κοινωνοῦμε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ὅτι ὁ Χριστός δέν μολύνεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος τῆς ἀληθείας, δέν πλανᾶται «καί πύλαι ᾅδου οὐ καταισχύνουσιν αὐτῆς» κ.λπ.
Νά σκεφθοῦμε μόνο τό ἀδιανόητο καί ἀνεπανάληπτο διαχρονικῶς ὅτι, ἐνῶ διδάσκουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, τήν ἐντάξαμε ὡς ἰσότιμο μέλος στό Π.Σ.Ε., δηλαδή τήν ἐντάξαμε ὡς ἰσότιμο μέλος στήν πλάνη, στό ψεῦδος καί στήν ἀπάτη. Καί, ἐνῶ πιστεύωμε καί διακηρύσσωμε στεντορίως ὅτι «πύλαι ᾅδου οὔ καταισχύνουσιν αὐτῆς», τήν τοποθετήσαμε στό κέντρο καί στό ἄντρο τοῦ δου, σάν μία πόρνη μεταξύ τῶν τριακοσίων πενῆντα περίπου πορνῶν τοῦ Π.Σ.Ε.
Ἐδῶ ὁμιλοῦμε πλέον γιά τόν μολυσμό τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον ἀφορᾶ τίς πράξεις μας ἤ καί τήν ἀνοχή μας καί τήν συμπόρευσί μας καί τήν ἔνοχο σιωπή μας, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία κατά τόν Παῦλο εἶναι ἄσπιλος καί ἀμώμητος (Ἐφεσ. 5, 27).
Πάντοτε λοιπόν, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά μολυσμό τῶν Ἁγίων, ἐννοοῦμε τήν ἰδική μας βέβηλο συμμετοχή καί ἔνοχο προαίρεσι καί ὄχι, αὐτά καθ’ ἑαυτά τά ἅγια, ὅτι βεβηλώνονται ἤ μολύνονται μέ βασική ἔννοια σάν μόλυνσι ὅτι αὐτή μεταδίδεται σέ ὅλους τούς συμμετέχοντας, ἔστω καί ἄν διαφωνοῦν ἤ ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα.
Τέλος, πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ περί μολυσμοῦ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου δέν εἶναι μία ἐπινόησι δική του, οὔτε πολύ περισσότερο ἀντιτίθεται στήν ἁγία Γραφή καί στήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι ἀπολύτως σύμφωνη. Διότι ἐπειδή ὑπάρχει αὐτός ὁ μολυσμός καί ἡ αὐτόματη μετάδοσις τῆς ἀσθενείας, οἱ Γραφές, οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι ὁμοθυμαδόν, μᾶς προφυλάσσουν καί μᾶς προστατεύουν διδάσκοντας τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, τήν προσωπική εὐθύνη ἑκάστου στά θέματα τῆς πίστεως, τήν ἐξομοίωσι καί ἀφομοίωσι ἀπό τήν κεφαλή, «οἵα ἡ κεφαλή, τοιοῦτον καί τό σῶμα, οἷον τό ἄρχον τοιοῦτον καί τό ἀρχόμενον» κ.λπ.
Σάν παράδειγμα θά ἀναφέρωμε τήν καταπληκτική καί θαυμασία διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ ὁποῖος, σέ ἐπιστολή του στούς κατοίκους τῆς Νικοπόλεως, ἀναφέρει ὅτι, ὅταν μέσα στόν ναό εἰσέλθη ἡ αἵρεσις, φεύγει ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ ναοῦ καί ἀκολουθεῖ αὐτούς πού ἀπομακρύνονται ἀπό τόν ναό (ἀποτειχίζονται), ἔστω καί ἄν αὐτοί συναθροίζονται στήν ὕπαιθρο, ὁ δέ ναός γίνεται αὐτομάτως κοινός οἶκος, δηλαδή ἀφοῦ εἰσέλθη ἡ αἵρεσις, χάνει κάθε ἱερότητα:
«Ἔλειψεν εἷς ἐκ τοῦ πληρώματος ὑμῶν· εἰ δέ καί συναπῆλθέν που ἄλλος εἷς ἤ δεύτερος, ἐλεεινοί τοῦ πτώματος οὗτοι, ὑμῶν δέ τό σῶμα ὁλόκληρόν ἐστι τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Καί γάρ καί τό ἀχρειωθέν ἀπερρύη καί οὐκ ἐκολοβώθη τό μένον. Εἰ δέ ἀνιᾷ ὑμᾶς ὅτι τῶν τοίχων ἐξεβλήθητε, ἀλλ' ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ, αὐλισθήσεσθε καί ὁ ἄγγελος ὁ τῆς Ἐκκλησίας ἔφορος συναπῆλθεν ὑμῖν. Ὥστε κενοῖς τοῖς οἴκοις ἐγκατακλίνονται καθ' ἑκάστην ἡμέραν, ἐκ τῆς διασπορᾶς τοῦ λαοῦ βαρύ ἑαυτοῖς τό κρῖμα κατασκευάζοντες. Εἰ δέ τις καί κόπος ἐστίν ἐν τῷ πράγματι, πέπεισμα τῷ Κυρίῳ μή εἰς κενόν ὑμῖν ἀποβήσεσθαι τοῦτο. Ὥστε ὅσῳ ἄν ἐν πλείοσι πειρατηρίοις γένησθε, τοσούτῳ πολυτελέστερον τό παρά τοῦ δικαίου κριτοῦ μισθόν ἀναμένετε. (ΕΠΕ 3, 220).
Ἐδῶ, ἐπί πλέον, διδάσκει ὁ ἅγιος ὅτι, ὅσοι καί ἄν διά τῆς αἱρέσεως ἐξέλθουν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀποκοποῦν ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα μένει ἀκέραιο καί ὁλόκληρο. Αὐτό εἶναι τό κατά τήν πίστι ἀμόλυντο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι τό Ἐπισκοποκεντρινό καί αἱρετικό πού διδάσκουν σήμερα Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές. Αὐτός εἶναι καί ὁ μολυσμός πού ἐπέρχεται στά μυστήρια, στήν Ἐκκλησία στήν πίστι κ.λπ. διά τῆς μνημονεύσεως καί ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων. Αὐτή εἷναι καί ἡ συμμετοχή ἑκάστου εἰς αὐτόν τόν μολυσμό διά τῆς ἐντάξεως καί ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρετικῶν κεφαλῶν. Δι’ αὐτό ὑπαρχούσης καί διαδιδομένης τῆς αἰρέσεως θά κριθοῦμε πρῶτα διά τήν στάσι μας ἀπέναντι εἰς αὐτήν, διότι ἡ αἵρεσις ἔχει ὀντολογικό χαρακτῆρα, νά μολύνη δηλαδή καί νά θανατώνη ὅλους ὅσοι τήν ἀκολουθοῦν ἤ ἐπικοινωνοῦν μέ αὐτήν.
Σάν κατάληξι αὐτῆς τῆς μικρῆς συμβολῆς στήν ἑρμηνεία τοῦ μολυσμοῦ τῶν μυστηρίων ἐκ τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, θά παραθέσωμε τό βασικό τμῆμα τῆς θαυμασίας ἐπιστολῆς τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου πρός τήν σπαθαρέα Μαχαρᾶ, διά νά διαπιστώσωμε ἅπαντες τό πῶς οἱ Ἅγιοι συνέδεον καί συνταύτιζον τά πνευματικά μέ τά δογματικά θέματα. Σέ παρένθεσι βάζουμε μόνο ὡρισμένες δύσκολες λέξεις γιά νά μήν ἀλλοιώσωμε τό ὕφος τοῦ ὁσίου, ἡ δέ μετάφρασις τῆς ΕΠΕ εἶναι καί ἐδῶ ἀπελπιστικά ἄσχημη σέ σημεῖο νά διαστρεβλώνη καί νά στραγγαλίζη τό κείμενο καί μάλιστα στό δογματικό του μέρος.
«...Ὅ καί νῦν ἐπιδιδοῦντες ἐρωτῶμεν, τίνι λόγῳ ἐπιζητείη σου ἡ τιμιότης φάναι με (νά μοῦ ἀναφέρης) περί τῆς θείας κοινωνίας, καί τίνος χάριν τοσαῦτα ἔτη σπανίως μετέχεις· τοῦτο γάρ λόγον ὀφείλει τινά ἔχειν. Οὐ γάρ τό σπανίως, ἤ τό καθεκάστην ἁπλῶς, ἀλλά τό μετά καθαρᾶς συνειδήσεως μεταλαμβάνειν δέον· Ὁ γάρ ἀναξίως, φησίν, ἐσθίων καί πίνων, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Εἰ οὖν τοιούτῳ τρόπῳ σκοποῦσα (ἐξετάζουσα) τά ἑαυτῆς καί εὐλαβουμένη ἀναμένεις τόν καιρόν, εὖ ἄν ἔχοι (καλῶς ἔχει), εἴτε συντομώτερον, εἴτε χρονικώτερον· καί ὅρος ἐν τούτῳ ἄλλος οὐκ ἔστιν, ἤ ἡ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καθόσον δυνατόν τῷ ἀνθρώπῳ προσέλευσις· ἄν δέ διάπταισμά τις ἔχῃ τό ἀκοινώνητον, δηλονότι τότε ἐκεῖνος κοινωνήσῃ, ὁπότ’ ἄν πληρωθῇ αὐτῷ τό ἐπιτίμιον. Εἰ δέ διακρίνηται αὖ πάλιν δι’ αἵρεσιν, τοῦτο ἀναγκαῖον. Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ (ἀποξενώνει) Θεοῦ, καί προσοικειοῖ (οἰκειώνεται) τῷ διαβόλῳ.
Σκέψαι οὖν, ὦ μακαρία, ᾧτινι τρόπῳ τῶν εἰρημένων εἴη σου ὁ σκοπός, καί κατ’ αὐτό πρόσιθι (πρόσελθε) τοῖς μυστηρίοις. Γνωστόν δέ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ κατακρατοῦσα τῶν Μοιχιανῶν ἐστι·  φεῖσαι (λυπήσου) τοίνυν τῆς τιμίας σου ψυχῆς μετά τῶν ἀδελφῶν καί τῆς κεφαλῆς. Ἔφης δέ μοι, ὅτι δέδοικας (φοβήθηκες) εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μή ἀναφέρειν (νά μήν ἀναφέρη) τόν αἱρεσιάρχην. Καί τί περί τοῦτου εἰπεῖν σοι τό παρόν, οὐ καθορῶ. Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων. ὁ δέ Κύριος, ὁ ἐν τοσούτῳ μέτρῳ εὐσεβείας ὑμᾶς ἀγαγών, αὐτός ἐν πᾶσιν ἀπήμονας καί ὁλοτελεῖς σώματί τε καί ψυχῇ πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν καί πρός πᾶσαν αὐτάρκειαν βίου συντηρῶν διαφυλάξει...».
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.