Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Υποστατός ή ανυπόστατος ο παράνομος αφορισμός;



     Στὴν προηγούμενη ανάρτηση μὲ τίτλο «Σχετικά με τον αφορισμό του μακαριστού Νικολάου Σωτηροπούλου» (τοῦ Συλλόγου ὀρθοδόξων Χριστιανῶν «Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ»), τίθεται ἕνα θέμα-προβληματισμὸς καὶ ἐξετάζεται ἂν ὁ ἀφορισμὸς εἶναι ὑποστατὸς ἀνυπόστατος. Ἐπειδὴ ἔχω ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα, νομίζω ὅτι οὕτως ἢ ἄλλως, εἴτε δίκαιος, εἴτε ἄδικος εἶναι ὁ ἀφορισμὸς ὑφίσταται, ἀποτελεῖ ἐκκλησιαστικὴ πράξη ποὺ ἔχει συνέπειες, στὸν ἀδίκως ἀφορισθέντα, στὸν ἀφορίσαντα, ἀλλὰ καὶ στοὺς πιστοὺς ποὺ ἐπικοινωνοῦν μαζί του, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἱ. Κανόνες προβλέπουν τὴν λύση του.
         Παραθέτω ἕνα μέρος σχετικῆς μελέτης Καταστρατήγηση Ἱ. Κανόνων ἀπὸ Ἐπισκόπους, Ἡ περίπτωση παράνομου ἀφορισμοῦ ἀπὸ τὸν Καλαβρύτων Ἀμβρόσιο») ἐλπίζοντας ὅτι βοηθῶ στὴν συζήτηση τοῦ θέματος ποὺ ὁ κ. Θεόδωρος Ζιώγας ἀνοίγει, ἀπαντώντας στὸν π. Χρυσόστομο Πῆχο· καὶ τοῦτο γιατὶ ἔχω δὲ τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ καθένας ἐκλαμβάνει μὲ ἄλλη ἔννοια τοὺς ὅρους.
Σημάτης Παναγιώτης

ΝΟΜΙΜΟΣ  ΚΑΙ  ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ  ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐπιβάλλεται νὰ ἐξετάσουμε:
α) πότε ὁ ἀφορισμὸς εἶναι εὔλογος, δηλ. νόμιμος καὶ δίκαιος
β) καὶ πότε ἄδικος, ἄκυρος ἢ παράνομος, δηλ. ἄλογος.

   Α) Ὁ εὔλογος (νόμιμος) ἀφορισμὸς εἶναι πράξη ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀποκοπὴ καὶ ἠθελημένη ἀπομάκρυνση τοῦ πιστοῦ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπομάκρυνση αὐτὴ ἔχει ἤδη συντελεστεῖ, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ λόγοι καὶ οἱ πράξεις τοῦ συγκεκριμένου πιστοῦ καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀφορισθέντος. Ὁ ρόλος τοῦ Ἐπισκόπου ἢ Συνόδου
Ἐπισκόπων ποὺ ἐπιβάλλουν τὸν ἀφορισμό, εἶναι ὄχι μόνο νὰ διαπιστώσει τὶς λανθασμένες ἀπόψεις τοῦ χριστιανοῦ αὐτοῦ (ποὺ εἶναι ἐπικίνδυνες γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἴδιου καὶ ὅσων ἐπηρεάζει), ἀλλὰ νὰ προσπαθήσει μὲ ὅποιο τρόπο μπορέσει νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν ὀρθὴ καὶ σώζουσα πίστη.
      Τὴν ἐξουσία νὰ ἀφορίζουν καὶ νὰ ἀναθεματίζουν «ἔλαβον μόνον οἱ Ἀπόστολοι, καὶ οἱ κατὰ πᾶσαν ἀκρίβειαν γενόμενοι τῶν Ἀποστόλων διάδοχοι, οἱ πλήρεις ὄντες χάριτος καὶ δυνάμεως». Οἱ Πατέρες τῆς ἐν Γάγγρᾳ Συνόδου «ἀνεθεμάτισαν εἰς τὰς πράξεις αὐτῶν τοὺς αἱρετικούς, ὡς τὴν αὐτὴν ἐξουσίαν ἔχοντες»[1]. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅμως, ἦσαν φειδωλοὶ στοὺς ἀναθεματισμούς. Διαβάζουμε στὸ ΠΗΔΑΛΙΟ τοῦ ἁγ. Νικοδήμου: Ὁ ἅγ. Ἰω. ὁ Χρυσόστομος σ’ ἕνα του λόγο λέγει, «ὅτι πρέπει νὰ ἀναθεματίζωμεν τὰ αἱρετικὰ δόγματα, καὶ νὰ τὰ ἐλέγχωμεν, ἀγκαλὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς αἱρετικοὺς δηλ. πρέπει, λέγει, νὰ τοὺς λυπούμεθα· ὁ δὲ ἅγιος Βαρσανούφιος προσθέτει, ὅτι ὄχι μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλ’ οὐδὲ τὸν διάβολον πρέπει νὰ ἀναθεματίζῃ τινάς, διὰ τὶ ἀναθεματίζει τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του, ὁποῦ ἀγαπᾶ καὶ κάμνει τοῦ διαβόλου τὰ θελήματα»[2].
     Β) Ἀντίθετα ὁ ἄλογος (ἄδικος, ἐμπαθής καὶ παράνομος-μὴ Κανονικός) ἀφορισμός, εἶναι  βίαια   καὶ   παρὰ τὴν θέληση    τοῦ χριστιανοῦ ἀποβολὴ του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς στοιχειοθετημένο ἀδίκημα, χωρὶς σοβαρὸ λόγο· πράξη εἰδεχθὴς ἐνώπιον Κυρίου Παντοκράτορος, ἀνελεήμων καὶ καταλύουσα τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐλευθερία, δυὸ κατ’ ἐξοχὴν χαρισματικὲς καταστάσεις τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ καὶ χαρακτηριστικὰ τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς μεγέθη. Διότι ἡ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπιβολὴ τοῦ ἀφορισμοῦ, ἐξευτελίζει τὴν ἐλευθερία καὶ ποδοπατεῖ τὴν ἀγάπη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία ἢ ὑποψία ἁμαρτίας εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπισύρει τὴν ποινὴ τοῦ ἀφορισμοῦ, τιμωρία δηλ. δικανικοῦ χαρακτῆρα, τὴν ὁποία συναντᾶμε κατ’ ἐξοχὴν στὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει διαστρέψει τὴν φιλάνθρωπη θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ κάτω ἀπ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ἐπιβαλλόμενος ἀφορισμός -ἡ ἔσχατη ποινὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἐξαιρετικὰ ὁριακὲς περιπτώσεις- καταντᾶ ἀντιχριστιανικὴ πράξη, διότι τὴν ἐπιβολή της τὴν ὑπαγορεύει ἡ σκοπιμότητα ἢ ἡ ἐμπάθεια, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἀνάλογο ἀδίκημα, ἀντίθετα αὐτὸ ἐφευρίσκεται προκειμένου νὰ καλύψει ποικίλες σκοπιμότητες ἢ ἀταξίες καὶ τὸν ἐγωϊσμὸ τοῦ ἐπιβάλλοντος.
      Ἐπικαλοῦμαι καὶ πάλι τὸν ἱ. Χρυσόστομο: «Τὰ γὰρ αἱρετικὰ δόγματα… ἀναθεματίζειν χρὴ καὶ τὰ ἀσεβῆ δόγματα ἐλέγχειν», ὅμως «πᾶσαν φειδῶ ἀνθρώπων ποιεῖσθαι (=νὰ δεικνύομεν ὅμως κάθε εὐσπλαχνίαν διὰ τοὺς ἀνθρώπους) καὶ εὔχεσθαι ὑπὲρ τῆς αὐτῶν σωτηρίας».
     Ὁ ἅγ. Διονύσιος διαβεβαιώνει, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπικυρώνει παράλογους ἀφορισμούς: «Τὰς ἀφοριστικὰς ἔχουσιν οἱ ἱεράρχαι δυνάμεις,  ὡς ἐκφαντορικοὶ τῶν θείων δικαιωμάτων, οὐχ ὡς ταῖς αὑτῶν ἀλόγοις ὁρμαῖς τῆς πανσόφου θεαρχίας …ὑπηρετικῶς ἑπομένης»[3].
       Καὶ ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολολογητὴς σχολιάζει: «Ἐὰν παρὰ τὸν σκοπὸν τοῦ Θεοῦ ἀφορίσῃ ὁ Ἱεράρχης, οὐχ ἕπεται αὐτῷ τὸ θεῖον κρῖμα· κατὰ γὰρ θείαν κρίσιν καὶ οὐ διὰ θέλημα ἴδιον ταῦτα ὀφείλει ἐπιφέρειν (=ἐπιβάλλειν)»[4].
    Ἕνας λοιπὸν «ἀδίκως ἐπιβαλλόμενος ἀφορισμὸς κατὰ γραφικὴν βάσιν[5] καὶ λογικὴν ἀπαίτησιν δὲν ἰσχύει παρὰ τῷ Θεῷ, οὔτε δύναται νὰ δεσμεύσῃ Αὐτόν, διότι προφανῶς τὸ θεῖον κρῖμα δὲν ἀκολουθεῖ “ὑπηρετικῶς” τὰς ἀνθρωπίνους ἀδυναμίας»[6].
       Οὕτως ἢ ἄλλως, ὅμως, καὶ ὁ ἄδικος ἀφορισμὸς ὑφίσταται, ἀποτελεῖ ἐκκλησιαστικὴ πράξη ποὺ ἔχει συνέπειες, στὸν ἀδίκως ἀφορισθέντα, στὸν ἀφορίσαντα, ἀλλὰ καὶ στοὺς πιστοὺς ποὺ ἐπικοινωνοῦν μαζί του, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἱ. Κανόνες προβλέπουν τὴν λύση του.
       Ἂς δοῦμε καὶ τί γράφει ὁ ἁγ. Νικόδημος: «ἀνίσως Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος, ἤθελεν ἀφορίσῃ τινὰ ἀπὸ τὴν κοινωνίαν…χωρὶς καμμίαν κανονικὴν καὶ εὔλογον αἰτίαν, ὁ μὲν ἀφορισμὸς αὐτὸς νὰ λύηται ἀπὸ μεγαλύτερον ἱερέα· ὁ δὲ ἀφορίσας Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, νὰ ἀφορίζηται ἀπὸ τὸν ἀνώτερόν του, ὅσον καιρὸν ἐκεῖνος καταλαμβάνει ὅτι εἶναι ἀρκετός. Τοῦτο δὲ νὰ γίνεται διὰ νὰ παθαίνῃ δικαίως ἐκεῖνο τὸ ἴδιον ὁποῦ εἰς τὸν ἄλλον ἀδίκως ἐνήργησεν. Ὅθεν τόσον ἐν τῷ α΄ τόμῳ τῶν πρακτικῶν τῶν Συνόδων… γράφεται ὅτι καὶ ζῶντος ἀκόμη τοῦ ἀφορίσαντος, ὁ ἀφορισμὸς λύεται ἀπὸ τὴν σύνοδον, ἐὰν δικαίως δὲν γένῃ»[7].
       Ὁ καν. ιδ΄ τῆς Σαρδικῆς προβλέπει γιὰ τὸ ἴδιο πρόβλημα: «Εἴ τις ἐπίσκοπος ὀξύχολος (=θυμώδης) εὑρίσκοιτο (ὅπερ οὐκ ὀφείλει ἐν τοιούτῳ ἀνδρὶ πολιτεύεσθαι) καὶ ταχέως ἀντικρὺ Πρεσβυτέρου ἢ Διακόνου (ὑπὸ τῆς ὀργῆς) κινηθείς, ἐκβαλεῖν Ἐκκλησίας τινὰ ἐθελήσει, προνοητέον ἐστὶ μὴ ἀθρόον τὸν τοιοῦτον κατακρίνεσθαι καὶ τῆς κοινωνίας ἀποστερῆσθαι, ἀλλ’ ὁ ἐκβαλλόμενος ἐχέτω ἐξουσίαν ἐπὶ τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Μητροπόλεως τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας καταφυγεῖν…(ἢ) ἐπὶ τὸν πλησιόχωρον κατατρέχειν καὶ ἀξιοῦν, ἵνα μετὰ ἀκριβείας αὐτοῦ ἐξετάζηται τὸ πρᾶγμα· οὐ χρὴ γὰρ μὴ ὑπέχειν τὰς ἀκοὰς τοῖς ἀξιοῦσιν (=δὲν εἶναι δίκαιον νὰ μὴ δίδεται ἀκρόασις εἰς τοὺς παρακαλοῦντας νὰ ἐξετασθῆ ἡ κρίσις των). Κἀκεῖνος δὲ ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ δικαίως ἢ ἀδίκως ἐκβαλὼν τὸν τοιοῦτον, γενναίως φέρειν ὀφείλει (πρέπει νὰ ἔχῃ ὑπομονή), ἵνα ἡ ἐξέτασις τοῦ πράγματος γένηται, καὶ εἰ κυρωθῇ αὐτοῦ ἡ ἀπόφασις, ἢ διορθώσεως τύχῃ. Πρὶν δὲ ἐπιμελῶς καὶ μετὰ πίστεως ἕκαστα ἐξετασθῇ, ὁ μὴ ἔχων τὴν κοινωνίαν πρὸ τῆς διαγνώσεως τοῦ πράγματος, ἑαυτῷ οὐκ ὀφείλει ἐκδικεῖν τὴν κοινωνίαν (=καὶ ὁ ἀφορισθεὶς πρέπει νὰ μὴ παραβῇ τὸν ἀφορισμόν, ἀλλὰ νὰ μένῃ εἰς αὐτόν)»[8].
        Καὶ ἐπισημαίνει ὁ Μιχαηλάρης: «Ἡ σημαντικὴ αὐτὴ διάταξις τοῦ 4ου αἰ. προβλέπει …καὶ τὴν προσβολὴ τῆς ἀποφάσεως ἐπιβολῆς ἀφορισμοῦ ἐκ μέρους τοῦ ἀφορισμένου προκειμένου νὰ ἀνατραποῦν ἐνδεχόμενες ἀδικίες»[9].

       Ἐπειδὴ ὅμως, οἱ ἄδικοι ἀφορισμοὶ καὶ ἡ προσφυγὴ σὲ ἀνώτερο δικαστήριο τραυματίζουν τὸ κύρος τοῦ ἐπιτιμίου ὁ Ζωναρᾶς θέλοντας νὰ τὸ διαφυλάξει, γράφει: «ὁ δὲ ἀφωρισμένος οὐκ ὀφείλει πρὸ τῆς διαγνώσεως ἀναιδῶς προσιέναι τῇ κοινωνίᾳ· ἐὰν δὲ ἴδωσιν αὐτόν τινες τῶν κληρικῶν τοῦ ἀφορίσαντος αὐτὸν ἐπισκόπου, ἐπαιρόμενόν τε καὶ ἀλαζονευόμενον κατὰ τοῦ ἀφορίσαντος αὐτὸν ἐπισκόπου, ὀφείλουσιν ἐπιστρέφειν αὐτόν, τουτέστιν εἰς ταπείνωσιν ἄγειν… τοῦτο δὲ ποιεῖν ὀφείλουσιν, ὡς ὑπηρετοῦντες καὶ ὑπακούοντες τοῦ ἐπισκόπου αὐτῶν»[10].
     Ὁ Ματθαῖος Βλαστάρης «λαμβάνει εἰδικὴ μέριμνα γιὰ τὸ ζήτημα τῶν “ἄλογων” ἀφορισμῶν…καὶ ἐπαναλαμβάνει τὴν ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμῶνος “ὅτι οὐ δεῖ δίχα εὐλόγου αἰτίας ἀφορίζειν τινά”»[11]. Ἐπίσης ὁ Ἀρμενόπουλος στὴν Ἑξάβιβλο γράφει: «Ἀπαγορεύεται τοῖς ἐπισκόποις ἀφορίζειν καὶ χωρίζειν τῆς ἁγίας κοινωνίας τινὰ ἄνευ εὐλόγου αἰτίας· ὁ δὲ ἀφορίζων παραλόγως ἐπὶ χρόνον ἕνα τῆς ἁγίας κοινωνίας χωρίζεται»[12].
       «Πολλοὶ κανόνες καὶ ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς λοιπὸν μεριμνοῦν γιὰ τὴν πρόληψη τῶν ἀδίκων ἀφορισμῶν καὶ παρέχουν στὸν ἀφορισμένο τὸ δικαίωμα νὰ προσφύγει στὴν κρίση ἄλλου ἀρχιερέα…»[13].
       Τὰ ἴδια λόγια συναντᾶμε ἀργότερα καὶ στὴν κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ ἐναντίον τῶν παράνομων ἀφορισμῶν καὶ ὁ Μεθόδιος Ἀνθρακίτης, ὁ ὁποῖος «συγχρόνως κινούμενος μέσα στὸ πνεῦμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων διατείνεται: “πρέπει ὅμως καὶ ὁ χριστιανὸς νὰ φοβᾶται πολλὰ τὸν ἀφορισμὸν τοῦ ποιμένος, διατὶ εἶναι μία Πνευματικὴ μάχαιρα… Ἂς μὴ λογιάζουσι πὼς ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἀφορίζει εἶναι ἀνάξιος, ὅτι ἡ πληγὴ εἶναι τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂν τὸν καταφρονήσωσι, καταφρονοῦσι τὴν ἐξουσίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἁμαρτάνουσι χειρότερα, καὶ αὐξάνουσι περισσότερον τὴν πληγήν τους”»[14].
       Καὶ ὁ ἅγ. Νικόδημος: ἐπειδὴ «δὲν πρέπει νὰ ἀναθεματίζωνται οἱ χριστιανοὶ ἕως ὁποῦ ὀρθόδοξα φρονοῦσι περὶ Θεοῦ, διὰ τοῦτο, κατὰ τὸν Βαλσαμῶνα καὶ Φιλόθεον Κων/λεως ἀκυρώθησαν, τόσον ὁ τόμος ὁ γεγονὼς ἐπὶ Κων/νου Πορφυρογεννήτου, ὅσον καὶ ὁ ἐπὶ Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ, καὶ τοῦ Παλαιολόγου, διὰ τὶ ἀναθεματίζουσιν ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν ἀποστασίαν κατὰ τῶν Βασιλέων»[15].

     Σὲ πολλὲς περιπτώσεις, λοιπόν, στὴ ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρήθηκε  τέτοιου  μεγέθους  κατάχρηση  τοῦ μέτρου  τοῦ  ἀφορισμοῦ,   ὥστε  αὐτὸ νὰ καταστῆ ἀνυπόληπτο ἢ νὰ λειτουργεῖ μόνο δικανικά, μαγικά-«θρησκευτικά», ὅπως διαπιστώνει ὁ Μιχαηλάρης, ποὺ μελέτησε τὸ φαινόμενο τοῦ ἀφορισμοῦ κυρίως στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας:
    «Ἔτσι ὁ ἐπικαλούμενος τὶς “ὑπηρεσίες” τοῦ ἀφορισμοῦ …βασίζεται ἀποκλειστικὰ στὴν ἐκφοβιστικὴ δράση τῆς ποινῆς… γίνεται προληπτικὴ χρήση τῆς ἀφοριστικῆς ἀπειλῆς μὲ σαφῆ ἐπιδίωξη τὴν παραγωγὴ φόβου»[16]. Ὁ «χριστιανὸς ἀπειλεῖται, τὸ ὄνομά του διασύρεται, ἡ ὑπόθεσή του κοινοποιεῖται…»[17].
    Ἀκόμα καὶ μόνο στὸ ἄκουσμα τῆς λέξεως «ἀφορισμός, …ἀμέσως ὡς προσλαμβάνουσα παράσταση ἐμφανίζεται στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν (σ.σ. κυρίως τῶν παλαιοτέρων) ἡ εἰκόνα τοῦ ἱερωμένου ποὺ θὰ διαβάσει στὴν ἐκκλησία τὶς ἀποτρόπαιες κατάρες καὶ τὶς ἀπειλὲς κατὰ τῆς ζωῆς, τῶν ὑπαρχόντων ἀλλὰ καὶ κατὰ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀφοριζομένου»[18].
        Διὰ τοῦ ἄδικου ἀφορισμοῦ καταφέρεται μεγάλο πλῆγμα κατὰ τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι μὲν ὡς σῶμα Χριστοῦ ἀναμάρτητη, διὰ τέτοιων ἐνεργειῶν ὅμως τῶν λειτουργῶν της, ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀγάπης ὑποβιβάζεται στὶς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐμφανίζεται, ὅτι «διὰ τῆς παραγωγῆς φόβου, ἐπιδιώκει τὴν ἄρση τῆς ἀδικίας ἢ τὴν ὑπακοὴ στὶς ἀποφάσεις της»[19], γεγονὸς ποὺ παραπέμπει σὲ θρησκεία μὲ καταναγκαστικοὺς μηχανισμοὺς καταστολῆς καὶ ἐπιβολῆς ὑποταγῆς καὶ ὄχι στὴν κατ’ ἐξοχὴν θρησκεία τῆς ἐλευθερίας.
       Τί ἀλήθεια ἔπρεπε νὰ κάνει ὁ πνευματικὸς χριστιανός, ἀντὶ νὰ ἀφορίζει: «Ἔκτεινον τὴν τῆς ἀγάπης σαγήνην, ἵνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῇ, ἰαθῇ δὲ μᾶλλον· …ἐπίβαλε τὸ γλυκὺ ἄγκιστρον τῆς συμπαθείας,… εἰ δὲ μὴ βούλοιτο, ἀλλ’ ἐμμένει φιλονεικῶν, ὅπως μὴ ὑπεύθυνος γένῃ, διαμαρτύρου μόνον μετὰ μακροθυμίας καὶ χρηστότητος, ἵνα μὴ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐκζητήσει ἐκ χειρός σου ὁ κριτής· μὴ μισῶν, μὴ ἀποστρεφόμενος, μὴ διώκων, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἐπιδεικνὺς εἰλικρινῆ καὶ ἀληθῆ πρὸς αὐτόν»[20].

Ποιά ἡ ΣΤΑΣΗ τοῦ ἐπιτιμηθέντος μὲ ΑΦΟΡΙΣΜΟ;
      Δὲν εἶναι εὔκολο στὸν καθένα νὰ διακρίνει ἂν ἕνας ἀφορισμὸς εἶναι δίκαιος ἢ ἄδικος. Ἀκόμα καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἄδικοι –κατὰ τὰ φαινόμενα– ἀφορισμοί, ἴσως νὰ κρύβουν πτυχὲς ποὺ δύσκολα οἱ πολλοὶ θὰ πληροφορηθοῦν ἤ θὰ κατανοήσουν. Ὁ ἴδιος δὲ ὁ παθὼν συνήθως, βλέπει τὸ δίκιο μὲ τὸ μέρος του, δὲν παραδέχεται ὅτι σφάλλει. Στὴν περίπτωση τοῦ δίκαιου ἀφορισμοῦ, σπάνια ὁ ἀφορισθεὶς παραδέχεται τὸ λάθος του.  Ἀφοῦ δὲν τὸ κατανόησε πρὶν τοῦ ἐπιβληθεῖ,  τότε ποὺ τοῦ ὑποδείχτηκαν (ὑποτίθεται) κατὰ τὶς προηγηθεῖσες συζητήσεις ἡ ἐσφαλμένη συμπεριφορά του ἢ τὸ ἐσφαλμένο τῶν θέσεών του.
    Εἴδαμε παραπάνω τί γράφει ὁ ἁγ. Νικόδημος: «ἀνίσως Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος, ἤθελεν ἀφορίσῃ τινὰ ἀπὸ τὴν κοινωνίαν…χωρὶς καμμίαν κανονικὴν καὶ εὔλογον αἰτίαν, ὁ μὲν ἀφορισμὸς αὐτὸς νὰ λύηται ...»[21].
       Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ὅταν ἐπιβάλλεται ἕνας ἀφορισμὸς πρέπει νὰ ἐξαντλοῦνται ὅλες οἱ τυπικὲς διαδικασίες τῶν ἱ. Κανόνων, ὥστε νὰ ἀποκλείεται ἡ ἄδικη ἐπιβολή του. Ἂν ὅμως παρὰ ταῦτα (καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἔχουμε τέτοιες περιπτώσεις) ἐπιβληθεῖ ἕνας ἀφορισμὸς ἄδικα, τότε θὰ πρέπει νὰ ἀκολουθηθοῦν πάλι ὅλες οἱ διαδικασίες ἐκεῖνες ποὺ προβλέπουν οἱ ἱ. Κανόνες, ὥστε νὰ ἀποδειχθεῖ τὸ ἄδικο τοῦ ἀφορισμοῦ. Γιατί, οἱ Πατέρες ποὺ τοὺς ἐθέσπισαν, γνώριζαν ὅτι καὶ οἱ ἐπιβάλλοντες τοὺς ἀφορισμοὺς ἦσαν ἄνθρωποι ἀδύναμοι -καὶ πολλὲς φορὲς ἐμπαθεῖς- καὶ ἦταν δυνατὸ νὰ ἀδικήσουν.
 Εἶναι λοιπὸν ἐκκλησιαστικὰ παρακινδυνευμένο νὰ ἀποφασίζει ἰδιωτικὰ ὁ κάθε ἀφορισθεὶς τὸ δίκαιο ἢ ἄδικο τοῦ ἀφορισμοῦ του –ὅσο ἐξώφθαλμη κι ἂν εἶναι ἡ ἀδικία–, ἀντίθετα πρέπει νὰ ἐπικαλεῖται καὶ νὰ καταφεύγει πρὸς δικαίωσή του στὴ μητέρα Ἐκκλησία. Διότι σὲ ἀντίθετη περίπτωση περιφρονεῖ τοὺς ἱ. Κανόνες της,  ξεχνᾶ  ὅτι Ἐντολὴ Χριστοῦ εἶναι τὸ  «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς,  ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω. 20, 23)[22].  Σχετικὰ  ὁ ἅγ. Νικόδημος «ἑρμηνεύων τὸν λβ΄ καν. τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων -στηριζόμενος καὶ εἰς ἄλλους σχετικοὺς κανόνας, ὡς καὶ εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν πρᾶξιν-, καταλήγει εἰς τὰς ἑξῆς ἀπόψεις: «Ἕνα μέν, ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ ἀφορισθῶσιν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον (ὁμιλεῖ γιὰ πρεσβύτερο ἢ διάκονο), εἴτε δικαίως, εἴτε ἀδίκως, πρέπει νὰ στέκουν ἔτσι ἀφωρισμένοι, καὶ νὰ μὴ τολμήσουν νὰ καταφρονοῦν τὸν ἀφορισμόν, ἕως νὰ γένῃ περὶ τούτου ἐκκλησιαστικὴ ἐξέτασις»[23].
    Κατὰ τὸν Μαλαξό, (ποὺ στηρίζεται στὸν 33ο κανόνα τῶν Διατάξεων τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων) «οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ ὑπακούουν, νὰ λαμβάνουν  ὑπ’ ὄψιν τους  σοβαρὰ  τὴν ποινή, ἔστω καὶ ἂν ἔχει ἐπιβληθεῖ ἄδικα, ἕως ὅτου ἐκδικασθεῖ ἀπὸ ἀνώτερο ἱερωμένο»[24].
   Τὴν ἴδια λέγει καὶ ὁ Πάπας Γρηγόριος ὁ Μέγας. «”Τὴν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν ἑνὸς ἐπισκόπου  ὀφείλει τις ἀναμφιβόλως  νὰ φοβῆται καὶ ἐὰν ἀκόμη ὁ ἐπίσκοπος ‘δένῃ’ τινὰ ἀδίκως”. Ὁ Ζωναρᾶς ἐπίσης σημειοῖ: “Τοὺς ἀφοριζομένους, χρή, κἂν μὴ δικαίως λέγωσιν ἐπιτιμηθῆναι, ἐμμένειν τῷ ἐπιτιμίῳ, ἕως ἂν ἀκουσθῶσι παρὰ τοῦ ἔχοντος δίκαιον (=ἁρμοδιότητα) ἀνακρίνειν τὰ τοιαῦτα”…»[25].
      (Ασφαλῶς στὶς παραπάνω περιπτώσεις, δὲν διευκρινίζεται ἂν πρόκειται γιὰ γενικὸ ἀφορισμὸς ἢ ἔχει σχέση μὲ μόνο μὲ θέματα Πίστεως).

        Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουμε ἄδικους ἀφορισμοὺς ἁγίων ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι πέθαναν μὲ τὸ ἐπιτίμιο καὶ ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἀπεκατέστησε.
      Πράγματι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος  ἐκοιμήθη  τὴν 14ην Σεπτεμβρίου 407 μ.Χ.  τελῶν  ὑπὸ  καθαίρεσιν…  Μετὰ τὸν θάνατόν του» ὁ ἅγ. Πρόκλος ἀκύρωσε τὴν καταδίκη. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ πατριάρχης Φλαβιανὸς «καθηρέθῃ ὑπὸ τῆς ληστρικῆς ὡς αἱρετικός… καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀπέθανε ἀπὸ τὰς κακώσεις» ἐκ τῶν λακτισμῶν τῶν διακόνων τοῦ Πατρ. Διοσκόρου. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὅμως «ἐνεγράφη εἰς τὰ ἱερὰ δίπτυχα» ὑπὸ τοῦ «Πατριάρχου ἁγίου Ἀνατολίου»[26].


Η ΣΤΑΣΗ  τῶν  ΠΑΤΕΡΩΝ  ἀπέναντι
 στὸν  ΠΑΡΑΤΥΠΟ ΑΦΟΡΙΣΜΟ
    Παρὰ ὅμως τὶς παραπάνω θέσεις τῶν Πατέρων, ποὺ συμβουλεύουν πὼς πρέπει νὰ μὴ ἀγνοεῖται καὶ ὁ ἄδικος ἀκόμη ἀφορισμός, ἀλλὰ νὰ καταφεύγει στὴν Ἐκκλησία ὁ ἀφορισθεὶς γιὰ νὰ ἀποφασίσει ἐκείνη τὸ δίκαιο ἢ τὸ ἄδικο τοῦ ἐπιτιμίου, παρατηροῦμε πώς:
     α) ὑπάρχει καὶ ἔντονος προβληματισμός, ὅταν ἀντιμετωπίζεται τὸ ἐνδεχόμενο νὰ καταστοῦν «τύραννοι» οἱ ἐπίσκοποι μὲ τὴν κακὴ χρήση τοῦ ὅπλου τοῦ ἀφορισμοῦ.
      β) παρατηρεῖται διαφοροποίηση, ὅταν ἀντιμετωπίζεται ὁ παράνομος-παράτυπος ἀφορισμός.
    Ἔτσι ὁ Βαλσαμὼν «ἑρμηνεύων τὸν κθ΄/λζ΄ καν. τῆς καρθαγένης παρατηρεῖ: “Εἰ γὰρ δοθῇ, εὐκαίρως ἢ ἀκαίρως ἔχειν ἐπ’ ἀδείας τὸν ἐπίσκοπον ἀφορίζειν λαϊκούς τε καὶ κληρικούς, καὶ ἔχειν πρὸς ἀνάγκης τοὺς ἀφοριζομένους φυλάττειν τὸν ἀφορισμόν, κατατολμήσουσι τυραννίδος οἱ ἐπίσκοποι, καὶ παντὸς πράγματος κατακυριεύσουσι, καὶ οὐδεὶς ἔσται ὁ ἀντιπίπτων αὐτοῖς διὰ τὸν φόβον τοῦ ἀφορισμοῦ· ἴσως δὲ καὶ τῆς εὐσεβείας αὐτῆς κατορχήσονται, καὶ πολλῶν κακῶν παραίτιοι οἱ θεῖοι κανόνες γενήσονται, ὅπερ ἄτοπον”. Διὰ τοῦτο χαρακτηριστικῶς προσθέτει: “Ἐγὼ δὲ οὐκ ἔχω τίνι ἐκ τούτων ἀκολουθήσω”»[27].
       Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὅμως, ἂν καὶ συμβουλεύει (ὅπως εἴδαμε) πὼς ἀκόμη καὶ τὸν ἄδικο αφορισμὸ δὲν πρέπει νὰ τολμήσει νὰ καταφρονήσει ὁ ἀφορισθείς, ὥσπου νὰ γίνει «περὶ τούτου ἐκκλησιαστικὴ ἐξέτασις»[28], ὅμως διακρίνει τὸν ἄδικο ἀπὸ τὸν παράτυπο ἀφορισμό.

 Ὁ παράτυπος ἀφορισμὸς
          «ἐπιστρέφει στὴν κεφαλὴ» τοῦ ἐπιβάλλοντος.
    Ὁ θεωρούμενος ὡς ἄδικος ἀφορισμός, ἀλλὰ ποὺ ἔχει ἐπιβληθεῖ τηρουμένων τῶν διατάξεων τῶν ἱ. Κανόνων, κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νομιμότητος καὶ τοῦ ἀνθρώπινου λάθους καὶ οἱ Πατέρες ἔχουν πάρει θέση γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, ἡ Ἐκκλησία ἔχει λάβει τὰ μέτρα της, ὥστε νὰ θεραπεύσει διὰ τῶν Συνόδων τυχὸν ἄδικες ἀποφάσεις, ὅπως στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἀναφέρθηκε.
      Ἀντιθέτως ὁ δεύτερος (ὁ παράτυπος ἀφορισμός), ἐκ μόνου τοῦ λόγου τῆς παρατυπίας καθίσταται ἄκυρος, ἀφοῦ τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ ἐπεβλήθη ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ σκοπιμότητα ἢ ἐν βρασμῷ ψυχῆς, ἐξ αἰτίας τέτοιας ἐμπαθείας ποὺ ἐμπόδιζε τὸν ἐπιβάλλοντα νὰ περιμένει τὴν διαδικασία τῆς ἀσφαλοῦς ἐξετάσεως καὶ νηφάλιας κρίσεως τῶν πραγμάτων καί, πάντως, ἐπεβλήθη ἐπὶ καταφρονήσει τῆς διαδικασίας ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ Κανόνες. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὁ ἅγ. Νικόδημος, λέγει, πὼς δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ ἀφορισθεὶς νὰ τηρήσει τὸν ἀφορισμό.
       Ἂς παρακολουθήσουμε τὴ σκέψη του:
       Γράφει πὼς «οἱ πνευματικοὶ δὲν πρέπει νὰ λύουν τὰ ἐπιτίμια τῶν ἄλλων ὁμοταγῶν των πνευματικῶν, ἂν αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ Κανόνας καὶ πάντῃ ἄλογα»[29]. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο: δὲν πρέπει νὰ καταφρονοῦν τὸν ἔστω καὶ ἄδικο ἀφορισμό, «ἔξω μόνον ἀνίσως ἤθελαν καταδικασθοῦν πρὸ τοῦ νὰ κριθοῦν, καὶ νὰ προσκαλεσθοῦν εἰς τὸ ἐκκλησιαστικὸν δικαστήριον»[30].
  Ἄρα, ὅταν τὰ ἐπιτίμια  εἶναι «πάντῃ ἄλογα» καὶ «παρὰ τοὺς Κανόνας», ἂν ἔχουν ἐπιβληθεῖ προτοῦ «νὰ κριθοῦν» οἱ ἐπιτιμηθέντες, προτοῦ «νὰ προσκαλεσθοῦν» καὶ νὰ παρουσιασθοῦν «εἰς τὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριον», ἂν καταδικαστοῦν προτοῦ νὰ γίνει ἡ δίκη, τότε, αὐτὰ τὰ ἐπιτίμια πρέπει νὰ λύονται[31], νὰ μὴ τηροῦνται.
       Καὶ φέρνει ὡς παράδειγμα τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ εἰς τὸν ἱ. Χρυσόστομο ἐπιβληθέντος ἀφορισμοῦ: Ὁ ἱ. Χρυσόστομος «ἐπειδὴ καὶ ἐγκαλεῖτο, διὰ τὶ δὲν ἐφύλαξε τὸν ἀφορισμὸν ὁποῦ ἐξεφώνησε κατ’ αὐτοῦ ἡ περὶ τὸν Θεόφιλον σύνοδος, ἀλλὰ ἠθέτησε αὐτόν, πρὸ ἄλλης συνοδικῆς ἐξετάσεως, ἀπελογήθη λέγων, ὅτι, δὲν ἐπαραστάθη εἰς τὴν κρίσιν ὁλότελα, οὔτε τὰς κατηγορίας ἤκουσε τῶν κατηγόρων του, οὔτε παντελῶς καιρὸς τοῦ ἐδόθη διὰ νὰ ἀπολογηθῇ… καθὼς καὶ ὁ οδ΄ Ἀποστολικὸς διορίζει»[32].
   Ἐπίσης, σχολιάζοντας τὸν λβ΄ Ἀπ. Κανόνα, θεωρεῖ παράτυπο-ἄκυρο τὸν ἀφορισμὸ στὴν περίπτωση ποὺ Ἐπίσκοπος ἀφορίσει χωρὶς ἀποδείξεις: «Ἀνίσως ὁ Ἐπίσκοπος ἤθελεν ἀφορίσῃ τινά, διὰ τὶ ἐξομολογηθεὶς πρότερον τὸ ἁμαρτημά του εἰς αὐτόν, ὕστερον τὸ ἀρνηθῆ, πρέπει οἱ ἄλλοι Ἐπίσκοποι νὰ μὴ συγκοινωνοῦν μὲ τὸν ἀφορίσαντα, ἐν ὅσῳ καιρῷ καὶ αὐτὸς δὲν συγκοινωνεῖ μὲ τὸν ἐπὶ τοιαύτῃ αἰτίᾳ ἀφορισμένον ὑπ’ αὐτοῦ. Καὶ τοῦτο νὰ γίνηται, διὰ νὰ φυλάττηται ὁ Ἐπίσκοπος νὰ μὴ κατηγορεῖ κανένα, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ νὰ ὑποδείξῃ τὴν κατηγορίαν»[33].
       Τὴν ἴδια θέση συναντᾶμε καὶ στὸν ΡΜΑ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ:
 «Ἤρεσεν ἵνα, ἐάν ποτε Ἐπίσκοπος  λέγῃ τινά, αὐτῷ μόνῳ τὸ ἴδιον ἔγκλημα ὁμολογῆσαι, καὶ ἐκεῖνος ἀρνῆται, μὴ λογίσηται ὁ Ἐπίσκοπος εἰς ἰδίαν ὕβριν συντείνειν, ὅτι αὐτὸς μόνος οὐ πιστεύεται. Εἰ δὲ καὶ τῷ σκινδαλμῷ τῆς ἰδίας συνειδήσεως λέγοι μὴ θέλειν ἑαυτὸν κοινωνεῖν τῷ ἀρνουμένῳ, ἐφ’ ὅσον τῷ ἀφορισμένῳ μὴ κοινωνῇ ὁ ἴδιος Ἐπίσκοπος, τῷ αὐτῷ Ἐπισκόπῳ ἄλλοι μὴ συγκοινωνήσωσιν Ἐπίσκοποι. Ὥστε μᾶλλον παραφυλάττεσθαι τὸν Ἐπίσκοπον μὴ λέγειν κατά τινος, ὅπερ ἀποδείξεσιν ἐλέγξαι παρ’ ἑτέροις οὐ δύναται»[34].
  «Ὁ ἀφορισμὸς θεωρεῖται ἀντικανονικός, ὄχι μόνον ὅταν ἐπιβάλλεται ἐξαιτίας κάποιων προσωπικῶν παθῶν καὶ συμφερόντων», ἀλλὰ καὶ ὅταν οἱ ἐπιβάλλοντες εἶναι παραβάτες τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων πού, μάλιστα, ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ ἀφορισμοῦ.
   «Ἤδη στὰ 1229 ὁ πατρ. Κων/λεως Γερμανὸς Β΄ γράφει πρὸς τοὺς Κυπρίους “νὰ μὴ φοβῶνται τοὺς ἀφορισμοὺς τῶν κοινωνησάντων τοῖς Λατίνοις ἱερέων· διότι οὗτοι ἐπιστρέφουσιν εἰς τοὺς ἀφορίσαντας καθὸ παραβάτας τῶν ἱ. κανόνων, οἵτινες ἀφορίζουσι τοὺς κατεπεμβαίνοντας τῶν ἀλλοτρίων ἐνοριῶν”»[35].
  Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγ. Θ. ὁ Στουδίτης σχετικῶς παρατηρεῖ: «Τὸ δεσμεῖν καὶ λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ὡς δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ καὶ τῷ κανόνι»[36]. «Τί δέ φησιν ὁ κύριος τῷ Πέτρῳ;… Ὅσα ἂν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς”· ἵνα καὶ ποιῶν ἀκοινώνητον, ἢ κωλύων, ἢ καθαιρῶν, φοβερὸν ἔχοις τὸ πρᾶγμα, ὡς σύμψηφον καλῶν τὸν Θεόν· ὡς ὑπὸ μάρτυρι τοῦ ἐν οὐρανοῖς τοῦτο ποιῶν· καὶ ὁ κωλυόμενος ἢ καθαιρούμενος φρίττοι, ὡς ἔξω βαλλόμενος οὐρανῶν βασιλείας. Ὅρα, φησίν, τί πράττεις, ὦ ἱερεῦ, ἃ κάτω δεσμεῖς, ἄνω λογοθετεῖσθαι προσδόκησον· οὐκ ἔστιν ἀνεύθυνος ὁ δεσμός, ἐὰν ἀδίκως δεσμεύεις. Ἐμφανίζεσθαι γὰρ μέλλεις τῷ τῶν ἀγγέλων σκρινίῳ. Διὸ μὴ θυμῷ καὶ πάθει τὸν δεσμὸν ἐπάγοις· μὴ ὡς ἑαυτὸν ἐκδικῶν. Ἐκδικεῖ γὰρ τὸν ἀδίκως δεθέντα ὁ Θεός, ἐὰν μὴ τοῦ δεσμοῦ καταφρονήσῃ»[37].
      Καὶ στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου γίνεται ὑπερβολικὴ χρήση τοῦ ἀφορισμοῦ, στὸ Νομοκάνονα τοῦ Μαλαξοῦ (ποὺ «ἀποτελοῦσε “ἐγχειρίδιον”  ἀπονομῆς δικαίου στὰ χέρια τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν») διαβάζουμε: «Ὅποιος ἀφορίσῃ τινὰ τῶν χριστιανῶν, ἀπὸ γνώμην παράλογον, ἢ ἀπὸ θυμὸν πολύν, οὐχὶ μόνον ὁ ἀφορισμὸς δὲν τὸν πιάνει, ἀλλὰ πέφτει εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀφορίσαντος. Ὥστε μόνον ἐκεῖνοι οἱ ἀφορισμοὶ εἶναι στερκτοί, ὅσοι ἐξεφωνήθησαν κατὰ τοὺς θείους νόμους καὶ κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, οὐχὶ ἐκεῖνοι οἱ ἀφορισμοί, ὁποῦ γίνονται ἀπὸ ὀξυχολίαν ἱερέως, ἢ ἀρχιερέως… Εἰ δὲ ἀφώρισεν αὐτὸν ἀδίκως, ἔχει νὰ δόσῃ λόγον ὁ ἀρχιερεὺς τῷ ἀδεκάστῳ Κριτῇ… διὰ τὸ χωρίσαι ἀδίκως τὸν χριστιανὸν ἐκ τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ Θεοῦ… Λέγει καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅταν ἀφορισθῆ ὁ ἄνθρωπος ὑπὸ τοῦ ἀρχιερέως, ἀγκαλίζεται αὐτὸν ὁ σατανᾶς· καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἐξετάζεται καλῶς ἡ ὑπόθεσις τοῦ κοσμικοῦ καὶ τότε νὰ ἀφορίζεται… Ὅποιος ἀρχιερεὺς διὰ ἔχθραν, ἢ πάθος...ἀφορίσῃ κοσμικόν νὰ παθαίνῃ τὴν αὐτοπάθεια… ἀφώρισε, νὰ ἀφορισθῇ»[38].
        Ἐπίσης «ὁ δ΄ κανόνας τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου…ἀναφέρει: “εἴ τις οὖν δι’ ἀπαίτησιν χρυσοῦ, ἢ ἑτέρου τινὸς εἴδους, εἴτε διά τινα ἐμπάθειαν εὑρεθείη ἀπείργων τῆς λειτουργίας, καὶ ἀφορίζων τινὰ τῶν ὑπ’ αὐτὸν κληρικῶν… καὶ εἰς ἀναίσθητον τὴν ἑαυτοῦ μανίαν ἐπιπέμπων, ἀναίσθητος ὄντως ἐστί, καὶ τῇ ταυτοπαθείᾳ ὑποκείσεται, καὶ ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, ὡς παραβάτης ἐντολῆς Θεοῦ…”».
      Σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα αὐτὸν «θεωρεῖται αὐτοαφορισμένος ἐκεῖνος ὁ ἱεράρχης ποὺ ἀφορίζει παράνομα»[39].
      Σὲ Νεαρὰ τοῦ Ἰουστινιανοῦ «δηλώνεται ρητά: “πᾶσι δὲ τοῖς ἐπισκόποις καὶ πρεσβυτέροις ἀπαγορεύομεν ἀφορίζειν τινὰ τῆς ἁγίας κοινωνίας πρὶν ἡ αἰτία δειχθῇ δι’ ἣν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες τοῦτο γίνεσθαι κελεύουσιν, εἰ δέ τις παρὰ ταῦτα τῆς ἁγίας κοινωνίας τινὰ χωρίσει, ἐκεῖνος μὲν ὃς ἀδίκως ἀπὸ τῆς κοινωνίας ἐχωρίσθη, λυομένου τοῦ χωρισμοῦ ὑπὸ τοῦ μείζονος ἱερέως τῆς ἁγίας ἀξιούσθω κοινωνίας·    δὲ  ἀδίκως τινὰ  τῆς ἁγίας  κοινωνίας  χωρίσαι  τολμήσας πᾶσι τρόποις ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ὑφ’ ὃν τέτακται, χωρισθήσεται τῆς κοινωνίας ἐφ’ ὅσον χρόνον ἐκεῖνος συνίδοι ἵνα ὅπερ ἐποίησε, δικαίως ὑπομείνῃ”»[40].
        Εἶναι ἀκόμα ἀξιοσημείωτα ὅσα περιλαμβάνονται στὸν «Τόμο τῶν τεσσάρων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς» τοῦ 1663, ὡς ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα: «εἰ δύναται ἐπίσκοπος ἢ πατριάρχης… ἀφορίζειν ὅντινα βούλοιντο, δι’ ἰδίας αὐτῶν ὑποθέσεις, καὶ εἶναι τοὺς ἀφορισθέντας τῷ Θεῷ ὑπαιτίους, καὶ ὁ ἀφορίζων ἀλόγως ὑπαίτιός ἐστι τοῖς κανόσιν». Διαβάζουμε στὴν ἀπάντησή τους: «οὐ μόνον τὴν ἀρὰν καὶ τὸν ἀφορισμὸν πρὸς ἐκείνους ἐπιστρέφειν, ἀλλὰ καὶ ἀξίους εἶναι τιμωρίας, ὡς ὀργίλους καὶ ἀπερισκέπτως χωρίζοντας κατὰ τὴν αὐτῶν θέλησιν τινὰς τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας»[41].
       «Ἐπίσης καὶ ἡ ἐπὶ Πατριάρχου Νικολάου Γ΄ Κυρδινιάτου (1084-1111) Σύνοδος τῆς Κων/πόλεως εὶς σχετικὴν ἐρώτησιν μοναχῶν ἀπήντησεν ὡς ἑξῆς (ζ΄ ἀπόκρ.): “Ἄλογος ὁ δεσμὸς καὶ διὰ τοῦτο ἀνίσχυρος καὶ ὁ δεσμευθὺς ἀπολυθήσεται ἀρχιερεῖ προσελθών, καὶ τὰ καθ’ ἑαυτὸν ἀπαγγείλας”»[42].
          Ὅταν λοιπόν, ὁ ἐπιβάλλων τὸ ἀνάθεμα τὸ κάνει ἀπὸ κάποια σκοπιμότητα παράτυπα, ἢ εἶναι αἱρετικός, ἢ ἐμφορεῖται ἀπὸ ἀντορθόδοξα φρονήματα καὶ διδάσκει διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία, τότε δικαιοῦται ὁ ὀρθόδοξος πιστός (πιὸ σωστὰ θὰ λέγαμε, πώς -ἂν εἶναι συνεπὴς μὲ τὴ πρακτικὴ τῶν Πατέρων- ὑποχρεώνεται) νὰ μὴ λογαριάσει τὸν ἀφορισμό, ἀφοῦ αὐτὸς συγκρούεται μὲ τὴν πίστη, ὅ,τι κι ἂν αὐτὸ συνεπάγεται.
         Στὴν μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶμε ἀρκετὲς περιπτώσεις ἄδικων ἀφορισμῶν. Στὸ σημεῖο αὐτὸ παραθέτω μερικὲς ἐνδεικτικὲς περιπτώσεις, ἴσως ὄχι καὶ τὶς ἰσχυρότερες, στὶς ὁποῖες Ἐπίσκοποι καὶ Πατριάρχες μᾶς συμβουλεύουν νὰ θεωροῦμε ὡς ἄκυρους τοὺς ἄδικους ἀφορισμούς, ἄξιους καταφρονήσεως, καὶ ἐπισημαίνουν ὅτι αὐτοὶ ἐπιστρέφουν στοὺς ἐπιβάλλοντας «ἀλλοτριοεπισκόπους».
        ♦ Παραπάνω ἀναφέρθηκε, πὼς ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀφορίστηκε, ἀλλὰ δὲν ἀπεδέχθη ὡς νόμιμο τὸν ἀφορισμό, ἐπειδὴ  τοῦ ἐπεβλήθη ἀπὸ Σύνοδο Ἐπισκόπων παρατύπως καὶ παρανόμως.
      Συγκεκριμένα: Ὁ ἱ. Χρυσόστομος καθηρέθη ἀντικανονικῶς ἀπὸ τὴν παρὰ τὴν Δρῦν Σύνοδον (τὸ 403 μ. Χ.), ἀφοῦ αὐτὴ συνεκλήθη ἀπὸ τὸν ἐχθρικῶς πρὸς τὸν ἅγιο διακείμενο Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο καὶ τοὺς 30 περίπου Ἐπισκόπους ποὺ τὸν ἀκολούθησαν. Γι’ αὐτὸ δὲν παρέστη στὴ Σύνοδο ποὺ παρανόμως συνεκλήθη καὶ τὸν ἐκάλεσε ἐκτὸς τῆς ἕδρας τῆς ἐπισκοπῆς του γιὰ νὰ τὸν δικάσει, καὶ ποὺ ἀπόντα καθαίρεσε, οὔτε καὶ ἀπεδέχθη τὶς ἀποφάσεις της. Στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο.
      Κατόπιν, οἱ καθαιρέσαντες τὸν Χρυσόστομο ὑψηλόβαθμοι κληρικοί, προσπάθησαν νὰ καταλάβουν τοὺς ναοὺς τῆς Πόλης, ἀλλὰ οἱ πιστοὶ ἀντιστάθηκαν. Τότε οἱ ὑποστηρίζοντες τοὺς διῶκτες τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου «ἔσυραν τὰ ὅπλα των καὶ ἐπῆλθε σύγκρουσις…Τὸ Βαπτιστήριον ἐγέμισεν ἀπὸ πτώματα… καὶ ἀνθρώπινον αἷμα»[43].
     Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀναταραχὴ καὶ σημαδιακὰ γεγονότα, ὁ αὐτοκράτορας ἀναγκάστηκε νὰ ἀνακαλέσει ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸν Ἅγιο. Ὁ ἐπανελθὼν Ἀρχιεπίσκοπος παρὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ δὲν ἤθελε «νὰ εἰσέλθει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του παρὰ μόνον ἀφοῦ ἀποκατασταθεῖ κανονικῶς ὑπὸ συνόδουΚαθῃρημένος ἐπίσκοπος, ἔλεγε, καθὼς εἶμαι, δὲν δύναμαι νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μου παρὰ μόνον ἀφοῦ ἀποκατασταθῶ ὑπὸ Συνόδου». Ὁ λαὸς ὅμως ὁδήγησε τὸν Χρυσόσοτομο «παρὰ τὰς ἀντιρρήσεις του εἰς τὸν ναὸν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ἐκεῖ τοῦ ἐφώναξεν νὰ ἀναβῇ εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον… καὶ ἐπειδὴ ἠρνεῖτο, ἄνθρωποι ρωμαλέοι τὸν ἥρπασαν καὶ τὸν ἐτοποθέτησαν ἐκεῖ θέλοντας καὶ μή, καθ’ ὃν χρόνον τὸ πλῆθος γονατισμένον εἰς τὴν γῆν ἐζήτει τὴν εὐλογίαν του» (ὅπ. π., σ. 78-79).
         Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ ἡ Σύνοδος τῆς Δρυὸς διαλύθηκε. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος «ἀνακτήσας τὴν εὔνοιαν τοῦ αὐτοκράτορος δὲν ἔπαυσε νὰ ζητῇ τὴν σύγκλησιν γενικῆς συνόδου ἐν Κων/πόλει, ἡ ὁποία νὰ ἀκυρώσῃ τὰς πράξεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς παρὰ τὴν Δρῦν συνελθούσης καὶ νὰ δώσῃ τὴν κανονικὴν ἐπανόρθωσιν» (ὅπ. π., σ. 81).
      Ἡ παράκληση αὐτὴ τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου δὲν σήμαινε «ὅτι ἀνεγνώριζε τὴν ἀπόφασιν τῆς παρὰ τὴν Δρῦν Συνόδου. Καταδικασθεὶς παρανόμως ὑπὸ ἐπισκόπων ἐχθρῶν του, ἔκαμεν ἔκκλησιν κανονικὴν εἰς ἐπισκόπους ἀδελφούς του διὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦν περὶ τῆς ἀθωότητός του ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἐνώπιον ὅλου τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, διὰ νὰ ἀποδείξῃ τὴν μοχθηρίαν τῶν ἀντιπάλων του καὶ διὰ νὰ ἐξαλείψῃ καὶ τὴν τελευταίαν σκιὰν τοῦ στίγματος, τὸ ὁποῖον ἐκεῖνοι ἀπεπειράθησαν νὰ τοῦ προσάψουν» (ὅπ. π., σελ. 93).
    Μετὰ ἀπὸ λίγο ὅμως οἱ ἐχθροὶ τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου συνωμοτοῦντες κατάφεραν νὰ πάρουν πάλι μὲ τὸ μέρος τους τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ τὸν πείσουν, πὼς ἂν ὁ Χρυσόστομος κατεδικάζετο καὶ δεύτερη φορὰ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο, «δὲν θὰ ἔχῃ πλέον παρὰ νὰ ὑπάγῃ διὰ νὰ ἀποθάνῃ εἰς τὴν ἐξορίαν» (ὅπ. π., σ. 89).
      Ἔτσι ἑτοιμάστηκε ἡ δεύτερη ἐναντίον του Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀντὶ νὰ ἐξετάσει τὴν ἔνσταση τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου κατὰ τῆς Συνόδου τῆς Δρυός, χωρὶς πάλι τὴν παρουσία του, ἐπεκύρωσε τὴν καθαίρεση καὶ ἐπέβαλε ἐπιπλέον στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ ἀφορισμό!!!
    Σὲ λίγες ἡμέρες κατὰ περιπετειώδη τρόπο, καὶ ἀφοῦ ἐπαναλήφτηκαν βιαιότητες κατὰ τῶν πιστῶν ὑποστηρικτῶν του, ἕως καὶ αἱματοχυσίες, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης ἐπῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας, ὅπου καὶ ἀπέθανε καθηρημένος καὶ ἀφορισμένος!
     ♦ Σὲ Σύνοδο Ἐπισκόπων ποὺ συνεκάλεσε τὸ 869 στὴν Κων/πολη ὁ Αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών, καὶ τὴν ὁποία οἱ Λατῖνοι ὀνομάζουν 8ην Οἰκουμενικήν, ὁ ἅγιος καὶ Μ. Φώτιος ἀναθεματίσθη καὶ «οἱ ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντες ἐπίσκοποι» καὶ λαϊκοὶ «ἀφωρίσθησαν»[44]. «Κατὰ τὴν ὑπογραφὴν τῶν Πρακτικῶν ἐχρησιμοποίησαν ἀντὶ μελάνης τὸ αἷμα τοῦ Σωτῆρος, ἤτοι τὴν θ. Εὐχαριστίαν»[45].
     Γιὰ τὰ ἀναθέματα αὐτὰ ὁ ἅγ. Φώτιος ἔγραψε πρὸς τὸν Κλαυδιουπόλεως Ἰγνάτιον: «Ἦν ποτε φρικτὸν καὶ φοβερὸν τὸ ἀνάθεμα ὅτε κατὰ τῶν ἐνόχων τῆς ἀσεβείας ὑπὸ τῶν τῆς εὐσεβείας κηρύκων ἐφέρετο. Ἀφ’ οὗ δὲ ἡ τολμηρὰ καὶ ἀναίσχυντος τῶν ἀλαστόρων ἀπόνοια, παρὰ πάντα θεσμόν θεῖόν τε καὶ ἀνθρώπινον, καὶ παρὰ πάντα λόγον ἑλληνικόν τε καὶ βάρβαρον, τὸ οἰκεῖον ἀνάθεμα κατὰ τῶν προμάχων τῆς ὀρθοδοξίας ἀναστρέφειν ἐφρυάξατο καὶ τὴν βαρβαρικὴν μανίαν ἐκλησιαστικὴν προνομίαν ἐφιλονείκησαν ἀπεργάσασθαι, αὐτίκα καὶ τὸ φρικτὸν ἐκεῖνο καὶ ποινῆς ἁπάσης πέρας ἔσχατον εἰς μύθους καὶ παίγνια μεταποίηκε· μᾶλλον δὲ τοῖς εὐσεβέσι καὶ αἱρετὸν παρεσκεύασται» (Ἐπιστ. ρξγ΄)[46].
      «Ἄλλωστε ὁ Φώτιος καὶ οἱ ὀπαδοί του δὲν ἐθεώρουν κανονικὴν τὴν εἰς αὐτοὺς ἐπιβληθεῖσαν ποινὴν τῆς καθαιρέσεως ὑπὸ ἀντικανονικῶς συγκροτηθέντος ἀναρμοδίου συνοδικοῦ ὀργάνου» (RG 102, 900)[47].
    Μετ’ ὀλίγον “ὁ Φώτιος ἀνεκλήθη ἐκ τῆς ἐξορίας… Ἐπηκολούθησεν ἡ συμφιλίωσις Ἰγνατίου καὶ Φωτίου, ὁ ὁποῖος μὴ θεωρῶν ἑαυτὸν καθῃρημένον συμπεριεφέρετο ὡς ἐπίσκοπος»[48].
      «Ὁ Φώτιος ἀνῆλθεν εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον τρεῖς μόλις ἡμέρες μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰγνατίου ἄνευ κανονικῆς τινος διαδικασίας. Ὁ Ἰγνάτιος εἶχε προφανῶς συμφωνήσει εἰς τὴν διαδοχὴν αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ Φωτίου»[49].
      «Ἡ ἀποκατάστασις τοῦ Φωτίου ἐγένετο τῇ πρωτοβουλίᾳ τοῦ βασιλέως Βασιλείου, ὅστις διὰ πατρικίων καὶ εἶτα αὐτοπροσώπως ἐκάλεσεν αὐτὸν νὰ ἀναλάβῃ τὸν πατριαρχικὸν θρόνον. Ὁ Φώτιος ἔθεσεν ὡς ὅρους ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν ἀνάκλησιν τῶν ἐξορίστων ὀπαδῶν αὐτοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἐκ τῶν κατ’ αὐτοῦ διατυπωθεισῶν συκοφαντιῶν… “ἐρρέτωσαν δὲ καὶ αἱ καθ’ ἡμῶν συκοφαντίαι, οὐχ ἡμῶν χάριν ἀλλ’ ἵνα μὴ τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ δι’ ἐμὲ μῶμος ἐπιτρίβοιτο“ (Μansi XVII, 425). Ἀναμφιβόλως ὁ Φώτιος ἠννόει τὴν καταδικάσασαν αὐτὸν σύνοδον τῆς ἁγ. Σοφίας (869-870)»[50].
     Ὁ Πάπας Ἰωάννης (διὰ κειμένου ποὺ μετέφερε στὴν ἐν Κων/πόλει Σύνοδο τοῦ 879 ὁ παπικὸς ἀντιπρόσωπος πρεσβύτερος Πέτρος) ἔλεγε: «θέλομεν ἐνώπιον τῆς ἐνδημούσης συνόδου ἀνακηρυχθῆναι, ἵνα ἡ σύνοδος ἡ γεγονυῖα κατὰ τοῦ προρρηθέντος πατριάρχου Φωτίου ἐν τοῖς καιροῖς τοῦ Ἀνδριανοῦ τοῦ Ἀγιωτάτου πάπα ἐν τῇ Ρώμῃ καὶ ἐν Κων/πόλει ἀπὸ τοῦ παρόντος ᾖ ἐξοστρακισμένη καὶ ἄκυρος»[51].
      Ὁ παπικὸς ἀντιπρόσωπος ὅμως, βλέποντας ὅτι ὁ Φώτιος παρίστατο καὶ ἐλάμβανε μέρος στὴ Σύνοδο, παρατήρησε ὅτι «οὐν ἦν καλὸν πρὸ τῆς ἐλεύσεως ἡμῶν ἀνελθεῖν αὐτόν», νὰ ἔχει δηλαδὴ ἀναλάβει ὁ Φώτιος τὴν Πατριαρχίαν. «Ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων πρεσβύτερος Ἠλίας ἀπήντησεν ὅτι παρὰ τὰς ἀντιθέτους ἀποφάσεις τῶν ἐν Ρώμῃ καὶ Κων/πόλει Συνόδων (863, 869-870) “τὰ τρία τῆς ἀνατολῆς Πατριαρχεῖα ἀεὶ Πατριάρχην αὐτὸν εἶχον· οἱ ἐν Κων/πόλει ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς μικροῦ πάντες Πατριάρχην αὐτὸν ἔχουσι. Καὶ τί ἐκώλυε τοῦ ἀνελθεῖν αὐτόν;“ (Μansi XVII, 420).
      Ἐν συνεχείᾳ ἀνεγνώσθησαν αἱ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν Πατριάρχην ἐπιστολαὶ» τῶν τριῶν ἄλλων Πατριαρχείων «δι’ ὧν ἀποδοκιμάζονται οἱ καθ’ ὑπέρβασιν ἁρμοδιοτήτων συμμετασχόντες… εἰς τὴν καταδικάσασαν τὸν Πατριάρχην Φώτιον σύνοδος (869-870)»[52].



[1] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 397.
[2] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 397: «Τούτων οὖν προεγνωσμένων, ἀκαίρως κατηγοροῦσί τινες…τὴν παροῦσαν  Σύνοδον  διὰ τὸ ἀνάθεμα  ὁποῦ κάμνει,  φέροντες εἰς μαρτυρίαν τὸν θεῖον Χρυσόστομον· α΄. διὰ τὶ ὁ Χρυσόστομος εἰς τὸν ἀνωτέρο λόγον ἐμποδίζει ναὶ τὸν καθ’ ἕνα ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ νὰ μὴ τοὺς ἀναθεματίζῃ τινά…, ἀλλὰ δὲν ἐμποδίζει καὶ τὴν Σύνοδον ἀπὸ τοῦτο. Λέγει γὰρ ὁ αὐτὸς πάλιν ἐν τῷ αὐτῷ λόγῳ “Τί λοιπόν, ἐπῆρες τόσην ἐξουσίαν ἐσὺ νὰ ἀναθεματίζῃς τινα;”».
[3] Δ. Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας,  Κεφ. Ζ΄, π. 7, PG 3, 564 Β.
[4] Ἁγ. Μαξίμου, ΡG 4, 181 Β.
[5] «Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι καὶ…ἀφορίσωσιν» (Λουκ. 6,22).
[6] Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κων/πόλεως…, σελ. 66.
[7] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σημ. στὸν ΛΒ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σελ. 35.  ‒«Ὁ Ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἀφορισμὸς δὲν ἔχει νομικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ὑπόστασιν, ὅταν πρόκειται περὶ ἀδίκου ἀφορισμοῦ ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας» (Παπουλίδη Κ., Τὸ Κίνημα τῶν Κολλυβάδων, σελ. 72).
[8] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 457.
[9] Μιχαηλάρη Π., Ἀφορισμός, 1997, σελ. 130.
[10] Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 133.
[11] Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 134-135.
[12] Εἰς Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 135, ὑποσ.
[13] Μιχαηλάρη Π., Ἀφορισμός, 1997, σελ. 133-134.
[14] Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., 1997, σελ. 139.
[15] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 398.
[16] Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 169, 171.
[17] Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 200.
[18] Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 206.
[19] Μιχαηλάρη Π., Ἀφορισμός, 1997, σελ. 211.
[20] Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ., σελ. 454.
[21] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σημ. στὸν ΛΒ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σελ. 35.  ‒«Ὁ Ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἀφορισμὸς δὲν ἔχει νομικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ὑπόστασιν, ὅταν πρόκειται περὶ ἀδίκου ἀφορισμοῦ ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας» (Παπουλίδη Κ., Τὸ Κίνημα τῶν Κολλυβάδων, σελ. 72).
[22] γνετο δ κα ν τ μεγλ Ῥώμ τι τοιοτον· μοναχς τις φορισθες π Γρηγορου το ππα ς παρ γνμην το γουμνου ατο κα παρ τν θεσμν το μοναστηρου το ατο Γρηγορου ποισαντ τι μετ' λγας μρας τελετησεν. περ κοσας ππας μεγλως λυπθη, τι πλθεν δελφς ξαφνης δεδεμνος, κα γρψας ν χρτ εχν λουσαν τν τεθνετα κ το φορισμο δωκ τινι διακν επν· πελθε π τν τφον το δελφο κα νγνωσον ατν. κα τοτου γενομνου, θεωρε γομενος κατ' ναρ τν δελφν κα λγει ατ· λπην χομεν, δελφ, περ σου, τι δεδεμνος τελετησας. επ ον μν πς πρχεις. δ ποκριθες επεν· ντως, πτερ, ες φυλακν μην ως τς χθς μρας. σμερον δ δι το θεο πελθην. περ ξηγησμενος γομενος τ ππ, γνσθη πσιν τι, καθ' ν ραν δικονος νγνω τν εχν π το τφου, ττε κα το δεσμο δελφς λθη. κα πντες ο κοσαντες δωκαν δξαν τ θε τ δντι τοιατην ξουσαν τος αυτο δολοις. Δι δ τοτ φησι κα μγας Χρυσστομος· μες μν ον κατ τν κκλησιαστικν θεσμν τ δεσμ περιβλλομεν. ε δ τις καταφρονοη τοτων, πιστσεται το θαντου κα τς κρσεως καιρς διδσκων ατν ς ψευδς λγος το κυρου κα νμος τς ατο κκλησας. θεν λοιπν γ μν νεθυνς εμι, τ γρ μαυτο πεποηκα, κενος δ τν θεον ζυγν πορρψας κα τ ερ δεσμ διαρρξας, λγος ατ σται πρς τν μο κελεσαντα δσαι. οδ γρ, ε βασιλως προκαθημνου τν παρεσττων δορυφρων τις πετρπη δσα τινα τν πηκων κα τ δεσμ περιβαλεν, κενος δ ο μνον πσατο
τοτον, λλ κα τ δεσμ διαρρξειεν, δορυφρος στν τν βριν πεπονθς, λλ' κελεσας βασιλες. κα μλα εκτως. τ γρ ες τος διδασκλους γινμενα προσοικειομενος πντων βασιλες τε κα κριος ατς ς τετιμημνος βρισμνος διακεσεται (Georgius Monachus Chronogr. Chronicon (lib. 1-4).
[23] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 34-35.  ‒Δὲς κατ’ ἀναλογίαν: «Ὁ καταδικασθεὶς κληρικὸς καὶ μὴ συμμορφούμενος πρὸς τὴν κατ’ αὐτοῦ ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἤθελε τολμήσει “ἅψεσθαι τῆς ποτὲ ἐγχειρισθείσης αὐτῷ λειτουργίας”, ἐπιτελεῖ ἀπόπειραν στρεφομένην κατὰ τοῦ ἐκκλησ. δεδικασμένου, διὸ καὶ αὐστηρότατα τιμωρεῖται δι’ ὁριστικῆς ἀποκοπῆς αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλη-σίας…“μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ συνόδῳ ἐλπίδα ἀποκαταστάσεως ἔχειν”» (Χριστινάκη Π., ὅπ. παρ., σ. 519).  –«”Διότι εἶναι ἀναντίρρητον, ὅτι ὁ ἀποδειχθεὶς ἀσεβὴς ἔχει ὁπωσδήποτε χωρισθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅπως ἔχει (ὁπωσδήποτε) χωρισθῇ καὶ ὅποιος ἀναθεματίζεται ὡς ἀσεβής. Διότι τὸ ἀνάθεμα δὲν δηλοῖ ἄλλο τι, εἰ μὴ τὸν ἀπὸ Θεοῦ χωρισμόν”... Ἄρα ἐνταῦθα ἡ Σύνοδος ἀποφαίνεται ὅτι ὁ ἔστω καὶ ἀδίκως ἀναθεματιζόμενος ὡς ἀσεβής (δηλ. ὡς αἱρετικός) χωρίζεται ἀπὸ τὸν θεόν. Βλ. Καὶ πράξ. ΣΤ’ σημ. 86 καὶ 105 καὶ Πράξ. Η’ σημ. 29» (Μελετίου Νικοπόλεως, Ἡ Πέμπτη Οἰκουν. Σύνοδος, σελ. 364 καὶ ὑποσ. 95).
[24] Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ.,σελ. 137.
[25] Προβληματισμὸ ἐκφράζει ὡς πρὸς τὴν τήρηση τοῦ ἄδικου ἀφορισμοῦ ὁ Βαλσαμών (Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κων/πόλεως…, σελ. 64-65).
[26] Μελετίου, Μητροπ. Νικοπόλεως, ἡ Πέμπτη Οἰκουμ. Σύνοδος, σελ. 174.
[27] Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κων/πόλεως…, σελ. 64-65.
[28] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σημ. στὸν ΛΒ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὑπ. σελ. 35.
[29] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, ὅπ. παρ., σελ. 35
[30] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, ὅπ. παρ., σελ. 35
[31] Ἂν ἐπιληφθεῖ ἡ Σύνοδος καλῶς.  Ἂν ἡ Σύνοδος φέρεται ἀλληλέγγυα στὸν Ἐπίσκοπο, τότε ἀπὸ ποιόν ἐγκόσμιο κριτὴ θὰ δοθεῖ λύση;
[32] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σημ. στὸν ΛΒ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σελ. 35.
[33] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 35.
[34] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 537. μετάφραση το Κανόνα ερίσκεται στ σελ. 41.
[35] Μιχαηλάρη Π., Ἀφορισμός, 1997, σελ. 138.
[36] Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κων/πόλεως…, σελ. 71. Πρβλ. καὶ ὅσα γράφονται εἰς τῶν ἐν ἔτει 1663 ἐκδοθέντα Τόμον τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἰδίᾳ τὸ «οὐχ ἕπεται τὸ θεῖον ταῖς παραλόγοις ὁρμαῖς…».
[37] Ἀντιόχου μοναχοῦ, PG 89,1813AB.
[38] Μιχαηλάρη Π., Ἀφορισμός, 1997, σελ. 136-137, 353.
[39] Μιχαηλάρη Π., Ἀφορισμός, 1997, σελ. 131.
[40] Μιχαηλάρη Π.,  ὅπ. παρ., σελ. 131.
[41] Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 139.
[42] Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα…, ὅπ. παρ., σελ. 65.
[43] Τὰ ὑπὲρ Χριστοῦ παθήματα…ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐκδ. “Ὀρθ. Κυψέλη”, 2005, σελ. 75-76.
[44] Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστ. Ἱστορία, ΙΙ, 1973, σελ. 98.
[45] Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστ. Ἱστορία, ΙΙ, 1973, σελ. 98.
[46] Κάλλιστου Βλαστο, σελ. 51.
[47] Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστ. Ἱστορία, ΙΙ, 1973, σελ. 101.
[48] Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστ. Ἱστορία, ΙΙ, 1973, σελ. 101.
[49] Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστ. Ἱστορία, ΙΙ, 1973, σελ. 102.
[50] Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστ. Ἱστορία, ΙΙ, 1973, σελ. 102-103.
[51] Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστ. Ἱστορία, ΙΙ, 1973, σελ. 106.
[52] Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστ. Ἱστορία, ΙΙ, 1973, σελ. 110.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.