Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Διαπιστώνουν ότι η αίρεση «αἰχμαλωτίζει συνειδήσεις», αλλά κοινωνούν μετά των αιχμαλωτιζόντων!



ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ
ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

Τοῦ πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,
Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

ΚΡΙΤΙΚΗ  ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Θεωρῶ ἰδιαίτερα τιμητικὴ τὴν πρόταση τοῦ ἀγαπητοῦ ἐν Χριστῷ Συναδέλφου, αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρ. π. Πέτρου Χίρς, νὰ προλογίσω τὴν Διδακτορικὴ Διατριβή του. Ἡ καταφατικὴ ἀπάντησή μου δὲν ὀφείλεται τόσο στὴν προσωπική μας γνωριμία, ὅσο στὴν διαπίστωση τῆς σπουδαιότητας τῆς ἐργασίας του καὶ τῆς συμβολῆς της στὸν σημερινὸ Διαχριστιανικὸ Διάλογο.
Οἰκουμενισμός, πολιτικὸς καὶ θρησκευτικός, εἶναι τὸ κύριο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ εὔστοχα ἔχει χαρακτηρισθεῖ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ (NEW AGE), διότι συνδέεται μὲ τὴν δομικὴ ἀλλαγὴ τοῦ Κόσμου καὶ τὴν κίνηση τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, οὐσιαστικὴ διάσταση τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Πανθρησκεία. Ἔχει δὲ καταστεῖ σαφές, ὅτι καὶ ὁ Θρησκευτικὸς Διάλογος, διαθρησκειακὸς καὶ διαχριστιανικός, στὴν ἴδια κατεύθυνση κινεῖται, ἐξυπηρετώντας τοὺς παγκόσμιους πολιτικοὺς στόχους. Γι’ αὐτὸ ὁ Οἰκουμενισμός, σὲ ὅλη τὴν δικτύωσή του, συνιστᾶ τὴν μεγαλύτερη πρόκληση πειρασμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι ἐπὶ δεκαετίες τώρα αἰχμαλωτίζει συνειδήσεις, παρασύρει σὲ σοβαρὰ ἀτοπήματα ἐναντίον τῆς ἀμωμήτου Πίστεώς μας, ὁδηγώντας σὲ πτώσεις ἑωσφορικὲς πολλοὺς «τῶν ἐκλεκτῶν» (πρβλ. Ματθ. 24,24).
Τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος βρίσκεται σήμερα στὸ ἐπίκεντρο τῆς θεολογικῆς σκέψης, διότι συνιστᾶ τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, στὴν τοπικὴ καὶ οἰκουμενικὴ διάστασή της. Ὡς βασικὸ λοιπὸν στοιχεῖο τῆς ἐκκλησιαστικότητας καὶ ἐκκλησιαστικῆς ταυτότητας ἦταν ἑπόμενο νὰ
ἐφελκύσει τὴν προσοχὴ τοῦ διαχριστιανικοῦ ἑνωτικοῦ Διαλόγου, πρὸς ἐξυπηρέτηση τοῦ ὁποίου ἐφευρέθηκε ἡ «βαπτισματικὴ θεολογία». Ἡ Διατριβὴ τοῦ π. Πέτρου Χὶρς διερευνᾶ τὸν περὶ βαπτίσματος προβληματισμό, μὲ βάση ἕνα θεμελιῶδες Διάταγμα τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου (1962-1965) περὶ Οἰκουμενισμοῦ, τὸ «UNITATIS REDINTEGRATIO». Ἡ μελέτη καλύπτει ἕνα οὐσιαστικὸ κενὸ τῆς σχετικῆς βιβλιογραφίας, ἀνιχνεύοντας τοὺς βαθύτερους στόχους τῆς κομβικῆς αὐτῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ποὺ ἀναπρογραμμάτισε τὶς σχέσεις τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ μὲ τὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο.
Ὁ συγγραφεύς, ὅπως ἀποδεικνύει τὸ ἔργο του, διέθετε ὅλα τὰ ἀναγκαῖα προσόντα, γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ ἕνα τόσο λεπτὸ καὶ νευραλγικὸ θέμα, φωτίζοντας τὶς προϋποθέσεις καὶ τὶς σκοπιμότητες τοῦ Διατάγματος, σὲ συσχετισμὸ μὲ τὶς πραγματικὲς στοχοθεσίες τοῦ ἴδιου τοῦ Διαλόγου, κάτω ἀπὸ τὸ εὐφυῶς κατασκευασμένο προσωπεῖο του. Ἡ μελέτη, ἄλλωστε, εἶναι μοναδικὴ γιὰ τὸ θέμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολεῖται, διεισδύοντας στὸν πυρήνα τῆς περὶ μυστηρίων ρωμαιοκαθολικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας.
Κεντρικὸ στοιχεῖο στὴν διαπραγμάτευση τοῦ θέματος ἀπὸ τὸν συγγραφέα εἶναι ἡ ἀποσαφήνιση, κατὰ τὸν εὐστοχότερο τρόπο, τῶν ἐντελῶς διαφορετικῶν προϋποθέσεων προσεγγίσεως (καὶ) τοῦ Βαπτίσματος ἀπὸ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Μὲ τὴν ἔρευνα τοῦ πατρὸς Χίρς πολλὰ ζητήματα διαλευκαίνονται, παλαιότερες θέσεις ἀνατρέπονται καὶ νέες ἐρευνητικὲς προοπτικὲς χαράσσονται γιὰ μία ἀντικειμενικὴ καὶ ψύχραιμη ἀποτίμηση τῆς πορείας τοῦ Διαλόγου καὶ τῶν ἀληθινῶν δυνατοτήτων του.
Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ διαπίστωση τοῦ συγγραφέως, ὅτι ἡ Β´ Βατικανὴ μὲ τὸ περὶ Βαπτίσματος Διάταγμά της προσέθεσε ἕνα «νέο δόγμα» ἤ, μᾶλλον «αἵρεση», οὐσιαστικὴ «ἀπόκλιση, ἀπὸ τὸ CONSENSUS PATRUM», σὲ σημεῖο ποὺ ἡ Ρώμη μὲ τὴ «νέα μεταρρύθμισή της» ν’ ἀναφέρεται ἐγγύτερα πρὸς τὸν Προτεσταντισμό. Πολὺ ὀρθὰ ἰχνηλατεῖται ἡ ἱστορικὴ πορεία μὲ τὴν ἐπισήμανση τῶν παρεκκλίσεων τῆς δυτικῆς Θεολογίας, ὥστε σήμερα ἡ σύγκλιση Ὀρθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμοῦ (καὶ στὸ ὑπόψει θέμα) νὰ εἶναι στὴν οὐσία ἀδύνατη, διότι πρόκειται γιὰ διαφορετικὴ κατανόηση τῶν πραγμάτων. Χαρακτηριστικὸς στὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι ὁ ἐπικρατήσας στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας χωρισμὸς τῶν μυστηρίων Βαπτίσματος-Χρίσματος καὶ Θείας Εὐχαριστίας, μὲ ὅλες τὶς ἀναγκαῖες συνέπειες. Ἡ διαπίστωση αὐτή, ὡς πρὸς τὸ Βάπτισμα δικαιολογεῖ ὅσους συμμερίζονται τὴν ἄποψη, ὅτι ὁ «Διάλογος τῆς Ἀληθείας/Πίστεως» δὲν ἔπρεπε τόσο γρήγορα νὰ διαδεχθεῖ τὸν «διάλογο τῆς ἀγάπης», ἀφοῦ σὲ πολλὰ θέματα ὁ πρῶτος ἀποδεικνύεται -κατ ̓ ἄνθρωπον- παντελῶς ἀδύνατος.Ἡ δὲ μεθοδολογικὴ ὑπέρβαση τῶν δυσκολιῶν του δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τὴν παράκαμψη τῶν προβλημάτων καὶ τὴν TACITE κατάφαση τῆς παρέκκλισης, ὅπως γίνεται ἤδη, γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς πορείας πρὸς τὸ ἐπιδιωκόμενο, στὸ πλαίσιο τῆς πανθρησκείας, τέλος.
Ὁ συγγραφέας ἐπισημαίνει ἐπιτυχῶς κενά, ἱστορικὰ καὶ ἐκκλησιολογικά, τὰ ὁποῖα θέλησε νὰ ἀναπληρώσει, κάτι ποὺ ἐπέτυχε μὲ ἀλάνθαστο ὁδηγὸ τὴν ἀρχαιοχριστιανικὴ παράδοση, ποὺ σώζεται στὴν ἱστορικὴ συνέχεια τῆς πατερικῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ ἀλλεπάλληλες ὅμως μεθοδεύσεις γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν στόχων τῆς Β´ Βατικανῆς καὶ τὴν διευκόλυνση τῆς χειραγωγίας τοῦ Διαλόγου ἐλέγχονται μὲ νηφαλιότητα καὶ ἀντικειμενικότητα. Ἡ ἀκρίβεια τοῦ κριτικοῦ ἐλέγχου του ἐπιτυγχάνεται λόγῳ τῆς λιπαρᾶς γνώσης του στὴν ὀρθοδοξοπατερικὴ παράδοση, ἀλλὰ καὶ τὴ δυτική, μεσαιωνικὴ καὶ νεωτέρα. Ἡ κριτική του μένει πάντα στὰ ὅρια τῆς καλοπιστίας καὶ νοσταλγίας ἑνὸς ἐντίμου Διαλόγου γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἀληθινῆς ἑνότητας κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ μας (Ἰω. 17,11.21.24). Δίκαια ὅμως θέτει τὸ ἐρώτημα ὡς πρὸς τὴν πορεία τῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας: «RESOURCEMENT (ἐπιστροφὴ στὶς Πηγὲς) ἢ ἀναθεώρηση;», ποὺ ἐρείδεται στὶς περὶ Βαπτίσματος συνεχεῖς ρωμαιοκαθολικὲς θεολογικοδογματικὲς (ἀνα)θεωρήσεις.
Κατὰ τὴν ταπεινή μου ἐκτίμηση ἡ Διατριβὴ συνιστᾶ οὐσιαστικὴ συμβολὴ στὶς σημερινὲς οἰκουμενικὲς σχέσεις καὶ θὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα. Ὁ παραδοσιακὸς-πατερικὸς Ὀρθόδοξος θὰ ἱκανοποιηθεῖ διαβάζοντάς την, ἀναμένεται ὅμως καὶ ἡ ἀντίδραση, θετικὴ ἢ ἀρνητική, τῶν «Ἑνωτικῶν» Οἰκουμενιστῶν μας. Ἐμφανιζόμενη σὲ μία κρίσιμη καμπὴ τοῦ Διαλόγου, πληροῖ τὸν σκοπὸ τῆς συντάξεώς της, «νὰ κατανοηθεῖ ἡ θέση τοῦ Βαπτίσματος στὴν διαμόρφωση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου». Σὲ σκέψεις ὅμως ἐμβάλλει ὁ εὐθὺς καὶ κατηγορηματικὸς ὑπαινιγμός του.
«Ἀποτελεῖ τραγικὴ εἰρωνεία τὸ γεγονὸς ὅτι ἀκριβῶς, ὅταν ξεπρόβαλε τὸ ἀδιέξοδο τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τοῦ Τριδέντου καὶ δρομολογήθηκε μία ἐπιστροφὴ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ στοὺς Πατέρες, οἱ Ὀρθόδοξοι τῶν ὁποίων οἱ συμβουλὲς ζητήθηκαν, ὄχι μόνο δὲν τοὺς καθοδήγησαν στὸ CONSENSUS PATRUM, ἀλλὰ καὶ ἀποτέλεσαν ἐν μέρει μία πηγὴ περαιτέρω καινοτομιῶν».
Εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἐπισημάνουμε καὶ κάτι, ποὺ θὰ συνειδητοποιήσει σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ὁ συγγραφέας μὲ τὴν αὔξηση τῶν ἐμπειριῶν του στὸν Διάλογο. Εἶναι ὀρθὴ ἡ ἐπισήμανσή του, ἀλλὰ ἡ μὲν ρωμαιοκαθολικὴ πλευρὰ ζητώντας τὴν ἀρωγὴ τῶν Ὀρθοδόξων συνομιλητῶν της, μᾶλλον ἤθελε νὰ δοκιμάσει τὴν ἄλλη πλευρά, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὑπολογίσει τὴν εὐκολία ἢ δυσκολία τῆς πορείας τοῦ Διαλόγου, οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι, συνεχίζοντας τὴν πρακτικὴ τῶν Ἑνωτικῶν τοῦ φθίνοντος Βυζαντίου, ἦταν ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν ἀναντιρρήτως τὶς παπικὲς θέσεις. (Παρόμοια θέματα, βέβαια, εἶναι εὐνόητο ὅτι δὲν μποροῦν οὔτε πρέπει νὰ ἀποτελοῦν ἀντικείμενο διδακτορικῆς διατριβῆς.) Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ὡς ὁ συγγραφέας εὐκρινῶς τονίζει, ἡ Νέα Ἐκκλησιολογία τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ (CONGAR, BEA κ.ἄ.) ἔχει ἐπηρεάσει «καταφανῶς» τὴν ὀρθόδοξη πλευρά, ὅπως καὶ σὲ ἄλλα θέματα τοῦ Διαλόγου. Ἀρκεῖ νὰ ἐνθυμηθοῦμε τὸ BALAMAND (1993) καὶ τὰ ἐκεῖ διαπραχθέντα.
Ἡ Διατριβὴ τοῦ π. Π. Χὶρς ὄχι μόνο συνιστᾶ συμβολὴ στὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ τὴν βιβλιογραφία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὸ κριτικὸ ἔλεγχο τῶν ὑποστηρικτικῶν εὑρημάτων τῶν Οἰκουμενιστῶν μας, ὅπως ἡ «βαπτισματικὴ» καὶ ἡ «μεταπατερικὴ» θεολογία. Θέλουμε ὅμως νὰ πιστεύουμε, ὅτι κάποια φωτεινὰ πνεύματα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας - διότι ὑπάρχουν εὐτυχῶς καὶ αὐτὰ θὰ χαιρετίσουν τὴν Διατριβή, ἀναγνωρίζοντας τὴν προσφορά της. Ἐχέγγυο, φυσικά, γιὰ τὴν ὀρθοδοξία καὶ πληρότητα τῆς Διατριβῆς εἶναι ὁ «ἐποπτεύων» Καθηγητής, ἐκλεκτὸς συνάδελφος καὶ διακεκριμένος δογματολόγος, κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης.

Πηγή: «Ὀρθόδοξος Τύπος», 6/3/2015, φ. 2060.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.