Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Η Εκκλησία της Ελλάδος ενώπιον της Πανορθοδόξου Συνόδου, π. Β. Βολουδάκη

Τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη


Πολλὲς φορὲς καὶ σὲ πάμπολλα δημοσιευμένα ἄρθρα ἔχει γίνει ἀναφορὰ στο Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως για να κατηγορηθῇ ὡς ἐκκοσμικευμένος Ἐκκλησιαστικὸς Ὀργανισμός που προωθεῖ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν ἔνωση τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τις αἱρέσεις, σχεδὸν πάντοτε, ὅμως, γίνεται τούτη ἡ ἀναφορὰ χωρὶς να ἀναζητοῦνται οἱ βαθύτεροι λόγοι αὐτῆς τῆς δραστηριότητός του, ἰδίως κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τῆς Πατριαρχείας τοῦ Ἀθηναγόρου μέχρι σήμερα, ὅπου ὁ ῥόλος τῶν Η.Π.Α. στην ἐκλογὴ καὶ στην καθοδήγηση τῶν Πατριαρχῶν εἶναι ἀπολύτως ἀπόλυτος!
Οἱ Η.Π.Α., ἀπὸ τῆς Προεδρίας τοῦ Τρούμαν καὶ ἐντεῦθεν, ἔχουν δώσει –διὰ τῆς διπλωματικῆς ὁδοῦ– ὑπερεξουσίες στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὄχι, βεβαίως, γιά νά προαχθῇ τὸ ἔργο τῆς Ὀρθοδοξίας –κάθε ἄλλο– ἀλλὰ για να ἐλέγχῃ μέ ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀνθρωπο τὴν Οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία. Αὐτὸς εἶναι, ἄλλωστε, καὶ ὁ λόγος πού δεν ἔχει ἐπιτραπεῖ στήν  Ἀρχιεπισκοπὴ τῆς Ἀμερικὴς νά ἀποκτήσῃ αὐτοκεφαλία. Κρύπτεται ἡ Ἀμερικανικὴ πολιτικὴ πίσω ἀπὸ τὴν Τουρκία καὶ ἀσκεῖ τίς πιέσεις της σὲ ὁλοκλήρη τὴν Ὀρθοδοξία διὰ τοῦ Πατριάρχου, μέσῳ τῆς Τουρκίας, χωρὶς να ἀποκαλύπτεται τὸ πρόσωπό της καὶ οἱ δόλιοι σκοποὶ της, παριστάνοντας  ὑποκριτικὰ καί…τὸν διαμεσολαβητῆ (!), ὁ ὁποῖος, βεβαίως, δεν προσφέρει ἀπολύτως τίποτα γιά τὴν ἐπικράτηση «τοῦ Λόγου τῆς Ἀληθείας». Μιά ὑποκρισία, δηλαδή, ποὺ θὰ ἀπεκαλύπτετο, ἂν ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀμερικῆς εἶχε πραγματικὴ καὶ ἀνεπηρέαστη ἐξουσία.
Για τοὺς λόγους αὐτοὺς ἡ τακτικὴ τοῦ Πατριαρχείου δέν ἀντέχει σὲ Θεολογικὴ κριτική, μᾶλλον δὲ καὶ ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ τοὺς Πατριαρχικούς μέ σαρκασμὸ καὶ εἰρωνία μιά τέτοιου εἴδους κριτική, ἀφοῦ μέ αὐτὴ μας τὴν ἀντιμετώπιση τοὺς δίδουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι εἴμαστε ἀφελεῖς καὶ δέν καταλαβαίνουμε τί εἶναι αὐτό πού ἐπιδιώκεται καὶ ἐξυφαίνεται ‘’πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μας’’.
Ποία θεολογικὴ κριτικὴ να ἀσκηθῇ, ἄλλωστε, σὲ Ἐπισκόπους,  οἱ ὁποῖοι, ἀπειλούμενοι ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο ἐπὶ ποινὴ ἐκπτώσεως ἀπὸ τοῦ Θρόνου τους, ἀπαγορεύουν τὴν προσέλευση στην Ὀρθοδοξία σὲ ἑτεροδόξους, λέγοντάς τους ὅτι οἱ αἱρέσεις καὶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τὸ ἴδιο καὶ γι’ αὐτὸ δέν χρειάζεται νά βαπτισθοῦν Ὀρθόδοξοι; Σὲ ποιούς  ἄλλους, ἄραγε, θὰ ταίριαζε περισσότερο ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς Ἁγίας Γραφῆς «λύκοι βαρεῖς, μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου», ἂν ὄχι σὲ Ἐπισκόπους μέ αὐτὴν τὴν ‘’ποιμαντική; Ποία θεολογικὴ κριτικὴ να ἀσκηθῇ σὲ Ἐπισκόπους που ἀνατρέπουν –μόνο μὲ αὐτὴν τους τὴν τακτικὴ– «ὅλον τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» καὶ παρουσιάζουν ὡς Ἐκκλησία τὸν «πυθμένα τοῦ Ἅδου»;

Ὅλα αὐτὰ τὰ προτάξαμε μέ βαθὺ προβληματισμό, ἀπευθυνόμενοι μέ βαθύτατον σεβασμὸν πρὸς τὴν
Ἱεραρχία μας τῆς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος , ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ ποίμνιο πού μᾶς ἀναλογεῖ, ἐπιτελοῦντες τὸ χρέος μας ὡς ἄσημος καὶ ἔσχατος πρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος, ὅμως, ἔχει τὴν ὑποχρέωση –ὄχι ἀπὸ τὴν ἀξία του ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του– να διατυπώση τίς σκέψεις καὶ τοὺς φόβους του ἐν ὄψει τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία, ἂν δέν ἀντιμετωπισθῆ σωστά, θὰ ἐπιφέρῃ μεγάλες πληγὲς στό πάντιμο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἀπὸ Πανορθόδοξος θὰ ἀποβῆ Πανώλεθρος!

Ταπεινὴ μας γνώμη εἶναι ὅτι πρωτεύει νά εδραιώσουμε τὴν αὐτοσυνειδησία μας ὡς Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἰσότιμη, ἀπαιτοῦντες 78 Ἀρχιερατικὲς ψήφους στήν σχεδιαζομένη Πανορθόδοξον Σύνοδον. Χωρὶς αὐτὴ τὴν αὐτοσυνειδησία, ἐκτὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν τραυματικῶν ἐμπειριῶν που θὰ ἀποκτήσουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν Σύνοδον, κινδυνεύουμε να ὑπογράψουμε μόνοι μας καὶ τὴν κατάτμηση τῆς Πατρίδος μας, ὅπως ἐπιδιώκουν οἱ Η.Π.Α. μέσῳ τῆς Τουρκίας καὶ τῆς Εὐρωπαϊκὴς Ἑνώσεως. Ἐξ ἅλλου, συχνὰ-πυκνὰ ἀκούγονται ἀπὸ τὰ Πατριαρχικὰ χείλη ἀπειλές περὶ ἐπανυπαγωγῆς στήν Κωνσταντινούπολη τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», τῶν περιοχῶν δηλαδὴ τῆς Βορείου Ἑλλάδος, Μακεδονίας καὶ Θρᾴκης, ὡς προανάκρουσμα τῶν μελλοντικῶν γεωπολιτικῶν ἐξελίξεων, ἡμῶν κοιμωμένων. Καὶ να σημειωθῆ ὅτι  ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν εἰς βάρος τῆς Ἑλλάδος, ἐνῶ ἡ Ἑλλάδα –ἐκτὸς τῶν ἄλλων– ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ οἰκονομικὴ πηγὴ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως!
Σ’ αὐτὴν μας τὴν αὐτοσυνειδησία θὰ βοηθηθοῦμε ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν πραγματικῶν ἱστορικῶν δεδομένων, τὰ ὁποῖα σκόπιμα μᾶς τὰ ἀποκρύπτουν. Αὐτὸ θὰ ἐπιχειρήσουμε μέ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη συντομία: 


Οἱ Μητροπόλεις τῆς Ἑλλάδος ἦσαν ἀνέκαθεν Αὐτοκέφαλες

Ἄραγε «ἁμαρτάνομεν ἂν ζητήσωμεν ταπεινῶς (παρὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως) τοὺς τίτλους, καθ’ οὓς κέκτηται κανονικῶς ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία τὸ δικαίωμα τοῦ πρυτανεύειν ἔνθα, καὶ ὅτε, καὶ κατὰ δεῖ; ...», ἐρωτᾶ ἀπὸ τὸ 1852 ὁ Ἀρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης χωρὶς νὰ ἔχη λάβει ἀκόμη ἀπάντηση, ἐπειδὴ ἔχει τὸ ἱστορικὸ στίγμα ὅτι αὐτὸς ὑπηρετοῦσε τὰ συμφέροντα τῆς τότε Πολιτείας καὶ ὄχι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ἡ ἱστορία δὲν εἶναι μόνο ἄσπρο-μαῦρο. Ἔχει καὶ ἀποχρώσεις τοῦ γκρί, καὶ ὅποιος μελετάει προσεκτικὰ καὶ ἀπροκατάληπτα, βρίσκει ἀλήθειες καὶ στὸν μεγαλύτερο “ψεύτη”.
Τὸ ἐρώτημα, συνεπῶς, ἔχει μείνει ἀναπάντητο σχετικὰ μὲ τὸ πῶς ἡ Κωνσταντινούπολη θεωρεῖ ἐξαρτώμενη ἀπὸ ἐκείνην τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία, ἐνῶ ποτὲ οἱ πόλεις τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶχαν ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μὲ τὴν σημερινὴ ἔννοια καὶ πρακτικὴ τῆς ἐξαρτήσεως, ἀλλὰ μόνο πνευματικὴ σχέση καὶ σύνδεσμο;
Ὁ Φαρμακίδης μὲ βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες πα­ρα­πέμπει τοὺς Πατριαρχικοὺς νὰ τοὺς διαβάσουν: «Ἂς ἀνα­γνωσθῶσιν (οἱ Ἱ. Κανόνες) ὀρθότερον –ἄν ποτε ἀνέγνωσαν– οἱ τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον συγκροτήσαντες, τὸν κη΄  Κανόνα τῆς Δ΄  Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸν β΄  τῆς Β΄  καὶ τὸν η΄  τῆς Γ΄», διότι «ἡμεῖς διϊσχυριζόμεθα, ὅτι αἱ ἀπαρτίζουσαι, τὸ γε νῦν ἔχον, τὸ Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος Κράτος, μητροπόλεις, ἀρχιεπισκοπαὶ καὶ ἐπισκοπαὶ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ἐξήρτηντο κανονικῶς τοῦ ἁγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ κανονικῶς ἔπραξαν αὗται, ἀπολυθεῖσαι ἐξ ἑαυτῶν τῆς ἐξ αὐτοῦ ἐξαρτήσεως».
Αὐτὰ ποὺ ἰσχυρίζεται ὁ Φαρμακίδης τὰ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὄχι μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἀνέκαθεν αὐτοκέφαλη ἀλλὰ καὶ κάθε, σχεδόν, πόλη τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου!
Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, μάλιστα, γράφει ὅτι ὄχι μόνον ἦσαν αὐτοκέφαλες ἕως πρὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως οἱ σημερινὲς Ἑλληνικὲς πόλεις - Μητροπόλεις, ἀλλὰ ὅτι ἦταν Ἑλληνικὴ καὶ Αὐτοκέφαλη καὶ ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχριδῶν, στὴν ὁποία ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ια΄ αἰῶνος(!) «ὑπήχθησαν αἱ ἐπισκοπαὶ Χιμάρας (ἡ Χιμά­ρα καὶ τὸ Βουθρωτὸ ἀνήκουν σήμερα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας), Ἀδριανουπόλεως (ἢ Δρυϊνουπόλεως) Βουθρωτοῦ καὶ Ἰωαννίνων, ἴσως δὲ καὶ Φωτικῆς, ἐνῶ μεταγενεστέρως ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, ὑπήχθησαν αἱ ἐπισκοπαὶ Βερροίας καὶ Σταγῶν»! (Γ. Κονιδάρη, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, Τόμος Β΄, Ἀθῆναι 1970).
Παραθέτουμε ἐνδεικτικά, ὡς ἐνίσχυση τῶν θέσεών μας, ἕνα ἐπιλεγμένο ἀπὸ μᾶς ἱστορικὸ μνημόνιο ἀπὸ τὸ μνημονευθὲν βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Γερ. Κονιδάρη:
«Ἐν ἀρχῇ τοῦ Ι΄ αἰῶνος ὑπῆρχον ἐν Ἑλλάδι ἐπίσης αἱ αὐτο­κέ­φαλοι ἀρχιεπισκοπαὶ Αἰγίνης καὶ Θηβῶν, ὡς καὶ ἡ Σερρῶν, Λήμνου, Λευκάδος, Κερκύρας»...... Ὁ Θηβῶν πρὸ τῶν μέσων τοῦ ιβ΄ αἰῶνος εἶχε ἐπὶ Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ τὰς ἐπισκοπὰς Κανάλων, Ζαρα­τό­βων, Καϊστορίου, Τριχίων καὶ Πλατάνων.» (ὅ.ἀν., σελ. 38).
Ἀναφέρει στὴ συνέχεια καὶ πολλὲς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ἑλλαδικὲς Μητροπόλεις καὶ καταλήγει:
«Περὶ τοῦ ἀκριβοῦς ἀριθμοῦ τῶν αὐτοκεφάλων ἀρχιεπισκοπῶν τῆς Ἑλλάδος δὲν ἔχομεν ἀκριβεῖς εἰδήσεις» (ὅ. ἀν., σελ. 177).
Περιγράφοντας, ἐπίσης, τὴν ὀργάνωση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς παραμονὲς τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἀείμνηστος ἐρευνητὴς-καθηγητής, ὁμολογεῖ τὴν ἀνεπάρκεια ἱστορικῶν στοιχείων λόγῳ τῶν πολλῶν γεγονότων καὶ ἀνακα­τα­τάξεων καὶ παραδέχεται ὅτι «ἡ λεπτομερὴς τῆς πραγμα­τικό­τητος ἔκθεσις εἶναι δυσχερὴς διότι ἡ χώρα ἦτο διηρημένη εἰς κρατίδια ἀνήκοντα εἴτε εἰς τοὺς Βυζαντινοὺς εἴτε εἰς τοὺς ξένους» (ὅ. ἀν., σελ. 154).
Εὔλογα, λοιπόν, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα; Ποῦ, ἄραγε, βρῆκε τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τὶς ἱστορικὲς πληροφορίες περὶ τῶν δικαίων του, ἀφοῦ αὐτὲς οἱ πληροφορίες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐντοπισθοῦν ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολὺ ἁπλῆ. Τὶς βρῆκε σὲ ἀσχέτους Ἱ. Κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, παρακάμπτοντας καὶ ἀδιαφορῶντας γιὰ τὶς ἱστορικὲς ἐξελίξεις, γιὰ τὶς ἐδαφικὲς ἀνακατατάξεις, γιὰ τὶς ἀνατροπὲς καθεστώτων καὶ τὶς ἀλλαγὲς τῶν ἰσορροπιῶν τῆς οἰκου­μένης γῆς, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ λαμβάνη ὑπ’ ὄψη του τὶς θέσεις-δόγματα ἀληθείας ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν, ὅπως τοῦ ἁγίου καὶ Μεγάλου Φωτίου, ὁ ὁποῖος ὑπενθύμισε στὸν πάπα Νικόλαο, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς ρομαντικὲς διεκδικήσεις, ὅτι εἶναι πιὰ συνήθεια στὴν ἐκκλησία (ἤδη ἀπὸ τόν θ΄  αἰῶνα!) νά συμμεταβάλλονται τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα μὲ τὶς πολιτειακὲς ἐξελίξεις!

Ἀκολουθοῦν τὰ χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης, ὅταν ὁ κατακτητὴς εἶχε νεκρώσει κάθε αὐτοκέφαλη ἐκκλησιαστικὴ λειτουργία στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο δίνοντας ὅλα τὰ προνόμια στὸν Πατριάρχη.
Ἦταν τυχαῖο αὐτό; Πιστεύουμε πὼς ὄχι καὶ ἡ ἱστορία συνηγορεῖ σ’ αὐτό.
Ὁ Σουλτᾶνος ἤξερε καλὰ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτάξη πολλὰ ἀρχιερατικὰ κεφάλια καὶ προέκρινε νὰ ἐλέγχη ἕνα. Γι’ αὐτὸ ἔδωσε στὸν Πατριάρχη ὅλα τὰ προνόμια. Γιὰ νὰ τὸν προσεταιρισθῆ, νὰ τὸν ἐλέγχη καὶ νὰ τὸν χρησιμοποιῆ γιὰ νὰ ἐνορχηστρώνη τοὺς ὑπολοίπους.
Αὐτό κράτησε ὅλα τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Καὶ ἴσως βοήθησε κάποιες φορές, ἂν καὶ πολλοὶ ἅγιοι ταλαιπωρήθηκαν ἀπὸ τὶς Φαναριώτικες ἀγκυλώσεις, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης μὲ τὶς ἐκδόσεις τῶν βιβλίων του.
Ὁ καθηγητὴς Κονιδάρης, ἐρευνῶντας τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἐκφράζει κάποιον ἀγνωστικισμό, καθ’ ὅτι ἡ περίοδος αὐτὴ «συμπίπτει πρὸς τοὺς λεγομένους σκοτεινοὺς αἰῶνας τῆς ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βυζαντίου, περὶ τῶν ὁποίων στερούμεθα πολλάκις ἀκριβῶν εἰδήσεων» (ὅ. ἀν., σελ. 31).
Δὲν πρέπει, λοιπόν, τὶς μεταβολὲς τῆς παρακμῆς νὰ τὶς θεωροῦμε «αἰωνόβιες ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις» καὶ ἱστορικὰ ντοκουμέντα, ποὺ πρέπει νὰ καθορίζουν τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὸ πραγματικὸ συμφέρον τῶν πιστῶν καὶ ἀψηφῶντας τοὺς κινδύνους ποὺ αὐτὲς συνεπάγονται.
Εἶναι ἀξιομνημόνευτη ἡ Συνοδικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρὸς τὸν Πάπα Λέοντα τὸν ΙΓ΄, μὲ τὴν ὁποία διατρανώνεται ἡ διαχρονικὴ ἀνεξαρτησία καὶ τὸ αὐτοδιοίκητο τῶν  αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Οἰκουμένης: «Ἑκάστη κατὰ μέρος Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία ἐν τε τῇ Ἀνατολῇ καὶ τῇ Δύσει ἦν ὅλως ἀνεξάρτητος καὶ αὐτοδιοίκητος κατὰ τοὺς χρόνους τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων· ὅπως δὲ οἱ Ἐπίσκοποι τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, οὕτω καὶ οἱ τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Ἱσπανίας, τῶν Γαλλιῶν, τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Βρεττανίας ἐκυβέρνων τὰ τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν ἕκαστος διὰ τῶν ἰδίων Τοπικῶν Συνόδων, οὐδὲν ἀναμείξεως δικαίωμα ἔχοντος τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὅστις καὶ αὐτὸς ἐπίσης ὑπήγετο καὶ ὑπεῖκεν εἰς τὰς συνοδικὰς ἀποφάσεις. Ἐν σπουδαίοις δὲ ζητήμασι δεομένοις τοῦ κύρους τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἐγίνετο ἔκκλησις εἰς Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἥτις μόνη ἦν καὶ ἔστι τὸ ἀνώτατον ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησία κριτήριον».
Ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντι­νου­πόλεως μπορεῖ νὰ ἀποτελέση καὶ τὸν ὁδοδείκτη γιὰ τὴν ἐπίλυση τῆς διενέξεως τῶν δύο αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν (Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἑλλάδος) καθ’ ὅσον ἐκφράζει τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα ὅτι «ἀνώ­τατον ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησία κριτήριον» εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ ὄχι τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
  
Παρά ταῦτα, ἀκόμη καὶ ὁ ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ τοῦ 1850 χρηστεύει τὴν  ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΑΞΗ τοῦ 1928

Οἱ συζητηταὶ τοῦ θέματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως παρασύρονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ μιὰ μονοδιάστατη ἀξιολόγηση τῆς ἀκανθώδους γιὰ τὶς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928.
  Βεβαίως καὶ μὲ τὴ μονοδιάστατη ἀξιολόγηση τῆς περὶ οὗ ὁ λόγος Πράξεως ἔχουν διατυπωθεῖ πολλὰ καὶ ἀξιόλογα ἐπιχειρήματα, τὰ ὁποῖα ἀποδυναμώνουν τὶς ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου.
  Ὅμως, ἕνας συσχετισμὸς τῆς Πράξεως αὐτῆς μὲ αὐτὸν καθ’ ἑαυτὸν τὸν Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1850, ὁ ὁποῖος προηγήθηκε καὶ ὁ ὁποῖος ἐκφράζει μὲ κάθε λεπτομέρεια τὶς διαθέσεις καὶ τὸ φρόνημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κυριολεκτικὰ ἀχρηστεύει τὴν Πατριαρ­χικὴ Πράξη τοῦ 1928 καὶ ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι αὐτὴ ἡ Πράξη δὲν θὰ εἶχε ποτὲ ἐκδοθεῖ ἂν ἐπρυτάνευε ἡ λογικὴ καὶ ἡ θεολογικὴ ὀξυδέρκεια στοὺς τότε ἐκκλησιαστικῶς ὑπευθύνους.
  Ἀρκεῖ ἡ παράθεση μιᾶς καὶ μόνης παραγράφου τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου γιὰ νὰ καταπέση ἡ ἰσχὺς τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως. Τὴν ἀντιγράφουμε:
  «... ὡρίσαμεν τῇ δυνάμει τοῦ Παναγίου καὶ Τελεταρχικοῦ Πνεύματος διὰ τοῦ παρόντος Συνοδικοῦ Τόμου, ἵνα ἡ ἐν τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἐλλάδος Ὁρθόδοξος Ἑκκλησία ἀρχηγὸν ἔχουσα καὶ κεφαλήν, ὡς καὶ πᾶσα ἡ Καθολικὴ καὶ Ὁρθόδοξος Ἑκκλησία, τὸν Κύριον καὶ Θεὸν καὶ Σωτῆρα ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχη τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος ...ἐπιγινώσκομεν αὐτὴν καὶ ἀνακηρύσσομεν πνευματικὴν ἡμῶν ἀδελφὴν ...καὶ ὡς τοιαύτην τοῦ λοιποῦ ἀναγνωρίζεσθαι καὶ μνημονεύεσθαι τῷ ὀνόματι «Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» δαψιλεύομεν δὲ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς προνομίας καὶ πάντα τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα, τὰ τῇ ἀνωτάτῃ Ἑκκλησιαστικῇ ἀρχῇ παρομαρτοῦντα...»!
  Ποιός, ἄραγε, μετὰ τὴν παράγραφο αὐτή, καὶ ἰδιαιτέρως μετὰ τὶς τελευταῖες φράσεις της, «δαψιλεύομεν δὲ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς προνομίας καὶ πάντα τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα, τὰ τῇ ἀνωτάτῃ Ἐκκλησιαστικῇ ἀρχῇ παρομαρτοῦντα», μπορεῖ νὰ στηρίξη κυριαρ­χικὰ δικαιώματα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ τῶν μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔστω καὶ ἂν οἱ λεγόμενες «Νέες Χῶρες», οἱ μητροπόλεις τῆς Ἠπείρου, τῆς Θράκης κλπ., δόθηκαν πολιτειακὰ ἐκ τῶν ὑστέρων στὸ «Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος»;
  Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξη ἀμφισβήτηση ὡς πρὸς αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ ὁ Πατριαρχικὸς Τόμος γιὰ τὰ δαψιλευθέντα κυριαρχικὰ δικαιώματα πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐφρόντισε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιμος (Ὁ Πατριάρχης τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου) νὰ διευκρινήση σὲ συνοδευτικὴ τοῦ Τόμου Συνοδικὴ Ἐπιστολή, ὅτι «τοῦ λοιποῦ τὴν κατὰ τὸν ἡμέτερον Συνοδικὸν Τόμον καθεστηκυῖαν ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἁπαξά­παν­τες ἀναγνωρίσητε ἀνωτάτην Ἐκκλησιαστικὴν ἀρχήν, περιβεβλημέ­νην ἅπαντα τὰ δικαιώματα ἐπὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησιῶν, ὅσα περ ἐκέκτητο πρότερον ὁ καθ’ ἡμᾶς Ἀποστολικὸς Πατριαρχικὸς Οἰκουμενικὸς Θρόνος».
  Τὰ «κυριαρχικὰ δικαιώματα» τῆς Κωνσταντινουπόλεως δόθη­καν, λοιπόν, στὴν «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» καί ὄχι μόνο σὲ συγκεκριμένες Μητροπόλεις. Καὶ ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζουμε, κανεὶς μέχρι σήμερα, οὔτε Ἕλληνας ἄλλ’ οὔτε Κωνσταντινουπολίτης Ἱεράρχης δὲν ἔχει ἀρνηθεῖ ὅτι καὶ οἱ «Νέες Χῶρες» ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
  Αὐτὸ ἀποδεικνύεται στὴν Πράξη, δεδομένου ὅτι οἱ «Νεο­χωρῖτες» Μητροπολῖτες μετέχουν στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἐφικτὸ στοὺς Ἕλληνες Μητροπολῖτες, ποὺ ὑπάγονται ἀπ’ εὐθείας στὸ Πατριαρχεῖο, δηλαδὴ οἱ Ἱεράρχες τῆς Κρήτης καὶ τῆς Δωδεκανήσου.
  Τὸ αὐτονόητο συμπέρασμα, ὅτι μὲ τὸ Συνοδικὸ Τόμο παρέχεται ἅπαξ διὰ παντὸς τὸ κυριαρχικὸ δικαίωμα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλ­λά­δος νὰ ἐντάσση στὴν Ἱεραρχία της ὅσες Μητροπόλεις προσαρ­τῶνται κατὰ καιροὺς στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια, εἶχε ἐξάγει καὶ ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης, πολέμιος μὲν τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου ἀλλὰ καὶ ὁ πλέον λεπτολόγος ἑρμηνευτής του. Γράφει: «Μένουσι δὲ ἔτι ὑπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν κυριαρχίαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντι­νουπόλεως ἐκ τῶν ἀποτελουσῶν ἄλλοτε τὴν ἐπαρχίαν τῆς Ἀνατολικῆς Ἰλλυρίας ἐπαρχιῶν ἡ Θεσσαλία, ἡ Μακεδονία, αἱ δύο Ἤπειροι κλπ. διότι μένουσιν ἔτι ὑπὸ τὴν δεσποτείαν τῶν ἀλλοφύλων. Ἂν αὔριον ἀπελευθερωθῶσιν ἐξ αὐτῆς καὶ αὐτοὶ οἱ τόποι, ἀπελευθεροῦνται εὐθὺς καὶ αἱ Ἑκκλησίαι αὐτῶν ἐξ ἐκείνης, ὅ ἐστιν ἀπολαμβάνουσι πάλιν, ἃ ἐστερήθησαν καὶ κατὰ τοῦτο δίκαια. Διότι οὔτε νόμος, οὔτε κανών, οὔτε ἔθιμον ἀρχαῖον, οὔτε χρόνος ἐμποδίζουσιν αὑτὰς ἀπὸ τοῦ νὰ ἀπολαύσωσι τὰ οἰκεῖα δίκαια». Αὐτὰ τὰ γράφει ὁ Φαρμακίδης τὸ 1852 καὶ βεβαίως δὲν διανοεῖται, ὅπως καὶ κάθε λογικὸς ἄνθρωπος, ὅτι μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἐκ τῶν ὑστέρων ἡ τραγελαφικὴ καὶ ἀντικανονικὴ Πράξη τοῦ 1928.
  Δυστυχῶς ὁ ἐπινοητής της, ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσό­στο­μος Παπαδόπουλος, στὴν προσπάθειά του νὰ ἀνταποκριθῆ στὴν τεχνητὴ κρίση, ποὺ παρουσιάσθηκε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ποιμαν­τορίας του, θεώρησε πὼς αὐτὴ ἡ Πράξη θὰ ἦταν συμβιβαστικὴ λύση (παρ’ ὅτι καὶ ὁ ἴδιος τὴν θεώρησε «παρὰ τοὺς Ἰεροὺς Κανόνας» καὶ ὡς λύση “οἰκονομίας”), ἔκαμε τὰ εὔκολα, δύσκολα, δὲν ἀξιοποίησε τὰ «κυριαρχικὰ δικαιώματα» ποὺ τοῦ παρέχει ὁ Συνοδικὸς Τόμος καὶ ἐνέπλεξε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σὲ δεινὴ περιπέτεια.
  Τὴν περιπέτεια αὐτὴ ἀναβιώνουμε σήμερα μὲ τὴν ἔνταση στὶς σχέσεις μας μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ διαπι­στώνουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι ὁ Πανεπιστημιακὸς Καθηγητὴς Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος μπορεῖ μὲν νὰ ἦταν ἀξιόλογος συγγραφεύς ἀλλά, μὲ τοὺς ἄστοχους χειρισμούς του, “χρέωσε” στὴν Ἐκκλησία μας, καὶ τὸ Παλαιοημερολογητικὸ Σχῖσμα καὶ τὴν Κρίση μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη!


Ο  ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ  ΤΟΜΟΣ  καί  τό
ΣΥΝΤΑΓΜΑ  τῆς Ἑλλάδος

Μερικοὶ προσπάθησαν νὰ χρησιμοποιήσουν ὡς ἐπιχείρημα ὑπὲρ    τοῦ Πατριαρχείου τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Συνοδικὸς Τόμος καὶ ἡ Πατρι­αρχικὴ Πράξη τοῦ 1928 κατοχυρώνονται στὸ ἰσχῦον Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος. Δὲν ἔκαμαν, ὅμως, τὸν κόπο νὰ σκεφθοῦν λίγο περισσό­τερο πάνω στὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ καὶ γι’ αὐτὸ λησμόνησαν τὸ σπου­δαιότερο. Λησμόνησαν πὼς ὁ Συνοδικὸς Τόμος ρητῶς ὁρίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὄχι μόνο ἀναγνωρίζεται αὐτοκέ­φαλος ἀλλὰ καὶ διοικεῖ «τὰ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνας ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως ἀπὸ πάσης κοσμικῆς ἐπεμβάσεως»!

Αὐτὸ σημαίνει πολὺ ἁπλᾶ ὅτι, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ Πολιτεία δὲν ἔχει κανένα ἀπολύτως δικαίωμα νὰ ἐλέγξη τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ ἐὰν  καὶ κατὰ πόσον τηρεῖ τὸν Πατριαρχικὸ Τόμο καὶ τὴν Πατριαρχικὴ Πράξη (ἐφ’ ὅσον αὐτὸ τὸ ἀπαγορεύει ὁ προστατευόμενος ἀπὸ τὸ Σύνταγμα Συνοδικὸς Τόμος), ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς Συνταγματικῆς κατοχυρώσεως τῶν ἀνωτέρω ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ὑποχρεώνη τὴν Πολιτεία νὰ ἐπικυρώνη τὶς Ἐκκλησιαστικὲς ἀποφά­σεις της ὥστε νὰ ἔχουν αὐτὲς καὶ νομικὴ ἰσχύ.
Αὐτὰ τὰ ἔχει ξεκαθαρίσει ὁ πολιτειοκράτης ἀλλὰ καὶ ἀπίστευτα λογικὸς ἄνθρωπος, ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης. Γράφοντας τότε:
«Ἂν ὁ Συνοδικὸς Τόμος γενῆ δεκτός, καὶ κατασταθῆ νόμος τῆς ἐπικρατείας, τίνος ἄλλου καταστατικοῦ νόμου ὑπάρχει χρεία; Ἀρχὴ αὐτοσύστατος, αὐθύπαρκτος, αὐθυπόστατος, ὅλως ἀνεξάρτητος ἀπὸ τῆς πολιτείας. Ἄλλο Κράτος ἐν Κράτει, ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως ἀπὸ πάσης Κοσμικῆς Ἐπεμβάσεως διοικοῦσα τὰ τῆς Ἐκκλησίας καθόλου... Πᾶς λοιπὸν ἄλλος νόμος εἶναι ὄχι μόνον περιττός, ἀλλὰ καὶ γελοῖος

Πρέπει νὰ καταλάβουν οἱ πολέμιοι τοῦ Ἑλλαδικοῦ αὐτοκεφάλου ὅτι τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος κατοχυρώνει Πολιτειακὰ μόνο τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ μόνον αὐτήν.
Τὴν προστατεύει, φερ’ εἰπεῖν, ἀπὸ ληστρικὲς ἐπεμβάσεις τῆς Πολιτείας, ὅπως κατὰ τὸ παρελθὸν ὁ νόμος Τρίτση ἔπεσε στὸ κενὸ γιατὶ προσέκρουσε στὸ «ἀκωλύτως ἀπὸ πάσης κοσμικῆς ἐπεμβάσεως».
Ἐξ ἄλλου, τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, ὅπως καὶ κάθε Σύνταγμα, ψηφίζεται γιὰ νὰ κατοχυρώνη τὰ δικαιώματα τῶν πολιτῶν τῆς χώρας καὶ ὄχι τὰ συμφέροντα τῶν ἀλλοδαπῶν. Πόσο μᾶλλον ὅταν οἱ ἀλλότριες διεκδικήσεις διασποῦν τὴν ἁρμονία τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων καὶ ταράσσουν τὴν εἰρήνη τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν.
Τὸ θέμα, λοιπόν, δὲν θὰ τό λύση ἡ Πολιτεία. Δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα ἀναμίξεως, παρ’ ἐκτὸς τοῦ νὰ ὑπενθυμίση στὸ Φανάρι ὅτι τὸ Σύνταγμα τῆς χώρας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ διατηρῆ τὴν ἐδαφικὴ ἀκεραιότητα τῆς χώρας καὶ νὰ προστατεύη τὰ νομικὰ συμφέροντα καὶ δικαιώματα τῶν πολιτῶν καὶ ὑπηκόων της. Τὸ θέμα πρέπει να τὸ λύσῃ ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα ἡ μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος. Στό θέμα αὐτὸ θὰ φανοῦν οἱ πραγματικοὶ σκοποὶ κάθε Ἱεράρχου καί, τότε, ἂν ἀποδειχθῇ ὅτι μέ τὰ γραφόμενά μου ἀδίκησα κάποιον ἢ καποίους, τότε θὰ ζητήσω δημοσίως συγγνώμη!

Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
Πρωτοπρεσβύτερος

«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ»  8-5-2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.