Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

14 Σεπτεμβρίου, Ὕψωσις τοῦ τιμίου Σταυροῦ

 O ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΝΕΙ ΘΑΥΜΑΤΑ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

     Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ μεγάλη, ἡ Ὕ­ψωσις τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ὑπενθυμίζει τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλα μᾶς μεταφέρουν στὸ Γολγοθᾶ, στὴν ἡμέρα ἐ­κείνη ποὺ σταυρώθηκε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.
Γιὰ τὸ σταυρὸ λοιπὸν θὰ μιλήσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἀλλὰ ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ὑ­μνήσῃ πρεπόντως; Ὁ­­μολογοῦμε τὴν ἀδυναμία μας. Σκουλήκια ἐ­μεῖς, ποὺ σέρνονται δίπλα στὸ βράχο τοῦ ­Γολ­γο­θᾶ, ἂς τολμήσουμε σήμερα νὰ ψελλίσουμε λίγες λέξεις γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ σταυροῦ.
* * *
Σταυρός, ἡ σημαία τῆς Χριστιανοσύνης, τὸ ἀ­κατα­μάχητο ὅ­πλο, «ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησί­ας» (ἐξαπ.), τὸ ἐναέριο βῆμα, ὁ ἄμβωνας ἀπ᾽ ὅπου ἀ­κού­στηκαν τὰ ὑψηλότερα ῥήματα. Σταυ­ρός, τὸ ἄ­στρο τῆς ἡμέρας, ἡ κι­βωτὸς τοῦ Νῶε, τὸ οὐράνιο τόξο, ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει καὶ θερμαίνει τὸν κόσμο. «Σταυρὲ τοῦ Κυρίου, βοήθει» μας.
Ὁ Σταυρὸς ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ θαύματα εἰς πεῖσμα τῶν δαι­μόνων καὶ τῶν σκοτει­νῶν δυνάμεων. Ὄχι μόνο στὴν καινὴ διαθήκη, ἀλλὰ καὶ ἀ­πὸ τοὺς χρόνους τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ὅπως τὸ πρωί, ὅταν ῥοδί­ζῃ ἡ αὐγή, λέ­με ὅτι σὲ λίγο ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἔτσι καὶ στὸν ἀρ­χαῖο κόσμο ὑπῆρχαν σημεῖα ποὺ ἔδειχναν ὅτι ἔρχεται ὁ σταυρός, ἔρχεται ὁ Χριστός. Μερι­κὰ ἀπὸ τὰ σημεῖα αὐτὰ θ᾽ ἀναφέρουμε.

Τὸ ἕνα ἔγινε στὴν Ἐρυθρὰ θάλασ­σα. Οἱ Ἑ­βραῖοι ἦταν σκλάβοι στὸν φαραώ. Ἐπὶ τέλους ἐλευθερώθηκαν καὶ γύριζαν στὴν πατρίδα τους. Μὲ ἡγέτη τὸ Μωυσῆ ἔφθασαν στὴν παραλία τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Ἔ­πρεπε νὰ περάσουν ἀπέ­ναντι καὶ μάλιστα σύντομα, γιατὶ οἱ Αἰγύπτιοι μετανόησαν, τοὺς κατεδίωκαν νὰ τοὺς κά­νουν πά­λι σκλάβους. «Μπρὸς γκρεμὸς καὶ πίσω ῥέμα». Τί νὰ ἔκαναν τὴ δύσκολη ἐκείνη στι­γμή; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ὅλα εἶνε δυνα­τὰ στὸ Θεό. Τί ἔγινε; Θαῦμα. Ὁ Μωυ­σῆς στάθηκε στὴν ὄ­χθη, σήκωσε τὸ ῥαβδί του κ᾽ ἔ­κανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυ­ροῦ, σταύρωσε τὴ θάλασσα. Καὶ ἡ θάλασσα σχί­στηκε στὰ δύο, φάνηκε ὁ πυθμέ­νας, ἄ­νοιξε δί­οδος – δρόμος πλατύς· δεξιὰ κι ἀ­ριστε­­ρὰ ὑ­ψώθηκαν τείχη ὄχι ἀ­πὸ λίθους ἢ πλίνθους ἀλλ᾽ ἀ­πὸ νερό, πελώρια ὑδάτινα τείχη· καὶ μέσ᾽ ἀ­πὸ τὴν δίοδο αὐτὴ πέ­ρασε ὅλος ὁ Ἑβραϊκὸς λα­ὸς χωρὶς νὰ βραχοῦν τὰ πόδια τους. Μόλις βγῆ­καν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν δί­οδο, νά καὶ ἔρχεται ὁ φαραὼ μὲ τὰ ἅρματά του. Τολμοῦν, προχωροῦν, μπαίνουν στὴν δίοδο· ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέ­ρος ὁ Μωυσῆς ὑψώνει τὸ ὅπλο του, τὸ ῥαβδί του – σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Σταύρωσε πάλι τὴν Ἐ­ρυθρά, ἡ θάλασσα ἐπα­νῆλθε στὴ φυσική της κατάστασι, τὰ τείχη τὰ ὑδάτινα ἔπεσαν κ᾽ οἱ Αἰγύπτιοι θάφτηκαν μέσα στὰ νερά (βλ. Ἔξ. κεφ. 14ο).
Ἕνα θαῦμα αὐτό. Τὸ ἄλλο θαῦμα τῆς παλαι­ᾶς διαθήκης ποὺ προανήγγελλε τὴ δύναμι τοῦ σταυροῦ εἶνε ὅταν βρέθηκαν στὴν ἔρημο καὶ δὲν ὑπῆρχε σταλαγματιὰ νερό. Τότε ὁ Μωυ­σῆς μὲ τὸ ῥαβδί του, ποὺ ἦταν τύπος τοῦ σταυ­ροῦ, χτύπησε τὸ βράχο κι ἀνέβλυσε πηγὴ ποὺ πότισε καὶ δρόσισε τοὺς Ἰσραηλῖτες (βλ. Ἔξ. κεφ. 17,1-7).
Τὸ τρίτο θαῦμα ἔγινε ἐκεῖ ποὺ ἀντιμετώ­πισαν τὸν Ἀμαλήκ, φοβερὸ ἐχθρὸ ποὺ νικοῦσε τοὺς Ἑβραίους. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Μω­υσῆς, ποὺ παρακολουθοῦσε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ἅπλωνε τὰ χέρια του –κι ὅταν κάποιος ἐκτείνῃ τὰ χέρια σχηματίζει σταυρό–, οἱ Ἑβραῖοι ὑπερ­ίσχυαν· κ᾽ ἔτσι ὁ Ἀμαλὴκ νικήθηκε (βλ. Ἔξ. κεφ. 17,8-16).
Καὶ τὸ τέταρτο θαῦμα εἶνε ὅταν ἀργότερα, προ­χωρώντας μέσα στὴν ἔρημο, βγῆκαν φίδια ποὺ τοὺς δάγκωναν καὶ τοὺς θανάτωναν. Τότε ὁ Μωυ­σῆς ὕψωσε πάνω σ᾽ ἕνα ξύλο ἕνα χάλκι­νο φίδι, ποὺ προ­τύπωνε τὸν Ἐσταυρωμένο· κι ὅ­ταν κάποιον τὸν δάγκωνε φίδι, γύριζε καὶ ἀτέ­­νιζε τὸ χάλκινο φίδι, καὶ ἔτσι σῳζόταν (βλ. Ἀρ. 21,4-9).
* * *
Τὰ θαύματα ἐκεῖνα, στὰ παλιὰ πρὸ Χριστοῦ χρόνια, προμήνυαν τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ συν­έβη κατόπιν στὸ Γολγοθᾶ. Τὸ ὅτι σείστηκε ἡ γῆ, κλονίστησαν τὰ θεμέλιά της, ὅτι ἄνοιξαν τάφοι, ἀναστήθηκαν νεκροὶ καὶ περπατοῦ­σαν μέσ᾽ στὰ Ἰεροσόλυμα, ὅτι σκοτίστηκε ὁ ἥ­λιος «ἀπὸ ἕ­κτης ὥρας …ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. 27,45), ὅτι σχίστηκε τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ, αὐτὰ εἶνε μικρὰ θαύματα. Τὸ μεγάλο ποιό εἶνε· ὅτι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε ὁ σατανᾶς νι­κήθηκε κατὰ κράτος! Τὸ μέγα θαῦμα εἶνε ὅτι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἔγινε Ἰορδάνης καὶ θάλασσα, μέσα στὴν ὁποία πλένονται τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἕνα σταγονίδιο, ἕνα ἠ­­λεκτρό­νιο ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου φτάνει γιὰ νὰ ξεπλυθοῦν οἱ ἁμαρτίες τοῦ κόσμου ὅ­λου. «Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν», λέει ὁ προφήτης Ἠσα­ΐας (53,5). «Καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ …καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας», λέει ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (Α΄ Ἰω. 1,7). Αὐτὸ εἶνε τὸ μέγα θαῦμα. Ἔκτοτε ὅσοι πιστεύουν εἰλικρι­νὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἀκολουθοῦν τὰ διδά­γματά του, αὐτοὶ παρὰ τὰ ἐμπόδια θριαμβεύουν. Δι­ότι ὁ σταυρὸς εἶνε ὅπλο ἀκαταμάχητο.
Θέλετε ν᾽ ἀναφέρουμε καὶ θαύματα ποὺ συν­έβησαν μετὰ τὴ σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ μας;
Τὸ 313 μ.Χ. ἔξω ἀπὸ τὴ ῾Ρώμη, στὴ Μαλβία γέ­φυρα, συγκρούσθηκαν δύο στρατοί, τῶν εἰ­δωλολατρῶν καὶ τῶν Χριστιανῶν τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος εἶδε στὸν οὐρα­νὸ νὰ λάμπῃ ὁ σταυρὸς μὲ τὰ γράμματα «Ἐν τούτῳ νίκα», κι ἀπὸ τότε ὕψωσε ὡς λάβαρό του τὸν τίμιο σταυρό. Ἔτσι νίκησε, μετέφερε τὴν ἕ­δρα του, καὶ τὸ Βυζάντιο ἔγινε ὁ φάρος ποὺ ἐπὶ χίλια χρόνια φώτισε Ἀνατολὴ καὶ Δύσι.
Θέλετε δεύτερο θαῦμα; Ἡ μητέρα τοῦ Μεγά­λου Κωνσταντίνου, ἡ ἁγία Ἑλένη, πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ νὰ βρῇ τὸν τίμιο σταυρό, ποὺ οἱ Ἑβραῖοι τὸν εἶχαν ῥίξει μέσ᾽ στὰ κόπρια βαθειὰ στὴ γῆ κ᾽ ἦταν ἄφαν­τος, ἀργότερα δὲ στὸ λόφο ἐκεῖνο χτίστηκε ναὸς τῆς Ἀ­φροδίτης. Ἔσκαψε ἡ ἁγία καὶ βρῆκε τοὺς τρεῖς σταυρούς, τοῦ Κυρίου καὶ τῶν δύο λῃστῶν. Ποιός ἀπὸ αὐ­τοὺς νὰ ἦταν ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου; Ἔκανε δο­κιμή. Δοκίμασε τὸν ἕνα πάνω σ᾽ ἕνα νεκρό· τίποτε. Δοκίμασε τὸν δεύτερο πάνω στὸ νεκρό· τίπο­τε. Δοκίμασε τὸν τρίτο· καί, ὤ τοῦ θαύματος, ὁ νεκρὸς ἀναστήθηκε.
Τὸ ἄλλο εἶνε νεώτερο θαῦμα, στὸν βίο τοῦ ἁ­γίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ ἑ­ωρτάσαμε στὶς 24 Αὐγούστου. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅπου πήγαινε ἔστηνε ἕνα σταυρὸ καὶ κάτω ἀ­πὸ αὐτὸν ἐκήρυττε. Ἔτσι ἔκανε καὶ στὸ Μουζάκι τῆς Θεσσα­λίας. Πέρασε ὅμως ἕνας Τοῦρ­κος ἀγᾶς καὶ τὸν εἶδε· πῆρε τσεκούρι, γκρέμισε τὸ σταυρό, τὸν ἔκανε σανίδια, τὰ πῆρε στὸν ὀντᾶ του καὶ τά ᾽βαλε στὸ κρεβάτι του γιὰ νὰ κοιμᾶται πάνω σ᾽ αὐτά. Κοιμήθηκε; Μόλις ξάπλωσε, ἔγινε σεισμός· ὁ ἀγᾶς ἔπεσε χάμω, φώναζε καὶ ζητοῦ­σε τὴ βοήθεια τοῦ σταυροῦ. Τὴν ἑπομένη ἡμέ­ρα, μετανοιωμένος, ταίριαξε τὰ ξύλα, πῆρε τὸ σταυρὸ στὸν ὦμο, τὸν ἔφερε πάλι ἐκεῖ ποὺ ἦ­ταν, καὶ κάθε μέρα ἐρχόταν κι ἄναβε καντήλι.
Ἀλλὰ καὶ στὸν αἰῶνα μας ὁ σταυρὸς θαυμα­τουργεῖ. Τὸ 1912 στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς Ὀθωμα­­νικῆς αὐτοκρατορίας, ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶχε παρὰ ἕνα μόνο ἀξιόμαχο καράβι, τὸν «Ἀβέρωφ». Τό­­τε πάνω στὴ γέφυρα τοῦ πλοίου στάθηκε ὁ κυ­­βερνήτης, ὁ Κουντουριώτης, ποὺ εἶχε τίμιο ξύλο. Τὸ ἔφερε καὶ λέει· Μπρός, παιδιά, θὰ νικήσουμε, θὰ νικήσῃ ὁ σταυρός! Καί, ἕνα καράβι αὐτό, «μάντρωσε» μέσα στὸν Ἑλλήσπον­το ὁλόκληρο τὸ στόλο τῶν Τούρκων.
* * *
Παρ᾽ ὅλα ὅμως τὰ θαύματα, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ ἐ­χθροὶ τοῦ σταυροῦ.
Εἶνε πρῶτα – πρῶτα οἱ χιλιασταί. Στὴ Θεσσα­λονίκη ἕνας χιλιαστὴς εἶδε νὰ ἔχουν σχημα­­τί­σει ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόρτα του ἕνα σταυρό, κ᾽ ἐ­πει­δὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀπαλείψῃ, ἔβαλε φω­τιὰ καὶ τὸν ἔκαψε. Μῖσος θανάσιμο, ὅπως οἱ Ἑβραῖοι.
Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ ἀ­νοίγουν τὸ βρωμερό τους στόμα καὶ τὸν βλαστη­μοῦν· ἐνῷ δὲν θά ᾽πρεπε στὴν Ἑλλάδα οὔτε ἕνας νὰ βλαστημάῃ τὸν τίμιο σταυρό.
Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ ὅμως εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου. Πῶς; Λέμε ὅτι τὸν τιμοῦμε, ἀλ­λὰ τὰ ἔργα μας δὲν εἶνε ἄξια τοῦ σταυροῦ. Τί ση­μαίνει σταυρός; Σταυρὸς ἴσον ἀλήθεια, δικαιοσύνη, ταπείνωσις, συγχώρησις, ἐλευθερία, ὅ,τι ὡραῖο καὶ ὑψηλό. Σταυρὸς ἴσον ἀγάπη μέχρι αὐταπαρνήσεως· «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», «ἀ­γαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Ἰω. 13,34. Ματθ. 5,44). Τὰ ἔχουμε αὐτά; τότε ἀξίως τιμοῦμε τὸν σταυρό· δὲν τὰ ἔχουμε; τότε εἴμαστε ἐχθροὶ κ᾽ ἐμεῖς τοῦ σταυροῦ, ὄχι ἀμέσως ἀλλὰ ἐμμέσως.
Σταυρός, λοιπόν, παντοῦ· στὰ στήθη μας, στὰ σχολεῖα, στὴν ἀγορά, στὰ δικαστήρια, στὸ στρατό, στὸ σπίτι. Σταυρὸς μόλις ξυπνᾶμε, στὸ φαγητό, τὸ βράδυ – τὰ μεσάνυχτα. «Πέφτω κά­νω τὸ σταυρό μου, ἄγγελος εἶνε στὸ πλευρό μου», ἔλεγαν οἱ ἀγράμματοι πρόγονοί μας.
Σταυρὸς πρὸ παντὸς στὴν καρδιά μας. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ τελευταία ἡμέρα μας, νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42), καὶ πάνω στὸ μνῆ­μα μας νὰ σταθῇ ἕνας ξύλινος σταυρός, ποὺ θὰ διαλαλῇ ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Ἐ­σταυρωμένου· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Τιμίου Σταυροῦ Ἀνατολικοῦ – Ἑορδαίας Παρασκευὴ πρ. 14-9-1979)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.