Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Οἱ λόγοι ποὺ προκαλοῦσαν τὴν Ἀποτείχιση. Του Ιωάννη Ρίζου


λλο ἕνα σημαντικὸ τμῆμα ἀπὸ τὸ θαυμάσιο εὔληπτο καὶ ἁγιοπατερικά κατοχυρωμένο βιβλίο τοῦ κ. Ἰωάννη Ρίζου δημοσιεύουμε σήμερα.
Βέβαια, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀκόμα «ὦτα ἀκούειν» καὶ «ἀκολουθεῖν» τὴν φωνὴ καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δὲν ἐφευρίσκουν χίλιες δυὸ δικαιολογίες, ἀλλὰ καὶ ἀνέξοδες ἀκαταλαβίστικες φιλοσοφικὲς ρήσεις γιὰ νὰ ἀπορρίψουν ὅ,τι δὲν θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν.

Οἱ λόγοι ποὺ προκαλοῦσαν  τὴν  Ἀποτείχιση.

Α) Οἱ συμπροσευχὲς

Στὴν ἐπιστολή του «Πρὸς τὸν πρεσβύτερον Γενέθλιον» ὁ Μ. Βασίλειος ἀπαντᾷ σὲ ὅσους τὸν κατηγόρησαν ὅτι ἔχει κοινωνία μὲ τὸν αἱρετικὸ Ἀπολλινάριο. Λέει ὁ Ἅγιος: «Ἂς φέρουν ἐπιστολὲς δικές μου πρὸς αὐτὸν ἢ αὐτοῦ πρὸς ἐμένα ἢ ἂς ἀποδείξουν ὅτι οἱ κληρικοὶ καὶ τῶν δύο πλευρῶν εἶχαν ἐπικοινωνία ἢ ἐάν δεχτήκαμε κάποιον ἀπὸ αὐτοὺς εἰς εὐχὴν κοινωνίας» [Δηλαδὴ σὲ κοινὴ προσευχή]. Ἡ συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικοὺς ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Ἅγιο ἀπόδειξη κοινωνίας. Τὴν ἴδια στάση κράτησε καὶ ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως Ἀλέξανδρος. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἦρθε στὴν ΚΠολη ὑπὸ τὴν εὔνοια καὶ προστασία τοῦ  αὐτοκράτορα, ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ἀποφασισμένος νὰ μὴν τοῦ ἐπιτρέψει τὴν εἴσοδο στὸ ναό. Ὁ Ἀλέξανδρος πέφτει μὲ τὸ πρόσωπο  στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ καὶ θρηνεῖ, παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ μὴν μπεῖ ὁ Ἄρειος καὶ φανεῖ στὸ ποίμνιο ὅτι κοινωνεῖ μαζί του. Ὁ πρεσβύτερος Μακάριος σημειώνει τὴν προσευχὴ τοῦ Ἀλέξανδρου: «Ἂν εἶναι Κύριε νὰ ἔλθει αὔριο στὴ Λειτουργία ὁ Ἄρειος, τότε πάρε μὲ ἀπὸ τὴν ζωὴ τώρα καὶ ἂς λείψω κι ἐγὼ ἀπὸ τὴν μέση.  Ἂν λυπᾶσαι τὴν Ἐκκλησία σου –καὶ ξέρω ὅτι τὴν λυπᾶσαι- τότε μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ἀφανιστεῖ ἡ Ἐκκλησία σου. Κύριε, ἀπομάκρυνε τὸν Ἄρειο, σήκωσέ τον, ὥστε νὰ μὴ μπεῖ στὸν ναὸ καὶ φανεῖ ἔτσι ὅτι μαζί του μπαίνει καὶ ἡ αἵρεση».  Τότε ἔγινε κάτι συγκλονιστικό. Ὁ Ἄρειος ἐνῶ περπατοῦσε μὲ τοὺς δικούς του συζητῶντας, ἔνιωσε κατεπείγουσα ἀνάγκη νὰ πάει σὲ ἀποχωρητήριο. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲν βγῆκε ζωντανός. Τὸν βρῆκαν σὲ ἄθλια κατάσταση νεκρὸ ἀπὸ ἀκατάσχετη αἱμορραγία. Ὅλοι -καὶ ὁ Ἀθανάσιος- θεώρησαν αὐτὴ τὴ συγκλονιστικὴ ἐξέλιξη ὡς τιμωρὸ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγε ὁ Μέγας Πατήρ: «Ὅταν μᾶς βλέπουν νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὑπονοοῦν ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία διαφορὰ ἀνάμεσά μας καὶ ἔτσι θὰ πέσουν στῆς ἀσεβείας τὸν βόρβορον. Γιὰ νὰ μὴ γίνει αὐτό, ἀγαπητοί, αὐτοὺς ποὺ φανερὰ συμφωνοῦν μὲ τὴν ἀσέβεια νὰ τοὺς ἀποφεύγετε, μὲ αὐτοὺς δὲ ποὺ νομίζουν ὅτι δὲν πιστεύουν τὰ τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ κοινωνοῦν μαζί τους, νὰ εἶστε ἐπιφυλακτικοί. Γιατὶ αὐτῶν ποὺ τὸ φρόνημα ἀρνούμαστε πρέπει καὶ τῆς κοινωνίας νὰ ἀπέχουμε. Καὶ ἐὰν  κάποιος ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ πίστη ἀλλὰ κοινωνεῖ μὲ αὐτούς, νὰ τὸν προτρέπετε νὰ σταματήσει νὰ τὸ κάνει· κι ἂν δεχτεῖ τὴν σύστασή σας νὰ τὸν ἔχετε σὰν ἀδελφό. Ἂν δὲ ἐπιμένει νὰ τὸν ἐγκαταλείπετε. Ἔτσι θὰ
διατηρήσετε τὴν καθαρὴ πίστη καὶ ἐκεῖνοι βλέποντάς σας θὰ ὠφεληθοῦν».
Ὅταν ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς Ἀρτέμιος ἔψαχνε τὸν Μ. Ἀθανάσιο στὴν ἔρημο νὰ τὸν φονεύσει, ἔφτασε στὴ σύναξη τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἀθανασίου. Ἐκεῖ κάποια στιγμὴ εἶπε: «Ἐλᾶτε νὰ προσευχηθεῖτε γιὰ μένα». Ἐκεῖνοι τότε τοῦ εἶπαν: «Δὲν μποροῦμε, ἐπειδὴ ἔχουμε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν πατέρα μας [τὸν Ἀθανάσιο] νὰ μὴν προσευχόμαστε μὲ κανέναν ποὺ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς Ἀρειανούς»– διότι ἔβλεπαν ἕναν ἀρειανὸ Ἐπίσκοπο ποὺ εἶχε μαζί του. Κατὰ τὸν Ἀθανάσιο, ἂν τούς φερθοῦμε μὲ ἀγάπη, «αὐτὴ ἡ ἐμφανιζόμενη ἀγάπη εἶναι προδοσία τῆς ἀληθείας».
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ στὶς μέρες μας «Ἡ ἀλήθεια λιγόστεψε». Κάνουμε «τὰ στραβὰ μάτια» στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, κι ἀπ΄ τὰ πολλὰ στραβὰ μάτια, γίναμε πλέον ἀλλοίθωροι (στὸ νοῦ).

Β) Ἡ ἀποφυγὴ ὁμολογίας διὰ τῆς σιωπῆς, ἀκόμα καὶ διὰ νεύματος.
Ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε ἕναν φίλο, τὸν Εὐστάθιο Ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Οἱ ἀπόψεις τοῦ Εὐσταθίου γιὰ τὸ Σύμβολο τῆς Νι-καίας ἦταν ὕποπτες καὶ ὁ Βασίλειος ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸν Εὐστάθιο νὰ ξεκαθαρίσει τὴν θέση του γραπτῶς. Ὁ Εὐστάθιος ἀπέφευγε τὴν εὐθεῖα ἀπάντηση. Ὁ Βασίλειος δήλωσε ὅτι μέχρι ὁ Εὐστάθιος νὰ δηλώσει τὴν Ὀρθόδοξή του θέση δὲν μπορεῖ [ὁ Βασίλειος] νὰ στέκεται στὸ θυσιαστήριο ὑποκριτικῶς [δηλαδὴ νὰ τὸν μνημονεύει], καὶ θὰ πράξει ὅτι ἔπραξε καὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Εὔιππο μὲ τὸν ὁποῖο διέκοψε κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ φιλία. Μία τέτοια εἴδους φιλία ἦταν γιὰ τὸν Βασίλειο «γελοία». Ἀκόμα  καὶ ἡ ὑποψία ὅτι ἕνας Ἐπίσκοπος μπορεῖ νὰ εἶναι αἱρετικὸς ἀρκοῦσε γιὰ τὸν Ἅγιο, ὥστε νὰ διακόψει τὴν κοινωνία, μέχρι τουλάχιστον ὁ ἐν λόγῳ Ἐπίσκοπος ἀποδείξει τὰ Ὀρθόδοξα φρονήματά του. Ἦταν σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη αὐτὴ ἡ στάση τοῦ Ἁγίου καὶ φαίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλα περιστατικὰ ὅπως αὐτὸ τῆς μὴ ἀναγνώρισης τοῦ ἐπισκόπου Παυλίνου ὡς ὑπόπτου σαβελλιανιστῆ.
Πολλὰ συμπεράσματα μποροῦμε νὰ ἐξάγουμε καὶ ἀπὸ τὸν διάλογο τοῦ  φυλακισμένου καὶ βασανισμένου, Ἁγίου Μαξίμου  μὲ τὸν ἀνακριτὴ Τρωΐλο. Ἔλεγε ὁ Τρωΐλος στὸν Ὅσιο, ὅτι μὲ τὴν «οἰκονομία» ποὺ ἐπιδιώκουν (ὁ Πατριάρχης καὶ αὐτοκράτορας) θέλουν νὰ μὴ ζημιωθοῦν οἱ λαοὶ μέ «τέτοιες [θεολογικές] λεπτολογίες» καί «νὰ εἰρηνεύσουμε ὅλοι». Ὁ Ἅγιος  Μάξιμος τοῦ ἀπαντοῦσε: «… Ἡ σιωπὴ τῶν λόγων εἶναι ἀναίρεσις τῶν λόγων. Ὁ λόγος ποὺ δὲν λέγεται, δέν εἶναι κἂν λόγος». Τότε τοῦ εἶπε ὁ Τρωΐλος: «Στὴν καρδιά σου νὰ ἔχης ὅ,τι θέλεις, δὲν σὲ ἐμποδίζει κανείς». Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε: « Ὁ Θεὸς δὲν περιώρισε στὴν καρδιά  ὅλη τὴν σωτηρία ἀλλὰ εἶπε “Ὁ ὁμολογῶν με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω αὐτὸν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος διδάσκει ὡς ἑξῆς: «Καρδία μέν πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν». Ἂν λοιπὸν ὁ Θεὸς καὶ οἱ Προφῆται καὶ  οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Θεοῦ προτρέπουν νὰ ὁμολογῆται μὲ τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων τὸ μεγάλο καὶ φρικτὸ καὶ σωτήριο μυστήριο γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, δὲν πρέπει νὰ σιωπήσῃ μὲ κανένα τρόπο ἡ φωνὴ ποὺ τὸ κηρύττει, γιὰ νὰ μὴ κινδυνεύσῃ ἡ σωτηρία αὐτῶν ποὺ τὸ ἀποσιωποῦν». Ἡ λεκτικὴ διατύπωση καὶ ὁμολογία τῆς Πίστης εἶναι ἀναγκαιότητα ποὺ ὅρισε ὁ Κύριος καὶ διακήρυξαν οἱ Ἅγιοι. Ἡ  λεκτικὴ συμφωνία μὲ τὴν αἵρεση ἀποτελεῖ προσχώρηση σὲ αὐτήν.
Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος στηλιτεύει τὴν σιωπή: «Εἶναι δίκαιο νὰ ἀγανακτήσετε γιατὶ ἂν αὐτὰ ἀντιμετωπιστοῦν διὰ τῆς σιωπῆς θὰ ἐπεκταθεῖ λίγο-λίγο τὸ κακὸ καὶ στὶς ἄλλες ἐκκλησίες καὶ θὰ καταντήσει ἡ διδασκαλία μας ἐμπόριο ποὺ πωλεῖται καὶ ἀγοράζεται». Σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στὸν Νεστόριο ὁ  Ἅγιος Κύριλλος γράφει: «…ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μᾶς σώσει κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἂν σιωπήσουμε, ἢ ποιὰ ἀπολογία θὰ βροῦμε ἀφοῦ τηρήσαμε τόσο μακροχρόνια σιωπὴ ἀπέναντι στοὺς δυσεβεῖς λόγους σου ἐναντίον Του;»... «Ὅταν ἀδικεῖται ἡ πίστις πρὸς τὸν Θεὸ, ἂς παύσει ὁ σεβασμὸς πρὸς τοὺς γονεῖς ὡς ἀβάσιμος καὶ ἐπισφαλής, ἂς μένει δὲ ἀργὸς ὁ νόμος τῆς φιλοστοργίας πρὸς τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδερφούς. Ἂς εἶναι τότε λοιπὸν γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς τιμιώτερος ὁ θάνατος ἀπὸ τὴν ζωή». Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει: «Ὅταν οἱ Θεῖοι νόμοι ὑβρίζονται καὶ ἐμεῖς διατελοῦμε ἐν σιγῇ καὶ ἀδιαφορίᾳ, τότε, ἡ κόλαση μᾶς  περιμένει».
Λοιπόν, ἡ σιωπὴ σὲ θέματα πίστεως εἶναι ἀποδεικτικὴ τοῦ φρονήματος. Λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «Καὶ μόνο νὰ σιωπήσει κανείς [ἔναντι τῆς ἀσέβειας] θὰ βρεθεῖ σὲ θέση ἐνοχῆς γιὰ τὸ αἷμα τῶν ἁμαρτανόντων». Σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι και ποιμένες σιωποῦν φορώντας τὴ μάσκα τῆς διακρίσεως. Πολλοὺς ἐξαπατοῦν στὴν γῆ, στὸν οὐρανὸ κανέναν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει: «Ὅστις μίαν συλλαβὴν παραβῆ ἢ κάμῃ ἕν νεῦμα κατὰ τῆς πίστεως ἀρνητὴς γέγονεν». Ἴσως γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἀρνητὲς τῆς Πίστεως  λέει ὁ προφήτης: «Ὁ Κύριος τοῦ σύμπαντος λέει στοὺς Ἱερεῖς: “…δὲν θὰ δεχτῶ καμία θυσία ἀπὸ τὰ χέρια σᾶς, γιατὶ μοῦ προσφέρετε μολυσμένες θυσίες καὶ προσφορές…».

Γ) Τὰ γραπτὰ κείμενα
Ὁ  λαὸς τῆς Κων/πόλης  προστάτευε μὲ θάρρος καὶ μέχρι θανάτου τὸν Ὀρθόδοξο Πατριάρχη Μακεδόνιο, ὅταν αὐτὸς ἀπειλοῦνταν ἀπὸ τὸν φιλοαρειανὸ αὐτοκράτορα Ἀναστάσιο. Ὅταν  ὅμως ὁ Μακεδόνιος ἐξαπατήθηκε καὶ ὑπέγραψε ἕνα ὕπουλο φιλοαρειανὸ κείμενο, ὁ ἴδιος λαός, οἱ Ἡγούμενοι καὶ οἱ Μοναχοὶ δὲν δέχονταν νὰ συλλειτουργήσουν μαζί του. Ἀποτειχίστηκαν ἀμέσως, ἐνῶ  μέχρι πρὶν λίγες ἡμέρες θὰ ἔδιναν καὶ τὴν ζωή τους γιὰ αὐτόν. Χρειάστηκε ὁ Μακεδόνιος νὰ διακηρύξει ὅτι ἀποδέχεται τὴν Δ΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὰ ἀναθέματά της γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἀποτειχισμένοι. Τὰ γραπτὰ κείμενα εἶναι ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τοῦ αἱρετικοῦ ἢ Ὀρθοδόξου φρονήματος. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐξαπέλυε μύδρους κατὰ ὀρθοδόξων ἡγουμένων οἱ ὁποῖοι «διὰ γράμματος [πού] ὑπέγραψαν ἰδιοχείρως συγκατατέθηκαν μὲ τοὺς εἰκονομάχους».

Δ) Συνήθεις φιλοφρονήσεις
Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ ἐπίσης φανερὴ ἀπόδειξη τῆς προαίρεσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας του μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τὸν «ἀδερφικὸ» ἐναγκαλισμὸ μὲ αὐτούς, ἀκόμα καὶ σὲ ἰδιωτικὸ χῶρο. Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ ὅτι συνεργάζεται καί «κοινωνεῖ» κανεὶς μὲ τὸν κακόδοξο, ὅταν δὲν συμμετέχει μὲν στὴν αἵρεση, ἀλλὰ ἀποδέχεται τὴν αἱρετικὴ γνώμη».  Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸ συγκατακρύπτειν ἁμαρτίαν συγκατασκευάζειν ἐστιν τοῦ θανάτου». [τὸ νὰ σιωπᾷς στὴν ἁμαρτία εἶναι ἴδιο σὰ νὰ συμβάλεις στὸν θάνατο αὐτοῦ ποὺ ἁμαρτάνει].  «Ἀκοῦστε τὰ αὐτὰ ἐσεῖς ποὺ κάνετε ἀγάπες μαζί τους πῶς θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ ἔρχεται πάνω σας, ὅσοι μολύνεστε μαζὶ μ’ αὐτοὺς τρώγοντας καὶ πίνοντας; Πῶς τολμᾶτε νὰ προσέρχεστε στὰ θεῖα καὶ φρικτὰ μυστήρια τοῦ Χριστοῦ; Ἢ μήπως δὲν ἀκούσατε τὸν μακάριο Παῦλο ποὺ βοᾷ, ὅτι «Οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πιεῖν καὶ ποτήριον δαιμόνων· οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καὶ τραπέζης δαιμονίων» (Α’ Κορ. 10.21)…  «Φύγετε μακριὰ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ μὴν ἔχετε ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀκαθαρσία. Ἄραγε θὰ σᾶς πείσουμε; ἢ μήπως μάταια κοπιάζουμε καὶ μιλᾶμε στὸν ἀέρα; Πλὴν ὅμως γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν καὶ ἐνδιαφέρονται νὰ μάθουν τὸν λόγο καὶ νὰ τὸν ἐφ-αρμόσουν, δὲν θὰ ῥαθυμήσω, οὔτε θ’ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Παύλου. Θὰ τὰ ξαναπῶ καὶ ἀκοῦστε, «Μή γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;». Καὶ πότε γίνεται αὐτό; «Συγκοινωνεῖ κανεὶς μὲ τὴν ἁμαρτία τοῦ ἄλλου, ἂν γνωρίζει τὴν ἀνομία του καὶ ἡσυχάζει [δηλ. σιωπᾷ] καὶ δὲν τὸν ἐλέγξει». Καὶ ἂν δὲν μπορῶ νὰ τὸν ἐλέγξω; «Κι ἂν δὲν μπορεῖς νὰ τὸν διορθώσεις πρέπει ὅμως νὰ μὴν συγκοινωνεῖς στὴν ἁμαρτία του μὲ φιλία καὶ συναναστροφή».
Οἱ Ὅσιοι Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης οἱ Γραπτοὶ  δήλωναν: «… Ἐμεῖς ἀπορρίψαμε τὶς προτάσεις του μὲ πεῖσμα καὶ εἴπαμε, ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε μυρίους θανάτους. Εἴπαμε ἀκό-μη ὅτι δὲν θὰ μολυνθοῦμε ποτὲ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ἢ ἔστω μὲ τὴν ἁπλὴ συμφωνία μὲ ὅσους ἀθέτησαν τὴν πίστη καὶ τὴν ὁμολογία τῶν Χριστιανῶν, ἔστω καὶ ἂν μᾶς βγάλουν τὰ μάτια ἢ κάψουν στὴ φωτιὰ τὰ σώματά μας…»
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διδάσκει ὅτι μολύνεται κανεὶς ἐπικοινωνώντας μὲ αἱρετικούς, ὅπως μολύνεται καὶ ἀρρωσταίνει, ὅταν ἀναπνέει ἀέρα, ποὺ ἀναπέμπεται σὲ χῶρο στὸν ὁποῖο κατοικοῦν ἄρρωστοι μὲ μεταδοτικὴ ἀσθένεια. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος δίδασκε: «Προσέξτε μόνο νὰ μὴ μολύνετε τοὺς ἑαυτούς σας μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶν Ἀρειανῶν, διότι ἡ διδασκαλία τους δὲν εἶναι τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου. Ὡς τέτοια δὲ εἶναι ἀκαρποφόρητη καὶ παράλογη καὶ προϊὸν ἀνόητης διανοίας, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀλογία τῶν ἡμιόνων». Στὴ βιογραφία τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου (ποὺ γράφτηκε ἀπὸ τὸν Μ. Ἀθανάσιο)  διαβάζουμε: «Καὶ κατὰ τὴν πίστην δέ, ἦταν λίαν θαυμαστὸς καὶ εὐσεβής. Διότι, οὔτε πρὸς τοὺς σχισματικοὺς Μελετιανοὺς ἐκοινώνησεν ποτέ, οὔτε πρὸς τοὺς Μανιχαίους ἢ ἄλλους αἱρετικοὺς ὡμίλησε φιλικά … θεωρῶν καὶ διδάσκων τὴν φιλίαν καὶ ὁμιλίαν μὲ αὐτοὺς ὡς βλάβη καὶ ἀπώλεια ψυχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς ἐσυχαίνετο καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν Ἀρειανῶν καὶ προέτρεπε πάντας νὰ μὴν προσεγγίζουν αὐτούς, οὔτε νὰ μετέχουν τῆς κακοδοξίας τῶν».

Ε) Ἡ ἀπουσία ἐλέγχου καὶ ἡ ἄγνοια
Ἐπιπλέον, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, λογίζεται ὅτι κοινωνεῖ κανεὶς μὲ τὴν αἵρεση, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση πού, ναὶ μὲν δὲν συνεργάζεται, ναὶ μὲν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ κακὸ ποὺ διαπράττεται καὶ τὴν αἵρεση ποὺ διδάσκεται, ἀλλ’ ὅμως, ἐνῶ γνωρίζει τὸ κακὸ ποὺ γίνεται, ἐφησυχάζει καὶ δὲν ἐλέγχει. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος διακρίνει καὶ ἄλλη περίπτωση. Αὐτὴ συμβαίνει, ὅταν κά-ποιος συνεργάζεται μὲν μὲ κάποιον ποὺ φαίνεται ὅτι κάνει κάτι καλό, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι αὐτός, ὁ φαινομενικά καλός, δὲν ἔχει καλὴ διάθεση καὶ καλὸ σκοπό. Λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «Νὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας μὴν τυχὸν ποτὲ δικαιώσουμε τὸν ἀσεβῆ μὲ λό-για ἢ ἔργα… ὁ ὑπερασπιστὴς τῶν κακῶν καὶ ὁ προβάλλων τὶς ἄτοπες πράξεις, αὐτὸς εἶναι ὁ λέγων “τὸ πονηρὸν καλόν” τοῦ προφήτου Ἠσαΐα… ὄχι μόνο οἱ ποιοῦντες τὰ κακὰ ἀλλὰ καὶ οἱ ἔχοντες τὴν ἴδια θέληση μὲ αὐτούς [εἶναι ἔνοχοι]». Καὶ στὶς Παροιμίες διαβάζουμε: «Ὅποιος κρίνει τὸν ἄδικο ὡς δίκαιο καὶ τὸν δίκαιο ὡς ἄδικο εἶναι σιχαμερὸς γιὰ τὸν Θεό». Καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πη-λουσιώτης λέει: « Καὶ τοῦτον ἐστι πάντων δεινότατον, ὅταν ἡ κα-κία ἐπαινῆται καὶ μηδὲ κακίαν εἶναι νομίζεται [δὲν ἐκλαμβάνεται ὡς κακία]».

ΣΤ) Ἡ μνημόνευση
Ἕνας τελευταῖος λόγος ποὺ ἀποτελεῖ αἰτία ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ μνημόνευση τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία. Τοὺς πρώτους αἰῶνες ποὺ ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ἐμφανίστηκε καὶ ἐπιβλήθηκε στὴν Ἀνατολή –ἀπὸ τὸ Σχίσμα καὶ μετὰ ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὶς Σταυροφορίες καὶ μετά– κριτήριο τῆς Ἀποτείχισης ἀποτέλεσε ἡ μνημόνευση τοῦ Πάπα. Οἱ πάπες ὀργάνωσαν ἕνα σχέδιο μὲ στόχο τὴν ὑποταγὴ τῆς Ὀρθόδοξης ἀνατολῆς στὴν Ῥώμη. Μὲ πρόσχημα τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπὸ τὸ Ἰσλάμ, ξεκίνησαν ἄγριους πολέμους (Σταυροφορίες) κατὰ τοῦ βυζαντινοῦ κράτους. Ἡ Δ΄ Σταυροφορία (1202-1217) ἐπέφερε τόσο ἰσχυρὸ πλῆγμα στὸ Βυζάντιο ποὺ ποτὲ πιὰ ἀπὸ τότε δὲν μπόρεσε νὰ συνέλθει. Οἱ σταυροφόροι κυρίευσαν τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἵδρυσαν τὴν λατινικὴ αὐτοκρατορία (1204-1261). Τὰ ὅσα διαπράχθησαν τότε κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν θηριώδη. Διαρπαγὲς ἱερῶν σκευῶν, βεβηλώσεις τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου, βανδαλισμοί, κτηνωδίες καὶ δολοφονίες κάθε εἴδους. Τὸ 1213 ὁ Πάπας διώρισε ἀποστολικὸ ἔξαρχο τὸν πιὸ σκληρὸ ἀπὸ ὅλους καρδινάλιο, τὸν Πελάγιο. Ὁ Πελάγιος φυλάκιζε καὶ ἀπαγχόνιζε Μοναχοὺς καὶ Ἱερεῖς, ἔκλεινε ναοὺς καὶ ἀπειλοῦσε μὲ θάνατο ὅποιον ἀρνοῦνταν νὰ μνημονεύσει στὴν Θεία Λειτουργία τὸν Πάπα ὡς πρῶτο ἀρχιερέα. Αὐτὰ συνέβαιναν στὴν Μακεδονία, στὸ Ἅγιο Ὅρος  καὶ παντοῦ.  Στὴν Κύπρο, τὸ 1221, οἱ 13 Μοναχοὶ τῆς μονῆς τῆς Καντάρας μετὰ ἀπὸ τριετῆ φυλάκιση καὶ ἀφοῦ δὲν δέχονταν νὰ μνημονεύσουν τὸν Πάπα, δέθηκαν στὶς οὐρὲς ἀλόγων καὶ σύρθηκαν στὸ ἔδαφος μέχρι τὰ σώματά τους νὰ διαμελιστοῦν σὲ χίλια κομάτια.
Στὴν ἀπάντηση τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων πρὸς τὸν αὐτο-κράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο (1273) γιὰ τὸν φιλοενωτικό του «Τόμο», ἐπίκεντρο τοῦ ζητήματος εἶναι ἡ ἐπιδιωκόμενη Ἕνωση μὲ τὸν Πάπα. Σὲ αὐτόν, ἡ Ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους ταυτίζεται μὲ τὴν μνημόνευση τοῦ Πάπα στὴ Θεία Λειτουργία. Ὅσες φιλενωτικὲς παρεκτροπὲς συνέβαιναν, φυσικὰ καὶ  ἦταν κατακριτέες, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή τους ὑπῆρχαν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες. Ἡ μνημόνευση ὅμως τοῦ Πάπα, ἦταν αὐτὸ τὸ στοιχεῖο, ποὺ μετέτρεπε τὸν φιλοπαπικὸ σὲ αἱρετικό. Φιλενωτικοὶ Ἐπίσκοποι, Ἱερεῖς καὶ Μοναχοὶ ὑπῆρχαν πολλοί. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἀκόμα καὶ τὸ Ἅγιο Ὅρος τὸ 1214, μετὰ ἀπὸ αἴτηση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας, τέθηκε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Πάπα Ἰννοκέντιου! Ὅμως, μόνο ὅταν ὁ Πάπας μνημονεύτηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη Βέκκο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀποτειχίστηκαν οἱ ἀνθενωτικοί. Οἱ ἀποτειχισθέντες τότε  ἦταν 8 Ἐπίσκοποι, πολλοὶ Ἡγούμενοι καὶ ἑκατὸ Μοναχοί, οἱ περισσότεροι πρόσφυγες τῶν αὐτοκρατορικῶν χωρῶν ποὺ ἀποκήρυξαν τὴν Ἕνωση. Μὲ τὴν Ἀποτείχιση σὲ αὐτὴ τὴ χρονικὴ στιγμὴ ὁ Βέκκος ἀφόρισε τοὺς Ἐπισκόπους Ἠπείρου Νικηφόρο Δούκα καὶ Νέων Πατρῶν Ἰωάννη Δούκα ὡς σχισματικούς. Ἡ μνημόνευση τοῦ Πάπα ἀποτελοῦσε καὶ τὴν αἰτιολογία ποὺ προέβαλαν οἱ παπικοί, ὅταν ἔπνιξαν τοὺς μοναχοὺς τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων, ὅταν ἀπαγχώνισαν τοὺς μοναχοὺς τῆς Ἱ. Μ. Βατοπεδίου, ὅταν ἔκαψαν τοὺς μοναχοὺς τῆς Ἱ. Μ. Ζωγράφου, ὅταν ἔσφαξαν τοὺς Μοναχοὺς στὶς Καρυές.

Μᾶς λέει ὁ Ὁμολογητὴς Ὅσιος Ἱερόθεος: «Ἂν καὶ συναναστραφήκαμε ἀκουσίως μὲ τοὺς παρανόμους [ἐννοεῖ τοὺς παπικούς] ὅμως δὲν παρανομήσαμε ὅπως αὐτοί, οὔτε πιστεύσαμε λανθασμένα ὡς πρὸς τὴν ἀλήθεια… δὲν προσφέραμε μαζί τους θυσία πρὸς τὸν Θεό [δηλ. δὲν εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία]. Ὅτι πράγματι ἡ κοινωνία ἦταν ἡ ἀπόδειξη ἔκπτωσης ἀπὸ τήν Ἐκκλησία ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅ,τι, ὅταν ἐπανῆλθε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ ἱερὸς Ἰωσήφ, ἡ πρώτη του ἐνέργεια ἦταν νὰ ὁρίσει ἐπιτίμιο στοὺς Ἐπισκόπους, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ποὺ ἀποδέχτηκαν τὴν Ἕνωση. Ἔτσι, ὅσοι κληρικοὶ συμμετεῖχαν στὴν παπικὴ λειτουργία στὴ Ῥώμη ἢ στὴ Λιὼν καθαιρέθηκαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.