Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Ἀποτείχιση.

Ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ

ἢ ἐφαρμογὴ Κανόνος;

Περὶ τῆς ἔριδος ἐπὶ τῆς δυνητικῆς ἢ ὑποχρεωτικῆς ἐφαρμογῆς
τοῦ ιε΄ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
Γράφει ὁ Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο

    ­ταν τὰ πρὸς συ­ζή­τη­σιν θέ­μα­τα τί­θεν­ται σὲ λα­θε­μέ­νη βά­ση, τό­τε ἡ συ­ζή­τη­ση κα­θί­στα­ται ἀ­λυ­σι­τε­λὴς καὶ ἀ­πο­βαί­νει ἀ­τε­λέ­σφο­ρη, ἐ­νῶ ―ὡς μὴ ὤ­φει­λε― δη­μι­ουρ­γεῖ πλεῖ­στα ὅ­σα νέ­α προ­βλή­μα­τα καὶ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις. Ὅ­ταν μά­λι­στα ἡ συ­ζή­τη­ση ἀ­φο­ρᾶ εἰς τὰ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ ζη­τή­μα­τα, τό­τε πρό­κει­ται γι­ὰ τὴν πα­γί­δευ­σή μας στὸν ὀρ­θο­λο­γι­σμό, ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο τοῦ νο­μι­κι­σμοῦ καὶ τοῦ σχο­λα­στι­κι­σμοῦ, ὥ­στε ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Πί­στις μας ἀ­πὸ ἱ­ε­ρὸ Μυ­στή­ρι­ο νὰ με­ταλ­λάσ­σε­ται σὲ ἐ­πι­στή­μη, καὶ ἡ χά­ρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος νὰ ἀν­τι­κα­θί­στα­ται ἀ­πὸ τὸ πεί­ρα­μα, τὴν ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α καὶ τὴν βι­βλι­ο­γρα­φι­κὴ τε­κμη­ρεί­ω­ση.
   Σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ζή­τη­μα τῆς Ἀ­πο­τει­χί­σε­ως, ὡς τῆς ἐν­δε­δειγ­μέ­νης καὶ ἐ­πι­βαλ­λο­μέ­νης ὀρ­θο­δό­ξου στά­σε­ως τοῦ συ­νε­τοῦ καὶ συ­νε­ποῦς μέ­λους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­ναν­τι τοῦ «γυ­μνῇ τῇ κε­φα­λῇ
ἐ­π' ἐκ­κλη­σί­ας κη­ρύσ­σον­τος αἵ­ρε­σιν» ἐ­πι­σκό­που του, ἡ συ­ζή­τη­ση ἔ­χει ἐ­πι­κεν­τρω­θεῖ εἰς τὸν ι­ε΄ ἱ­ε­ρὸ Κα­νό­να τῆς Πρω­το­δευ­τέ­ρας Συ­νό­δου, συγ­κλη­θεί­σης ἐν Κων­σταν­τι­νου­πό­λει τὸ 861 ἐ­πὶ Με­γά­λου Φω­τί­ου.
   Τὸ ἀμ­φι­λε­γό­με­νο καὶ δι­α­φι­λο­νι­κού­με­νο ἐ­πὶ τοῦ Κα­νό­νος αὐ­τοῦ βρί­σκε­ται εἰς τὸ ἐ­ὰν εἶ­ναι προ­αι­ρε­τι­κὸς καὶ δυ­νη­τι­κὸς ἢ ὑ­πο­χρε­ω­τι­κός, ὡς πρὸς τὸ ζή­τη­μα τῆς παύ­σε­ως μνη­μο­νεύ­σε­ως καὶ Ἀ­πο­τει­χί­σε­ως. Οἱ δὲ ἐ­π’ αὐ­τοῦ ἔ­ρι­δες προ­κύ­πτουν, κα­τὰ τὴν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α, ἀπό τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὁ ι­ε΄ Κα­νό­νας δὲν προ­βλέ­πει κο­λα­σμὸ γι­ὰ τὸν μὴ δι­α­κό­πτον­τα τὴν μνη­μό­νευ­ση τοῦ αἱ­ρε­τι­κοῦ ἐ­πι­σκό­που καὶ μὴ ἀ­πο­μα­κρυ­νό­με­νο δι­ὰ τῆς Ἀ­πο­τει­χί­σε­ως ἀ­πὸ αὐ­τόν,
καὶ ὡς ἐκ τού­του συμ­πε­ραί­νε­ται ὅ­τι ἡ Ἀ­πο­τεί­χι­ση δὲν εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὴ ἀλ­λὰ δυ­νη­τι­κὴ καὶ προ­αι­ρε­τι­κή. Εἰς αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α πα­ρα­θε­ω­ρεῖ­ται, βε­βαί­ως, ὁ ἐμ­πε­ρι­ε­χό­με­νος πα­ρα­λο­γι­σμὸς αὐ­τοῦ τοῦ συμ­πε­ρά­σμα­τος. Δι­ό­τι (α) δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­χει Κα­νό­νας/Νό­μος προ­αι­ρε­τι­κός, καὶ μά­λι­στα (β) νὰ ἐ­πι­τρέ­πει/ἐ­πι­βάλ­λει τὴν ἐ­πι­λο­γὴ με­τα­ξὺ δύ­ο ἐκ δι­α­μέ­τρου ἀν­τι­θέ­των ἐ­πι­λο­γῶν: ἄλ­λο εἶ­ναι ἐ­πὶ κα­τα­πον­τι­ζο­μέ­νου πλοί­ου νὰ ἐ­πι­λέ­ξεις νὰ τὸ ἐγ­κα­τα­λεί­ψεις ἐ­πι­βαί­νων λέμ­βου ἢ ρι­πτό­με­νος στὴν θά­λασ­σα μὲ σω­σί­βι­ο, καὶ ἄλ­λο νὰ ἐ­πι­λέ­ξεις ἐ­ὰν θὰ τὸ ἐγ­κα­τα­λεί­ψεις ἢ ὄ­χι!­.­..
    Κα­τὰ τὴν συ­ζή­τη­ση πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­οῦν­ται ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι ἀρ­χαι­ό­τε­ροι ἱ­ε­ροὶ Κα­νό­νες τῶν προ­η­γη­θει­σῶν οἰ­κου­με­νι­κῶν καὶ το­πι­κῶν Συ­νό­δων, ἀ­κό­μη καὶ οἱ ἀ­πο­στο­λι­κοὶ Κα­νό­νες, ἐ­νῶ πλή­ρως ἀ­πο­σι­ω­πῶν­ται ὄ­χι μό­νον οἱ ἁ­γι­ο­Γρα­φι­κὲς ἀ­να­φο­ρές, ἡ ἱ­ε­ρὰ Πα­ρά­δο­σις, καὶ ἡ ἁ­γι­ο­Πα­τε­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α καὶ πρα­κτι­κὴ γι­ὰ τὴν ἐν­δε­δειγ­μέ­νη κι ἐ­πι­βαλ­λο­μέ­νη στά­ση τοῦ Ὀρ­θο­δό­ξου Χρι­στι­α­νοῦ ἐν και­ρῷ αἱ­ρέ­σε­ως, ἀλ­λὰ πα­ρα­θε­ω­ροῦν­ται καὶ αὐ­τὲς οἱ ρη­τὲς ἐν­το­λὲς τοῦ Κυ­ρί­ου, τὸ ἅ­γι­ον θέ­λη­μά Του, ποὺ μὲ ἀ­πό­λυ­τη σα­φή­νει­α καὶ δι­αύ­γει­α δι­α­τυ­πώ­νον­ται εἰς τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη. Οἱ δὲ ἑρ­μη­νεῖ­ες τοῦ ι­ε΄ Κα­νό­νος κρί­νον­ται καὶ αὐ­τὲς ὡς ἀμ­φι­λε­γό­με­νες, ἐ­πι­δε­χό­με­νες μά­λι­στα «ἑρ­μη­νεῖ­ες» καὶ πα­ρερ­μη­νεῖ­ες, ἀ­να­λό­γως τοῦ ἑ­κά­στο­τε ἀ­να­ζη­του­μέ­νου προ­σχή­μα­τος.
    Ἔτ­σι τὸ ζή­τη­μα τῆς ἀ­πο­μα­κρύν­σε­ως καὶ Ἀπο­τει­χί­σε­ως ἀ­πὸ τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ ἐ­πί­σκο­πο ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ὡς ζή­τη­μα ἑρ­μη­νεί­ας τοῦ ι­ε΄ Κα­νό­νος τῆς ΑΒ Συ­νό­δου καὶ ὄ­χι ὡς ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἱ­δρυ­τοῦ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του εἰς τὴν ὁ­ποί­αν ἀ­νή­κου­με, Μέ­γα καὶ Μό­νου Ἀρ­χι­ε­ρέ­ως Αὐ­τῆς. Δη­λα­δὴ εἰς τὰ κα­τ' αὐ­τὰς καὶ κα­θ' ἡ­μᾶς πρό­κει­ται γι­ὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ ἑ­νὸς Κα­νό­να καὶ ὅ­χι γι­ὰ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ εἰς τὸ ἅ­γι­ον θέ­λη­μα τοῦ Χρι­στοῦ!­.­..
    Εἶ­ναι και­ρός, λοι­πόν, νὰ προ­σεγ­γί­σου­με τὸ ζή­τη­μα τῆς Ἀ­πο­τει­χί­σε­ως ἐξ ἀρ­χῆς, στὴν εὔ­λο­γη κι ἐν­δε­δειγ­μέ­νη βά­ση, ποὺ θὰ κα­τα­στή­σει καρ­πο­φό­ρα καὶ λυ­σι­τε­λῆ τὴν σχε­τι­κὴ συ­ζή­τη­ση· κυρίως δὲ ἐπὶ τοῦ πρακτέου: τὴν παύση τῆς μνημονεύεσεως καὶ τὴν Ἀποτείχισή μας· καί, ἐ­πι­τέ­λους, θὰ μᾶς ἐ­πι­τρέ­ψει νὰ ὁ­μο­νο­ή­σου­με ἐν Κυ­ρί­ῳ.

    Ὁ ι­ε΄ ἱ­ε­ρὸς Κα­νό­νας τῆς Πρω­το­δευ­τέ­ρας Συ­νό­δου συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται σὲ ἕ­να σύ­νο­λο 17 Κα­νό­νων αὐ­τῆς[1], ποὺ ἀ­φο­ροῦν σὲ δι­ά­φο­ρα ζη­τή­μα­τα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς τά­ξε­ως καὶ ἀ­πο­σκο­ποῦν στὴν προ­στα­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πὸ σχί­σμα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α προ­κα­λοῦν­ται γι­ὰ δι­α­φό­ρους ἄλ­λους λό­γους ἐ­κτὸς τῶν λό­γων Πί­στε­ως. Πράγ­μα­τι κα­τὰ τὸν 9ο αἰ­ῶ­να εἶ­χε πα­ρου­σι­α­σθεῖ σὲ ἔ­ξαρ­ση, εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, τὸ φαι­νό­με­νο νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται αὐ­θαι­ρέ­τως ἀ­πὸ τὸν ἐ­πί­σκο­πό τους οἱ χρι­στι­α­νοί, γι­α­τὶ ἔ­κρι­ναν ὅ­τι ὁ ἐ­πί­σκο­πός τους ἦ­ταν φαῦ­λος, ἄ­δι­κος, σκλη­ρός, ἁ­μαρ­τω­λὸς κ.π.ἄ., χω­ρὶς ὅ­μως αὐ­τὸς νὰ δι­κα­στεῖ καὶ νὰ κα­τα­δι­κα­στεῖ ἁρ­μο­δί­ως γι­ὰ τὶς ὅ­ποι­ες κα­τη­γο­ρί­ες ἐ­ναν­τί­ον του ἀ­πὸ συ­νο­δι­κὸ δι­κα­στή­ρι­ο. Δη­λα­δὴ κα­τό­πιν «συ­νο­δι­κῆς δι­α­γνώ­μης», ὁ­πό­τε δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χε θέ­μα παύ­σε­ως μνη­μο­νεύ­σε­ως καὶ Ἀ­πο­τει­χί­σε­ως, δι­ό­τι σὲ πε­ρί­πτω­ση κα­τα­δι­κα­στι­κῆς ἀ­πο­φά­σε­ως θὰ ἀ­πε­μα­κρύ­νε­το ὁ πα­ρα­νο­μή­σας ἐ­πί­σκο­πος, καὶ σὲ πε­ρί­πτω­ση ἀ­θω­ω­τι­κῆς ἀ­πο­φά­σε­ως θὰ ἔ­παυ­ε ὁ λό­γος τῆς ἀ­πο­μα­κρύν­σε­ως ἀ­πὸ τὸν ἐ­πί­σκο­πο.
    Ἰ­δι­αι­τέ­ρως οἱ Κα­νό­νες ιγ΄ (Πε­ρί σχί­σμα­τος κλη­ρι­κῶν ἀ­πὸ τῶν ἰ­δί­ων Ἐ­πι­σκό­πων)­, ιδ΄ (Πε­ρὶ σχί­σμα­τος Ἐ­πι­σκό­πων ἀ­πὸ τῶν ἰ­δί­ων μη­τρο­πο­λι­τῶν)[2] καὶ ι­ε΄ (Πε­ρὶ σχί­σμα­τος μη­τρο­πο­λι­τῶν ἀ­πὸ τῶν ἰ­δί­ων Πα­τρι­αρ­χῶν)[3], ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν μί­αν ἑ­νό­τη­τα, ἀ­πα­γο­ρεύ­ουν αὐ­τὴν τὴν πρα­κτι­κὴ ρη­τῶς καὶ ἀ­να­λό­γως κο­λά­ζουν τοὺς πα­ρα­βά­τες.
Εἰς τὴν ἀρ­χὴ τοῦ ιγ΄ Κα­νό­νος δι­α­τυ­πώ­νε­ται ἡ θε­ο­λο­γι­κὴ βά­ση τῶν ἐν λό­γῳ τρι­ῶν κα­νό­νων (ιγ΄, ιδ΄, ι­ε΄­), ὅ­που δι­α­πι­στώ­νε­ται ὅ­τι, ἐ­πει­δὴ δι­ὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κα­τα­στρέ­φον­ται ἀ­πὸ τὴν ρί­ζα τους οἱ αἱ­ρέ­σεις ἐν­τὸς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ Δι­ά­βο­λος μέ­σῳ τῶν σχι­σμά­των ἐ­πι­χει­ρεῖ νὰ δι­α­σπά­σει τὴν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ὥ­στε νὰ ὑ­φαρ­πά­σει τὶς ψυ­χὲς τῶν χρι­στι­α­νῶν:
    «Τὰς τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ζι­ζα­νί­ων ἐ­πι­σπο­ρὰς ἐν τῇ τοῦ Χρι­στοῦ ἐκ­κλη­σί­ᾳ ὁ παμ­πό­νη­ρος κα­τα­βα­λών καὶ ταύ­τας ὁ­ρῶν τῇ μα­χαί­ρᾳ τοῦ Πνεύ­μα­τος τε­μνο­μέ­νας προῤ­ῥί­ζους, ἐφ΄ ἑ­τέ­ραν ἦλ­θε με­θο­δεί­ας ὁ­δόν, τῇ τῶν σχι­σμα­τι­κῶν μα­νί­ᾳ τὸ τοῦ Χρι­στοῦ σῶ­μα με­ρί­ζειν ἐ­πι­χει­ρῶν.­.­.­». (ιγ΄Κ/ ΑΒΣ)
     Αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο, ἀ­να­φε­ρό­με­νο στὶς αἱ­ρέ­σεις, πα­ρα­πέμ­πει εὐ­θέ­ως εἰς τὸ δεύ­τε­ρο μι­σὸ τοῦ ι­ε΄ Κα­νό­νος, ὅ­που ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­ση/Ἀ­πο­τεί­χι­ση ἀ­πὸ τὸν «γυ­μνῇ τῇ κε­φα­λῇ κη­ρύσ­σον­τα αἵ­ρε­σιν» ἐ­πί­σκο­πο. Αὐ­τὴ ἡ σύν­δε­ση ἀ­να­γνω­ρί­ζει καὶ προ­βάλ­λει τὴν Ἀ­πο­τεί­χι­ση ὡς τὴν πρώ­τη καὶ οὐ­σι­α­στι­κὴ ἐ­νέρ­γει­α, ὅ­που ἡ μά­χαι­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­πο­τέ­μνει τὴν αἵ­ρε­ση ἀ­πὸ τὴν ρί­ζα της.
Στὸ πρῶ­το μι­σὸ τοῦ ι­ε΄ Κα­νό­νος συγ­κε­φα­λαι­ώ­νε­ται ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος τῆς αὐθαιρέτου ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ ὁ κο­λα­σμὸς αὐτοῦ, ποὺ πε­ρι­γρά­φον­ται εἰς τοὺς ιγ΄ καὶ ιδ΄ Κα­νό­νες:
     «Τὰ ὁ­ρι­σθέν­τα ἐ­πὶ πρε­σβυ­τέ­ρων καὶ ἐ­πι­σκό­πων καὶ μη­τρο­πο­λι­τῶν, πολ­λῷ μᾶλ­λον καὶ ἐ­πὶ πα­τρι­αρ­χῶν ἁρ­μό­ζει. Ὥ­στε, εἴ τις πρε­σβύ­τε­ρος ἤ ἐ­πί­σκο­πος ἢ μη­τρο­πο­λί­της τολ­μή­σει­εν ἀ­πο­στῆ­ναι τῆς πρὸς τὸν οἰ­κεῖ­ον πα­τρι­άρ­χην κοι­νω­νί­ας καὶ μὴ ἀ­να­φέ­ρει τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ, κα­τὰ τὸ ὡ­ρι­σμέ­νον καὶ τε­ταγ­μέ­νον, ἐν τῇ θεί­ᾳ μυ­στα­γω­γί­ᾳ, ἀλ­λὰ πρὸ ἐμ­φα­νεί­ας συ­νο­δι­κῆς καὶ τε­λεί­ας αὐ­τοῦ κα­τα­κρί­σε­ως σχί­σμα ποι­ή­σει, τοῦ­τον ὥ­ρι­σεν ἡ ἁ­γί­α σύ­νο­δος, πά­σης ἱ­ε­ρα­τεί­ας παν­τε­λῶς ἀλ­λό­τρι­ον εἶ­ναι, εἰ μό­νον ἐ­λεγ­χθεί­η τοῦ­το πα­ρα­νο­μή­σας.­.­.­». (ιε΄Κ/ΑΒΣ)
     Ἀλ­λὰ εἰς τὸ δεύ­τε­ρο μι­σὸ εἰ­σά­γε­ται μί­α καὶ μο­να­δι­κὴ ἐ­ξαί­ρε­ση εἰς τὸν ιε΄ Κανόνα, ἡ ὁ­ποί­α εὐ­θέ­ως συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ ιγ΄ Κα­νό­νος:
    «Οἱ γὰρ δι' αἱ­ρε­σίν τι­να, πα­ρὰ τῶν ἁ­γί­ων Συ­νό­δων ἢ Πα­τέ­ρων κα­τε­γνω­σμέ­νην, τῆς πρὸς τὸν πρό­ε­δρον κοι­νω­νί­ας ἑ­αυ­τοὺς δι­α­στέλ­λον­τες, ἐ­κεί­νου τὴν αἵ­ρε­σιν δη­λο­νό­τι δη­μο­σί­ᾳ κη­ρύτ­τον­τος καὶ γυ­μνῇ τῇ κε­φα­λῇ ἐ­π' ἐκ­κλη­σί­ας δι­δά­σκον­τος, οἱ τοι­οῦ­τοι οὐ μό­νον τῇ κα­νο­νι­κῇ ἐ­πι­τι­μή­σει οὐχ ὑ­πο­κεί­σον­ται, πρὸ συ­νο­δι­κῆς δι­α­γνώ­σε­ως ἑ­αυ­τοὺς τῆς πρὸς τὸν κα­λού­με­νον ἐ­πί­σκο­πον κοι­νω­νί­ας ἀ­πο­τει­χί­ζον­τες, ἀλ­λὰ καὶ τῆς πρε­πού­σης τι­μῆς τοῖς ὀρ­θο­δό­ξοις ἀ­ξι­ω­θή­σον­ται. Οἱ γὰρ ἐ­πι­σκό­πων, ἀλ­λὰ ψευ­δε­πι­σκό­πων καὶ ψευ­δο­δι­δα­σκά­λων κα­τέ­γνω­σαν, καὶ οὐ σχί­σμα­τι τὴν ἕ­νω­σιν τῆς ἐκ­κλη­σί­ας κα­τέ­τε­μον, ἀλ­λὰ σχι­σμά­των καὶ με­ρι­σμῶν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν ἐ­σπού­δα­σαν ῥύ­σα­σθαι». (ιε΄Κ/ΑΒΣ)
     Μά­λι­στα, προ­κει­μέ­νου νὰ ὁ­ρι­ο­θε­τη­θεῖ ἐ­πα­κρι­βῶς ἡ ἐ­ξαί­ρε­ση καὶ νὰ γί­νουν ἀ­πο­λύ­τως σα­φῆ τὰ ὅ­ρι­ά της, γι­ὰ νὰ ἀ­πο­κλει­στεῖ κά­θε πα­ρερ­μη­νεί­α, ποὺ θὰ ὁ­δη­γοῦ­σε εἰς τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ Κα­νό­νος αὐ­τοῦ ἐ­ναν­τί­ον ἐ­κεί­νων ποὺ θὰ ἔ­παυ­αν γι­ὰ λό­γους Πί­στε­ως τὴν μνη­μό­νευ­ση τοῦ ἐ­πι­σκό­που τους καὶ θὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ταν/ἀ­πο­τει­χί­ζον­ταν ἀ­πὸ αὐ­τόν, ἀλ­λὰ καὶ γι­ὰ νὰ μὴν λει­τουρ­γή­σει ὁ ιε΄ Κανόνας ἀ­πο­τρε­πτι­κὰ εἰς ἐ­κεί­νους ποὺ ἔ­μελ­λε νὰ ἀ­πο­τει­χι­στοῦν γι­ὰ λό­γους Πί­στε­ως, το­νί­ζε­ται ὅ­τι:
     α) Ἡ Ἀ­πο­τεί­χι­σή τους εἶ­ναι νό­μι­μη, ἐν σχέ­σει μὲ τὸν ι­ε΄ Κα­νό­να: «οἱ τοι­οῦ­τοι ... τῇ κα­νο­νι­κῇ ἐ­πι­τι­μή­σει οὐχ ὑ­πο­κεί­σον­ται».
β) Γί­νε­ται ἀ­πο­δε­κτὸ ὅ­τι ἡ Ἀ­πο­τεί­χι­ση πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται πρὸ συ­νο­δι­κῆς δι­α­γνώ­σε­ως: «πρὸ συ­νο­δι­κῆς δι­α­γνώ­σε­ως ἑ­αυ­τοὺς τῆς πρὸς τὸν κα­λού­με­νον ἐ­πί­σκο­πον κοι­νω­νί­ας ἀ­πο­τει­χί­ζον­τες», ἐ­φό­σον ἡ κη­ρυτ­το­μέ­νη αἵ­ρε­ση εἶ­ναι «πα­ρὰ ἁ­γί­ων Συ­νό­δων ἢ Πα­τέ­ρων κα­τε­γνω­σμέ­νη».
γ) Δηλώνεται σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως, ὅτι οἱ ἀποτειχιζόμενοι ἀξί­ζουν τι­μῆς ἀ­πὸ τοὺς ὀρ­θο­δο­ξοῦν­τες: «ἀλ­λὰ καὶ τῆς πρε­πού­σης τι­μῆς τοῖς ὀρ­θο­δό­ξοις ἀ­ξι­ω­θή­σον­ται».
Και πε­ραι­τέ­ρω, αἰ­τι­ο­λο­γών­τας τὸ νό­μι­μον, εὔ­λο­γον κι ἐν­δε­δειγ­μέ­νο τῆς Ἀπο­τει­χί­σε­ώς τους, ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι:
δ) Κα­τέ­γνω­σαν ὅ­τι πρό­κει­ται πε­ρὶ ψευ­δε­πι­σκό­πων καὶ ψευ­το­δι­δα­σκά­λων: «Οἱ γὰρ ἐ­πι­σκό­πων, ἀλ­λὰ ψευ­δε­πι­σκό­πων καὶ ψευ­δο­δι­δα­σκά­λων κα­τέ­γνω­σαν», συ­στοι­χού­με­νος ἔτ­σι ὁ Κα­νό­νας εὐ­θέ­ως με­τὰ τῆς ἐν­το­λῆς τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ ἐκ­φρά­ζον­τας τὸ ἅ­γι­ον θέ­λη­μά Του πε­ρὶ ἀ­πο­μα­κρύν­σε­ως ἀ­πὸ ψευ­δο­προ­φη­τῶν καὶ ψευ­δο­δι­δα­σκά­λων.
ε) Δὲν σχί­ζουν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λ' ἀν­τι­θέ­τως μὲ τὴν πρά­ξη τῆς Ἀ­πο­τει­χί­σε­ώς τους προ­στα­τεύ­ουν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­πο­μα­κρύ­νον­τας τὰ σχί­σμα­τα καὶ τὸν κα­τα­κερ­μα­τι­σμό της: «καὶ οὐ σχί­σμα­τι τὴν ἕ­νω­σιν τῆς ἐκ­κλη­σί­ας κα­τέ­τε­μον, ἀλ­λὰ σχι­σμά­των καὶ με­ρι­σμῶν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν ἐ­σπού­δα­σαν ῥύ­σα­σθαι».
     Ὡς ἐκ τού­του ὁ ι­ε΄ ἱ­ε­ρὸς Κα­νό­νας τῆς ΑΒ Συ­νό­δου ὡς πρὸς τὴν παύ­ση μνη­μο­νεύ­σε­ως καὶ τὴν Ἀ­πο­τεί­χι­ση μή­τε δυ­νη­τι­κὸς μη­δὲ ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὸς εἶ­ναι, δι­ό­τι δὲν θε­σμο­θε­τή­θη­κε γι' αὐ­τὸν τὸν λό­γο, δη­λα­δὴ γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βά­λει τὴν Ἀ­πο­τεί­χι­ση. Ὡ­στό­σο ἐμ­μέ­σως πλὴν σα­φῶς —προ­βάλ­λον­τας τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πὸ τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ ἐ­πί­σκο­πο, τι­μών­τας τὸν ἀ­πο­τει­χι­ζό­με­νο καὶ ἐ­ξυ­μνών­τας τὴν πρά­ξη τῆς Ἀ­πο­τει­χί­σε­ως— εἶ­ναι σα­φῶς καὶ ἀ­δι­αμ­φι­σβη­τή­τως καὶ ἀ­στα­σι­ά­στως προ­τρε­πτι­κὸς πρὸς τὴν Ἀ­πο­τεί­χι­ση, ἀ­να­γνω­ρί­ζων τὴν νο­μι­μό­τη­τά της καὶ δι­δά­σκων τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τά της.
    Ὁ ι­ε' Κα­νό­νας, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πε­ρι­λαμ­βά­νει κο­λα­σμὸ τοῦ μὴ ἀ­πο­τει­χι­ζο­μέ­νου ἀ­πὸ τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ ἐ­πί­σκο­πο γι­ὰ τρεῖς βα­σι­κοὺς λο­γους:
α) Δι­ό­τι δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νό του, δη­λα­δὴ νὰ ἐ­πι­βά­λει τὴν Ἀ­πο­τεί­χι­ση, γι' αὐ­τὸ καὶ ἀρ­κεῖ­ται πα­ρεμ­πι­πτόν­τως τοῦ ἀν­τι­κει­μέ­νου του (ἀ­πο­τρο­πὴ τῶν σχι­σμά­των) νὰ προ­τρέ­πει εἰς αὐ­τήν. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι δὲν ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ προ­γε­νε­στέ­ρους ἱ­ε­ροὺς Κα­νό­νες γι­ὰ τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πὸ τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ ἐ­πί­σκο­πο ―δι­ό­τι αὐ­τοὶ θε­ω­ροῦν­ται δε­δο­μέ­νοι καὶ γνω­στοί― ἀλ­λὰ ἐ­πι­λέ­γει νὰ ἐγ­κω­μι­ά­σει τὴν Ἀ­πο­τεί­χι­ση ἀ­πὸ τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ ἐ­πί­σκο­πο, ἀν­τι­δι­α­στέλ­λον­τάς την μά­λι­στα μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση ὡς πρὸς τὴν κα­τα­δι­κα­στέ­α καὶ κο­λά­σι­μη αὐ­θαί­ρε­τη ἀ­πο­μά­κρυν­ση (σχί­σμα) ἀ­πὸ τὸν ἐ­πί­σκο­πο γι­ὰ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἄλ­λον, ἐ­κτὸς τῆς Πί­στε­ως, λό­γο.
β) Δι­ό­τι πε­ρὶ τῆς Ἀ­πο­τει­χί­σε­ως ἐ­πι­λαμ­βά­νον­ται ἄλ­λοι ἱ­ε­ροὶ Κα­νό­νες ἀ­μέ­σως ἢ ἐμ­μέ­σως, καὶ ὡς ἐκ τού­του δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν δύ­ο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ροι Κα­νό­νες νὰ κο­λά­ζουν τὸ ἴ­δι­ο ἔγ­κλη­μα, ἐν προ­κει­μέ­νῳ τὴν κοι­νω­νί­α με­τὰ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν.
γ) Καί, τὸ κυ­ρι­ώ­τε­ρον: Ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πὸ ψευ­δο­προ­φῆ­τες, ψευ­δο­δι­α­σκά­λους (αἱ­ρε­τι­κοὺς κι αἱ­ρε­τί­ζον­τες) εἶ­ναι τὸ ἅ­γι­ον θέ­λη­μα καὶ ρη­τὴ ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­πὶ τῶν ὁ­ποί­ων οὐ­δεὶς «ἐ­φαρ­μο­στι­κός» Κα­νό­νας χρει­ά­ζε­ται, ἀλ­λὰ ἡ πα­ρά­βα­σή τους αὐ­τό­χρη­μα ἐ­πι­σύ­ρει τὴν με­γα­λυ­τέ­ρα καὶ τρο­με­ρω­τέ­ρα ποι­νή, τὴν «μη­τέ­ρα» τῶν κο­λα­σμῶν, δη­λα­δή: τὴν ἀ­πώ­λει­α τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ πα­ρα­βά­τη εἰς τὴν ἐ­που­ρά­νι­ο Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἄλ­λω­στε Νο­μο­θέ­της καὶ Κρι­τὴς εἶ­ναι ὁ Ἴ­δι­ος.
    Κα­τα­λα­βαί­νουν ἆ­ρα­γε οἱ ζη­τοῦν­τες ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὸ «ἐ­φαρ­μο­στι­κό» ἱ­ε­ρὸ Κα­νό­να ἐ­π' αὐ­τοῦ, γι­ὰ νὰ προ­βοῦν εἰς τὴν Ἀ­πο­τεί­χι­ση ἀ­πὸ τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ ἐ­πί­σκο­πο, τὴν βλα­σφη­μί­α ποὺ με­τέρ­χον­ται κα­τὰ τοῦ Κυ­ρί­ου; Καὶ ἀ­να­λο­γί­ζον­ται τί θὰ ἀ­πο­λο­γη­θοῦν γι­ὰ τὴν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἁ­γί­ου θε­λή­μα­τος καὶ τῆς ἐν­το­λῆς τοῦ Χρι­στοῦ στά­ση τους πρὸ τοῦ φο­βε­ροῦ βή­μα­τός Του; Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­ταν ἐ­πη­ρε­ά­ζουν ―ὡς ἐ­πί­σκο­ποι καὶ ἱ­ε­ρεῖς, γέ­ρον­τες καὶ πνευ­μα­τι­κοί, ἀ­κό­μη ὡς πα­νε­πι­στη­μι­α­κοὶ καὶ μὴ δι­δά­σκα­λοι-θε­ο­λό­γοι― τὸ λο­γι­κὸ ποί­μνι­ο ποὺ τοὺς ἐμ­πι­στεύ­θη­κε ὁ Κύ­ρι­ος καὶ τὸ συμ­πα­ρα­σύ­ρουν μα­ζί τους εἰς τὴν ἀ­πώ­λει­α!­.­..

   Στοὺς και­ροὺς τῆς γε­νι­κευ­μέ­νης ἀ­πο­στα­σί­ας παν­τοῦ καὶ σὲ ὅ­λα τὰ ἐ­πί­πε­δα τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς δι­α­κο­νί­ας, ὅ­πως καὶ σὲ ὅ­λα τὰ στρώ­μα­τα τῶν λα­ϊ­κῶν, καλ­λι­ερ­γεῖ­ται τὸ τρα­γι­κὸ φαι­νό­με­νο νὰ προ­σαρ­μό­ζου­με καὶ νὰ προ­σο­μοι­ώ­νου­με τὴν Ὀρ­θό­δο­ξο Πί­στι μας εἰς τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά μας. Ἐν προ­κει­μέ­νῳ στὴν δει­λί­α μας, ἀ­πό­το­κη τῆς ὀ­λι­γο­πι­στί­ας/ἀ­πι­στί­ας μας, καὶ στὴν ἀ­βελ­τη­ρί­α μας ἔ­ναν­τι τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ καὶ Πλά­στου μας, τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.
     Τὸ κα­κὸ ξε­κί­νη­σε μὲ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ καὶ τὴν «ἀ­θώ­ω­ση» τῶν πα­θῶν μας, δι­α­βρώ­νον­τας τὴν ἠ­θι­κή μας, ἀλ­λὰ γρή­γο­ρα δι­ά­βρω­σε καὶ τὴν Πί­στη μας, τὴν θε­ο­λο­γί­α μας καὶ τὴν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α μας, γι­ὰ νὰ κα­τα­λή­ξου­με στὴν αὐ­το­θε­ο­ποί­η­σή μας. Δι­ό­τι ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα ἡ ἁ­μαρ­τί­α ὁ­δη­γεῖ στὴν αἵ­ρε­ση καὶ ἡ αἵ­ρε­ση στὴν ἁ­μαρ­τί­α.
     Τὸ βέ­βαι­ον εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ ἐ­κλαμ­βά­νου­με ὡς Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἡ «ἐκ­κλη­σί­α» τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας μας, ἡ «ἐκ­κλη­σί­α» τῆς Δε­σπο­το­κρα­τί­ας, ἀ­π’ ὅ­που ἐκ­δι­ώ­χθη­κε ὁ Χρι­στὸς καὶ ἀ­νο­μολο­γή­τως λα­τρεύ­ε­ται ὁ Ἀν­τί­χρι­στος, κρυμ­μέ­νος μέ­σα στὶς κα­κο­δο­ξί­ες μας, στὶς αἱ­ρέ­σεις μας καὶ στὰ πά­θη μας.­..
Δροσερὸ Τρικάλων, 17 Νοεμ. 2016

Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο


Βι­βλι­ο­γρα­φί­α: (1) Θε­ο­δω­ρό­που­λος, Τὰ δύ­ο ἄ­κρα.­.­.· (2) Τρι­κα­μη­νᾶς, Ἡ δι­α­χρο­νι­κὴ συμ­φω­νί­α.­.­.· (3) Ράλ­λης-Πο­τλῆς, Σύν­ταγ­μα.­.­.· (4) Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, Καινὴ Διαθήκη· (5) Νικόδημος Ἁγιορείτης, Πηδάλιον...






[1] Κα­νὼν α’: Γνώ­μῃ τοῦ Ἐ­πι­σκό­που οἰ­κο­δο­μεί­σθω μο­να­στή­ρι­ον. Κα­νὼν β’: Πε­ρί τοῦ ὅ­τι α­παι­τεί­ται ὁ ἀ­να­δε­ξό­με­νος τὸν μο­να­χόν. Κα­νὼν γ’: Πε­ρί τοῦ ἀ­με­λοῦν­τος τῶν ὑ­πὸ χεί­ρα μο­να­χῶν. Κα­νὼν δ’: Πε­ρί των κα­τα­λει­πόν­των τὰς οἰ­κεί­ας μο­νὰς, καὶ μὴ ἐ­πα­νελ­θόν­των. Κα­νὼν ε’: Πε­ρί τοῦ τῆς πεί­ρας χρό­νου τῶν μο­να­σόν­των. Κα­νὼν ς’: Πε­ρί τοῦ μὴ ἴ­δι­όν τι ἔ­χειν τοὺς μο­να­χούς. Κα­νὼν ζ’: Πε­ρί τοῦ μὴ οἰ­κο­δο­μεῖν μο­νήν τὸν ἐ­πί­σκο­πον ἐ­πί κα­τα­λύ­σει τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς. Κα­νὼν η’: Πε­ρί τῶν μὴ δι­ὰ νό­ση­μα εὐ­νου­χι­ζόν­των. Κα­νὼν θ’: Πε­ρὶ τῶν τυ­πτόν­των ἀ­μέ­σως ἤ ἐμ­μέ­σως ἱ­ε­ρέ­ων. Κα­νὼν ι’: Πε­ρί τῶν τοῖς ἱ­ε­ροῖς εἰς οἰ­κεί­αν χρω­μέ­νων ὑ­πη­ρε­σί­αν. Κα­νὼν ι­α’: Πε­ρὶ κλη­ρι­κῶν ἀ­ξι­ώ­μα­τα κο­σμι­κὰ ἀ­να­δε­χο­μέ­νων. Κα­νὼν ι­β’: Πε­ρὶ τῶν αὐ­τῶν ἐν εὐ­κτη­ρί­οις λει­τουρ­γούν­των χω­ρίς γνώ­μης τῶν Ἐ­πι­σκό­πων. Κα­νὼν ι­γ’: Πε­ρί σχί­σμα­τος κλη­ρι­κῶν ἀ­πὸ τῶν ἰ­δί­ων Ἐ­πι­σκό­πων. Κα­νὼν ι­δ’: Πε­ρὶ σχί­σμα­τος Ἐ­πι­σκό­πων ἀ­πὸ τῶν ἰ­δί­ων μη­τρο­πο­λι­τῶν. Κα­νὼν ι­ε’: Πε­ρὶ σχί­σμα­τος μη­τρο­πο­λι­τῶν ἀ­πὸ τῶν ἰ­δί­ων Πα­τρι­αρ­χῶν. Κα­νὼν ι­ς’: Πε­ρὶ τοῦ μὴ ἐ­κλέ­γειν ἐ­πί­σκο­πον ζών­τος τοῦ πρώ­του. Κα­νὼν ι­ζ’: Πε­ρὶ τοῦ μὴ ἀ­θρό­ον λα­ϊ­κόν τι­να, ἢ μο­να­χὸν ἐ­πι­σκο­πεῖν.
[2] «Εἴ τις ἐ­πί­σκο­πος, ἐγ­κλή­μα­τος πρό­φα­σιν ποι­ού­με­νος κα­τὰ τοῦ οἰ­κεί­ου μη­τρο­πο­λί­του, πρὸ συ­νο­δι­κῆς δι­α­γνώ­σε­ως ἀ­πο­στή­σει ἐ­αυ­τὸν τῆς πρὸς αὐ­τὸν κοι­νω­νί­ας καὶ μὴ ἀ­να­φέ­ρει τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ, κα­τὰ τὸ εἰ­θι­σμέ­νον, ἐν τῇ θεί­ᾳ μυ­στα­γω­γί­ᾳ, τοῦ­τον ὥ­ρι­σεν ἡ ἁ­γί­α σύ­νο­δος κα­θῃ­ρη­μέ­νον εἶ­ναι· εἰ μό­νον ἀ­πο­στὰς τοῦ οἰ­κεί­ου μη­τρο­πο­λί­του σχί­σμα ποι­ή­σοι. Δεῖ γὰρ ἔ­κα­στον τὰ οἰ­κεῖ­α μέ­τρα γι­νώ­σκειν καὶ μή­τε τὸν πρε­σβύ­τε­ρον κα­τα­φρο­νεῖν τοῦ οἰ­κεί­ου ἐ­πι­σκό­που, μή­τε τὸν ἐ­πί­σκο­πον τοῦ οἰ­κεί­ου Μη­τρο­πο­λί­του». (ιδ΄/ΑΒΣ)
[3] (ι­ε΄Κ/ΑΒΣ): «Τὰ ὁ­ρι­σθέν­τα πε­ρὶ Πρε­σβυ­τέ­ρων καὶ Ἐ­πι­σκό­πων καὶ Μη­τρο­πο­λι­τῶν, πολ­λῷ μᾶλ­λον καὶ ἐ­πὶ Πα­τρι­αρ­χῶν ἁρ­μό­ζει. Ὥ­στε, εἴ τις Πρε­σβύ­τε­ρος ἤ Ἐ­πί­σκο­πος ἢ Μη­τρο­πο­λί­της τολ­μή­σοι ἀ­πο­στῆ­ναι τῆς πρὸς τὸν οἰ­κεῖ­ον Πα­τρι­άρ­χην κοι­νω­νί­ας, καὶ μὴ ἀ­να­φέ­ροι τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ, κα­τὰ τὸ ὡ­ρι­σμέ­νον καὶ τε­ταγ­μέ­νον, ἐν τῇ θεί­ᾳ Μυ­στα­γω­γί­ᾳ, ἀλ­λὰ πρὸ ἐμ­φα­νεί­ας συ­νο­δι­κῆς καὶ τε­λεί­ας αὐ­τοῦ κα­τα­κρί­σε­ως, σχί­σμα ποι­ή­σοι, τοῦ­τον ὥ­ρι­σεν ἡ ἁ­γί­α Σύ­νο­δος πά­σης ἱ­ε­ρα­τεί­ας παν­τε­λῶς ἀλ­λό­τρι­ον εἶ­ναι, εἰ μό­νον ἐ­λεγ­χθεί­η τοῦ­το πα­ρα­νο­μή­σας. Καὶ ταῦ­τα μὲν ἐ­σφρά­γι­σταί τε καὶ ὥ­ρι­σται πε­ρὶ τῶν προ­φά­σει τι­νῶν ἐγ­κλη­μά­των τῶν οἰ­κεί­ων ἀ­φι­στα­μέ­νων προ­έ­δρων, καὶ σχί­σμα ποι­ούν­των, καὶ τὴν ἕ­νω­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δι­α­σπών­των. Οἱ γὰρ δι' αἱ­ρε­σίν τι­να πα­ρὰ τῶν ἁ­γί­ων Συ­νό­δων, ἢ Πα­τέ­ρων, κα­τε­γνω­σμέ­νην, τῆς πρὸς τὸν πρό­ε­δρον κοι­νω­νί­ας ἑ­αυ­τοὺς δι­α­στέλ­λον­τες, ἐ­κεί­νου δη­λο­νό­τι τὴν αἵ­ρε­σιν δη­μο­σί­ᾳ κη­ρύτ­τον­τος, καὶ γυ­μνῇ τῇ κε­φα­λῇ ἐ­π' Ἐκ­κλη­σί­ας δι­δά­σκον­τος, οἱ τοι­οῦ­τοι οὐ μό­νον τῇ κα­νο­νι­κῇ ἐ­πι­τι­μή­σει οὐχ ὑ­πό­κειν­ται, πρὸ συ­νο­δι­κῆς δι­α­γνώ­σε­ως ἑ­αυ­τοὺς τῆς πρὸς τὸν κα­λού­με­νον Ἐ­πί­σκο­πον κοι­νω­νί­ας ἀ­πο­τει­χί­ζον­τες, ἀλ­λὰ καὶ τῆς πρε­πού­σης τι­μῆς τοῖς ὀρ­θο­δό­ξοις ἀ­ξι­ω­θή­σον­ται. Οἱ γὰρ Ἐ­πι­σκό­πων, ἀλ­λὰ ψευ­δε­πι­σκό­πων καὶ ψευ­δο­δι­δα­σκά­λων κα­τέ­γνω­σαν, καὶ οὐ σχί­σμα­τι τὴν ἕ­νω­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­τέ­τε­μον, ἀλ­λὰ σχι­σμά­των καὶ με­ρι­σμῶν τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν ἐ­σπού­δα­σαν ῥύ­σα­σθαι». (Βλ. Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, «Πη­δά­λι­ον», σ. 358). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.