Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Επιστολη Αγιορείτη μοναχού περι Διακοπής μνημοσύνου,Αποτειχισεως




ΕΠΙΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟΥ

ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ

ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ



στάλη πρὸ μηνῶν, σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς διαχειριστὲς τοῦ ἱστολογίου Ρaterikiparadosi, μιὰ πολυσέλιδη ἐπιστολή, ἀπὸ φίλο καὶ ἔγκριτο Ἁγιορείτη μοναχό, γνωστὸ ἀπὸ δημοσιεύσεις σὲ θεολογικὸ περιοδικό.
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Ἁγιορείτη μοναχοῦ ἦταν ἀπάντηση σὲ παράκλησή μας, γιὰ μιὰ κριτικὴ τοῦ βιβλίου τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, «Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν».
Ἐπειδὴ τὸ θέμα τῆς στάσεώς μας ἀπέναντι στοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς ἔχει σχέση μὲ τὴν σωτηρία μας, καὶ οἱ θέσεις τοῦ Ἁγιορείτη μοναχοῦ ἦσαν τουλάχιστον ἀμφιλεγόμενες, θεωρήσαμε ὅτι ἔπρεπε νὰ γνωστοποιήσουμε τὴν ἐπιστολὴ στὸν συγγραφέα τοῦ βιβλίου, π. Εὐθύμιο, ὁ ὁποῖος συνέγραψε μιὰ ἐμπεριστατωμένη καὶ πολυσέλιδη ἀπάντηση.
Δημοσιεύουμε ἐδῶ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγιορείτη μοναχοῦ, (ἀνωνύμως, ἀφοῦ δὲν μᾶς γνωστοποίησε ἀκόμα ἂν ἐπιθυμεῖ νὰ κοινοποιήσουμε τὸ ὄνομά του) καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ δημοσιεύσουμε καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθυμίου.





    Ἀγαπητέ μου ....
              Χαῖρε ἐν Κυρίῳ!
Ἔλαβα τό γράμμα σου καί τό βιβλίον πού μοῦ ἔστειλες καί σέ εὐχαριστῶ θερμῶς.
Ζητεῖς νά κάνῃ «κάποιος Ἁγιορείτης πού κατέχει πολύ καλά τήν Πατερική σοφία» δημόσια κριτική τοῦ βιβλίου· καί ἴσως νά συμπεριλαμβάνῃς καί ἐμένα.  Δέν γνωρίζω ἐάν (ἐκτός ἀπό τόν π. ...) τό ἔστειλες καί σέ ἄλλους Ἁγιορεῖτες πού ἐμπιστεύεσαι. Πάντως σέ διαβεβαιώνω ὅτι ἐγώ οὔτε κατέχω καλῶς τήν Πατερική σοφίαν, οὔτε (τό κυριώτερον) κέκτημαι τόν ἄνωθεν φωτισμόν, πού εἶναι ἀπαραίτητος προϋπόθεσις διά τήν ἀπλανῆ τοποθέτησιν ἐπί τοιούτων λεπτῶν θεμάτων. Οὔτε καί τήν ἄνεσιν τοῦ χρόνου ἔχω, ὥστε νά ἀνασκευάσω τό πλῆθος τῶν συγχύσεων καί παραποιήσεων (ἀσυνειδήτων θέλω νά πιστεύω), ἀλλά καί τῶν λογικῶν «ἁλμάτων» καί αὐθαιρέτων ἑρμηνειῶν, πού ἀπό τά αὐτονόητα συμπεραίνουν τά ἀδιανόητα. Πρός τοῦτο θά ἀπαιτεῖτο βιβλίον διπλασίων καί τριπλασίων σελίδων. Οὔτε, τέλος,  θεωρῶ σκόπιμον –τουλάχιστον πρός τό παρόν –μίαν δημοσίαν διαπόμπευσιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω, διότι, ἀφ’ ἑνός μέν δέν ἀξίζει τόν κόπον, ἐφ’ ὅσον ἐλάχιστοι –κατά τάς πληροφορίας μου– ἐπηρεάζονται πλέον ἀπό τόν π. Εὐθύμιον (στό ἑξῆς π. Ε.), τῶν περισσοτέρων σκανδαλισθέντων καί ἀπομακρυνθέντων λόγῳ τῆς συγχυτικῆς καί ἀντιφατικῆς στάσεώς του, ἀφ’ ἑτέρου δέ, διότι φοβοῦμαι ὅτι θίγοντάς τον δημοσίως, θά τόν σκληρύνω καί θά μειώσω τίς ἐλπίδες μας γιά μετάνοιάν του καί ἐπιστροφήν στήν Ἐκκλησίαν.
Ἐπειδή, ὅμως μερικά πράγματα εἶναι τόσον ἐμφανῆ –πού δέν χρειάζονται οὔτε ἰδιαίτερον θεῖον φωτισμόν, οὔτε ἀρίστην Πατερικήν κατάρτισιν, οὔτε κἄν ἐξαιρετικήν εὐφυΐαν, ἀλλά  κοινόν νοῦν– σοῦ ἐπισημαίνω ἐπιγραμματικά λίγα σημεῖα, ἐπειδή βλέπω ...ὅτι ἔχεις ἐπηρεασθῆ.
[Κατ’ ἀρχάς διά νά προλάβω κάθε παρεξήγησιν θέλω νά σέ διαβεβαιώσω ὅτι δέν ἔχω τίποτε τό προσωπικόν μέ τόν π. Ε. Ἀπεναντίας, ἀπό τήν ἐλαχίστην γνωριμίαν μου, ἀλλά κυρίως ἀπό σχόλια Πατέρων, πού τόν εἶχαν γνωρίσει κατά τήν περίοδον περί τό 1980, εἶχα τάς ἀρίστας τῶν ἐντυπώσεων.  Βέβαια ἡ εἰκόνα αὐτή εἶχεν ἀλλοιωθῆ ἀπό τήν ἀνάγνωσιν σχετικῶς προσφάτων κειμένων του καί ἀπό διηγήσεις πρώην συνεργατῶν του. Γι’ αὐτό καί ἐξεπλάγην εὐχαρίστως, ὅταν διάβασα τό ὀπισθόφυλλο τοῦ βιβλίου –ὅπως καί τά δύο πτερύγια (ἐμπροσθοφύλλου καί ὀπισθοφύλλου)–. Ἀλλά, δυστυχῶς, ἡ ἀνάγνωσις τοῦ βιβλίου μέ προσγείωσε καί πάλιν, διότι εἶδα ὅτι δέν μπόρεσε νά φανῇ συνεπής στίς ἀγαθές του προθέσεις].
1. Γενικῶς, ὅσον ἀφορᾷ τόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου, τά πράγματα εἶναι ξεκάθαρα. Ὁ σκοπός του –ὅπως καί τῶν δύο προηγουμένων– εἶναι ἐμφανέστατος: Ἡ στήριξις τοῦ κύρους καί τῆς ἐξουσίας τοῦ ἐπισκόπου, ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀποφυγή τῶν σχισμάτων (κυρίως  λόγῳ τῶν τότε ἀντιδράσεων ὑπό τῶν Στουδιτῶν). Διά νά μήν γίνῃ, ὅμως, κατάχρησις αὐτῆς τῆς ἐξουσίας ὑπό τινων ἐπισκόπων, πασχόντων περί τήν πίστιν, πρός ἐπιβολήν τῶν αἱρετικῶν των ἀπόψεων, ὁ Ἱ. Κανών στό τέλος  ἐξαιρεῖ  τῆς κανονικῆς  ἐπιτιμήσεως, πού ἐπιβάλλει στούς λοιπούς ἀποτειχιζομένους, ἐκείνους πού ἀποτειχίζονται ἀπό ἐπίσκοπον κηρύσσοντα κατεγνωσμένη αἵρεσιν δημοσίως, καί διδάσκοντα αὐτήν ἐπ’ Ἐκκλησίας «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Κατά συνέπειαν, ὁ μέν Κανών ἀσφαλῶς δέν εἶναι δυνητικός, ἀλλ’ ὑποχρεωτικός. Ἡ ἐξαίρεσίς του, ὅμως, εἶναι σαφέστατα δυνητική· ἐπιτρέπει (δέν ἐπιβάλλει) τήν ἀποτείχισιν, καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ ἐπισκόπου. Συγχρόνως ἐπαινεῖ τούς ἀποτειχιζομένους διά τήν ὀρθόδοξον εὐαισθησίαν τους, ἀλλά καί διά τήν συμβολήν τους (προκαλώντας μέ τήν στάσιν τους τήν συνοδικήν διευθέτησιν τοῦ προβλήματος), ὥστε νά ρυσθῇ  σχισμάτων καί μερισμῶν ἡ Ἐκκλησία, τά ὁποῖα θά προέκυπταν, ἐάν ἀφήνετο ἐλεύθερος ὁ ἐπίσκοπος νά ἐπεκτείνῃ καί νά ἑδραιώσῃ τήν αἵρεσίν του.
Ὁ ἔπαινος  αὐτός εἶναι μία ἀκόμη ἔνδειξις – πέραν τῆς σαφηνείας τῆς διατυπώσεως– τοῦ δυνητικοῦ (καί ὄχι τοῦ ὑποχρεωτικοῦ) χαρακτῆρος. «Καθ’ ὅσον, ὡς γνωστόν, δέν ἐπαινεῖται «ὁ ποιήσας πάντα τά διατεταγμένα», ἀλλ’ εἶναι «ἀχρεῖος δοῦλος», ἀλλά ὁ ποιήσας τό «ἐπί πλέον».  Καί αὐτό τό «ἐπί πλέον» ἐν προκειμένῳ δέν ἐξαντλεῖται στήν εὔκολη σχετικά μηχανική ἀποτείχισι, παρά τίς –δῆθεν ἤ ὄντως– κυρώσεις πού ἐνδέχεται νά ὑποστοῦμε, ἀλλά κυρίως στήν ἐπίτευξιν τῆς καθάρσεώς μας καί τοῦ ἐπακολουθοῦντος θείου φωτισμοῦ καί διακρίσεως, ὥστε νά διαγνώσωμεν ἀπλανῶς –τουλάχιστον οἱ πρωτοστατοῦντες– τό ἐάν, τό πότε, τό πῶς καί τό ἐπί πόσον πρέπει νά ἀποτειχισθοῦμε· διότι μόνον τότε ἡ ἀποτείχισίς μας θά συντελέσῃ ὄντως στό νά ρυσθῇ σχισμάτων ἡ Ἐκκλησία, καί ὄχι νά ἐμπλησθῇ τοιούτων πρός αἰωνίαν καταδίκην μας.
Ἡ ἔλλειψις αὐτοῦ τοῦ «ἐπί πλέον» εἶναι αὐτό πού μᾶς φοβίζει καί μᾶς φρενάρει –ἀλλά μᾶς κάνει νά αἰσθανώμεθα ἔνοχοι– καί ὄχι ὁ δῆθεν φόβος τῶν κυρώσεων, πού μᾶς κατηγορεῖ καί συκοφαντεῖ ὁ π. Ε. (Τοὐλάχιστον πολλούς Ἁγιορεῖτες, ἀλλά καί ἐν τῷ κόσμῳ πολλούς ἀγωνιζομένους Πατέρας καί ἀδελφούς). Διότι, ὅπως ἀπεδείχθη ἐν τῇ πράξει, ὅταν ἀπουσιάζῃ αὐτός ὁ φωτισμός, ἀκόμη καί ἀγαθή καί ἀνιδιοτελής νά εἶναι ἡ ἀρχική μας πρόθεσις, σχεδόν πάντοτε καταλήγομε στήν πλάνη. Καί ἀναμφίβολα εἶναι πλάνη –καί ἀκόμη μεγαλύτερη, ἄν οὔτε κἄν τό ὑποψιαζώμαστε– τό νά θεωροῦμε ὅλην τήν Ἐκκλησίαν αἱρετική καί μολυσμένην, «θολήν καί βρώμικη»(!) καί τά μυστήριά της «μάταια καί ἐπιβλαβῆ»!!! (Ὁ π. Ἐπιφάνιος αὐτό τό χαρακτήριζεν ἀπερίφραστα ὡς αἵρεσιν καί ὄχι ὡς ἁπλοῦν σχίσμα).
Τούς φόβους μας δέν τούς ἐνισχύει μόνον ἡ οἰκτρά κατάληξις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀλλά καί ἡ κατάληξις εὐλαβεστάτων Πατέρων, πού ἐνῷ μᾶς στήριξαν στήν ἀρχήν τῆς μοναχικῆς μας ζωῆς, τώρα διστάζομε νά τούς μνημονεύσωμε στήν Θείαν Λειτουργίαν, διότι ἐκοιμήθησαν ἐκτός Ἐκκλησίας! Ἀλλά καί, προσφάτως, ἡ κατάληξις τοῦ εὐλαβοῦς (κατά τίς πληροφορίες μας)  ἱερέως ............., ὡς καί ἐν προκειμένῳ τοῦ π. Ε. Πιστεύω ὅτι δέν θά μέ παρεξηγήσῃς, ἀλλ’ ἀντιθέτως θά ἐκτιμήσῃς τήν εὐθύτητά μου.  Σοῦ ἐξομολογοῦμαι ὅτι ἐνῷ ἐθαύμαζα τήν ὁμολογίαν σου ...τώρα συνειδητοποιῶ τόν κίνδυνον πού διατρέχεις, ἐφ’ ὅσον φαίνεται ὅτι δέν ἀντιλαμβάνεσαι τήν πλάνην τοῦ π. Ε. Ἄν δέν μπορῇς νά καταλάβῃς τήν ἀγάπην μου καί τήν εἰλικρίνειάν μου, τοὐλάχιστον συγχώρεσέ με γιά τό θράσος μου.
Τελειώνοντας ἐπ’ αὐτοῦ, νομίζω ὅτι αὐτό τό «ἐπί πλέον» δέν ἐπιτυγχάνεται μόνον μέ τούς ὁμολογιακούς ἀγῶνες καί τίς ἐν γένει ἐξωστρέφειες, ἀλλά πρωτίστως μέ τήν μετάνοια, τήν προσευχή καί τήν ταπείνωσιν (τά ὁποῖα ἐνῷ στό ὀπισθόφυλλό του ὡραιότατα συνιστᾷ ὁ π. Ε. μέσα στό βιβλίο του φαίνεται νά τά εἰρωνεύεται!). Αὐτήν τήν ἔννοιαν ἔχει καί ἡ γνωστή χαρακτηριστική φράσις τοῦ Ἀββᾶ Βαρσανουφίου, τήν ὁποίαν πολλοί παρεξηγοῦν. Στήν συνέχεια, φυσικά θά ἀκολουθήσουν καί οἱ ὁμολογιακοί ἀγῶνες, ὅταν καί ὅπως ὁ Θεός πληροφορήσῃ.

2. Προσπαθώντας ὁ π. Ε. νά στηρίξῃ τό ὑποχρεωτικόν τοῦ Ἱ. Κανόνος (διά τήν ἀκρίβειαν: τό ὑποχρεωτικόν τῆς ἐξαιρέσεώς του), στήν διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατέρων καί ἄλλων κανόνων, παραθέτει πλῆθος χωρίων, τά ὁποῖα ὅμως ἀναφέρονται σέ διάφορες περιπτώσεις ὅσον ἀφορᾷ:
Ι. Τήν κατηγορίαν τῶν αἱρετικῶν, διά τούς ὁποίους συνιστᾶται ἡ μή κοινωνία.
ΙΙ. Τό εἶδος τῆς ἀκοινωνησίας, καί
ΙΙΙ. Τόν σκοπόν τῆς ἀκοινωνησίας. Ἀναλυτικώτερα:
«Ι. Μεγάλη σύγχυσις καί ἐσφαλμένα συμπεράσματα δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν διακρίσεως μεταξὺ τῶν διαφορετικῶν κατηγοριῶν, τῶν σημαινομένων διὰ τῆς λέξεως “αἱρετικός”. Ὁ π. Εὐθύμιος φαίνεται ὅτι ἐξισώνει ὅλες τὶς κατηγορίες. Ὅμως οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ γενικότερα ἡ ποιμαντικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων σαφῶς διακρίνουν. Συγκεκριμένα:
α΄. Συνηθέστερα ἡ ἀναφορά γίνεται στά μέλη τῶν ἄλλων «Ἐκκλησιῶν». [Ἀλλά  καί μεταξύ αὐτῶν, διαφορετικά ἀντιμετωπίζονται οἱ αἱρεσιάρχαι καί γενικώτερα οἱ ἡγέται καί οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς αἱρετικῆς παραφυάδος καί διαφορετικά οἱ ἁπλοῖ πιστοί, ἰδίως, ὅταν μάλιστα διακατέχονται ἀπό τήν «καλήν ἀνησυχίαν» καί τήν τάσιν διά τήν Ὀρθοδοξίαν].
β΄. Ἄλλη κατηγορία εἶναι οἱ ἐκ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού οὐσιαστικά αὐτοαπεκόπησαν καί προσεχώρησαν σέ αἱρετικήν «Ἐκκλησίαν», εἴτε ἐν τῇ πράξει διά πλήρους ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (καί ὄχι ἁπλῶς διά μιᾶς περιστασιακῆς συμπροσευχῆς φυσικά καί αὐτῆς ἐνόχου), εἴτε θεωρητικῶς δι’ ὑπογραφῆς σχετικοῦ ἑνωτικοῦ κειμένου. Ἀπ’ αὐτούς –ἐφ΄ ὅσον δέν ἐπιστρέψουν διά μετανοίας– ἐπιβάλλεται ἡ ἀποτείχισις καί ἡ διακοπή κοινωνίας, καθ’ ὅσον ἀφωμοιώθησαν μέ τήν α΄ κατηγορίαν.
γ΄. Ἄλλη κατηγορία εἶναι οἱ συνοδικῶς καταδικασθέντες ὡς κηρύσσοντες γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» αἵρεσιν.  Καί ἀπ’ αὐτούς ἐπιβάλλεται ἡ ἀποτείχισις, ἐφ΄ ὅσον καί αὐτοί ἀπεκόπησαν τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως καί ἀνήκουν πλέον στήν α’ κατηγορίαν.
δ΄.  Ἄλλη κατηγορία εἶναι αὐτή στήν ὁποίαν ἀναφέρεται ἡ ἐξαίρεσις τοῦ παρόντος κανόνος: οἱ κηρύσσοντες «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κατεγνωσμένην αἵρεσιν, ἀλλά μή εἰσέτι καταδικασθέντες. Ἀπ’ αὐτούς ἐπιτρέπεται ὑπό ὅρους (βλ. ἀνωτ. 1.) (δέν ἐπιβάλλεται) ἡ ἀποτείχισις.
ε΄. Ἄλλη κατηγορία εἶναι οἱ χρησιμοποιοῦντες διγλωσσίαν (εἴτε ἐκ συγχύσεως, εἴτε ἐξ ὑποκρισίας, εἴτε ἐκ δειλίας, εἴτε ἐκ γνησίας μεταμελείας· Κύριος οἶδεν). Πιστεύω ὅτι, ἐάν δέν προηγηθῇ διά σχετικῆς ἐρωτήσεώς μας σαφής ἐπιβεβαίωσις καί διακήρυξις («γυμνῇ τῇ κεφαλῇ») τοῦ αἱρετικοῦ φρονήματός των, δέν δικαιούμεθα νά ἐπικαλεσθοῦμε τήν ἐξαίρεσιν τοῦ κανόνος (πρός δυνητικήν ἀποτείχισίν μας).
στ΄. Ἄλλη κατηγορία εἶναι τῶν πιπτόντων σέ κανονικά παραπτώματα (συμπροσευχές κλπ.) Αὐτοί –πού πιθανόν νά μήν εἶναι αἱρετικοί κατά τό φρόνημα, ἀλλ’ Ὀρθόδοξοι–  ὀφείλουν μέν νά καθαιρεθοῦν, ἀλλά πρό τῆς καθαιρέσεώς των δέν δυνάμεθα νά ἐπικαλεσθοῦμε τήν ἐξαίρεσιν τοῦ κανόνος.
ζ΄. Ἄλλη κατηγορία εἶναι τῶν ἐχόντων ἐσωτερικῶς σαφῶς αἱρετικόν φρόνημα, ἀλλ’ ἐξωτερικῶς ὀρθοδοξολογούντων. Οὔτε δι’ αὐτούς ἰσχύει ἡ ἐξαίρεσις.
η΄. Ἡ σύγχυσις ἐπιτείνεται, ἔτι διά τῆς ὑπό τοῦ π. Ε. συμπεριλήψεως καί τῶν μή ἐχόντων ὀρθόν βίον. Σέ βαθμόν, μάλιστα, πού νά δημιουργῆται ἡ ἐντύπωσις ὅτι ὑπάρχει ἀντίφασις μεταξύ τῶν διαφόρων Ἱ. Κανόνων, μεταξύ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά καί μεταξύ τῶν χωρίων ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Πατρός (Ἁγ. Ἰ. Χρυσοστόμου)! Ἐπιγραμματικῶς θά πρέπῃ νά παρατηρηθῇ ὅτι:
Λόγῳ τῶν καταχρήσεων πού ἐγίνοντο στήν ἑρμηνεία τῆς φράσεως «καί δικαιοσύνῃ» τοῦ ΛΑ΄ Ἀποστολικοῦ πρός δημιουργίαν σχισμάτων, ὁ ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ περιορίζει τήν ἐξαίρεσιν μόνον στά σφάλματα πίστεως.
Οἱ φαινομενικές ἀντιφάσεις δημιουργοῦνται καί ἀπό τό διαφορετικόν εἶδος καί τόν διαφορετικόν λόγον–σκοπόν τῆς συνιστωμένης ἀκοινωνησίας (περί ὧν βλ. κατωτέρω: ΙΙ καί ΙΙΙ).
Τέλος, εἰδικῶς μέ τήν “ἀντίφασιν” τοῦ Ἁγ. Ἰ. Χρυσοστόμου, πού δίδει λαβήν νά ἑρμηνευθῆ ὡς ἰδιοτέλεια τοῦ Ἁγίου(!), ὤφειλε ὁ π. Ε. νά μήν ἀποσιωπήσῃ ὅτι ἀρχικῶς ὁ πατήρ εἶχε δώσει ἐντολήν νά κοινωνήσουν μέ τόν μοιχεπιβάτην διάδοχόν του –ἐφ’ ὅσον δὲν ἐπρόκειτο γιά θέμα πίστεως (συμφώνως ἄλλωστε μέ τήν ἀμέσως προηγουμένως ἐκτεθεῖσαν ὑπὸ τοῦ π. Ε.  διδασκαλίαν του)–· συνέστησε μόνον νά μήν ὑπογράψουν τήν ἄδικον καί συκοφαντικήν καί κυρίως ἀντικανονικήν καταδίκην του. Ὅμως μεταγενεστέρως, βλέποντας τήν τυρρανικήν καί μή ἔχουσαν κἄν προσωπεῖον ἐκκλησιαστικόν συμπεριφορά τῶν διωκτῶν του πρός τούς ἀφοσιωμένους εἰς αὐτόν, ἐμακάρισε τούς μή κοινωνήσαντας καί τούς παρηγόρησε διά τά μαρτυρικά παθήματά τους.
ΙΙ. Τό εἶδος τῆς συνιστωμένης ἀκοινωνησίας ἀναφέρεται:
α΄.  Στήν ἁπλῆν συναναστροφήν.
β΄. Ἄλλοτε σέ συγκεκριμένην ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν (συνήθως συμπροσευχήν). Καί
γ΄. Ἄλλοτε στήν πλήρη ἐκκλησιαστικήν καί μυστηριακήν κοινωνίαν.
          ΙΙΙ. Ὁ σκοπός τῆς συνιστωμένης ἀκοινωνησίας εἶναι:
α΄. Ἄλλοτε, ἡ προφύλαξις τῶν ἁπλοϊκῶν πιστῶν ἀπό τήν πλάνην.
β΄. Ἄλλοτε ἡ παρεμπόδισις τοῦ «ἱεραποστολικοῦ» ἔργου τῶν αἱρετικῶν.
γ. Ἄλλοτε ἡ μή ἐκμετάλλευσις τοῦ κύρους τῶν κοινωνούντων (ὅταν αὐτοί ἔχουν κάποιο κῦρος μεταξύ τῶν πιστῶν).
δ΄. Ἄλλοτε, ἡ μή προσβολή τοῦ θεσμικοῦ ὀργάνου πού ἐπέβαλε τήν ἀκοινωνησίαν.
ε΄. Ἄλλοτε, ἡ πίεσις πρός τόν ἐκτρεπόμενον διά διόρθωσίν του.
στ΄. Ἄλλοτε ἡ πίεσις πρός τό ἁρμόδιον θεσμικόν ὄργανον, ὥστε νά ἐπιληφθῇ τοῦ θέματος. Καί
ζ΄. Ἄλλοτε, (προκειμένου γιά πλήρη ἐκκλησιαστική καί μυστηριακή κοινωνία μέ ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς), τό νά ἀποτραπῇ ἡ αὐτοαποκοπή τοῦ κοινωνοῦντος ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί ἡ ἐνσωμάτωσίς του στήν αἵρεσιν.
          Ἐάν στόν ὁποιοδήποτε σχετικό κανόνα ἤ Ἁγιογραφικό ἤ Πατερικό χωρίο δώσωμε αὐθαίρετον ἑρμηνείαν, ὅσον ἀφορᾷ τά ἀνωτέρω Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, καί ὄχι σύμφωνον μέ τό ἀληθές πνεῦμα τοῦ χωρίου, ἀλλά καί τῆς διαχρονικῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, τότε εἶναι πολύ εὔκολον –ἀλλά καί πολύ ἐπικίνδυνον– νά καταλήξωμε σέ ὅποιο συμπέρασμα ἐπιθυμοῦμε. Αὐτό πράττει διαρκῶς ὁ π. Ε. δι’ αὐθαιρέτων ἑρμηνειῶν καί σοφιστικῶν προεκτάσεων.
          3. Τελείως ἀνεπιτυχής εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ π. Ε. νά εὕρῃ στηρίγματα στήν Ἐκκλησιαστικήν μας Ἱστορίαν.
Γενικῶς: α΄. Χρησιμοποιεῖ παραδείγματα ἀποτειχισθέντων ἀπὸ κηρύσσοντος “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ” αἵρεσιν (πρᾶγμα συμβατόν μὲ τὸ δυνητικόν τῆς ἐξαιρέσεως τοῦ Κανόνος), ἀλλ’ οὐδέποτε καταδεικνύει ὅτι πάντες ἀπετειχίσθησαν ἤ ἔστω ὅτι ἐτιμωρήθησαν οἱ μὴ ἀποτειχισθέντες (ὅπως θὰ ἀπαιτεῖτο πρὸς στήριξιν τοῦ ὑποχρεωτικοῦ τῆς ἐξαιρέσεως)· οὔτε μίαν περίπτωσιν στήν δισχιλιετῆ Ἐκκλησιαστικήν Ἱστορίαν!
β΄. Χρησιμοποιεῖ παραδείγματα ἀποτειχισθέντων ἄσχετα μέ τόν ΙΕ΄ κανόνα, ἐφ’ ὅσον δέν ἐπρόκειτο εἰς αὐτά δι’ ἁπλῆν διακήρυξιν αἱρέσεως, ἀλλά διά αὐτοαποκοπήν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί προσχώρησιν στήν αἵρεσιν δι’ ἐπισήμου ὑπογραφῆς ἑνώσεως μετ’ αὐτῆς, στά ὁποῖα ἀναντιρρήτως ἡ ἀποτείχισις ἦτο ὑποχρεωτική.
Εἰδικώτερον: α΄. Διά νά ὑπερπηδήσῃ τό ἁπλούστατον, ἀλλά καί ἀκαταμάχητον ἐπιχείρημα τοῦ π. Ἐπιφάνιου (ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε 1 (!) περίπτωσις τιμωρηθέντος διά μή ἀποτείχισιν πρό συνοδικῆς διαγνώμης), προσάγει τήν περίπτωσιν τῶν τριῶν ἐπισκόπων τῶν προσαχθέντων εἰς τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον! Μά, αὐτοί -ὅπως σαφῶς φαίνεται ἀπό τά παρατιθέμενα κείμενα- ἦσαν εἰκονομάχοι! Δηλαδή, ὄχι μόνον ἐκοινώνουν μέ αἱρετικούς μή κατεγνωσμένης αἱρέσεως [ὡς ἰσχυρίζεται ὁ π. Ε, ἀποκρύπτοντας –ἤ ἔστω ἀγνοώντας– ὅτι οἱ Εἰκονομάχοι εἶχαν ἐπανειλημμένως ἀναθεματισθῇ ἀπό τοπικάς Συνόδους καί ἦσαν, φυσικά, ἀποκεκομμένοι τῆς Ἐκκλησίας], ὄχι μόνον δέν ὀρθοδοξολόγουν, ὄντες ἀναγκασμένοι –ἔστω– νά κοινωνοῦν μέ τούς ἀναθεματισμένους αἱρετικούς, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι ἐπρέσβευον καί ἐκήρυττον τήν αἵρεσιν!!!
Βάσει αὐτοῦ τοῦ παραδείγματος ἀπαντᾶ στό ἐπιχείρημα τοῦ π. Ἐπιφάνιου, ἐπικαλούμενος τήν μετάνοιαν τῶν  τριῶν ἐπισκόπων καί τήν εὐσπλαγχνίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐπιχειρῶν νά δικαιολογήση ἁπάσας (τάς ἀπείρους) περιπτώσεις ἀτιμωρησίας σέ μή ἀποτειχισθέντας. Δέν κατανοεῖ, ὅμως, ὅτι ἔτσι –ἀκόμη καί ἐάν τό τελείως αὐτό ἄσχετο μέ τόν Ἱ. Κανόνα παράδειγμα ἦταν ὅπως αὐτός τό ἤθελε– ὑποβοηθεῖ (ὅσους, φυσικά, τὸν πιστεύουν) νά ἐπιδιώκουν τό βόλεμά τους καί τόν συμβιβασμόν μέ τήν αἵρεσιν (ὅσον αὐτή ἐπικρατεῖ), ἔχοντας ἐξασφαλισμένην τήν μετά ταῦτα ἀθώωσίν των, λόγῳ τῆς εὐσπλαχνίας τῶν Ἁγ. Πατέρων»!
β΄. Τελείως ἀνεπιτυχῶς χρησιμοποιεῖ τήν ρῆσιν τοῦ Ἁγ. Θεοδώρου γιά τήν οἰκονομίαν τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου πρός τούς μνημονεύοντας τόν αἱρετικόν Θεόδωρου Μοψουεστίας. Στό τέλος μάλιστα τῆς σ. 146 παρερμηνεύει ἐντελῶς τήν φράσιν του (ἡ ὁποία δέν τόν συμφέρει).  Αὐτό πού ὄντως λέγει ἐκεῖ ὁ Ἅγιος εἶναι ὅτι ὅποιος ὀρθοδοξεῖ κατά πάντα, ἀναθεματίζει δυνάμει κάθε αἱρετικόν, ἀκόμη καί ἐάν δέν τόν ἀναθεματίζῃ ὀνομαστικῶς! Καί δεδομένου ὅτι οἱ ἐν λόγῳ ἐπίσκοποι ὄχι μόνον δέν ἀναθεμάτιζαν τόν αἱρετικόν Θεόδωρον, ἀλλά καί τόν ἐμνημόνευον στά δίπτυχα, ἐξυπακούεται ὅτι ὁ Ἅγιος Θεόδωρος (ὅπως καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος) ἀποδέχεται –ἄχρι καιροῦ, φυσικά– καί αὐτήν τήν οἰκονομίαν! (ἀρκεῖ ὁ μνημονεύων νά ὀρθοδοξεῖ κατά πάντα).
γ΄. Ἀπό τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην (+829) μέχρι σήμερα ἡ μοναδική(!!!) περίπτωσις ὀρθῆς ἀποτειχίσεως (σύμφωνος πρός τήν ἐξαίρεσιν τοῦ ΙΕ΄ κανόνος) πού προσάγει ὁ π. Ε., εἶναι ἡ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ[1]. Ἀλλά νομίζω ὅτι καί σ’ αὐτήν ἀκόμη τήν περίπτωσιν ὑπάρχει κάτι τό ἰδιάζον: Ἀπό τήν σύνοδον τοῦ 1341 καταδικάζεται ἡ αἵρεσις καί οἱ ἐκπρόσωποί της καί δικαιώνεται πανηγυρικῶς ὁ Ἅγ. Γρηγόριος καί ἡ διδασκαλία του. Ὅταν ἀμέσως μετά ὁ Καλέκας στηρίζῃ τήν αἵρεσιν, χειροτονῇ τόν Ἀκίνδυνον καί τόν προωθῇ καί δι’ ἐπίσκοπον, ἀναθεματίζῃ τόν Ἅγ. Γρηγόριον καί τούς ὁμόφρονάς του (δηλ. τήν Ὀρθοδοξίαν) δι’ ἐπισήμου ἐγκυκλίου (χρησιμοποιώντας μάλιστα μηχανορραφίες καί πολιτικά μέσα), δέν εἶναι ἐμφανές ὅτι δέν πρόκειται γιά μιά ἁπλῆ διακήρυξιν αἱρέσεως, ἀλλά διά σαφῆ ἔμπρακτον προσχώρησιν στήν αἵρεσιν, αὐτοαποκοπήν του ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί καταδίωξιν αὐτῆς; Ἀλλ’ ἀκόμη καί ἄν παραβλεφθῇ ὁ ἰδιάζων αὐτός χαρακτήρ καί θεωρηθῇ ἡ στάσις τοῦ Καλέκα ὡς ἁπλῆ διακήρυξις αἱρέσεως, πρόκειται γιά τήν μοναδικήν ἀποτείχισιν (σύμφωνον μέ τήν ἐξαίρεσιν τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος) ἐντός 12 αἰώνων(!) καί ἐνῷ στό διάστημα αὐτό ἐγένοντο πλῆθος ἄπειρον αἱρετικῶν διακηρύξεων.
δ΄. Τά περί filioque εἶναι ἐμφανέστατα ἐναντίον τοῦ π. Ε. (Ἐσύ, ὡς ἀσχοληθείς εἰδικῶς μέ τό θέμα, θά τό γνωρίζῃς καλύτερα). Καθόσον: Οἱ Ὀρθόδοξοι Πάπαι Ρώμης διετήρουν ἐπὶ αἰῶνας –μετὰ τὰς αἱρετικὰς Συνόδους: Τολέδο (589), Φραγκφούρτης (794) καὶ Ἄαχεν (809)– τὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν Φράγκων. Οἱ δὲ 4 Πατριάρχαι τῆς ἀνατολῆς ἐκοινώνουν μὲν ἐπὶ τοσούτους αἰῶνας τῷ Ὀρθοδόξῳ μέν, ἀλλὰ κοινωνοῦντι μεθ’ αἱρετικῶν Πάπα Ρώμης, στὴν συνέχεια δέ, ὅταν οἱ Πάπαι ἐξέκλιναν εἰς τὴν αἵρεσιν, ἐμακροθύμουν καὶ ᾠκονόμουν ἐπ’ ἀρκετὸν διάστημα τὴν μετ’ αὐτῶν κοινωνίαν, εὐελπιστοῦντες –καὶ ὑποβοηθοῦντες διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ– εἰς τὴν ἐπιστροφὴν τῆς ἐκπεσούσης Πρωτοθρόνου “Ἐκκλησίας” τῆς Ρώμης.
ε΄. Σαφῶς ἐναντίον τῶν θέσεων τοῦ π. Ε. εἶναι καί τό περί ἀποτειχίσεως τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Βέκκου.  Τόσον οἱ Ἁγιορεῖται, ὅσον καί οἱ ἄλλοι ὁμολογηταί Πατέρες τῆς περιόδου ἐκείνης, ἐκοινώνουν μέ τούς λατινόφρονας φιλενωτικούς μέχρι τήν ἕνωσιν τῆς Λυών (1274). Ἡ μετά ταύτην ἀποτείχισίς των ἦτο ἀναμφιβόλως ὑποχρεωτική (καί ὄχι προαιρετική), ἀλλ’ ὅμως ἦτο ἄσχετος μέ τόν ΙΕ΄ Κανόνα, ἐφ’ ὅσον πλέον ἐπρόκειτο δι’ ἐπίσημον προσχώρησιν στήν αἵρεσιν. Ἡ ἐξαίρεσις τοῦ κανόνος σχετίζεται μέ τό πρό τῆς ἑνώσεως διάστημα, ὅτε οἱ λατινόφρονες ἐκήρυττον τήν αἵρεσιν, ἀλλ’ οἱ ὁμολογηταί Πατέρες, μή ἀποτειχισθέντες, δέν ἐποίησαν χρῆσιν αὐτῆς (τῆς ἐξαιρέσεως), δεικνύοντες ἐμφανέστατα τό προαιρετικόν αὐτῆς!
στ΄. Ἀκριβῶς τά αὐτά ἰσχύουν καί διά τόν διδάσκαλον Ἰωσήφ τόν ΒρυένιονΔιεφώνει μέν, ἀλλ’ ἐκοινώνει μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς ἐποχῆς του, δεικνύων ἐμπράκτως τό προαιρετικόν τῆς ἐξαιρέσεως, ἀλλά ἠρνεῖτο ἐπιμόνως τήν κοινωνίαν μέ τούς κοινωνοῦντας τοῖς Λατίνοις Κυπρίους, διδάσκων τόν ἐπιβεβλημένον καί ὑποχρεωτικόν τῆς τοιαύτης ἀποτειχίσεως.
ζ΄.  Ἀλλά καί ὁ Ἅγ. Μάρκος ὁ Εὐγενικός καταδικάζει διά τοῦ παραδείγματός του τίς ἀπόψεις τοῦ π. Ε. Ὁ π. Ε. ἀποσιωπᾷ ὡς... «γνωστήν σέ πολλούς» τήν πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Φλωρεντίας (1439) στάσιν τοῦ Ἁγίου. Ἀποσιωπᾷ, δηλ. ὅτι ὁ Ἅγιος διεφώνει μέν ὀξύτατα μετά τῶν Λατινοφρόνων συνεπισκόπων του, ἐκοινώνει ὅμως πλήρως μετ’ αὐτῶν. Ἀποσιωπᾷ ἀκόμη καί τήν ἐν ἀρχῇ πρός τούς Λατίνους στάσιν του, πού ἀσφαλῶς σκανδαλίζει τόν π. Ε. καί τούς ὁμόφρονάς του, καί πού, ἐάν ἔζη σήμερον (ὁ Ἅγιος) καί τήν ἐπανελάμβανε, θά ἔσπευδον νά τόν χαρακτηρίσουν ὡς Οἰκουμενιστήν καί αἱρετικόν καί θά ἀπετειχίζοντο πάραυτα ἐξ αὐτοῦ, διά νά μήν μεταδοθῇ καί σ’ αὐτούς ὁ «μολυσμός τῆς αἱρέσεως»! Ἡ οἰκονομία πού μεταχειρίζεται κατά τήν πρώτην ὁμιλίαν του, ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Ὀρθοδόξων πρός τήν Σύνοδον εἶναι ἀδιανόητος διά τόν π. Ε. Ἀπό τό ἄλλον ἄκρον, φυσικά, καί οἱ Οἰκουμενισταί, ἀπομονώνοντάς την τήν κραδαίνουν ὡς σημαία. Ἀποσιωποῦν καί αὐτοί ὅτι, ἐνῷ κατ’ ἄκραν οἰκονομίαν ὡμίλησεν ἔτσι ἀρχικῶς ὁ Ἅγιος, ἀγωνιζόμενος καί εὐελπιστῶν εἰς τήν ἐπιστροφήν τῶν Λατίνων, ὅταν διεπίστωσε τό ἀμετανόητόν των, ἐφέρθη κατ’ ἀκρίβειαν, ἐγκαταλείψας τάς λεκτικάς φιλοφρονήσεις. Ὅσον ἀφορᾷ δέ τήν ἐπιβεβλημένην ἀκοινωνησίαν του μέ τούς Λατινίσαντες διά τῆς ἑνώσεως τῆς Φλωρεντίας, ἰσχύουν ὅσα ἐλέχθησαν καί ἀνωτέρω στό ε΄.
η΄. Τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας  –ἐνῶ πλεῖσται ἀφορμαί δι’ ἀποτείχισιν ἐδόθησαν καί οὐδεμία ἀποτείχισις ἐγένετο, καταδεικνυομένου οὕτως τοῦ προαιρετικοῦ τῆς ἐξαιρέσεως– ὁ π.Ε. τήν ἀντιπαρέρχεται πολύ... εὔκολα. Μέ τήν δικαιολογίαν ὅτι τότε «ἡ Ἐκκλησία ἐζοῦσε ἐν διωγμῷ», ἄν καί ἀμέσως κατωτέρω ὁμολογεῖ ἀντιφατικά ὅτι «οἱ περίοδοι πού ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐν διωγμῷ θεωροῦνται οἱ καλύτερες ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς»!
4. Ἡ συνεπής ἐφαρμογή τῆς θεωρίας του ἀναγκάζει τόν π. Ε. νά ὁδηγηθῇ συχνά σέ φοβερές ἀκρότητες. Θεωρεῖ τόν κηρύττοντα αἱρετικά φρονήματα Πατριάρχην –καί ἀλλαχοῦ καί τόν μή κηρύττοντα, ἀλλ’ ἁπλῶς αἱρετικῶς φρονοῦντα–, αὐτομάτως καί χωρίς συνοδικήν καταδίκην, ὡς ψευδεπίσκοπον, ἐκτός Ἐκκλησίας, ξένον Θεοῦ, ἄμοιρον Χάριτος καί μή δυνάμενον νά τελέσῃ ἔγκυρα μυστήρια! Τοιοῦτος πιστεύει ὅτι αὐτομάτως καθίσταται καί ὁ οἱοσδήποτε ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος τόν μνημονεύει ἤ κοινωνεῖ μετ’ αὐτοῦ, ἀσχέτως ἄν εἶναι κατά πάντα ὀρθόδοξος ἤ ἀκόμη καί ὁμολογητής!
Εἶναι τόσο προφανής ὁ παραλογισμός τῶν ἀνωτέρω, ὥστε, ἐάν καταπιαστῶ νά τά ἀντικρούσω μέ ἐπιχειρήματα ἀπό τήν ζωήν καί τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, θά σημαίνη ὅτι τό ἔχω χάσει καί ἐγώ τό μυαλό μου.  Ἁπλῶς λέγω  –κάτι τό ἐξόφθαλμο ἄλλωστε– ὅτι ἐάν ταῦτα ἴσχυον, ΟΛΟΙ ΜΑΣ  θά εἴμαστε ἐκτός Ἐκκλησίας, μολυσμένοι, αἱρετικοί καί ἀχαρίτωτοι! Φυσικά καί ὁ π. Ε., ἀλλά καί ὁ πιό ἀκραῖος Παλαιοημερολογίτης. Καί ὁπωσδήποτε καί οἱ χαρισματοῦχοι ὅσιοι Γέροντες: Παΐσιος, Πορφύριος, Σωφρόνιος, Ἰάκωβος, Βησαρίων κ.ἄ. Ἀλλά καί οἱ ἤδη ἀνεγνωρισμένοι Ἅγιοι: Σάββας ὁ ἐν Καλύμνῳ, Νικόλαος Πλανᾶς, Γεώργιος Καρσλίδης, Λουκᾶς Συμφερουπόλεως κ.ἄ.! Ὅσον ἀφορᾷ δέ τήν ἀφθονίαν θαυμάτων, μέ τήν ὁποίαν ὁ Θεός ἐτίμησεν τούς περισσοτέρους ἐξ αὐτῶν καί ἐν ζωῇ καί μετά τήν κοίμησίν των, ἔχει ὁ π. Ε. πρόχειρον πρός χρῆσιν τό χωρίον τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου (τέλος σ. 79)! Καί αὐτά μέν, ἄν περιορισθοῦμε μόνον στά ὅσα γράφει ὁ π. Ε. γιά τήν αἱρετικήν ἐγκύκλιον τοῦ 1920. Ἄν προχωρήσωμε μέ τήν ἴδια λογική πρός τά ὀπίσω, σέ παλαιότερους κηρύξαντας αἱρετικά φρονήματα καί στούς κοινωνοῦντες καί μή ἀποτειχιζομένους ἐξ αὐτῶν, δέν θά μείνῃ τίποτε ὄρθιον στήν Ἐκκλησιαστικήν μας Ἱστορίαν.
Ἀπορῶ μέ τόν π. Ε.! Πῶς τόσον ἀβασάνιστα καί ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ ὁδηγεῖται –καί παρασύρει καί ὅσους τυφλούς ὄμμασι τόν ἀκολουθοῦν– σέ τέτοιο χάος! Δέν προβληματίζεται ἀπό τήν κατάληξιν ὅτι κάτι πάσχει στήν διαδικασία τῶν συλλογισμῶν του; Ἐξ ἄλλου ἀδυνατῶ νά διανοηθῶ ὅτι, κατά τήν μακράν ἐνασχόλησίν του μέ τό θέμα, δέν ἔπεσε εἰς τήν ἀντίληψίν του τοὐλάχιστον τό ἐν ἀρχῇ τοῦ Πηδαλίου (σελ. 4, σημ. 2) σχόλιον τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου, τό σαφέστατα διακρίνων τόν δυνάμει ἀχαρίτωτον ψευδεπίσκοπον (πρό τῆς Συνοδικῆς καταδίκης του) ἀπό τόν ἐν ἐνεργείᾳ τοιοῦτον (μετά ταύτην)·  καί ὅσα περί τοῦ «καθαιρείσθω» κ.λ.π. ἐπισημαίνει, φέρων εἰς συνηγορίαν καί τούς Ἁγ. Ἀποστόλους.  Ἀλλ’ ἐπίσης μοῦ φαίνεται ἀδιανόητον τό νά ἔχῃ τά ἀνωτέρω ὑπ’ ὄψιν του ὁ π.Ε. καί ἐν τούτοις, νά τά παραβλέπῃ μόνον καί μόνον διά νά αὐτοδικαιωθῇ!



Συμπερασματικῶς.
Βάσει ὅσων ἐλέχθησαν στήν παροῦσαν, θά μποροῦσαν τά περί κοινωνίας καί ἀκοινωνησίας νά συνοψισθοῦν στά ἑξῆς:
1. Μετά συνοδικήν καταδίκην: ἐπιβάλλεται, φυσικά, ἡ διακοπή κοινωνίας μεθ’ ὅλων τῶν καταδικασθέντων (δικαίως ἤ ἀδίκως), ἐφ’ ὅσον, ἐννοεῖται, ἡ Σύνοδος ἀνεγνωρίσθη ὡς Ὀρθόδοξος καί κανονική ἀπό τήν συνείδησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
2. Πρό συνοδικῆς καταδίκης: ἐπιβάλλεται, ἡ διακοπή κοινωνίας μόνον μετά τῶν αἱρετικῶν τῶν κατηγοριῶν Ια καί Ιβ, ἐπιτρέπεται δέ ὑπό ὅρους μετά τῶν αἱρετικῶν τῶν κατηγοριῶν Ιδ καί Ιε (μετά ἀπό ἐπιβεβαίωσιν).
3. Ἡ παράβασις τῆς ἐπιβεβλημένης ἀκοινωνησίας: τῶν εἰδῶν ΙΙβ καί ΙΙγ, ὅταν ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς τῶν κατηγοριῶν Ια, Ιβ, Ιγ, Ιστ καθιστᾷ τόν παραβάτην ὑπόδικον σέ συνοδικήν καταδίκην.
-τοῦ εἴδους μάλιστα ΙΙγ, ὅταν ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς τῶν κατηγοριῶν Ια, Ιβ, Ιγ, αὐτομάτως ἀποκόπτει ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τόν παραβάτην καί πρό τῆς Συνοδικῆς καταδίκης του.
4. Τό ΙΙα εἶδος τῆς συνιστωμένης ἀκοινωνησίας ἐπιτρέπεται νά τό ἐφαρμόζωμε κατά συνείδησιν καί ὑπό τό φῶς τῶν ἀναφερθέντων στό ΙΙΙ. Τυχόν μή ἐφαρμογή του εἶναι δυναντόν νά ἐκθέσῃ σέ κινδύνους ἤ νά μήν συνιστᾷ ἐνδεδειγμένην συμπεριφοράν, ἀλλ’ ὅμως δέν συνιστᾷ κανονικόν παράπτωμα.
(Τά Ι, ΙΙ, ΙΙΙ παραπέμπουν στίς σελ. 5 -7).
Ἐλπίζω νά ἔγινα κατανοητός καί νά μήν μοῦ διέφυγε κάτι τό ἀνακριβές.

Ἀγαπητέ μου ......
Εὐλόγησον, ἄν σέ κούρασα καί ζάλισα μέ τήν μακροσκελῆ, ἀλλά καί προχειρογραμμένην ἐπιστολήν μου. Εἶναι πάρα πολλά ἐκεῖνα πού θά μποροῦσα νά ἐπισημάνω, ἀλλά νομίζω ὅτι καί αὐτά εἶναι ἀρκετά.
Πρός τό τέλος, διά νά ἐπιβεβαιώσω κάτι, ἀνέτρεξα στό: «Τά δύο ἄκρα» καί στά δύο βιβλιαράκια τοῦ π. Βασιλείου Γρηγοριάτου (ἀπαντήσεις στόν π. Ν. Δημαρᾶ) καί τά ξαναπέρασα βιαστικά (εἶχα ἀρκετό καιρό πού τά εἶχα διαβάσει). Σοῦ λέω εἰλικρινά: Σκέφθηκα νά σχίσω ὅ,τι εἶχα γράψει καί νά σέ προτρέψω ἁπλῶς νά τά (ξανα)διαβάσῃς μέ προσοχή. Νομίζω ὅτι δέν ἀφήνουν περιθώρια γιά παρανόησιν. (Διαφωτιστικό σέ ἀρκετά σημεῖα ἐν προκειμένῳ εἶναι καί τό: «Ἡ συμπροσευχή μέ αἱρετικούς» τοῦ π. Ἀν. Γκοτσόπουλου). Τελικά, λυπήθηκα τόν κόπο πού εἶχα κάνει καί ὡλοκλήρωσα καί τά δικά μου καί στά στέλνω.
Ἀσφαλῶς δέν θεωρῶ τόν π. Ἐπιφάνιον (οὔτε, φυσικά τόν π. Βασίλειον) ἀλάθητον (ἄν καί ἀσυγκρίτως σοφώτερον ἐμοῦ καί πνευματικώτερον καί περισσότερον κατηρτισμένον –ἰδίως στά νομοκανονικά–). Γι’ αὐτό τό διάβασα μέ κριτικό πνεῦμα. Βέβαια, διεπίστωσα λίγες φορές ὅτι ἀντιδρώντας σέ ζηλωτικές ἀκρότητες –κατά τό: «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται»–, ἴσως νά ὑπερτονίζουν (ἀμφότεροι) ἤ νά ὑποτονίζουν μερικά σημεῖα. Ἀλλά νομίζω ὅτι αὐτά εἶναι δευτερεύοντα καί τριτεύοντα. Ἄν δέν σέ ἀναπαύουν, ἀγνόησέ τα.  Ἀπό τά ὑπόλοιπα, πάντως, θά λάβῃς ἱκανοποιητικήν καί πειστικήν ἀπάντησιν σ’ ὅλες τίς παρανοήσεις τοῦ π. Ε.
Ἄν καί στά ἰδικά μου δῇς κάποια ἀνακρίβεια, σέ παρακαλῶ, βάλε «καλό λογισμό».  Δέν τήν ἔγραψα κακοπροαίρετα, ἀλλά θά μοῦ διέφυγε λόγῳ βίας ἤ ἀγνοίας. Ἄφησέ την καί πρόσεξε τά ὑπόλοιπα πού ἐπισημαίνω. Ἄν σέ κάτι ἔχῃς ἀντίρρησι, θά χαρῶ νά μοῦ τήν γράψῃς.
Εὔχομαι –εὔχου καί σύ γιά μένα– νά ἔχωμε τόν ἄνωθεν φωτισμόν, γιατί τό διακινδυνευόμενον δέν εἶναι ἐπίγειόν τι, ἀλλά ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ὅπως ἐπίσης καί τῶν ψυχῶν πού ἐπηρεάζομε.
Καλόν ὑπόλοιπον τῆς Ἁγ. Τεσσαρακοστῆς καί Καλήν Ἀνάστασιν!
                                            Μέ ἀγάπην Χριστοῦ,
                                            ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφός σου
                                                      Μοναχός.......











[1] Περί τινος Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας (σελ. 149-150) δίδονται ἐλλιπῆ στοιχεῖα καί ἀδυνατῶ νά συμπεράνω. Τό αὐτοκέφαλον τοῦ 1850 καί τήν ἀποτείχισιν τοῦ Παλαιοῦ Ἠμερολογίου τά ἐπικρίνει καί ὁ π. Ε. Ἀλλά καί διά τήν ἀποτείχισιν τῶν Ἁγιορειτῶν (περί τό 1970) ἐκφράζεται ὑποτιμητικά (ἐκτός ἀπό τό ξεκίνημά της).