Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Κριτική μελέτη Ι.Μ.Πειραιώς περί Διακοπής Μνημοσύνου



Μᾶς ζητήθηκε νὰ δημοσιεύσουμε τὸ βιβλίο τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς, στὸ ὁποῖο ἀπάντησε ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς καὶ δημοσιεύσαμε στὸ ἱστολόγιο σὲ συνέχειες. Ἡ μετατροπὴ τοῦ βιβλίου ἀπὸ pdf σὲ Word καὶ ἀπὸ πολυτονικὸ σὲ μονοτονικό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρχουν πολλὰ τυπογραφικὰ λάθη. Ἔστω κι ἔτσι, ὅμως, τὸ δημοσιεύουμε, ἀφοῦ τὸ νόημα δὲν ἀλλοιώνεται.


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
15ος ΚΑΝΩΝ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ

Κριτική μελέτη
στό σύγγραμμα του οσιολογιωτάτου Μοναχού
π. Ευθυμίου Τρικαμηνα μέ τίτλο:
«Ή διαχρονική συμφωνία των Αγίων Πατέρων γιά τό υποχρεωτικό
του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπής
μνημονεύσεως Επισκόπου κηρύσσοντος έπ' Εκκλησίας αιρεσιν»
(Εκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2012)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή    
Ερμηνευτική προσέγγισις του 15ου Κανόνος τής ΑΒ' Συνόδου


Ό προαιρετικός χαρακτήρας του Κανόνος       

Απόπειρα συγκρίσεως του 15ου Κανόνος τής ΑΒ' Συνόδου μέ άλλους Κανόνες  

Ό 15ος Κανών τής ΑΒ'Συνόδου έν σχέση μέ τήν Αγία Γραφή καί τούς Αγίους Πατέρες       

1. Καινή Διαθήκη

2. Αποστολικοί Πατέρες

3. Πατέρες 4ου καί 5ου αίώνος

4. Πατέρες 6ου καί 7ου αίώνος

Η άποτείχισις στά χρόνια της Είκονομαχίας    

Όσιος Θεόδωρος Στουδίτης        

Μέγας Φώτιος       

Η άποτείχισις σέ έπίπεδο Τοπικών ’Εκκλησιών

Η άποτείχισις τών Αγιορειτών Πατέρων έπί Πατριάρχου Ίωάννου Βέκκου

Η άποτείχισις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμα

Ίωσήφ Βρυέννιος

Άγιος Μάρκος Εύγενικός

Τό Αύτοκέφαλο του 1850  

Η άποτείχισις του Παλαιου Ημερολογίου

Η άποτείχισις τών Αγιορειτών Πατέρων άπό τόν Πατριάρχη Αθηναγόρα   

Γενικά συμπεράσματα      





Εισαγωγή



Οι Άγιοι καί Ιεροί Κανόνες τής Εκκλησίας μας, θεοπνεύστου κύρους καί διαχρονικής ισχύος, πάντοτε άποτελουσαν καί άποτελουν μαζί μέ τήν Αγία Γραφή τόν ύπέρτατο οδηγό καί κανόνα πλεύσεως στή ζωή τής Εκκλησίας. Θεσπισθέντες δέ άπό Θεοφόρους καί Αγίους Πατέρες καί έπικυρωθέντες άπό τήν Εκκλησία σέ Οικουμενικές Συνόδους, άφ' ένός μέν έκφράζουν τό άλάθητο της Εκκλησίας, άφ' έτέρου δέ τονίζουν τήν άξία του Συνοδικου θεσμου της. Αλλ' όπως στήν ιστορία τής Εκκλησίας μας ή παρερμηνεία τής Αγίας Γραφής άπό τούς αιρετικούς ύπήρξε αίτία νά έμφανισθουν πάμπολλες αιρέσεις, πού προκάλεσαν σάλο, ταραχή καί άναστάτωση στό έκκλησιαστικό Σώμα καί οδήγησαν στήν άπώλεια πολλές ψυχές, έτσι καί προκειμένου περί τών Ιερών Κανόνων, ένδεχομένη παρερμηνεία τους είναι δυνατόν νά οδηγήσει σέ παρέκκλιση του σκάφους τής Εκκλησίας άπό τήν άσφαλή πορεία της καί στή διασάλευση τής έκκλησιαστικής τάξεως καί ένότητός της.

Ό άγαπητός π. Εύθύμιος Τρικαμηνας, έπαινετός κατά τά άλλα γιά τό πόνημα, τό οποίο συνέγραψε μέ τόν παραπάνω τίτλο, έπιχειρεΐ έρμηνεία του 15ου Κανόνος τής Πρωτοδευτέρας (στό έξής ΑΒ') Συνόδου, έπιστρατεύει μάλιστα πολλούς Αγίους Πατέρες καί παραδείγματα άπό τήν έκκλησιαστική ιστορία, προκειμένου νά κατοχυρώσει τήν έρμηνεία, τήν οποία θέλει νά δώσει σ' αύτόν. Καταβάλλει άγωνιώδη προσπάθεια, μέσω τών άγιογραφικών παραπομπών καί τών πατερικών κειμένων, τά οποία παραθέτει, νά πείσει τόν άναγνώστη γιά τόν ύποχρεωτικό χαρακτήρα του έν λόγω κανόνος. Ότι δηλαδή ο Κανόνας αύτός έπιβάλλει τήν διακοπή τής μνημονεύσεως του έπισκόπου έκείνου, πού κηρύσσει έπ' Εκκλησίας αϊρεση, έστω καί άν δέν έχει προηγηθεΐ συνοδική καταδίκη της αιρέσεως η του αιρετικου έπισκόπου. Ωστόσο, ένα τέτοιο συμπέρασμα δέν συνάγεται άπό τήν έρμηνεία, πού άποδίδουν σ' αύτόν πνευματικοί καί καταξιωμένοι άνδρες καί μελετητές τών Ιερών Κανόνων, όπως έπίσης, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, ούτε άπό τίς πατερικές παραθέσεις. Τό θέμα τής ύποχρεωτικής η μή έφαρμογής του Κανόνος αύτου άποκτα μία ίδιαίτερη έπικαιρότητα καί σημασία στήν έποχή μας καί έχει γίνει άντικείμενο πολλών συζητήσεων, έπειδή έχει συνδεθεί άμεσα μέ τήν παναίρεση του Οίκουμενισμου, γιά τήν οποία, όπως είναι γνωστό, μέχρι σήμερα δυστυχώς, δέν έχει έπιτευχθεΐ ή έπίσημη συνοδική καταδίκη της ούτε από Τοπική ούτε άπό Οικουμενική Σύνοδο.

Θεωρήσαμε χρέος μας στις γραμμές, πού άκολουθουν παρακάτω, νά καταθέσουμε στό ορθόδοξο πλήρωμα τήν ίδική μας συμβολή στό έν λόγω πρόβλημα, ώστε νά άποτελέσει άφορμή γιά περαιτέρω έρευνα καί μελέτη του. Όσα άκολουθουν παρακάτω δέν διεκδικουν κάποιο άλάθητο, ούτε έχουν τήν άξίωση ύποχρεωτικής παραδοχής των. Δέν έχουν, έπίσης, χαρακτήρα πολεμικής άντιπαραθέσεως, άλλά άδελφικών έπισημάνσεων καί παρατηρήσεων, πού γίνονται χωρίς προκατάληψη καί πάθος έναντίον προσώπων, διότι μοναδικό σκοπό έχουν νά μας βοηθήσουν νά άποφύγουμε άκραΐες καί έπιζήμιες ένέργειες, οι οποίες είναι δυνατόν νά καταλήξουν σέ σχίσματα καί διαιρέσεις, πού άποτελουν τό οδυνηρότερο πλήγμα μέσα στό Σώμα τής Εκκλησίας.





Ερμηνευτική προσέγγισις του 15ου Κανόνος

της ΑΒ' Συνόδου



Κατ' άρχήν ο Κανόνας αύτός έχει δύο σκέλη. Τό πρώτο άποτελει συνέχεια τών δύο προηγουμένων Κανόνων, του 13ου καί του 14ου, καί άναφέρεται στήν διακοπή έκκλησιαστικής κοινωνίας καί μνημονεύσεως του ονόματος του Πατριάρχου κατά τήν Θεία Λειτουργία άπό πρεσβύτερο η Επίσκοπο η Μητροπολίτη πρίν άπό συνοδική καταδίκη του, όχι γιά λόγους πίστεως, άλλ' έξ αίτίας άλλων προσωπικών άμαρτημάτων του. Ο Κανόνας άπειλεΐ μέ καθαίρεση τούς έν λόγω κληρικούς, πού θά τολμήσουν νά προχωρήσουν σέ μιά τέτοια ένέργεια. Τό δεύτερο σκέλος έχει τελείως διαφορετικό περιεχόμενο. Αναφέρεται στή διακοπή μνημονεύσεως, όχι γιά ήθικής φύσεως παραπτώματα η άδικήματα κληρικών, άλλά γιά λόγους πίστεως. Γιά τήν περίπτωση δηλαδή έκείνη, πού Οο κληρικός (πρεσβύτερος η Επίσκοπος η Πατριάρχης) έχει παρεκκλίνει σέ κάποια αι'ρεση καί διδάσκει δημόσια κάποια αιρετική διδασκαλία. Η αίρεση, γιά τήν οποία γίνεται λόγος δέν είναι νεοφανής, άγνωστη στό έκκλησιαστικό σώμα, άλλά ηδη «παρά τών Αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένη», δηλαδή είτε έχει καταδικαστεί άπό Σύνοδο, είτε έχει καταγνωσθεΐ γραπτά η προφορικά άπό Πατέρες τής Εκκλησίας. Πολύ σοφά έδώ οι Άγιοι Πατέρες, πού συνέγραψαν αύτόν τόν κανόνα θέτουν ώς άσφαλιστική δικλείδα τήν καταγνώση άπό Σύνοδο η άπό Αγίους Πατέρες. Καί τουτο, διότι μας ύποχρεώνει νά βαδίσουμε «έπόμενοι τοΐς Αγίοις Πατράσι», άκολουθουντες καί όχι προπορευόμενοι τών Αγίων Πατέρων καί προαρπάζοντες τήν κρίση αύτών σχετικά μέ τήν αϊρεση. Μας ύποχρεώνει μέ άλλα λόγια νά στηριχθουμε στήν διάγνωση, πού έκεΐνοι έκαμαν, μέ τήν δύναμη καί τόν φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ώς πρός τήν έν λόγω αι'ρεση. Μάλιστα στή διατύπωση του Κανόνος αύτου χρησιμοποιείται ή λέξη διάγνωση, πού είναι παρμένη άπό τήν ίατρική ορολογία, άκριβώς γιά νά δοθεί έμφαση καί νά τονιστεί τό γεγονός, ότι δέν είναι άρμόδιο τό κάθε μέλος τής Εκκλησίας νά έπισημάνει καί νά διαγνώσει μέ άσφάλεια τήν αϊρεση, διότι δέν έχει τίς άνάλογες πνευματικές προϋποθέσεις. Όπως άκριβώς δέν είναι ικανός καί άρμόδιος ο καθένας νά διαγνώσει μέ άσφάλεια μία άρρώστια, άλλά μόνον οι ίατροί καί μάλιστα οι ειδικευμένοι έξ αύτών έπιστήμονες. Επίσης, μέ τήν παραπάνω φράση «παρά τών Αγίων Συνόδων...» οι συντάκτες του Κανόνος έπιδιώκουν νά έμπνεύσουν στό Σώμα τής Εκκλησίας τόν σεβασμό πρός τόν Συνοδικό θεσμό της ’Εκκλησίας. Επομένως, ή φράση του π. Εύθυμίου: «Η έκφρασς αύτή έπίσης του παρόντος Κανόνος 'κατεγνωσμένη παρά τών Αγίων Πατέρων η Συνόδων 'δέν σημαίνει ότι διά μία 'μή κατεγνωσμένη 'αίρεση οφείλουμε ύπακοή είς τούς έπσκόπους καί τούς φορεϊς τής αίρέσεως...» (σελ. 27-28) είναι μετέωρη καί άστοχη. Διότι, ο Κανόνας δέν κάνει λόγο γιά μή κατεγνωσμένη, άλλά γιά κατεγνωσμένη αίρεση. Πρέπει άπαραιτήτως νά προηγηθεΐ ή διάγνωση καί κατάγνωση τής αιρέσεως καί κατόπιν νά έπακολουθήσει τό τί δέον γενέσθαι μέ τούς αιρετικούς έπισκόπους, άν δηλαδή θά κάνουμε ύπακοή σ' αύτούς η όχι, όπως άκριβώς σέ μιά άρρώστια πρέπει άπαραιτήτως νά προηγηθεΐ ή διάγνωσή της καί κατόπιν νά έπακολουθήσει ή θεραπεία. Είναι άνόητο καί άστοχο νά ομιλουμε γιά θεραπεία μιας άρρώστιας, προτου νά έχουμε τήν διάγνωσή της. Αύτή δέ ή διάγνωση, όπως έλέχθη, δέν είναι έργο του καθενός, άλλά μόνον τών Αγίων Πατέρων, όπως τουτο σαφέστατα φαίνεται άπό τήν διατύπωση του κανόνος. Επίσης, ή έκφρασις του Κανόνος «πρό συνοδικής διαγνώσεως», δέν άναφέρεται στήν αϊρεση, άφου αύτή έχει ηδη διαγνωστεΐ καί καταγνωστεΐ «παρά τών Αγίων Συνόδων η Πατέρων», άλλά στόν ιδιο τόν αιρετικό. Τό ότι έδώ ο Κανόνας έπιτρέπει τήν διακοπή τής μνημονεύσεως του αιρετικου έπισκόπου «πρό συνοδικής διαγνώσεως», αύτό δέν σημαίνει, ότι καταργεΐται ή άνάγκη τής συνοδικής διαγνώσεως καί καταγνώσεως αύτου, όπως θά έξηγήσουμε παρακάτω. Πολύ σωστά κατόπιν διατυπώνει Ο π. Εύθύμιος ότι στήν περίπτωσή της μή κατεγνωσμένης αιρέσεως «Ο δρόμος τής όποτειχίσεως δέν είναι ασφαλής» (σελ. 28). Καί όχι μόνον δέν είναι άσφαλής, άλλά καί λίαν έπικίνδυνος, διότι σέ περίπτωση λάθους καί έσφαλμένης διαγνώσεως τής αιρέσεως, ο αποτειχιζόμενος άποκόπτει τόν έαυτό του άπό τό Σώμα τής Εκκλησίας καί χάνει τήν σωτηρία του, έπιπλέον δέ προκαλεΐ καί σχίσμα στήν Εκκλησία καί έτσι γίνεται αιτιος άπωλείας καί σέ άλλες ψυχές. Μιά τέτοια ένέργεια μαρτυρεί όχι μόνον έπιπολαιότητα καί βιασύνη, άλλά καί έλλειψη ταπεινώσεως, διότι έπιχειρεΐ νά ύποκαταστήσει τούς Αγίους Πατέρες, πού είναι οι μόνοι άρμόδιοι γιά τήν διάγνωση τής αιρέσεως.

Επίσης, τόν Κανόνα αύτόν πρέπει νά τόν έρμηνεύσουμε στό πνευμα καί στή συνάφεια τών δύο προηγουμένων, του 13ου καί 14ου Κανόνος καί του πρώτου μέρους του 15ου. Όπως δηλαδή οι δύο παραπάνω κανόνες (13ος καί 14ος) κρίνουν άπαραίτητη τήν συνοδική κρίση καί έξέταση τών ήθικών παραπτωμάτων η άλλων άδικημάτων του Επισκόπου, πρίν άπό τήν διακοπή τής μνημονεύσεώς του, έτσι καί πολύ περισσότερο τώρα, όταν δηλαδή πρόκειται γιά τό σοβαρότατο παράπτωμα τής έκπτώσεως σέ κάποια αιρετική διδασκαλία, θεωρείται αναγκαία ή συνοδική κρίσις καί έξέτασις του αιρετικου έπισκόπου, έστω καί άν δέν άναγράφεται ρητώς στό δεύτερο μέρος του 15ου, άπλούστατα, διότι αύτό είναι κάτι τό αύτονόητο. Καί είναι αύτονόητο όχι μόνον, διότι τό άπαιτεΐ ή συνάφεια μέ τούς δύο προηγουμένους Κανόνες, άλλά καί διότι τό άπαιτεί ή όλη Συνοδική Παράδοση τής Εκκλησίας μας. Όπως γνωρίζουμε, οι Άγιοι Πατέρες στίς Συνόδους, πού συγκροτουσαν, δέν περιορίζοντο μόνον στήν καταδίκη τής αιρέσεως, άλλά προχωρουσαν έπιπλέον καί στήν καταδίκη τών αιρετικών.

Είναι άστοχη καί άνακριβής ιστορικά ή θέση, τήν Οποία διατυπώνει, ότι ή αϊρεση τής Εικονομαχίας δέν είχε καταγνωστεΐ συνοδικά άπό τής ένάρξεώς της (726) μέχρι τήν Ζ' Οικουμενική Σύνοδο (787), «ή οποία τήν κατέστησε κατεγνωσμένη» (σελ. 28), διότι άγνοεΐ η θέλει νά αγνοεί, τήν Τοπική Σύνοδο της Συρίας τό 726, στήν Οποία μάλιστα πρωτοστάτησε Ο μεγάλος Πατήρ τής Εκκλησίας Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Επομένως, τά παραδείγματα, τών Αγίων δέκα Μαρτύρων καί τής Αγίας Θεοδοσίας, πού άναφέρει παρακάτω (σελ. 35-36), πού προχώρησαν σέ άποτείχιση καί έμαρτύρησαν κατά τήν πρώτη περίοδο τής είκονομαχίας έπί είκονομάχου Πατριάρχου Αναστασίου, όπως έπίσης καί τών Αγίων Θεοφίλου, Λογγίνου του Στυλίτου, Ύπατίου κ.λπ., που άναφέρει παρακάτω (σελ. 37), δέν άποτελουν παραδείγματα Αγίων, πού άποτειχίστηκαν άπό μή κατεγνωσμένη αϊρεση, διότι ή αίρεση είχε καταγνωστεΐ συνοδικά ήδη άπό τής έμφανίσεώς της τό 726. Επίσης, είναι άστοχη ή θέση ότι τά παραδείγματα τών παραπάνω Αγίων άποτελουν όχι άπλώς έφαρμογή, άλλά καί «ύπέρβαση καί αύτου του 15ου Κανόνος τής Πρωτοδευτέρας Συνόδου» (σελ. 38). 'Η έννοια τής ύπερβάσεως τών Ιερών Κανόνων είναι έπινόησις του π. Εύθυμίου, διότι πουθενά σέ κανένα Κανόνα δέν υιοθετείται καί έπομένως είναι ξένη πρός τήν Παράδοση τής Εκκλησίας. Κάθε ύπέρβασις κινδυνεύει νά καταντήσει παράβασις άπό ύπερβολικό, μή κατ' έπίγνωσιν ζήλο, διότι ο διάβολος γνωρίζει νά πλανα τόν άνθρωπο όχι μόνον άπό τά άριστερά, άλλά καί άπό τά δεξιά.

Στήν έπόμενη παράγραφο (σελ. 28) πολύ σωστά διατυπώνει ότι «ή έκφρασις 'κατεγνωσμένη παρά τών Αγίων Πατέρων ή Συνόδων' δέν περιθωριοποιεΤ τήν Αγία Γραφή ούτε καθ' οϊονδήποτε τρόπο έπιβουλεύεται τήν αύθεντία της, άλλά σημαίνει τό έπιπλέον». Καί όχι μόνο σημαίνει τό έπιπλέον, άλλά σημαίνει έπίσης καί τό άντίστροφο. Ότι δηλαδή ούτε ή Αγία Γραφή περιθωριοποιεί ή καθ' οιονδήποτε τρόπο έπιβουλεύεται τήν αύθεντία του Κανόνος. Επομένως, ή έκφραση, πού διατυπώνει «άν ύπάρξει αιρεσις, ή Οποία άντιστρατεύεται στήν Αγία Γραφή ή ακυρώνει κάποια έντολή καί διδασκαλία της, πρέπει άμέσως νά άποτειχισθουμε άπό τούς φορεΤς της, χωρίς νά άσχοληθουμε μέ τό άν έχει καταδικασθεΤ άπό τούς Αγίους Πατέρες ή τίς Συνόδους» (σελ. 28), είναι άστοχη καί λανθασμένη. Εδώ ο π. Εύθύμιος έπικαλεΐται τήν Αγία Γραφή καί μάλιστα τήν ύπερτέρα αύθεντία της σέ σχέση μέ τόν Ιερό Κανόνα, γιά νά περιθωριοποιήσει τόν έν λόγω Κανόνα. Τό ότι μία αίρεση άντιστρατεύεται τήν Αγία Γραφή, αύτό δέν σημαίνει ότι οι Άγιοι Πατέρες καί οι Σύνοδοι δέν έχουν λόγο καί ρόλο. Απεναντίας σημαίνει ότι καλουνται προπάντων τώρα νά παίξουν κυρίαρχο ρόλο στήν διάγνωση καί άντιμετώπιση τής αιρέσεως. Οι Άγιοι Πατέρες είναι οι κατ' έξοχήν άρμόδιοι, λόγω του θείου φωτισμου, τόν οποίον διαθέτουν, νά διακρίνουν μέ άσφάλεια, ότι ή έν λόγω αίρεση άντιστρατεύεται τήν Άγια Γραφή ή κάποια έντολή της καί νά προχωρήσουν στή συνέχεια στήν καταδίκη της.

Στή συνέχεια (σελ. 30) προσπαθεί νά δώσει άπάντηση στό έρώτημα, πότε ο αιρετικός, ο οποίος άρχίζει νά κηρύττει «γυμνή τή κεφαλή επ' Εκκλησίας αιρεσιν», παύει νά είναι μέλος του Σώματος του Χριστου. Δέν είναι ορθή ή θέσις ότι ο αιρετικός, πού θά πλανηθεί άπό μιά αιρετική διδασκαλία, καθίσταται άμέσως ξένος πρός τό Σώμα του Χριστου. Είναι ενα άρρωστο μέλος τής Εκκλησίας, τό οποίο ή Εκκλησία προσπαθεί νά έπαναφέρει μέ διαφόρους τρόπους (νουθεσίες κ.λπ.) στήν Ορθόδοξη διδασκαλία καί νά τό θεραπεύσει άπό τήν άρρώστια τής αιρέσεως. Εάν δέ ο αιρετικός έξακολουθεΐ νά έπιμένει πεισματικά στίς αιρετικές του διδασκαλίες, τότε τόν άποκόπτει άπό τό Σώμα τής έπίσημα διά του άρμοδίου έκκλησιαστικου οργάνου της, δηλαδή τής Συνόδου. Τό ότι ή Εκκλησία έχει μέσα στούς κόλπους τής άρρωστα μέλη είτε έξαίτίας αιρετικών διδασκαλιών, είτε έξαίτίας άλλων, ήθικής φύσεως άμαρτημάτων, αύτό δέν σημαίνει ότι παύει νά είναι άσπιλος καί άμωμος, σύμφωνα μέ τόν λόγο του Αποστόλου Παύλου στήν Εφ. 5, 27, όπως άφήνει νά έννοηθεί ο π. Εύθύμιος. 'Η Εκκλησία είναι άσπιλος καί άμωμος έξαίτίας τής Κεφαλής της, του Χριστου, καί έξαίτίας τών μελών της έκείνων, πού έχουν θεραπευθεΐ άπό τήν νόσο τής άμαρτίας ή τής αιρέσεως, δηλαδή τών Αγίων, καί όχι έξαιτίας τών μελών της, πού βρίσκονται άκόμη ύπό θεραπείαν. Ούτε μπορουμε νά θεωρήσουμε τήν Εκκλησία «άνομοιόμορφη κατά τήν πίστη» (σελ. 30-31), έπειδή έχει μέσα στούς κόλπους της, μέχρι τήν οριστική άποκοπή τους, πολλά η ολίγα, αρρωστα μέλη, λόγω αίρέσεως.

Γράφει, έπίσης, ότι «ή άπόφασις τής Συνόδου περί τής άποκοπής καί καταδίκης του (του αίρετικου) έχει τήν έννοια τής άποδοχής τής λόγω αίρέσεως άποκοπής του άπό τό Σώμα του Χρίστου, κατά τόν τύπο τής παραιτήσεως κάποιου δι' αίτήσεώς του άπό κάποιο οργανισμό, σύλλογο κ.λπ.» (σελ. 31). 'Η άπόφαση τής Συνόδου δέν έχει άπλώς μόνον τήν έννοια τής «άποδοχής», άλλά έπιπλέον, άφ' ένός μέν τής διαγνώσεως μιας άρρωστημένης καταστάσεως, πού έχει καταστεί άνίατος, καί άφ' έτέρου τής διασφαλίσεως του ύπολοίπου ύγιους έκκλησιαστικου Σώματος άπό τήν άρρώστια τής αίρέσεως. Η Σύνοδος δηλαδή μέ τήν καταδικαστική άπόφασή της άφ' ένός μέν άποκόπτει τόν άνιάτως νοσήσαντα αίρετικόν, άφ' έτέρου δέ προφυλάσσει τό έκκλησιαστικό Σώμα άπό τήν μετάδοση τής αιρετικής διδασκαλίας στά ύπόλοιπα υγιή (Ορθόδοξα) μέλη της. Ή αποκοπή από τό Σώμα της ’Εκκλησίας δέν γίνεται κατά τρόπον αόρατο καί αυτόματο, άπό μόνη της, μόλις δηλαδή έκπέσει ο αιρετικός στήν α'ίρεση, όπως άφήνει νά έννοηθεί οπ. Εύθύμιος μέ τήν φράση «ο φορέας κατεγνωσμένης αίρέσεως είναι, λόγω τής αίρέσεως, ξένος πρός τό Σώμα του Χρίστου» (σελ. 31), αλλά μέ τήν συγκεκριμένη καταδικαστική συνοδική απόφαση. Άν ή άποκοπή του αίρετικου γινόταν αύτόματα, άπό μόνη της, θά ήταν περιττή ή συνοδική καταδίκη του. Επίσης, ή φράση του Κανόνος «ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος» δέν σημαίνει κατ' άνάγκην τόν άποκομμένο άπό τό Σώμα του Χριστου. Σημαίνει ότι ο έπίσκοπος αύτός οφείλει νά άποκοπεΐ συνοδικά, έστω καί αν αύτό δέν έχει γίνει μέχρι τώρα. Όπως γιά παράδειγμα, ένας έπίσκοπος, ο οποίος έχει πέσει στό άμάρτημα τής πορνείας, θεωρητικά καθίσταται μέν ψευδεπίσκοπος, λόγω τής σαρκικής πτώσεώς του, ώστόσο όμως μέχρις ότου καθαιρεθεΐ συνοδικά, θεωρείται κανονικός έπίσκοπος καί έξακολουθεΐ νά τελεί έγκυρα μυστήρια, παρά τήν άναξιότητά του. Μόνον όταν καθαιρεθεΐ συνοδικά παύει νά είναι έπίσκοπος, διότι τότε χάνει τήν Χάριν τής Ίερωσύνης. Επομένως, ή συνοδική πράξη τής καθαιρέσεως καί στή συνέχεια τής άποκοπής του αίρετικου άπό τό Σώμα τής Εκκλησίας δέν έχει τυπικό, άλλά ούσιαστικό χαρακτήρα. Ούτε, έπίσης, έχει τήν έννοια «τής παραιτήσεως κάποιου δι' αίτήσεώς του άπό κάποιον οργανισμό, σύλλογο κ.λπ.» (σελ. 31), διότι έδώ δέν έχουμε οίκειοθελή παραίτηση του αίρετικου άπό τό Σώμα τής Εκκλησίας, άλλά ούσιαστική πράξη άποκοπής του παρά τήν θέλησή του.

Ενα παράδειγμα άπό τόν χώρο τής Ιατρικής μπορει νά μας βοηθήσει στήν προκειμένη περίπτωση: Όταν κάποιο μέλος του σώματός μας πάθει γάγγραινα, τότε ή νέκρωση του μέλους αύτου δέν γίνεται άμέσως, άλλά προοδευτικά. Στήν περίπτωση αύτή ο χειρουργός δέν κόβει άμέσως τό μέλος αύτό, του οποίου πάσχει ή αίμάτωση καί κινδυνεύει νά νεκρωθεί, άλλά καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια νά άποκαταστήσει τήν αίμάτωση καί νά σώσει έτσι τό πάσχον μέλος. Εάν, παρά τίς έπίμονες προσπάθειές του, δέν κατορθώσει τίποτε, τότε έπέρχεται ή νέκρωση λόγω κακής αίματώσεως του μέλους. Οπότε πλέον ο χειρουργός είναι άναγκασμένος νά άποκόψει τό μέλος, γιά νά μήν μεταδοθεί ή γάγγραινα καί στό ύπόλοιπο σώμα. Κατά παρόμοιο τρόπο ο αιρετικός, πού θά νοσήσει άπό τήν γάγγραινα τής αίρέσεως, καθίσταται άνάξιος της άρχιερωσύνης (ψευδεπίσκοπος). Εξακολουθεί, όμως, παρά τήν άρρώστια του, νά είναι μέλος τής Εκκλησίας. Η Εκκλησία, διά τών πνευματικών χειρουργών της, τών Αγίων Πατέρων, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια νά τόν θεραπεύσει καί νά τόν έπαναφέρει στήν Ορθόδοξη διδασκαλία. Εάν δέν κατορθώσει τίποτε, τότε πλέον τόν άποκόπτει οριστικά μέ τήν χειρουργική πράξη τής καθαιρέσεως καί του άναθεματισμου. Όπως δέ ή χειρουργική έπέμβαση τής άποκοπής ούτε άπό μόνη της γίνεται ούτε τήν πραγματοποιεί άπό μόνο του τό ύπόλοιπο Σώμα, άλλά μόνον ο χειρουργός, έτσι καί ή άποκοπή του αίρετικου άπό τό Σώμα τής Εκκλησίας ούτε αύτόματα γίνεται ούτε είναι έργο του κάθε μέλους τής Εκκλησίας, άλλά μόνον τών πνευματικών χειρουργών, δηλαδή τών έπισκόπων έκείνων, πού συνοδικώς θά καθαιρέσουν καί θά άναθεματίσουν, διότι αύτοί μόνον έχουν λάβει τήν έξουσία του δεσμείν καί λύειν καί κατ' έπέκτασιν καί του αποκόπτειν. Τό Σώμα τής Εκκλησίας τό μόνο, πού μπορει νά κάνει, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί ή συνοδική άποκοπή του αίρετικου, είναι νά έπισημάνει τήν αίρεση, νά άνταγωνιστεΐ πρός αύτήν, άντιπαραθέτοντας τήν Ορθόδοξη διδασκαλία, νά ζητήσει άπό τήν Ίεραρχία τήν έπίσημη συνοδική καταδίκη της καί του έν λόγω αίρετικου καί νά λάβει κάθε δυνατή προφύλαξη, άπομακρυνόμενος άπό τόν αιρετικό έπίσκοπο. Ο παρών Κανόνας δίδει έπιπλέον τήν δυνατότητα τής άποτειχίσεως, δηλαδή τής διακοπής τής μνημονεύσεως του αίρετικου έπισκόπου, μέ τήν προϋπόθεση βέβαια πάντοτε ότι οι αιρετικές του διδασκαλίες νά έχουν καταγνωστεΐ άπό Σύνοδο η άπό Πατέρες τής Εκκλησίας.

Πέρα γιά πέρα άστοχοι καί έσφαλμένοι είναι έπίσης καί οι ισχυρισμοί του, ότι στήν «περίπτωση τών θεμάτων τής πίστεως ο κάθε πιστός γίνεται κριτής καί δικαστής πρό συνοδικής κρίσεως του άτάκτως περιπατουντος έπισκόπου καί 'στέλλετα'' άπό αύτόν σύμφωνα μέ τήν έκφραση του μεγάλου Αποστόλου τών ’Εθνών: Παραγγέλομεν δέ ύμίν...'» (σελ. 41-42). Αλλοίμονο, αν ο κάθε πιστός μεταβληθεΐ σέ κριτή καί δικαστή καί τοποθετήσει έτσι τόν έαυτό του ύπεράνω Συνόδων καί Πατέρων καί έχει τήν άξίωση νά κρίνει τήν άκεραιότητα τής πίστεως του κάθε έπισκόπου. Στήν περίπτωση αύτή καταργεΐται κάθε έννοια έκκλησιαστικής εύταξίας, καταργεΐται ούσιαστικά ο Συνοδικός Θεσμός τής Εκκλησίας, άνατρέπονται τά πάντα καί έπικρατεΐ μία χαώδης κατάσταση, στήν οποία κάθε πιστός, άνάλογα μέ τό έπίπεδο τής πνευματικής του καταστάσεως, κρίνει καί άξιολογεΐ πόσο «Ορθόδοξος» η πόσο «αιρετικός» είναι ο κάθε έπίσκοπος. Στούς πιστούς αύτούς, πού θά φθάσουν σέ μιά τέτοια κατάσταση πλάνης καί ύπερηφανείας άρμόζει ο λόγος του ΞΔ' (64ου) Κανόνος τής Πενθέκτης Οίκουμενικής Συνόδου : «Τί σεαυτόν ποιείς ποιμένα, πρόβατον ών; Τί γινη κεφαλή, πούς τυγχάνων; Τι στρατηγειν έπιχειρεις, τεταγμένος έν στρατιώταις»; Ο Θεός νά μας φυλάξει άπό τέτοιο κακό!

Κάτι άνάλογο μέ τήν παραπάνω φράση θέλει νά έκφράσει ο π. Εύθύμιος, όταν όμιλεΐ περί τής «έξένστικτου άποτειχίσεως». Μέ τήν φράση αύτή θέλει νά δηλώσει ότι τό ένστικτο του κάθε πιστου καί όχι ή γνώμη καί ή κρίσις πνευματικών άνδρών καί θεοφόρων Πατέρων, καλείται νά γίνει κριτής καί οδηγός στήν άποτείχιση καί άπομάκρυνσή του άπό τόν αιρετικό έπίσκοπο. Γι' αύτό καί σέ πολλά σημεία του βιβλίου του γράφει: «Είναι σαφής, λοιπόν, ή γραμμή τών Ορθοδόξων πρός τούς αιρετικούς έπσκόπους καί κληρικούς μή καταδικασθέντας ύπό Συνόδου, άσχέτως αν ή συγκεκριμένη αι'ρεσις είχε καταδικασθείή όχι. Αύτό άποδεικνύει ότι ή άπομάκρυνσις τών Ορθοδόξων άπό κάθε αίρεση καί κάθε αιρετικό ήτο Παράδοσις, η οποία λετουργουσε ώς ένστικτο όχι μόνο είς τούς κληρικούς, άλλά καί είς τόν άπλό λαό» (σελ. 84). Καί άλλου: «Αύτή άκριβώς είναι ή έξ ένστικτου άποτείχισις τών Ορθοδόξων, χωρίς φυσικά νά άναμένουν συνοδική άπόφαση, ή οποία νά καταδικάζει τούς συγκεκριμένους αιρετικούς» (σελ. 85). Σέ αλλο σημείο: «Είναι άλήθεια ότι οί Ορθόδοξοι τήν έποχή έκείνη του Αγίου (Μάρκου του Εύγενικου) ήταν πολύ πό εύαίσθητοι στά θέματα τής πίστεως άπό τούς Ορθοδόξους τής έποχής μας. Διά τουτο, ώς άπό ένστικτου, θά λέγαμε, άπετειχίζοντο άπό τούς ένωτικούς καί λατινόφρονες ’Επισκόπους καί κληρικούς» (σελ. 200). Τέλος, « ...ή άποτείχισις άπό τούς αιρετικούς ποιμένες πρέπει νά λειτουργεί μέσα μας ώς ορθόδοξο ένστικτο, κάτι δηλαδή σάν τό τίναγμα τουχερο μας, όταν έλθει σέ έπαφή μέ τή φωτιά» (σελ. 212). Η άντίληψη αύτή είναι καινοφανής καί ξένη πρός τήν Παράδοση τής Εκκλησίας, διότι ούδείς Ίερός Κανών ομιλεί περί «έξ ένστικτου αποτειχίσεως». Μιά τέτοια θεώρηση καί άντιμετώπιση, πού βασίζεται στό ένστικτο, ούσιαστικά καταργεί τούς Ίερούς Κανόνες, τό Πηδάλιο καί τίς Άγιες Συνόδους, οδηγεί σέ προτεσταντικές νοοτροπίες, όπου ο κάθε πιστός γίνεται ο ιδιος ή Παράδοση, ή Εκκλησία. Κάθε πιστός γίνεται ένας Πάπας, ο Οποίος μπορει νά άποφασίζει σέ θέματα πίστεως, χωρίς νά δεσμεύεται άπό κανένα καί άπό πουθενά.







Ο προαιρετικός χαρακτήρας του Κανόνος



Επειδή ο Κανόνας αύτός, όπως έλέχθη προηγουμένως, βρίσκεται σέ στενή νοηματική συνάφεια μέ τούς δύο προηγουμένους (13ο, 14ο καί πρώτο μέρος του 15ου), θεωρείται άναγκαία ή συνοδική κρίση καί καταδίκη του συγκεκριμένου αίρετικου έπισκόπου, πού μέχρι προτινός ήταν «πρόεδρος», κανονικός έπίσκοπος, καί στή συνέχεια έπεσε στήν αίρεση. Επειδή δέ άκριβώς ο Κανόνας άπαιτεΐ τήν ονομαστική συνοδική καταδίκη του αίρετικου, δέν είναι δυνατόν ή άποτείχιση άπό αύτόν νά έχει ύποχρεωτικό χαρακτήρα. Άν ο Κανόνας ύποχρέωνε τούς πιστούς νά άποτειχιστουν άπό αύτόν, θά ήταν περιττή ή συνοδική κρίσις καί άποκοπή του άπό τό Σώμα τής Εκκλησίας, άφου τήν κρίση καί τήν άποκοπή θά τήν είχε κάνει ήδη ο λαός, άποτειχιζόμενος άπό αύτόν.

Είναι έπίσης σημαντικό νά τονιστεί ότι ο Κανών αύτός, ενώ επαινεί μέν έκείνους, πού άποτειχίζονται άπό τόν αιρετικό έπίσκοπο «πρό συνοδικής διαγνώσεως», δέν έπιβάλλει όμως κάποια ποινή σ' έκείνους, πού χωρίς νά άποδέχονται τίς διδασκαλίες του έν λόγω έπισκόπου, εξακολουθουν νά τόν μνημονεύουν, άναμένοντες συνοδική διάγνωση καί καταδίκη καί άνταγωνιζόμενοι μέ κάθε τρόπο πρός τήν αίρεση. Εάν ο Κανόνας είχε ύποχρεωτικό χαρακτήρα, θά έπρεπε νά ύπάρχει οπωσδήποτε μία άνάλογη διατύπωση γιά όλους έκείνους, πού έξακολουθουν νά έχουν έκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν αιρετικό έπίσκοπο πρίν άπό τήν συνοδική καταδίκη του, καί στή διατύπωση αύτή θά ύπήρχε ή προβλεπόμενη ποινή, άφου μάλιστα πρόκειται γιά ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι ή αίρεση. Θά έπρεπε δηλαδή ο Κανόνας, μετά τήν φράση: «Οί γάρ... εαυτούς της πρός τόν καλούμενον έπίσκοπον κοινωνίας άποτειχιζοντες... τής πρεπούσης τιμής τοις Ορθοδόξοις αξιωθήσονται», νά περιλαμβάνει τήν άκόλουθη φράση: «Οί δέ τής πρός τόν καλούμενον έπίσκοπον πρό συνοδικής διαγνώσεως μή έαυτούς αποτειχίζοντες καθαρείσθωσαν καί άφοριζέσθωσαν». Τέτοια όμως φράση δέν ύπάρχει. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο αείμνηστος άρχιμ. π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο Κανόνας αύτός «δέν νομοθετεί ύποχρέωσιν, άλλ' άπλώς παρέχει δικαίωμα. Ουδαμου λέγει οφείλουν οί κληρικοί νά αποχωρίζονται άπό τοιούτου έπισκόπου πρό τής καταδίκης αύτου ούδέ ομιλεί περί τιμωρίας τινός ή καί άπλώς έστω μέμψεως, κατά τών μ ή άποχωριζομένων, καίτοι είναι συνήθη είς τούς Ιερούς Κανόνες τά «καθαρείσθω» προκειμένου περί κληρικών μή εκπληρούντων είς τό άκέραιον τάς έαυτών ύποχρεώσες. Απλώς λέγει ότι οί άποκοπτόμενοι άπό τοιούτου ’Επισκόπου Κληρικοί δέν είναι κατακριτέοι. Ότι τουτο είναι άληθές πείθει καί τό γεγονός ότι, ένώ έν τή μακρα ίστορία τής ’Εκκλησίας καθηρέθησαν άμέτρητοι έπίσκοποι επί αιρέσε, ούδέποτε ετιμωρήθη κληρικός τίς ή καί άπλώς έπετιμήθη διά τόν λόγον ότι δέν έσπευσε νά άποσχισθή πάραυτα άπό του αίρετικου έπισκόπου, αλλ' ανέμενε τήν ύπό συνόδου καταδίκην αύτου». Σέ αλλο σημείο  πάλι σημειώνει ότι «έάν ή ’Εκκλησία έθεώρει οφειλήν του κληρικου τήν άμεσον άπόσχισιν αύτου άπό έπισκόπου πεσόντος είς αιρεσιν, θά είχε θεσπίσει ειδικούς κανόνας έπί του θεμελιώδους αύτου ζητήματος καί μάλιστα αύστηροτάτους. Δέν θά ήρκεΤτο νά Ομιλήσει περί του ζητήματος αύτου οίονεΐ έν παρενθέσει, δηλαδή δέν θά ήρκεΤτο νά παρεμβάλη άπλώς μίαν έξαίρεσιν είς κανόνας θεσπισθέντας πρός άποθάρρυνσιν άκριβώς καί τιμωρίαν τών σχισμάτων».









Απόπειρα συγκρίσεως του 15ου Κανόνος της ΑΒ' Συνόδου μέ άλλους Κανόνες



Τό δεύτερο μέρος του βιβλίου του άφιερώνει ο π. Εύθύμιος στήν προσπάθειά του νά συγκρίνει τόν έν λόγω Κανόνα μέ αλλους Κανόνες, οι οποίοι, κατά τήν αποψή του, συνηγορουν καί έπιβεβαιώνουν τόν ύποχρεωτικό χαρακτήρα του. Πρός τόν σκοπό αύτό άναφέρει τόν 31ο Άποστολικό Κανόνα. Κατ' άρχήν πολύ σωστά παρατηρεί ότι «ο Κανών αύτός καθαιρεί τούς κληρικούς καί άφορίζει τούς λαϊκούς, οί οποίοι θά κάνουν παρασυναγωγή, δηλαδή χωρίς τήν αδεια του έπισκόπου θά κτίσουν έκκλησία καί θά συγκεντρώνονται έκεϊ διά νά έπιτελουν τίς λατρευτικές τών συνάξεις. Ή προϋπόθεσς, πού άναφέρει ο Κανών, διά νά είναι ή σύναξς όντως παρασυναγωγή καί συνεπώς έφάμαρτος, είναι 'μηδέν κατεγνωκώς του έπισκόπου έν εύσεβεία καί δικαιοσύνη' δηλαδή, όπως έρμηνεύει ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης 'χωρίς νά γνωρίζει αύτός πώς σφάλλει φανερά ή είς τήν εύσέβεια ή είς τήν δικαιοσύνη, ταυτόν είπεϊνχωρίς νά γνωρίζει αύτόν πώς είναι φανερά ή αιρετικός ή αδικος'» (σελ. 59). Τό ότι ο παρών Κανόνας θέτει ώς έξαίρεση γιά τήν άπομάκρυνση άπό τόν έπίσκοπο τά θέματα πίστεως καί δικαιοσύνης, δέν σημαίνει ότι δίδει τό δικαίωμα στόν κάθε πιστό, νά γίνει κριτής καί δικαστής αύτου του έπισκόπου, έάν καί κατά πόσον δηλαδή ο έπίσκοπος αύτός είναι αιρετικός ή αδικος. Καί τουτο, διότι, όπως ήδη έτονίσθη, δέν είναι άρμόδιο καί ικανό τό κάθε μέλος τής Εκκλησίας νά κάνει αύτό τό έργο άλάνθαστα καί δίκαια, έπειδή δέν έχει τήν άνάλογη πνευματική ώριμότητα καί γνώση. Αύτό τό έργο άνήκει μόνον σέ Σύνοδο έπισκόπων. Εάν ολόκληροι Σύνοδοι έπισκόπων συνέβη, όπως γνωρίζουμε άπό τήν έκκλησιαστική μας ιστορία, νά πλανηθουν καί νά βγάλουν έσφαλμένες καί αδικες συνοδικές άποφάσεις γιά διάφορα πρόσωπα, πόσο μάλλον είναι εύκολο νά πλανηθεί καί νά πέσει έξω ένας άπλοϊκός πιστός, άνώριμος περί τήν πίστιν καί τήν πνευματικήν ζωήν; Τουτο γιά παράδειγμα συνέβη στήν Σύνοδο τής Δρυός (404), η οποία άδίκως καί παρανόμως καθήρεσε τόν Άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο καί τόν έστειλε στήν έξορία. Εξάλλου τό ότι ο Κανόνας αύτός δέν παρέχει ένα τέτοιο δικαίωμα στόν κάθε πιστό, φαίνεται άπό όσα νομοθετουν οι 13ος, 14ος καί 15ος Κανόνας τής ΑΒ' Συνόδου, οι οποίοι κατά τρόπο συμπληρωματικό έρχονται νά διασαφήσουν τό νοηματικό περιεχόμενο του έν λόγω Άποστολικου Κανόνος. Εξ αύτών οι 13ος, 14ος καί τό πρώτο μέρος του 15ου άπειλουν μέ καθαίρεση τούς κληρικούς έκείνους, πού θά τολμήσουν νά απομακρυνθούν καί δέν μνημονεύσουν, ταυτόν είπεΐν αποτειχιστουν, από τόν οίκεΐο έπίσκοπο, προτου ή Σύνοδος νά έξετάσει καί καταδικάσει τά έγκλήματα καί παραπτώματα (ή άδικήματά) του. Ό 13ος μάλιστα αιτιολογεί παρακάτω, γιατί έπιβάλλει μία τέτοια ποινή : «Ό γάρ έν πρεσβυτέρου τάξει τεταγμένος καί τών Μητροπολιτών άρπάζων τήν κρίσιν καί πρό κρίσεως αύτός κατακρίνων, όσον τό έπ' αύτώ τόν οίκεΐον πατέρα καί έπίσκοπον, ούτος ούδέ τής του πρεσβυτέρου έστίν άξιος της τμής ή ονομασίας». Έάν ό έπίσκοπος κατηγορεΐται γιά αϊρεση, τότε καί πάλι ή Σύνοδος (πολλώ μάλλον τώρα) είναι άρμοδία νά κρίνει καί νά αξιολογήσει έάν καί κατά πόσον ό έπίσκοπος είναι αιρετικός, έστω καί άν αύτό δέν αναγράφεται ρητώς στό δεύτερο μέρος του 15ου Κανόνος. Όπως έξηγήσαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο, οι συντάκτες του Κανόνος τό θεωρουν αύτό ώς κάτι τό αύτονόητο. Καί είναι αύτονόητο όχι μόνον, διότι τό απαιτεί ή συνάφεια μέ τούς δύο προηγουμένους Κανόνες, αλλά καί διότι τό απαιτεί ή όλη Συνοδική Παράδοση τής Εκκλησίας μας. Έάν έξετάσουμε τά Πρακτικά καί τούς Κανόνες τών Συνόδων (Οικουμενικών καί Τοπικών), θά διαπιστώσουμε ότι οι Άγιοι Πατέρες δέν περιορίζοντο μόνο νά έπισημάνουν καί νά καταδικάσουν τήν αίρεση, αλλά καί αύτούς τούς ίδίους τους αιρετικούς. Επομένως ή φράση του π. Εύθυμίου «ούδεμία ύπόνοια δυνητικής έρμηνείας (του 31ου Αποστολικού) δύναται νά ύπάρξει» (σελ. 61), είναι άστοχη καί μετέωρη. Ούσιαστικά αποτελεΐ ενα ψευτοδίλημμα. Έδώ δέν τίθεται θέμα δυνητικής ή μή έρμηνείας του Κανόνος, (ό Κανόνας ούτως ή άλλως είναι ύποχρεωτικός), αλλά θέμα ορθής κρίσεως τών αδικημάτων ή τών αιρετικών διδασκαλιών«του έπισκόπου. Τό έρώτημα, π. Εύθύμιε, είναι ποιος είναι ο άρμοδιος να κρίνει ενα τέτοιο επίσκοπο. Τήν απάντηση σ' αύτό τό έρώτημα τήν δίδουν, όπως διασαφήσαμε παραπάνω, αφ' ένός μέν οι 13ος, 14ος καί 15ος Κανόνας καί αφ' έτέρου ή διαχρονική Συνοδική Παράδοσις τής Εκκλησίας μας. Από τά παραπάνω, έπίσης, γίνεται φανερό ότι είναι τελείως άστοχη ή σύγκριση του έν λόγω Κανόνος μέ τόν 15ο τής ΑΒ'.

Αναφέρει έπίσης τόν Α' Κανόνα του Μεγαλου Βασιλείου. Στόν Κανόνα αυτόν ό Μέγας Πατήρ, αφου προηγουμένως έρμηνεύει τί είναι αίρεση, τί σχίσμα καί τί παρασυναγωγή, στή συνέχεια κάνει λόγο γιά τό βάπτισμα τών αιρετικών καί τών σχισματικών. Αναφέρει όρισμένες περιπτώσεις σχισματικών, τών οποίων τό βάπτισμα γίνεται κατ' οικονομίαν δεκτό, καθώς καί μέ ποιά κριτήρια θά πρέπει νά έφαρμόζεται ή ακρίβεια ή ή οικονομία στό θέμα του βαπτίσματος. Στή συνέχεια ο π. Εύθύμιος μεταφέρει τά περί οίκονομίας καί ακριβείας του έν λόγω κανόνος στόν 15ο τής ΑΒ' καί έξετάζει, αν ή αποτείχιση ή η μή άποτείχιση άπό τόν αιρετικό έπίσκοπο άποτελεΐ έφαρμογή της ακρίβειας ή τής οίκονομίας. Καί τουτο διότι, όπως σημειώνει παρακάτω : «Τό νά έκλάβει κάποιος ένα Ιερό Κανόνα, καί μάλιστα δογματικό, δυνητικά, (δηλαδή αν θέλει δύναται νά τόν έφαρμόσε), αύτό νομίζω δέν ύπάρχει σάν διδασκαλία στό Πηδάλιο, οϋτε σάν παράδοση στήν Εκκλησία» (σελ. 64). Καταλήγει δέ στό συμπέρασμα ότι «δέν ύπάρχει οχι περίπτωση δυνητικής έφαρμογής, βασισμένη στήν διδασκαλία τής ’Εκκλησίας, άλλά οϋτε περίπτωση νομίμου οικονομίας» (σελ. 65). Κατ' άρχήν θά θέλαμε νά ύπογραμμίσουμε καί μάλιστα μέ κεφαλαία γράμματα, τό έξής : Τό τί άποτελει άκρίβεια καί τί οίκονομία στό θέμα τής άποτειχίσεως άπό αιρετικό έπίσκοπο φαίνεται ξεκάθαρα από όλη τήν Συνοδική Παράδοση της Εκκλησίας μας. Φαίνεται δηλαδή άπό τό γεγονός ότι οι Άγιοι Πατέρες, πού συνεκρότησαν τίς διάφορες Συνόδους, επεφυλασσαν δι' εαυτους τό δικαίωμα νά κρίνουν, καταδικάσουν, άποκόψουν μέ άφορισμό καί άνάθεμα, δηλαδή άποτειχίσουν, (μέ συνέπεια νά διακόψουν κατόπιν καί τήν μνημόνευση), τούς αιρετικούς έπισκόπους. Αυτή ή ίδια ή Παράδοση άποτελεί τήν ακρίβεια καί οχι όσα διαλαμβάνει ή δεύτερη παράγραφος του 15ου Κανόνος τής ΑΒ'. Δέν είναι δυνατόν παράγραφος ένός Κανόνος νά επέχει θέση άκριβείας, νά άνατρέπει καί νά περιθωριοποιεί μία ολόκληρη Συνοδική Παράδοση αίώνων, Οικουμενικών καί Τοπικών Συνόδων. Εάν ο 15ος Κανόνας τής ΑΒ' αποτελουσε τήν γραμμή της ακριβείας, τότε οι Άγιοι Πατέρες θά περιορίζοντο στίς Συνόδους νά καταδικάσουν μόνο τήν αίρεση καί οχι καί τούς αιρετικούς, διότι ή καταδικαστική κρίση καί στή συνέχεια ή άποτείχιση άπό αύτούς, οφειλε νά γίνει άπό τούς ίδίους τους πιστούς. Μιά τέτοια γραμμή, όμως, ποτέ δέν έφαρμόστηκε στήν Παράδοση τής Εκκλησίας μας.

Η στάση καί η διαγωγή τών Αγίων της Εκκλησίας μας, πού αγωνίστηκαν έναντίον τών αιρέσεων τής έποχής των, μας βοηθεί νά συνειδητοποιήσουμε καλύτερα τήν παραπάνω άλήθεια. Οι Άγιοι Μάξιμος ο Ομολογητής καί Σωφρόνιος, γιά παράδειγμα, πού άγωνίστηκαν κατά τής αίρέσεως του Μονοθελητισμου, έξακολουθουσαν νά έχουν εκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν αίρεσιάρχη Σέργιο Κωνσταντινουπόλεως τουλάχιστον μέχρι τό 634, οπότε συνεκλήθη η Τοπική Σύνοδος τών Ιεροσολύμων, πού καταδίκασε τόν Μονοφυσιτισμό, αν καί ο Σέργιος είχε άρχίσει νά κηρύσσει τήν αίρεση ήδη από τό 615, δηλαδή έπί 19 χρόνια. Δέν έσπευσαν δηλαδή, αμέσως μετά τήν διαπίστωση τών αιρετικών του διδασκαλιών, νά τόν αναθεματίσουν καί νά αποτειχιστουν απ' αύτόν, αλλά ξεκίνησαν αντιαιρετικό αγώνα μέ συγγράμματα, πού συνέγραψαν, καί διαλόγους, πού είχαν μέ διάφορα εκκλησιαστικά πρόσωπα, μέ σκοπό νά έπισημάνουν τήν αίρεση καί νά εύαισθητοποιήσουν τό έκκλησιαστικό πλήρωμα, έτσι ώστε νά επιτύχουν τήν συνοδική καταδίκη της αιρέσεως. Μάλιστα ειδικότερα ο Άγιος Μάξιμος, πού ήταν ή ψυχή του αντιαιρετικου αγώνος, επεχείρησε όλόκληρη περιοδεία (Κρήτη, Βόρειος Αφρική, Ρώμη) πρός τόν σκοπό αυτό. Έτσι, έπέτυχε δεύτερη Συνοδική καταδίκη της αιρέσεως στή Ρώμη στή Σύνοδο του Λατερανου (649), πού είχε έπισημότερο χαρακτήρα σέ σχέση μέ τήν προηγούμενη τών Ιεροσολύμων, αφου τώρα πλέον όχι μόνον καταδικάστηκε ή αίρεση, αλλά έπιπλέον αναθεματίστηκαν καί οι αιρετικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Πύρρος καί Παυλος. Εάν οι επίσκοποι της Συνόδου αύτής (τό 649), αλλά καί ο ίδιος ό Άγιος Μάξιμος, θεωρουσαν τούς παραπάνω αιρετικούς ώς ήδη εύρισκομένους εκτός της Εκκλησίας (αναθεματισμένους), λόγω τών αιρετικών τους διδασκαλιών, τότε γιατί να τους αναθεματίσουν; Μία τέτοια ένέργεια θά ήταν περιττή. Τίθεται λοιπόν τό έρώτημα: Πότε όντως οι αιρετικοί αυτοί αναθεματίστηκαν; Όταν άρχισαν νά διδάσκουν τίς αιρετικές τους διδασκαλίες (615) ή μετά από 34 χρόνια, όταν συνεκλήθη ή Σύνοδος του Λατερανου; Ασφαλώς, όταν συνεκλήθη ή Σύνοδος.

Στή συνέχεια αναφέρει μία σειρά Κανόνων (Αποστολικών καί τής έν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου), πού αναφέρονται στά θέματα τών συμπροσευχών μέ αιρετικούς καί τών μυστηρίων αύτών. Ασφαλώς όλοι αύτοί οι Κανόνες έχουν ύποχρεωτικό χαρακτήρα. Οι αιρετικοί αύτοί, γιά τούς όποίους έδώ γίνεται λόγος, ανήκουν σέ αιρέσεις, πού έχουν καταδικαστεί έπίσημα από Συνόδους καί οφείλουμε νά τούς έφαρμόσουμε, χωρίς νά έξετάσουμε, άν οι ίδιοι οι αιρετικοί σάν πρόσωπα έχουν καταδικαστεί από Σύνοδο. Στήν προκειμένη περίπτωση οφείλουμε νά λάβουμε ύπ' όψιν μας, έκτός από τούς παραπάνω Κανόνες, καί τούς Κανόνες Α', Β' καί Ζ' τής Οικουμενικής, οι όποιοι καταδικάζουν μέ αφορισμό και καθαίρεση κάθε κληρικό ή λαϊκό, ό όποιος θά παρασυρθεΐ σέ γνωστή αίρεση, πού έχει ήδη καταδικαστεί από Σύνοδο καί θά έρθει σέ έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αιρετικούς αύτής τής αιρέσεως. Η διαφορά του 15ου τής ΑΒ' από τούς Κανόνες τής Γ' Οικουμενικής είναι ότι αύτοί μέν καταδικάζουν μέ ένα γενικό, μή ονομαστικό, άφορισμό κάθε μεταγενέστερο αιρετικό γνωστής καί καταδικασμένης άπό Σύνοδο αίρέσεως, ενώ ο 15ος τής ΑΒ' απαιτεί καί τήν ονομαστική καταδίκη του αίρετικου. Τουτο φαίνεται άπό τήν διατύπωση του Κανόνος: «Οι γάρ δι' αιρεσιν τινά παρά τών Αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην της πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες...». Δηλαδή οι κληρικοί αύτοί έπαυσαν νά μνημονεύουν τόν μέχρι προτινός πρόεδρό τους, τόν ίεραρχικά προϊστάμενό τους. Στήν περίπτωση αύτή είναι άναγκαΐο νά έπακολουθήσει συνοδική έξέταση καί κρίση αύτου του κληρικου-προέδρου, διότι, αν οντως είναι αιρετικός καί δέν μετανοεί γιά τίς αιρετικές διδασκαλίες του, πρέπει νά καθαιρεθει, γιά νά παύσει τό σκάνδαλο καί νά προφυλαχθει τό ποίμνιο, του οποίου αύτός προΐσταται, άπό τίς αιρετικές του διδασκαλίες.









Ό 15ος Κανών της ΑΒ' Συνόδου εν σχέση

μέ τήν Αγία Γραφή καί τούς Αγίους Πατέρες



Τό τρίτο μέρος του βιβλίου του ο π. Εύθύμιος τό άφιερώνει στήν προσπάθειά του νά καταδείξει ότι τόσο ή Καινή Διαθήκη όσο καί οι Πατέρες έπιβεβαιώνουν καί συνηγορουν ύπέρ του ύποχρεωτικου χαρακτήρος του Κανόνος. Θά άναφερθουμε έν συντομία σ' όλες αύτές τίς περιπτώσεις.



1. Καινή Διαθήκη



Από τήν Καινή Διαθήκη άναφέρει κατ' άρχήν δύο χωρία, τό Γαλ. 1, 8, «άλλά καί αν ημείς ή αγγελος έξ ούρανου εύαγγελίζεται ύμίν παρ' ό εύηγγελσάμεθα υμίν, άνάθεμα έστω. Ει τις ύμας εύαγγελίζηται παρ' ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω», καί τό Τίτ. 3, 10 «αίρετικόν ανθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παρα/τού, είδώς ότι έξέστραπται Ο τοιουτος καί άμαρτάνει ών αύτοκατάκριτος». Μέ βάση τό πρώτο μεν χωρίο βγάζει τό συμπέρασμα, ότι «δέν χρειάζεται αλλη άπόφαση Συνόδου παρά μόνο πρός κατοχύρωση τών Ορθοδόξων» (σελ. 77), μέ βάση δέ τό δεύτερο ότι ή λέξη «αυτοκατάκριτος» σημαίνει «τήν αύτόματη άποκοπή του αίρετικου άπό τό Σώμα τής Εκκλησίας, χωρίς άπόφαση Συνόδου» (σελ. 77). Τό ότι τά συμπεράσματα αύτά είναι αύθαίρετα, μόλις είναι άνάγκη νά ύπογραμμιστεΐ, γιά τούς λόγους, πού έξηγήσαμε παραπάνω, στό προηγούμενο κεφάλαιο, όπως έπίσης καί στό κεφάλαιο τής έρμηνείας του Κανόνος. Πέραν αύτών, έδώ προσθέτουμε, ότι οι Αγιοι Πατέρες, οι οποίοι είχαν υπ' οψιν τους τά παραπάνω χωρία (όπως καί τά αλλα χωρία, πού άναφέρει παρακάτω), καί μέ βάση αύτά ερύθμιζαν τήν διαγωγή τους άπέναντι στίς αιρέσεις καί στούς αιρετικούς, δέν κατενόησαν καί δέν έρμήνευσαν τά χωρία αυτά, όπως τά έρμηνεύει ο π. Εύθύμιος. Δέν έβγαλαν δηλαδή τό συμπέρασμα ότι δέν είναι άναγκαία ή συγκρότηση Συνόδου, ή οποία θά καταδικάσει τήν αίρεση καί θά άναθεματίσει τούς αιρετικούς, έπειδή είναι άρκετό τό «άνάθεμα» ή ή λέξη «αύτοκατάκριτος», γιά τήν «αύτόματη άποκοπή του αίρετικου άπό τό Σώμα τής Εκκλησίας», πού έξαπολύει στά χωρία αύτά ο Απ. Παυλος. Απεναντίας εθεώρησαν χρέος τους νά συγκροτήσουν Συνόδους καί συνοδικά νά έξουδετερώσουν τίς πλάνες τών αιρετικών καί έτσι νά έφαρμόσουν στήν πράξη τό «άνάθεμα» του Απ. Παύλου, άναθεματίζοντες καί αύτοί μέ τήν σειρά τους τούς αιρετικούς. Δέν είναι δυνατόν ή Αγία Γραφή νά ακυρώνει τήν Κανονική Παράδοση τής Εκκλησίας, διότι τά δύο αύτά μεγέθη, Γραφή καί Παράδοση, ώς ίσόκυρα, αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους, ώστε νά αποτελουν ένα ένιαίο σύνολο. Ό, τι έλέχθη γιά τά δύο χωρία, πού έξετάσαμε, ίσχύει καί γιά τά άλλα χωρία, πού αναφέρει στή συνέχεια (Β' Ίω. 10, Β' Κόρ. 6, 14-17, Β' Πετρ. 2, 1, Έφ. 4, 5). Δηλαδή καί τά χωρία αύτά δέν καταργουν τήν ανάγκη τής Συνοδικής καταδίκης τών αιρέσεων καί τών αιρετικών.





2. Αποστολικοί Πατέρες.



Στό κεφάλαιο αύτό ό π. Εύθύμιος αναφέρει ενα χωρίο από τίς Αποστολικές Διαταγές: «ίνα μήποτε είπη ό λαϊκός ότι έγώ πρόβατον είμί καί ού ποιμήν. Καί ούδένα λόγον έμαυτου πεποιήμαι. Ο ποιμήν οψεται και αύτός μόνος εισπραχθήσεται τήν υπέρ έμου δίκην. Ώσπερ γάρ τω καλώ ποιμένι τό μή ακολουθουν πρόβατον λύκος εκειται είς διαφθοράν, ουτω καί τω πονηρώ ποιμένι τό ακολουθουν πρόδηλον εχει τόν θάνατον, ότι κατατρώξεται αύτώ. Διό φευκταίον από τών φθορέων ποιμένων». Μέ βάση τό χωρίο αύτό συμπεραίνει: «Είναι άραγε δυνατόν νά περιμένει απόφαση Συνόδου τό πρόβατο, γιά νά απομακρυνθεί από τόν λύκο; Καί είναι δυνατόν νά μήν βλαφθείπαραμένοντας έκκλησιαστικά κοντά του, σύμφωνα μέ τήν δυνητική έρμηνεία του υπό έξέτασιν Κανόνος»; (σελ. 79). Στό παραπάνω χωρίο γίνεται λόγος γιά ποιμένες-φθορεΐς, από τούς όποίους καλουνται τά πρόβατα νά απομακρυνθουν. Κατ' αρχήν στό χωρίο αύτό δέν γίνεται λόγος αποκλειστικά περί αιρετικών ποιμένων, αλλά περί πονηρών ποιμένων, πού είναι μία γενικότερη εκφρασις, διότι πονηροί ποιμένες δέν είναι μόνον οι αιρετικοί, αλλά γενικότερα άνθρωποι διεφθαρμένοι, πού μέ τήν ζωή καί τά εργα τους, σκανδαλίζουν καί καταστρέφουν τίς ψυχές του λογικου ποιμνίου τους. Όπως τονίσαμε παραπάνω στό κεφάλαιο τής έρμηνείας του Κανόνος, δέν είναι ικανό καί αρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τής Εκκλησίας νά διαγνώσει μέ ασφάλεια τίς αιρετικές διδασκαλίες του έπισκόπου, πού κατηγορείται γιά αίρεση, ούτε έπίσης νά κρίνει άλλα αδικήματα καί παραπτώματά του. Τό εργο τής διαγνώσεως καί τής κρίσεως ανήκει στούς έπισκόπους, οι όποιοι καλουνται Συνοδικώς νά κρίνουν τόν κατηγορούμενο έπίσκοπο. Δέν υπάρχει κανένας Κανόνας της ’Εκκλησίας, πού δίδει ένα τέτοιο δικαίωμα σέ απλούς πιστούς. Αλλοίμονο άν ό κάθε πιστός μπορουσε νά υποκαταστήσει τήν Σύνοδο. Θά έπικρατουσε τότε μία χαώδης κατάσταση μέσα στήν Εκκλησία. Επομένως τήν φράση του χωρίου τών Αποστολικών Διαταγών, «...διό φευκταίον από τών φθορέων ποιμένων», θά πρέπει νά τήν έρμηνεύσουμε ώς έξής: «Φευκταίον από τών φθορέων ποιμένων, τών όποιων τά διεφθαρμένα εργα ή ή διεφθαρμένη διδασκαλία, εχουν διαγνωσθεί καί κατακριθεί από Σύνοδο επισκόπων». Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα πόσο λανθασμένη είναι ή έρμηνεία, πού δίδει ό π. Εύθύμιος στό παρόν χωρίο, άς σκεφθουμε τήν αντίθετη περίπτωση. Τήν περίπτωση δηλαδή, πού ο επίσκοπος αδικα κατηγορείται μέ συκοφαντικές κατηγορίες, γιά δήθεν ήθικά παραπτώματα ή γιά διδασκαλίες του, πού, έπειδή παρανοήθηκαν, θεωρήθηκαν ώς αιρετικές. Τί γίνεται, λοιπόν, στήν περίπτωση αύτή; Ποιός παίρνει τήν εύθύνη τόσο γιά τίς αδικες κατηγορίες ένός άθώου άνθρώπου ή τό χειρότερο γιά τό σχίσμα, πού θά έπακολουθήσει έξαίτίας τής άπομακρύνσεως του ποιμνίου άπό έναν αξιο έπίσκοπο; Καί δέν είναι λίγες οι περιπτώσεις άδίκων, συκοφαντικών κατηγοριών ή παρανοήσεων.

         Στή συνέχεια άναφέρει χωρίο του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: «Εί δέ οι τούς άνθρωπίνους οίκους διαφθείροντες θανάτω καταδικάζονται, πόσω μαλλον οί τήν Χρίστου ’Εκκλησίαν νοθεύειν έπιχειρουντες, αιωνίαν τίσσουσιν δίκην... Ομοίως δέ καί πας ανθρωπος ο τό διακρίνειν παρά Θεου είληφώς, κολασθήσετα, άπείρω ποιμένι έξακολουθήσας καί ψευδή δόξαν ώς άληθή δεξάμενος». Στό χωρίο αύτό ο Άγιος θεωρεί άξιοκατάκριτο τόν ανθρωπο έκεΐνο, πού, ένώ έχει λάβει άπό τόν Θεό τό χάρισμα τής διακρίσεως, δέν άπομακρύνεται άπό απειρο ποιμένα καί άποδέχεται τίς ψευδείς διδασκαλίες του ώς άληθείς. Εδώ ο Άγιος ομιλεί γιά τήν είδική περίπτωση του άνθρώπου έκείνου, πού έχει τό χάρισμα τής διακρίσεως. Δέν άναφέρεται στούς άνθρώπους, πού δέν έχουν αύτό τό χάρισμα. Καί αύτοί βέβαια άποτελουν τήν συντριπτική πλειοψηφία, διότι πολύ ολίγοι είναι έκεΐνοι, πού έχουν άξιωθεΐ νά λάβουν ένα τέτοιο χάρισμα. Η Εκκλησία, όμως, δέν ένδιαφέρεται μόνον γιά τούς ολίγους χαρισματούχους, άλλά ένδιαφέρεται νά προφυλάξει όλο τό πλήρωμα τών πιστών άπό τήν λύμη τής αιρέσεως. Τό ότι ο Αγιος «πουθενά δέν άναφέρει άπόφαση Συνόδου» (σελ. 80) δέν σημαίνει ότι καταργεί τήν άνάγκη Συνοδικής άποφάσεως. Η Συνοδική άπόφαση είναι άναγκαία γιά τούς πολλούς έκείνους, πού δέν έχουν τό χάρισμα τής διακρίσεως.





3. Πατέρες 4ου και 5ου αιώνος.



Από τούς Πατέρες του 4ου αιώνος ο π. Εύθύμιος αναφέρει κατ' αρχήν τόν Μέγα Βασίλειο. Παραθέτει αποσπάσματα έπιστολών του (Επιστολή 242 τοις Δυτικοίς, Επιστολή τοις άγιωτάτοις αδελφοις καί επισκόποις τοις έν τή Δύσει, Επιστολή 92 πρός Ιταλούς καί Γάλλους Επισκόπους, Επιστολή 238 τοις Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις, Επιστολή 240 τοις Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις), μέσα από τά όποία ο Αγιος περιγράφει τήν τραγική κατάσταση, στήν όποία τότε είχε περιέλθει η Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς ύπέμενε φοβερό διωγμό από τούς Αρειανούς. Ό πιστός λαός του Θεου, καθοδηγούμενος από τόν Αγιο, είχε διακόψει κάθε έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αιρετικούς έπισκόπους καί τούς όμόφρονας των καί προτιμουσε νά προσεύχεται στήν ερημο, έγκαταλείποντας τούς ναούς, τούς όποίους είχαν καταλάβει οι Αρειανοί. Σχετικά με τήν διαγωγή αύτή του Αγίου καί του ποιμνίου του εχουμε νά παρατηρήσουμε τά εξης: Τό ποίμνιο δέν ένεργει αυθαίρετα, από μόνο του, βασιζόμενο στήν δική του κρίση, αλλά εχει ασφαλη καί απλανη όδηγό του τόν μεγάλο φωστήρα της Καισαρείας καί άλλες οσιακές μορφές της έποχης έκείνης. Αλλά καί ο Μέγας Βασίλειος δέν ένεργει καί αύτός αύθαίρετα. Έχει καί αύτός ώς ασφαλη καί απλανη όδηγό του τίς αποφάσεις της Οικουμενικης Συνόδου, η όποία κατεδίκασε οχι μόνο τήν αίρεση, αλλά καί τόν Άρειο καί τούς όμόφρονάς του. Πολύ σωστά εδώ στήν προκειμένη περίπτωση ο Αγιος διέκοψε κάθε έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αρειανούς της έποχης του, εστω καί αν αύτοί δέν είχαν αναθεματιστεί ονομαστικά από Σύνοδο. Καί τουτο διότι έφ' όσον η Α' Οικουμενική διέκοψε κάθε έκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Άρειο, αύτό σημαίνει ότι κατ' έπέκτασιν διακόπτει κάθε έκκλησιαστική κοινωνία μέ κάθε αλλον μεταγενέστερο αρειανόφρονα κληρικό, εστω καί αν αύτός ό συγκεκριμένος κληρικός δέν εχει αναθεματιστεί από τήν Εκκλησία. Αυτή τήν διαγωγή του Αγίου αποτύπωσε καί κωδικοποίησε αργότερα ή Γ' Οίκουμενική Σύνοδος, ή όποία στόν Ζ' Κανόνα της λέγει: «Εί φωραθείεν τινές, είτε έπίσκοποι είτε κληρικοί είτε λαϊκοί, η φρονουντες η διδάσκοντες τά εν τη προκομισθείση εκθέσει παρά Χαρισίου του Πρεσβυτέρου περί της ένανθρωπίσεως του Μονογενους Υιού του Θεου ήγουν τά μιαρά καί διεστραμμένα του Νεστορίου δόγματα, α καί ύποτέτακται, υποκείσθωσαν τή άποφάσει τής Αγίας ταύτης καί Οικουμενικής Συνόδου. Ώστε δηλονότι, τόν μέν επίσκοπον άπαλλοτριουσθαι τής Επισκοπής καί είναι καθηρημένον, τόν δέ κληρικόν ομοίως έκπίπτειν του κλήρου. Εί δέ λαϊκός τίς είη, καί ούτος άναθεματιζέσθω, καθ' α είρηται». Τά αυτά νομοθετουν καί οι δύο προηγούμενοι Κανόνες, δηλαδή ο Α' καί ο Β' τής αύτής Συνόδου. Επομένως είναι λανθασμένη ή θέση του π. Εύθυμίου ότι «είναι σαφής λοιπόν ή γραμμή τών Ορθοδόξων πρός τούς αιρετικούς έπσκόπους καί κληρικούς μή καταδικασθέντας ύπό Συνόδου, ασχέτως αν ή συγκεκριμένη αιρεσις είχε καταδικαστεί ή όχι» (σελ. 84), διότι ο Άγιος καί ο λαός δέν ένεργουσαν ασχετα μέ τίς άποφάσεις, άλλά μέ βάση τίς καταδικαστικές άποφάσεις τής Α' Οικουμενικής Συνόδου. Επίσης δυνάμει τών Κανόνων Α', Β' καί Ζ' τής Γ' Οικουμενικής ήταν καταδικασμένοι καί οι αιρετικοί έπίσκοποι καί κληρικοί, αν καί οχι ονομαστικώς, άλλά κατά ένα γενικό τρόπο. Συμπερασματικά μπορουμε νά πουμε ότι στήν προκειμένη περίπτωση ο Άγιος καί ο λαός ούσιαστικά έφαρμόζουν άφ' ένός μέν τίς άποφάσεις τής Α' Οικουμενικής, άφ' έτέρου δέ τούς παραπάνω άναφερθέντας Κανόνας τής Γ΄ Οικουμενικής, έστω καί αν οι Κανόνες αύτοί θεσπίσθηκαν άργότερα. Δέν μπορουμε νά πουμε ότι έδώ ό Άγιος έφαρμόζει τόν 15ο Κανόνα τής ΑΒ', διότι τό πνευμα του Κανόνος αύτου, άλλά καί ο σκοπός, γιά τόν οποίο έγράφη, είναι διαφορετικός. Ο Κανόνας αύτός θεωρεί αύτονόητη τήν άνάγκη τής Συνοδικής κρίσεως (ονομαστικά) του συγκεκριμένου αίρετικου έπισκόπου, διότι αύτό άπαιτεΐ, όπως έλέχθη ήδη, ή νοηματική συνάφειά του μέ τούς δύο προηγουμένους (13ο, 14ο καί πρώτο μέρος του 15ου). Πάντως Συνοδική καταδίκη τών αιρετικών, είτε ονομαστικά είτε μή ονομαστικά, είναι άπαραίτητη καί πουθενά σέ καμμιά περίπτωση δέν ύπάρχει διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας (άποτείχιση) χωρίς καταδίκη τών αιρετικών. Επομένως η αγωνιώδης προσπάθεια του π. Εύθυμίου νά πείσει τόν άναγνώστη γιά «άποτείχιση πρό συνοδικής κρίσεως», είτε τής αίρέσεως είτε τών αιρετικών, έπαναλαμβάνοντας παντου σ' όλο τό βιβλίο του τήν παραπάνω φράση είναι έσφαλμένη. Απλούστατα ο κανόνας αύτός έπαινεί μέν όσους άποτειχίστηκαν άπό αύτόν πρό τής συνοδικής καταδίκης του, δέν τιμωρεί, όμως, όσους, άπό σεβασμό πρός τόν Συνοδικό θεσμό τής Εκκλησίας, περιμένουν Συνοδική κρίση, (ή όποία όπωσδήποτε πρέπει νά έπακολουθήσει), χωρίς νά αποδέχονται τίς αιρετικές του θεωρίες καί ανταγωνιζόμενοι μέ κάθε τρόπο πρός τήν αίρεση.

Μετά τόν Μέγα Βασίλειο αναφέρεται στόν Μέγα Αθανάσιο. Βασικά ό, τι έλέχθη γιά τόν Μέγα Βασίλειο, ισχύει καί γιά τόν Μέγα Αθανάσιο καί γιά τούς αλλους Πατέρες, όπως θά δουμε παρακάτω. Στήν παράγραφο αύτή θά κάνουμε μερικούς έπί πλέον σχολιασμούς. Κατ' αρχήν παραθέτει απόσπασμα λόγου του, στό όποιο διδάσκει τούς Χριστιανούς νά διώχνουν τόν έπίσκοπο η κληρικό, όταν αύτοί «κακώς αναστρέφονται καί σκανδαλίζουσι τόν λαόν». ’Εδώ δέν γίνεται λόγος γιά αίρεση, αλλά γιά αλλης φύσεως άμαρτήματα (ήθικά παραπτώματα η αδικήματα) του έπισκόπου, πού προκαλουν σκάνδαλο στόν λαό. Αύτου του είδους, όμως, τά άμαρτήματα ρυθμίζουν, όπως είδαμε οι Κανόνες 13ος, 14ος καί τό πρώτο μέρος του 15ου της ΑΒ'. Σέ απόλυτη συμφωνία μέ τούς παραπάνω κανόνες είναι καί ό Αγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, ό όποιος σ' ενα ερμηνευτικό του λόγο στήν Β' πρός Τιμόθεον έπιστολή παρατηρεί : «Ει μέν γάρ δόγμα εχει διεστραμμένον καν άγγελος η μή πείθου. Ει δέ ορθά διδάσκει, μή τω βίω πρόσεχε, αλλά τοΐς ρήμασιν... Αλλ' ού δίδωσι πένησ, φησίν, ούδέ καλώς διοικεί. Πόθεν σοί τουτο δηλον; Πρίν η μάθης, μή μέμψη, φοβήθητι τάς εύθύνας. Πολλά από ύπονοίας κρίνεται... Εί δέ κατέμαθες καί έξήτασας καί είδες, ανάμενε τόν κριτήν. Μή προαρπάσης του Χριστού τήν τάξιν. ’Εκείνου ταυτα έστί έξετάζειν, ού σου. Σύ δουλος ει έσχατος, ού δεσπότης. Σύ πρόβατον εί, μή τοίνυν περιεργάζου τόν ποιμένα, ίνα μή καί έφ' οίς έκείνου κατηγορείς, εύθύνας δώς» . Στήν προκειμένη περίπτωση δέν ισχύει ή γνώμη ενός μεμονομένου Πατρός (του Μεγάλου Αθανασίου), αλλά όσα νομοθετουν Συνοδικώς οι Αγιοι Πατέρες, πού συνέταξαν τούς παραπάνω Κανόνες, οι όποιοι εχουν ισχύ νόμου μέσα στήν Εκκλησία. Δέν θά σχολιάσουμε τό απόσπασμα από τήν πρός Δρακόντιον έπιστολή του Αγίου , διότι εχει παρεμφερές περιεχόμενο μέ τίς έπιστολές του Μεγάλου Βασιλείου, τίς όποιες ηδη σχολιάσαμε. Τό ιδιο ισχύει καί γιά τό απόσπασμα της ερμηνείας στό κατά Ματθαίον Εύαγγέλιο , όπως έπίσης καί γιά τό απόσπασμα της έπιστολης του πρός μοναχούς . 'Η απάντησις εχει ηδη δοθεί από όσα έλέχθησαν προηγουμένως. Είναι λανθασμένο τό συμπέρασμα, πού βγάζει στό τέλος, ότι «είναι αξιον ίδιαιτέρας προσοχής τό ότι παντου οί Άγιοι ομιλουν γιά τό φρόνημα κάποιου προκειμένου περί έκκλησιαστικής κοινωνίας καί οχι γιά τήν άπόφαση τής Συνόδου» (σελ. 92). Οι Άγιοι «ομιλουν γιά τό φρόνημα κάποιου προκειμένου περί έκκλησιαστικής κοινωνίας», όχι παραθεωρουντες καί πετώντες στόν κάλαθο των αχρήστων τίς Συνοδικές αποφάσεις Οικουμενικών καί Τοπικών Συνόδων, αλλά μέ βάση αυτές τίς αποφάσεις. Ο Άγιος ό,τι έλεγε καί ό,τι έπραττε, τό έλεγε καί τό έπραττε, έχοντας ύπ' οψιν του τίς άποφάσεις τής Α΄ Οικουμενικής, ή οποία, όπως ήδη έλέχθη, κατεδίκασε οχι μόνο τήν αίρεση, άλλά καί τόν Αρειο καί κατ' έπέκτασιν καί όλους τους ομόφρονές του. Μέ τήν λανθασμένη έρμηνεία, πού δίδει ο π. Ευθύμιος στά πατερικά κείμενα, τινάζει κυριολεκτικά στόν άέρα όλο τόν Συνοδικό θεσμό τής Εκκλησίας καί είσάγει ένα πνευμα ακαταστασίας καί άνταρσίας, όπου ο κάθε πιστός καλείται νά ύποκαταστήσει τίς Συνόδους καί νά γίνει κριτής καί δικαστής τών αιρετικών διδασκαλιών του κάθε έπισκόπου.

Δέν θά σχολιάσουμε άποσπάσματα λόγων καί έπιστολών του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου καί του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τά οποία παραθέτει στή συνέχεια, διότι ή άπάντηση γιά όλ'αύτά έχει ήδη δοθεί μέ όσα έλέχθησαν στίς παραγράφους του Μεγάλου Βασιλείου καί του Μεγάλου Αθανασίου.

Ερχόμαστε στήν παράγραφο του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Εδώ κάνει λόγο γιά τίς τρεις έπιστολές, πού έστειλε Ο Άγιος Κύριλλος πρός τόν Νεστόριο, μέ τίς Οποίες προσπαθεί νά τόν νουθετήσει καί νά τόν έπαναφέρει στήν Ορθόδοξο διδασκαλία. Δέν διακόπτει δηλαδή Ο Άγιος άμέσως τήν έκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, όπως θά ένεργουσε Ο π. Εύθύμιος, αν ήταν στή θέση του, αν λάβουμε ύπ' οψιν μας τά όσα περί «έξ ένστικτου άποτειχίσεως» (σελ. 84-85) άναφέρει, ή όσα σέ αλλο σημείο του βιβλίου του άναφέρει : «Ο πραγματικά Ορθόδοξος ένεργεΤ είς τά θέματα τής πίστεως έμπειρικά καί δέν χρειάζεται κανόνας διά νά οριοθετήσει τήν γραμμή του, άλλά απομακρύνεται από τήν α'ίρεση καί τούς αιρετικούς πάραυτα» (σελ. 26). Αν όμως «δέν χρειάζεται κανόνας διά νά οριοθετήσει τήν γραμμή του», τότε γιατί έκανε τόν κόπο νά γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο, γιά νά έρμηνεύσει τόν 15ο Κανόνα τής ΑΒ'; Ο Άγιος άντιμετωπίζει τόν Νεστόριο σάν αρρωστο μέλος τής Εκκλησίας καί σάν σοφός ίατρός κάνει ό,τι είναι δυνατόν γιά τήν θεραπεία του. Όταν, όμως, διαπίστωσε, μετά τίς δύο πρώτες έπιστολές, ότι δέν θεραπεύεται, άναγκάζεται στήν τρίτη, νά τον απειλήσει ότι, αν δέν παύσει τίς αιρετικές του διδασκαλίες, θά διακόψει κάθε έκκλησιαστική κοινωνία μαζί του . Είναι δέ λάθος αύτό πού αναφέρει, ότι δηθεν ό Αγιος «θά διέκοπτε τήν έκκλησιαστική κοινωνία μαζ του χωρίς νά εχει καταδικαστεί από Σύνοδο ό Νεστόριος» (σελ. 108), διότι ό Αγιος διέκοψε τήν έκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο μετά από δύο Τοπικές Συνόδους, μία στήν Ρώμη από τόν Πάπα Κελεστίνο καί μία στήν Αλεξάνδρεια από τόν Αγιο, πού εγιναν τό ιδιο ετος τό 430. Τό ότι προηγήθηκαν οι δύο αύτές Σύνοδοι καί κατόπιν έπακολούθησε ό αναθεματισμός του Νεστορίου, φαίνεται καί από τήν έπιστολή, πού εστειλε ό Αγιος πρός τόν κληρο καί τόν λαό της Κωνσταντινουπόλεως: «Τοις αγαπητοίς καί ποθεινοτάτοις αδελφοίς πρεσβυτέροις, διακόνοις, καί λαώ Κωνσταντινουπόλεως, Κύριλλος έπίσκοπος, καί ή συνελθούσα Σύνοδος έν Αλεξανδρεία έκ της Αιγυπτιακής διοικήσεως, έν Κυρίω χαίρειν... ’Επειδή δέ καί έξ ών παρ' ύμίν έπ' έκκλησίας λαλών ού παύεται καί έκ τών έγγράφως έξηγήσεων αύτου πεπλανημένον εύρίσκομεν καί ού μετρίως δυσσεβούντα περί τήν πίστιν, λοιπόν αναγκαίως ηλθομεν έπί τό χρηναι διά Συνοδικού γράμματος αύτώ διαμαρτύρασθαι, ώς εί μή άποσχοιτο τήν ταχίστην των έαυτού καινοτομιών καί κατά τήν όρισθείσαν προθεσμίαν παρά του όσιωτάτου καί θεοσεβεστάτου της Ρωμαίων ’Εκκλησίας έπισκόπου Κελεστίνου... ούδένα κοινωνίας έχει τόπον πρός τούς ιερέας τού Θεού, άλλ'έσται πάντων άλλότριος...». Η παραπάνω έπιστολή είναι ενα Συνοδικό κείμενο της Συνόδου της Αλεξανδρείας, μέ τήν όποία ό Αγιος αφ' ενός μέν έφιστα τήν προσοχή του κλήρου καί του λαου πάνω στόν κίνδυνο της αιρέσεως, αφ' ετέρου δέ τούς ένημερώνει ότι ή Σύνοδος εστειλε Συνοδικό γράμμα πρός τόν Νεστόριο καί του εδωσε προθεσμία, από κοινου μέ τόν Πάπα Κελεστίνο, ότι «ει μή απόσχοιτο», έάν δέν απομακρυνθεί καί δέν αναθεματίσει τίς αιρετικές του διδασκαλίες, «ούδένα κοινωνίας εχει τόπον», θά παύσουν πλέον νά εχουν έκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Αύτό σημαίνει ότι, όταν έγράφη τό Συνοδικό γράμμα, ή Σύνοδος είχε μέν καταδικάσει καί τόν Νεστόριο καί τίς αιρετικές του διδασκαλίες, ώστόσο δέν εκρινε σκόπιμο νά διακόψει αμέσως τήν έκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Αύτό θά γινόταν μόνο μετά τήν λήξη της προθεσμίας καί μέ βάση τίς δύο αύτές Τοπικές Συνόδους. Καί στήν προκειμένη δηλαδή περίπτωση εχουμε διακοπή έκκλησιαστικης κοινωνίας μετά καί οχι πρό Συνοδικής κρίσεως. Από τό ίδιο Συνοδικό κείμενο, έπίσης, φαίνεται ότι ο Άγιος τότε μόνον προτρέπει τόν λαό νά άποσχισθει άπό τόν Νεστόριο, έφ' όσον άποδειχθεί άμετάπειστος στίς αιρετικές του διδασκαλίες: «...μήτε κοινωνειν αυτω, ει μένει λύκος αντί ποιμένος». Η είδηση, πού μας μεταφέρει ο Άγιος, ότι ο λαός, όταν γιά πρώτη φορά ακουσε τίς αιρετικές διδασκαλίες του Νεστορίου έφυγε άμέσως άπό τόν Ναό μέ βοή καί άλαλαγμό : «καί γέγονε μέν κραυγή μεγάλη παρά παντός του λαου καί έκδρομή...», δείχνει μέν πόσο άνεπτυγμένο ήταν τότε τό ορθόδοξο αίσθητήριο του λαου καί ότι διέκοψε πρό Συνοδικής κρίσεως κάθε έκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο, ώστόσο όμως ή διαγωγή αύτή του λαου δέν δικαιώνεται καί δέν βρίσκει κανένα στήριγμα σέ κανένα Κανόνα τής Εκκλησίας, ούτε καί σέ αύτόν άκόμη τόν 15ο τής ΑΒ', ο οποίος ομιλεί «δι' αιρεσιν τινά παρά τών Αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην». Αν ή διαγωγή αύτή του λαου είχε υιοθετηθεί ώς νόμος μέσα στήν Εκκλησία, θά είχε άποτυπωθεί μέ κάποιον συγκεκριμένο Κανόνα στήν άμέσως έπακολουθήσασα Γ' Οίκουμενική Σύνοδο. Τέτοιος όμως κανόνας δέν ύπάρχει. Επομένως, η διαγωγή αύτή του λαου δέν μπορει νά αποτελέσει παράδειγμα πρός μίμηση καί γραμμή πλεύσεως στή ζωή τής Εκκλησίας.





4. Πατέρες 6ου και 7ου αιώνος.



Από τούς Πατέρες του 6ου καί 7ου αίώνος ο π. Εύθύμιος άναφέρει τόν Άγιο Μάξιμο τόν Ομολογητή καί τόν Άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων. Σχετικά μέ τόν Άγιο Μάξιμο έχουμε ήδη άναφερθεΐ έν ολίγοις στήν παράγραφο, πού άναφέρεται στόν Μέγα Βασίλειο. Εδώ έπιπλέον προσθέτουμε τά έξής. Καί σ' αύτόν τόν Άγιο παρατηρουμε τήν ίδια διαγωγή, όπως καί μέ τόν Άγιο Κύριλλο. Όλα τά άποσπάσματα τών λόγων του Αγίου, τά οποία παραθέτει ο π. Εύθύμιος, τοποθετουνται χρονολογικά μετά τήν σύλληψή του άπό τόν Αύτοκράτορα Κώνστα καί τήν άπολογία του ένώπιον του αύτοκράτορος καί του αίρετικου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παύλου, όπως καί κατά τόν χρόνο τής πρώτης έξορίας του στήν Βιζύη τής Θράκης, δηλαδή μετά τήν Τοπική Σύνοδο τών Ιεροσολύμων (έπί Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου), τίς Τοπικές Συνόδους τής Αφρικής (τών έπαρχιών Νουμιδίας, Βυζακινής, Μαυριτανίας καί Ανθυπατικής Αφρικής), καί τήν Σύνοδο του Λατερανου. Επομένως ο Άγιος σ' όλες τίς διαδοχικές άνακρίσεις καί πιέσεις, πού έδέχθη, είχε πρό οφθαλμών του όλες τίς άποφάσεις όλων τών παραπάνω Συνόδων καί μάλιστα αυτής του Λατερανου (449), στήν οποία, όπως έλέχθη, καταδικάστηκε οχι μόνον ή αίρεση, άλλά έπιπλέον άναθεματίστηκαν οι αιρετικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Πύρρος καί Παυλος. Ο Άγιος διέκοψε τήν έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αιρετικούς Πατριάρχες, βασιζόμενος στίς παραπάνω Συνοδικές άποφάσεις καί άναθεματισμούς. Αύτό φαίνεται καθαρά άπό τά ίδια τά κείμενα. Γιά παράδειγμα, στήν άνάκριση, πού δέχθηκε άπό τούς άπεσταλμένους του αύτοκράτορα προκειμένου νά τόν μεταπείσουν, του έθεσαν τό έξής έρώτημα : «Τότε λέγει πρός αύτόν ο έπαρχος: κοινωνείς τή ’Εκκλησία τών ώδε ή ού κοινωνείς; - Απεκρίθη καί είπε: ού κοινωνώ.

-Λέγει αύτώ διά τι; -Απεκρίθη: Ότι έξω έβαλε τάς Συνόδους». Δηλαδή δέν κοινωνεί έκκλησιαστικά, οχι γιατί ο ίδιος άπό τήν ίδική του προσωπική κρίση έβγαλε τό συμπέρασμα, ότι ή Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στήν αίρεση, άλλά διότι «έξω έβαλε τάς Συνόδους», διότι άπέρριψε τίς Τοπικές Συνόδους, πού άναφέραμε παραπάνω. Επομένως είναι μεγάλο λάθος αύτό, πού άναφέρει παρακάτω, ότι «ή άποτείχισις αύτή του Οσίου έγίνετο πρό συνοδικής κρίσεως, δηλαδή πρίν καταδικαστουν οί αιρετικοί πατριάρχες καί επίσκοποι άπό Σύνοδο» (σελ. 116).

Έχουμε καί αλλη μία χαρακτηριστική μαρτυρία του Άγίου, κατά τόν χρόνο της πρώτης έξορίας του στήν Βιζύη, πού αποδεικνύει τό Συνοδικό του φρόνημα. Όταν ό απεσταλμένος του Πατριάρχου έπίσκοπος Θεοδόσιος έπρότεινε στόν Αγιο νά ελθει σέ κοινωνία μαζί τους μέ τήν ύπόσχεση ότι έγγράφως θά αποδεχθεί τήν Ορθόδοξη διδασκαλία, ό Αγιος καί πάλι αρνήθηκε: «Καί τότε αποκριθεΤς ό Θεοδόσιος έπίσκοπος είπε... εί τί είπαν οι Πατέρες λέγω καί έγγράφως εύθέως ποιώ, δύο φύσεις καί δύο θελήματα καί δύο ένεργείας. Καίείσελθε μεθ'ήμών κοινωνήσων, καί γενέσθω ενωσις. -Δέσποτα, έγώ ού τολμώ δέξασθαι συγκατάθεσιν παρ' ύμών εγγραφον περί τοιούτου πράγματος, ψιλός ύπάρχωνμοναχός. Αλλ' έάν κατένυξεν ύμας ο Θεός, τάς τών Άγιων Πατέρων δέξασθαι φωνάς, καθώς απαιτεί ό Κανών, πρός τόν Ρώμης περί τούτου έγγράφως άποστείλατε, ηγουν ό Βασιλεύς καί ό Πατριάρχης καί ή κατ' αύτόν Σύνοδος. Εγώ γάρ ούδέ τούτων γενομένων κοινωνώ, αναφερομένων τών αναθεματισθέντων έπί της Άγίας Αναφορας.». Εδώ ό Αγιος δέν θεωρεί τόν εαυτό του αρμόδιο, γιά νά πραγματοποιήσει τήν ενωση μέ τούς αιρετικούς, παρ' όλο πού αύτός ήταν ή ψυχή του αντιαιρετικου αγώνος καί πάνω στήν διδασκαλία του στηρίχθηκαν οι έργασίες της Συνόδου του Λατερανου. Η ενωσις επρεπε νά γίνει πάλι μέ νέα Σύνοδο, ή όποία θά αποδεχθεί τούς αιρετικούς, έπιστρέφοντας στήν Ορθόδοξο πίστη, καί θά αρη τά αναθέματα. Γι' αυτό καί προτρέπει τόν Θεοδόσιο: «πρός τόν Ρώμης περί τούτου έγγράφως αποστε/λατε», νά στείλουν δηλαδή εγγραφο όμολογίας πίστεως στόν έπίσκοπο Ρώμης, ώστε εκείνος στή συνέχεια μέ βάση τήν όμολογία αύτή, νά συγκαλέσει Σύνοδο, γιά νά γίνει έπίσημα Συνοδική αποκατάστασις. Επομένως, είναι λανθασμένα τά συμπεράσματα, πού βγάζει στή συνέχεια ό π. Εύθύμιος, ότι δηθεν «στίς συζητήσεις μέ τούς αντιπροσώπους του αύτοκράτορα καί του Πατριάρχου στήν έξορία καί στήν Κωνσταντινούπολη, ούδόλως ανέφερε ό Όσιος τήν Σύνοδο ης Ρώμης, αλλά πάντοτε προέβαλε τό Ορθόδοξο δόγμα σέ αντιπαράθεση μέ τήν αίρεση του Μονοθελητισμου» (σελ. 128).

Σχετικά μέ τόν Άγιο Σωφρόνιο ’Ιεροσολύμων ο π. Εύθύμιος αναφέρει απόσπασμα του λόγου του «Περί έξαγγελιών», μέ τό όποιο ό Αγιος ταυτίζεται, πλήρως θά λέγαμε, μέ τόν 15ο Κανόνα της ΑΒ': «Εί δέ τινές αποσταΐεν τινός ού διά πρόφασιν έγκλήματος, αλλά δι' αί'ρεσιν ύπό Συνόδου η Αγίων Πατέρων κατεγνωσμένην, τιμης καί αποδοχης αξιοι, ώς οι Ορθόδοξοι» . Πράγματι έδώ ό Άγιος έπιτρέπει τήν άποτείχιση άπό τόν αιρετικό έπίσκοπο μόνον ύπό τήν προϋπόθεση ότι ή αίρεση έχει καταγνωσθεΐ άπό Σύνοδο ή άπό Αγίους Πατέρες. Μέ τήν παραπάνω φράση ο Άγιος δέν άποκλείει τήν άναγκαιότητα τής ονομαστικής Συνοδικής καταδίκης του αίρετικου έπισκόπου. Εάν έννοουσε κάτι τέτοιο, θά τό έλεγε μέ σαφήνεια. Ο τρόπος τής διατυπώσεως αύτής τής φράσεως του Αγίου, μας βοηθα νά καταλάβουμε καλύτερα τόν προαιρετικό χαρακτήρα του 15ου Κανόνος τής ΑΒ'. Ο Άγιος λέγει : «εί δέ τινές άποσταίεν...», εάν δηλαδή κάποιοι άποστατήσουν, άποτειχιστουν, αύτοί «τιμής καί άποδοχής αξιοι». Ο Άγιος δέν λέγει : «οφείλουν οί πάντες νά άποστατήσουν, νά άποτειχιστουν». Εάν ο λόγος του είχε ύποχρεωτικό χαρακτήρα, δέν θά είχε αύτή τήν διατύπωση: «Εάν κάποιοι...».





Η άποτείχισις στα χρόνια της Είκονομαχίας.



Στό κεφάλαιο αύτό ο π. Εύθύμιος άναφέρει ορισμένους Αγίους καί Ομολογητάς, πού άγωνίστηκαν σθεναρά έναντίον τής αίρέσεως τής Είκονομαχίας, ύπέφεραν διωγμούς, μερικοί άπό αύτούς έμαρτύρησαν γιά τήν άλήθεια τής πίστεως, καί οι οποίοι βέβαια άποτειχίστηκαν έκκλησιαστικά άπό τούς είκονομάχους Πατριάρχες. Κατά περίεργο τρόπο όμως άγνοεΐ (σκόπιμα αραγε;) τόν Μεγάλο Πατέρα καί διδάσκαλο τής Εκκλησίας μας όσιο Ίωαννη τόν Δαμασκηνό. Ο Μέγας αύτός Πατήρ ύπήρξε ο πνευματικός ήγέτης του άντιαιρετικου άγωνος κατά των Είκονομάχων, όχι μόνον διότι μέ τίς τρεις περίφημες πραγματείες του «Περί των ίερων εικόνων», κονιορτοποίησε κυριολεκτικά τά θεολογικά έπιχειρήματα των είκονομάχων, άλλά καί διότι πρωτοστάτησε στήν σύγκληση Τοπικής Συνόδου στή Συρία τό 726 (δηλαδή μέ τήν έναρξη του άντιαιρετικου άγωνος), η οποία καταδίκασε τήν αίρεση. Μέ τήν Σύνοδο αύτή έχουμε τήν πρώτη καταδίκη τής αίρέσεως καί έπομένως ή αίρεση ήταν ήδη κατεγνωσμένη Συνοδικά άπό τό 726. Επίσης, ο π. Εύθύμιος αγνοεί ή θέλει νά άγνοεί, μία αλλη πολύ σπουδαιότερη Σύνοδο, τήν Σύνοδο του Λατερανου, πού έγινε τό 769 στή Ρώμη, στήν οποία συμμετείχαν τά τέσσερα από τά πέντε Πατριαρχεία (Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων). Η Σύνοδος αύτή, πού μπορουμε νά πουμε ότι ήταν σχεδόν Οικουμενική, κατεδίκασε καί πάλι τήν αίρεση καί είδικότερα τήν Είκονομαχική Σύνοδο τής Ιέρειας (754). Εδω δηλαδή έχουμε καταδίκη όχι μόνον τής αίρέσεως, άλλά καί των είκονομάχων έπισκόπων, πού έλαβαν μέρος στή Σύνοδο αύτή. Τό συμπέρασμα είναι ότι όλος ο άντιαιρετικός άγώνας άπό τήν άρχή ώς τό τέλος δέν έγινε πρό συνοδικής κρίσεως καί καταδίκης τής αίρέσεως, άλλά μετά άπό Συνοδική κρίση: α) τής Τοπικής Συνόδου τής Συρίας (726), β) τής Συνόδου του Λατερανου (769) καί γ) τής Ζ'Οίκουμενικής Συνόδου (787). Οί δέ Άγιοι Πατέρες καί Ομολογητές, όλος ο λαός, ο κλήρος καί οι μοναχοί είχαν πρό οφθαλμών τους τίς παραπάνω Συνόδους, καθώς καί τά συγγράμματα του Οσίου Ίωάννου του Δαμασκηνου ως Οδηγό καί γραμμή πλεύσεως στήν άποτείχισή τους άπό τούς αιρετικούς έπισκόπους. Αποτειχίστηκαν δέ όχι έφαρμόζοντες τόν 15ο Κανόνα τής ΑΒ', όπως θέλει νά πιστεύει Ο π. Εύθύμος, άλλά μέ βάση τίς παραπάνω Συνόδους, καθώς καί τούς Κανόνες Α', Β' καί Ζ' τής Γ' Οίκουμενικης. Εξάλλου, αν εξαιρέσουμε τόν Αγιο Στέφανο τόν Νέο καί τούς Αγίους, πού έμαρτύρησαν στά χρόνια του εικονομάχου Πατριάρχου Αναστασίου, ή συντριπτική πλειοψηφία τών Άγίων, πού έμαρτύρησαν η εδιώχθησαν από τούς αιρετικούς, τοποθετουνται στήν περίοδο μετά τήν Ζ Οίκουμενική, όπως τουτο σαφέστατα φαίνεται καί από τόν κατάλογο τών ονομάτων, πού παραθέτει ό π. Εύθύμιος (σελ. 138-139). Οι μή αποτειχισθέντες έπίσκοποι, γιά τούς όποίους κάνει έκτενη λόγο ο π. Ευθύμιος (σελ. 132-137), ορθώς έθεωρήθησαν ενοχοι καί ύπόλογοι από τούς Πατέρες της Ζ' Οίκουμενικης, διότι δέν ελαβαν ύπ' οψιν τους τίς δύο προηγούμενες Συνόδους, τήν Σύνοδο της Συρίας (726) καί τήν Σύνοδο του Λατερανου (769). Μέ βάση τά παραπάνω, δέν εύσταθεΐ τό συμπέρασμά του ότι δηθεν «όλος ό αγώνας τών όμολογητών κατά τήν περίοδο ης είκονομαχίας έγίνετο χωρίς καν ή αι'ρεσις νά είναι κατεγνωσμένη» (σελ. 131).







Όσιος Θεόδωρος Στουδίτης



Στό κεφάλαιο αυτό ο π. Εύθύμιος αναφέρει κατ' άρχήν ότι «ο Όσιος θεωρουσε αίρεση τήν δημοσία καί συνοδική άθέτηση έστω καί μιας εύαγγελικής έντολής» (σελ. 143). Σχετικά μέ τό τί είναι αίρεση έχουμε τόν έπίσημο ορισμό, πού μας δίδει ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος μάλιστα είναι καταχωρημένος στόν πρωτο του Κανόνα, πού ύπάρχει μέσα στό Πηδάλιο (σελ. 587): «Αιρέσεις μέν (ονόμασαν οί παλαιοί) τούς παντελως άπερρηγμένους καί κατ' αύτήν τήν πίστιν απηλλοτριωμένους». Δέν ταυτίζει δηλαδή έδω ο Μέγας Βασίλειος τήν αμαρτία τής αίρέσεως μέ τήν αμαρτία καί άθέτηση κάθε αλλης εύαγγελικής έντολής. Τήν ίδια διάκριση μεταξύ αμαρτίας τής αίρέσεως καί αλλης φύσεως αμαρτημάτων βλέπουμε νά κάνουν καί οι Κανόνες 13ος, 14ος καί 15ος τής ΑΒ', γιά τούς οποίους έγινε ήδη λόγος προηγουμένως. Αύτή ή διάκρισις, πού έχει άποτυπωθεΐ στούς παραπάνω Κανόνες, άποτελεί καί τήν έπίσημη θέση τής Εκκλησίας καί όχι ή γνώμη ένός μεμονωμένου Αγίου, του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Σ' αύτήν άντίληψη του Οσίου Θεοδώρου περί αίρέσεως οφείλεται καί ή οξύτατη άντίδρασή του στόν παράνομο γάμο του αύτοκράτορα Κωνσταντίνου του ΣΤ' μέ τήν συγγενή του Οσίου Θεοδότη, τόν οποίο όμως (γάμο) έδέχθη κατ' οίκονομίαν ο Άγιος καί Ομολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, τόν οποίο ο Όσιος Θεόδωρος άποκαλουσε «μοιχειανό» γιά ένα διάστημα. Όπως δέ εύστοχα έχει παρατηρηθεί «τά παλαιότερα προσωρινά σχίσματα του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου γιά τίς οικονομίες των Αγίων Πατριαρχων Ταρασίου καί Νικηφόρου 'ού μικρόν πτωμα τοίς πατράσιν έδοξε, άλλ' όμως πάλιν διορθώσατο» . Ακόμη καί ο βιογράφος του, Μιχαήλ ο Στουδίτης, δέν τολμα νά ύποστηρίξει τήν πράξη του Οσίου Θεοδώρου . Τά σχίσματα αύτά κατέκρινανμεταξύ αλλων οί ίεροί Μεθόδιος καί Δοσίθεος . Έπίσης, δέν τά άκολούθησαν αλλοι μοναχοί έκείνης τής έποχής, οί οποίοι άνεδείχθησαν μεγάλοι Άγιοι. Τέτοιος ήταν ο μέγας Ομολογητής Θεοφάνης, ο οποίος στήν «Χρονογραφία» του άναφέρει τήν άπόσχιση του Οσίου Θεοδώρου άπό τήν 'Αγία Εκκλησία 'καί τόν 'άγιώτατο πατριάρχη 'Νικηφόρο. Ή αίτία τής κατακρίσεώς τους ήταν ότι δέν ύπήρχε ζήτημα πίστεως, άλλά άπόκλιση άπό τούς Ιερούς Κανόνες. Βέβαια ο Όσιος Θεόδωρος είναι Μέγας Ομολογητής ένεκα των ήρωΐκων άγώνων του εναντι της είκονομαχικης αιρέσεως. Μόνο τά προσωρινά σχίσματά του γιά τίς άνωτέρω οικονομίες δέν μπορέϊ νά άποτελέσουν κανόνα γιά τήν ’Εκκλησία». Όχι μόνον δέ οι παραπάνω άναφερθέντες Αγιοι άποδοκίμασαν τά σχίσματα του Οσίου Θεοδώρου, άλλά καί οι Αγιοι Μεθόδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Όσιος Ίωαννίκιος, Μιχαήλ Συνάδων, Εύθύμιος Σάρδεων, Αίμιλιανός Κυζίκου, Θεοφύλακτος Νικομηδείας, Δανιήλ ό Στυλίτης κ.α.







Μέγας Φώτιος



Στό κεφάλαιο αύτό ό π. Εύθύμιος παραθέτει δύο άποσπάσματα λόγων του Άγίου , στά όποια ούσιαστικά ό 'Αγιος έπαναλαμβάνει τήν πλούσια προγενέστερη πατερική παράδοση σχετικά μέ τήν στάση τών πιστών απέναντι στούς αιρετικούς. Επομένως, δέν χρειάζεται νά τά σχολιάσουμε, διότι ή απάντηση εχει ηδη δοθεί μέ όσα έλέχθησαν στά κεφάλαια τών προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων. Εδώ τουτο μόνον θά ύπογραμμίσουμε ότι ό Αγιος, γράφοντας γιά τήν στάση τών πιστών απέναντι στούς αιρετικούς, μέ κανέναν τρόπο δέν άποσκοπουσε νά αχρηστεύσει η νά περιθωριοποιήσει τόν πρωταρχικό ρόλο τών Συνόδων στήν διάγνωση καί κατάγνωση της αιρέσεως καί τών αιρετικών, όπως αφήνει νά έννοηθεί ό π. Ευθύμιος: «χωρίς διαδικασίες ή άποφάσεις Συνόδων» (σελ. 148). Ούτε κατά διάνοιαν μιά τέτοια σκέψη. Διότι πώς είναι δυνατόν ό Αγιος νά αγνοήσει ενα θεσμό, ό όποιος είχε παγιωθεί πλέον ώς παράδοσις εννέα αίώνων στή ζωή της Εκκλησίας, καθ' ον χρόνον μάλιστα ό ίδιος ώς Πατριάρχης Κων/λεως συνεκρότησε δύο Συνόδους, τήν Πρωτοδευτέρα, καί τήν Σύνοδο του 879, ή όποία στή συνείδηση της Εκκλησίας θεωρείται ως ή Η΄ Οίκουμενική, μέ τήν όποία μάλιστα έπέφερε τό πρώτο καίριο πληγμα κατά του Παπισμου;







Η αποτείχισις σέ έπίπεδο Τοπικών ’Εκκλησιών



Στό κεφάλαιο αύτό ό π. Εύθύμιος έξετάζει τήν περίπτωση, πού μιά όλόκληρη Τοπική Εκκλησία εχει έκπέσει σέ μιά αίρεση, όπως τουτο γιά παράδειγμα συνέβη μέ τήν Τοπική Εκκλησία της Ρώμης, η οποία ηδη από τίς αρχές του 11ου αίώνα, μέ τό νά αποδεχθεί έπίσημα τήν αιρετική διδασκαλία του Filioque, εξέπεσε στήν κατάσταση της αιρέσεως. Είναι μεγάλο λάθος αύτό πού αναφέρει, ότι «όσάκς μιά Τοπική ’Εκκλησία άπεδέχετο δημοσίως καί συνοδικώς μιά αίρεση, οι αλλες Τοπικές ’Εκκλησίες άπεσχίζοντο άπό αύτή πρό συνοδικής κρίσεως» (σελ. 150). Ουδέποτε μία Τοπική Εκκλησία απεσχίσθη από αλλη, λόγω αιρέσεως, χωρίς Συνοδική κρίση καί απόφαση. Είδικά γιά τήν περίπτωση της Τοπικης Εκκλησίας της Ρώμης, ή Συνοδική καταδίκη της, λόγω της αιρετικης διδασκαλίας του Filioque, προϋπηρχε ηδη άπό τόν 9ο αίωνα στή Σύνοδο του 879. Τό άπόσπασμα του 'Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, πού άναφέρεται στήν Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν καιρό της Είκονομαχίας είναι πολύ διαφωτιστικό: «έφ' οίς έτμήθη ή ηδε έκκλησία τών έτέρων τεττάρων άναθεματισμοίς ύποβαλλομένη αίωνίοις σφραγίδι του Αγίου Πνεύματος». Δηλαδή ή Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως άπεκόπη άπό τίς αλλες Τοπικές Εκκλησίες, τίς Εκκλησίες τών αλλων τεσσάρων Πατριαρχείων, μέ αίώνια αναθέματα. Εδώ προφανώς ό Αγιος εχει ύπ' οψιν του τήν Σύνοδο του Λατερανου (769), διότι κατά τήν Σύνοδο αύτή καταδικάστηκε ή αίρεση καί ή έκπεσουσα στήν αιρεση Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως καί σ' αύτήν έπίσης έκφωνήθηκαν τά αναθέματα.

Η προσπάθεια, τήν όποία καταβάλλει στή συνέχεια ό π. Εύθύμιος, νά προσαρμόσει τήν απόσχιση μιας Τοπικης Εκκλησίας άπό αλλες μέ τό περιεχόμενο του 15ου Κανόνος της ΑΒ' είναι τελείως αστοχο, διότι ό έν λόγω Κανόνας δέν κάνει λόγο γιά άποτειχίσεις σέ έπίπεδο Εκκλησιών, άλλά σέ έπίπεδο προσώπων, συγκεκριμένων αιρετικών. Η διακοπή της μνημονεύσεως από τά δίπτυχα του Πάπα Σεργίου τό 1009 άπό τόν Πατριάρχη Σέργιο, (σελ. 154), πού σημαίνει ούσιαστικά τήν άποτείχιση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως άπό τήν Εκκλησία της Ρώμης, δέν εγινε σέ έπίπεδο προσώπων, άλλά σέ έπίπεδο Εκκλησιών. Όταν μιά Εκκλησία άποτειχίζεται άπό αλλη Εκκλησία, αύτό γίνεται πάντοτε Συνοδικώς καί ποτέ σέ προσωπικό έπίπεδο Πατριαρχών. Αρα, ό Πατριάρχης Σέργιος άπεσχίσθη άπό τόν Πάπα καί τήν Εκκλησία τής Ρώμης μετά άπό Συνοδική άπόφαση τής Τοπικής Συνόδου τής Κωνσταντινουπόλεως, στήν οποία άσφαλως καταδικάστηκε καί ο Πάπας Σέργιος ως αιρετικός. Ή φράση, πού άναφέρει παρακάτω, περιέχει άντίφαση καί παραλογισμό: «Ο Πατριάρχης λοιπόν Κωνσταντινουπόλεως (μετά τής περί αύτόν Συνόδου) άπεσχίσθη άπό τόν Πάπα πρό συνοδικής κρίσεως (δηλ. Οικουμενικής Συνόδου)...» (σελ. 154). Εδω άφήνει έννοηθεΐ ότι ή Τοπική Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως άπεσχίσθη άπό αυτήν τής Ρώμης πρό συνοδικής κρίσεως, έπειδή δέν συνεκρότησε Οίκουμενική Σύνοδο. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό άπό τήν Συνοδική παράδοση τής Εκκλησίας, μία Τοπική Εκκλησία δέν άποσχίζεται άπό αλλη Τοπική μέ Οίκουμενική Σύνοδο, άλλά μέ Τοπική.







Η άποτείχισις τών Αγιορειτών Πατέρων έπί Πατριάρχου Ίωάννου Βέκκου



Σχετικά μέ τήν άποτείχιση καί τόν μαρτυρικό θάνατο των έν λόγω Αγίων Πατέρων, ο π. Εύθύμιος παρουσιάζει τό θέμα, άποσιωπώντας ούσιαστικές λεπτομέρειες, οι οποίες βέβαια δέν τόν βοηθουν νά βγάλει τά συμπεράσματα, πού θέλει. Κατ' άρχήν πρέπει νά σημειωθεί ότι, μετά τό σχίσμα του 1054, όποτε διεκόπη πλέον έπίσημα πάσα έκκλησιαστική κοινωνία όλων των Πατριαρχείων τής Ανατολής μέ τήν Ρώμη, έδημιουργήθησαν στό Βυζάντιο δύο θρησκευτικές παρατάξεις, πού άντιστοιχουσαν σέ δύο θεολογικά ρεύματα : τό ρευμα των Ενωτικων ή Λατινοφρόνων καί τό ρευμα των άνθενωτικων ή Ορθοδόξων. Οί πρωτοι, έπηρεασμένοι σέ μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό άπό τήν Λατινική θεολογία καί τίς αιρετικές διδασκαλίες των Παπικων, ήταν ανθρωποι μέ μειωμένη Ορθόδοξο αύτοσυνειδησία, ένεφανίζοντο ως ύπέρμαχοι τής ένώσεως καί πίστευαν ότι μέ ορισμένους συμβιβασμούς καί ύποχωρήσεις σέ θέματα πίστεως θά μπορουσε νά έπιτευχθεΐ καί πάλι ή ένωσις Ανατολής καί Δύσεως, ή οποία βέβαια έθεωρεΐτο ως έπιτακτική άνάγκη, προκειμένου έτσι νά εξασφαλιστεί στρατιωτική βοήθεια άπό τόν Πάπα γιά τήν άντιμετώπιση των Οθωμανων. Γι' αύτό καί πρωτοστατουσαν στούς διαλόγους μέ τούς Παπικούς, πού έγιναν ούκ ολίγοι άπό τό σχίσμα καί έντευθεν. Δέν μπορουσαν νά έννοήσουν ότι στά θέματα τής πίστεως δέν χωρουν συμβιβασμοί καί πολιτικές σκοπιμότητες. Αντίθετα οι Ορθόδοξοι, άκολουθουντες τήν μακραίωνα Αποστολική καί Πατερική Παράδοση, δέν έδέχοντο κανένα συμβιβασμό, πού αύτό θά έσήμαινε προδοσία τής πίστεως καί άπώλεια τής σωτηρίας, καί καμμία ύποχώρηση, άκόμη καί αν έπρόκειτο γιά τήν σωτηρία τής πατρίδος. Ηταν μάλιστα έτοιμοι νά θυσιάσουν καί τή ζωή τους άκόμη, χάριν τής πίστεως. Ετοποθετουσαν, πολύ σωστά, σέ πρώτη προτεραιότητα τήν πίστη καί μετά τήν πατρίδα, διότι έπίστευαν ότι η πατρίδα δέν θά σωθεί άπό τόν Πάπα, άλλά μόνο άπό τόν Θεό, έφ' όσον διαφυλαχθεΐ ή άκεραιότητα τής πίστεως. Βέβαια η ιστορική συνέχεια των πραγμάτων έδικαίωσε τελικά τους Ορθόδοξους καί όχι τούς Λατινόφρονες. Εντευθεν προέκυψε μιά άένναη καί άκατάπαυστη πάλη καί άνταγωνισμός μεταξύ των δύο μερίδων, ή οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μόνο πού τούς τότε Λατινόφρονες έχουν άντικαταστήσει οι σημερινοί Οίκουμενιστές. Εκείνο, πού πρέπει νά τονιστεί μετά άπό τήν σύντομη αύτή είσαγωγή, είναι ότι οι Ορθόδοξοι δέν διέκοπταν τήν έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, (παρ' όλο πού αύτοί δέν είχαν ακραιφνώς Ορθόδοξο φρόνημα), παρά μόνον όταν αύτοί προχωρούσαν, μετά άπό διαλόγους καί συνοδικές διαδικασίες, σέ έπίσημη ένωση μέ τούς Παπικούς. Καί τέτοιου είδους ένώσεις, μάλλον ψευδοενώσεις, εγιναν δύο μέχρι τώρα. Η ψευδοένωσις της Λυών τό 1274 καί αύτή της Φεράρας-Φλωρεντιας τό 1438-39. Τά άποσπάσματα τών Οσιομαρτύρων, πού παραθέτει στό κεφάλαιο αύτό ό π. Εύθύμιος, προέρχονται άπό τήν πρώτη ψευδοένωση της Λυών. Τό ότι οι περί ους ό λόγος Οσιομάρτυρες μέχρι τήν Σύνοδο της Λυών δέν διέκοψαν τήν έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, φαίνεται καί άπό τήν παρακάτω ιστορική λεπτομέρεια, τήν όποία φαίνεται νά άγνοεΐ ό π. Εύθύμιος: Κατά τό 1273 ό βασιλεύς Μιχαήλ ό Παλαιολόγος ζήτησε τήν γνώμη τών Αγιορειτών Πατέρων γιά τίς ένωτικές του πρωτοβουλίες καί γιά τόν φιλοπαπικό «Τόμο πίστεως», πού είχε συντάξει μέ Λατινόφρονες κληρικούς . Οι Αγιορείτες Πατέρες δι' έπιστολης τους τόν προέτρεψαν τότε νά μή πραγματοποιήσει ένωση μέ τούς άμετανοήτους Λατίνους, διότι διαφορετικά θά διακόψουν τήν έκκλησιαστική κοινωνία μέ όσους τήν αποδεχθούν.

Τό συμπέρασμα είναι ότι δέν θά πρέπει νά συγχέεται η διακοπή έκκλησιαστικης κοινωνίας μέ τούς Παπικούς μέ τήν διακοπή αύτης μέ τούς Λατινόφρονες. Άλλη η μία αποτείχιση καί αλλη ή αλλη αποτείχιση. Ο π. Εύθύμιος, συγχέοντας αύτές τίς δύο μορφές άποτειχίσεως καί έπικαλούμενος τόν 15ο Κανόνα της ΑΒ', δίδει τήν έσφαλμένη έντύπωση στόν αναγνώστη ότι οι Οσιομάρτυρες είχαν διακόψει τήν έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες πρό της Συνόδου της Λυών. Καί έδώ τίθενται τά αμείλικτα έρωτήματα : Αν οι έν λόγω Οσιομάρτυρες έθεωρουσαν τούς Λατινόφρονες αιρετικούς, γιατί δέν έφάρμοσαν τόν 15ο της ΑΒ' καί δέν άποτειχίστηκαν άπό αύτούς πρό της Συνόδου της Λυών, άλλά τόν έφάρμοσαν μόνο μετά άπό αύτήν; Αν ό έν λόγω Κανόνας είχε ύποχρεωτικό χαρακτήρα, θά έπρεπε νά τόν έφαρμόσουν όπωσδήποτε καί απέναντι στούς Λατινόφρονες. Φαίνεται είχαν λιγότερο ζηλο γιά τήν πίστη άπό τόν π. Εύθύμιο! Καί γιατί κατηγορεί έμας, που άκόμη έξακολουθουμε νά έχουμε έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς σημερινούς Λατινόφρονες (γράφε Οίκουμενιστές), ένώ παράλληλα αγωνιζόμαστε κατά της αιρέσεως μέ κάθε τρόπο, έπιζητουντες τήν Συνοδική καταδίκη της; Πώς οι τότε Οσιομάρτυρες δέν έμολύνοντο άπό τήν έκκλησιαστική κοινωνία τους μέ τούς Λατινόφρονες καί έμεΐς μολυνόμαστε άπό τούς Οίκουμενιστές; Πέραν τούτου οι Πατέρες, άποτειχιζόμενοι μετά τήν ψευδοένωση τής Λυών, είχαν πρό οφθαλμων τους πρωτον μέν τήν Η' Οίκουμενική Σύνοδο (879), δεύτερον τήν Τοπική Σύνοδο τής Κωνσταντινουπόλεως του 1054 έπί Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου, στήν οποία όχι μόνον καταδικάζεται ή αίρεση του Παπισμου καί τό Filioque, άλλά έπιπλέον άναθεματίζεται καί ο Πάπας Λέων ο Θ', τρίτον τίς Τοπικές Συνόδους των αλλων τριων Πατριαρχείων, πού έπακολούθησαν μετά τό σχίσμα του 1054, πού καί αύτές διέγραψαν άπό τά δίπτυχα τόν Πάπα, καί τέλος τούς Κανόνες Α', Β' καί Ζ' τής Γ' Οίκουμενικής.







Η άποτείχισις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμα



Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμας, ακολουθων τήν μακραίωνη Συνοδική Παράδοση τής Εκκλησίας, δέν διέκοψε τό μνημόσυνο του Πατριάρχη Καλέκα πρό τής Συνόδου του 1341, όπως ίσχυρίζεται ο π. Εύθύμιος, έπικαλούμενος τόν Αγιορειτικό Τόμο (σελ. 175). Εάν ο Άγιος καί οι Αγιορείτες Πατέρες, πού ύπογράφουν τόν Τόμο, άπετειχίζοντο πρό τής Συνόδου του 1341, θά τό έγραφαν αύτό στόν έν λόγω Τόμο μετά πάσης έπισημότητος καί όχι στόν τόπο τής ύπογραφής ένός έκ των ύπογραψάντων, του Επισκόπου Ίερισσου καί Αγίου Όρους Ιακώβου. Τό ότι ο Άγιος μαζί μέ τούς άντιπροσώπους του Αγίου Όρους ήλθαν στήν Κωνσταντινούπολη, φέροντες μαζί τους τόν Αγιορειτικό Τόμο καί έπιζητουντες Συνοδική έξέταση των αίρετικων διδασκαλιων του Βαρλαάμ, καθ' όν χρόνον Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Καλέκας, δείχνει άκριβως, ότι τήν έποχή έκείνη (Απρίλιος 1431), τόσο ο Άγιος όσο καί οι Αγιορείτες έξακολουθουσαν νά έχουν έκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Καλέκα. Διότι, αν είχαν διακόψει τό μνημόσυνό του, δέν θά έδέχοντο νά συμμετάσχουν στή Σύνοδο του 1341, στήν οποία πρόεδρος ήταν ο Καλέκας. Ή άποτείχιση του Αγίου έγινε κατά τόν χρόνο τής παραμονής του στήν φυλακή (1343-1347), δηλαδή μετά τήν Συνοδική καταδίκη της αίρέσεως. Τουτο φαίνεται καί άπό τήν μαρτυρία του ίδίου του Καλέκα στήν έγκύκλιο έπιστολή του, ή οποία έγράφη κατά τήν περίοδο αύτή: «Τόν Παλαμαν καί τούς ομόφρονας αύτου καί πάντα τά άσεβή αύτων δόγματα, οίκειότερον δέ είπεΤν παραληρήματα, τούς τε έκδικούντας καί έκλαμβάνοντας καί έκδεχομένους τά έν τω Τόμω (τω Αγιορειτικω) κατά τήν αύτων έξήγησιν, μαλλον δέ φλυαρίαν καί ού κατ' έννοιαν θεοπρεπή καί ’Ορθόδοξον... τολμήσαντας άκανονίστως καί άκρίτως άποκόψαι τό μνημόσυνόν μου, τω άπό τής Ζωαρχικής καί Αγίας Τριάδος δεσμω καθυποβάλλομεν καί τω άναθέματι παραπέμπομεν. Ή ύπογραφή ’Ιωάννης έλέω θεου άρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Οικουμενικός Πατριάρχης»3. Στό κείμενο αύτό γίνεται κατ' άρχήν λόγος γιά τόν Αγιορειτικό Τόμο, τόν οποίο ο Καλέκας έδω καταδικάζει ως περιέχοντα άσεβή δόγματα, παραληρήματα καί φλυαρίες. Τόν Τόμο, όμως, αύτόν τόν είχε ύπογράψει καί ο ίδιος ως Ορθόδοξο στήν Σύνοδο του 1341. Άρα, ή καταδίκη του Τόμου άπό τόν Καλέκα έγινε μετά τήν Σύνοδο αύτή καί έπομένως ή έγκύκλιος αύτή έπιστολή, στήν οποία γίνεται μνεία τής διακοπής του μνημοσύνου του Πατριάρχου άπό τόν Άγιο, έγράφη όπωσδήποτε μετά τήν Σύνοδο, όταν δηλαδή ό Άγιος βρισκόταν στή φυλακή. Επίσης, στό ίδιο συμπέρασμα σχετικά μέ τόν χρόνο άποτειχίσεως του Αγίου καταλήγουμε καί άπό τήν θεολογική πραγματεία του Αγίου: «Ότι παρεξήγησίς έστι καί άνασκευή του Τόμου σαφής», η όποία καί αύτή έγράφη κατά τόν ίδιο χρόνο: «Ούκουν καί πολυπλασίως καί πολυεδώς ένέχεται καί τοις έν τούτω τεθειμένος ένδίκως άφορισμοίς τε καί άναθεματισμοίς καί ταΐς φρικώδεσιν έκείναις άποκηρύξεσι... καί ώς τά του Βαρλαάμ φρονών καί ταυτα έκθύμως έπεκδικών καί ταυτα μεθ' οϋτω περιφανείς τούς έλέγχους καί μετεγγράφους οϋτω τάς άποφάσες ας χερσίν οικείας ύπεσημήνατο καί αυτός». Μεταφράζουμε: «Επομένως (καί ό Καλέκας) ένέχεται (συγκαταριθμείται) πολύ περισσότερο καί μέ πολλούς τρόπους καί είς τούς είς αύτόν (τόν Βαρλαάμ) τεθειμένους ένδίκως άφορισμούς (δηλαδή στούς άφορισμούς πού έξεφωνήθησαν Συνοδικώς έναντίον του Βαρλαάμ) καί στίς φρικτές έκεΐνες άποκηρύξεις, πού εγιναν έναντίον του. ’Ισχύουν δέ όλοι αύτοί οι συνοδικοί άναθεματισμοί καί είς τόν Καλέκα, διότι φρονεί τά του Βαρλαάμ καί δικαιώνει έκθύμως τήν διδασκαλία του καί μάλιστα μετά άπό τόσο περιφανείς έλέγχους καί γραπτάς άποφάσεις (πού εγιναν κατά τή διάρκεια της Συνόδου) τίς όποιες αποφάσεις ύπέγραψε και ό ίδιος μέ τά χέρια του». Ο Άγιος έξηγει ότι ό Καλέκας συγκαταριθμείται στούς άφορισμούς, πού έξεφωνήθησαν έναντίον του Βαρλαάμ, έπειδή έπεχείρησε νά ακυρώσει καί νά ανατρέψει τόν Άγιορειτικό Τόμο, τόν όποιο άπεδέχθη η Σύνοδος ώς κατά πάντα Ορθόδοξο, τόν όποιο άλλωστε καί ίδιος ύπέγραψε. Έτσι απέδειξε ότι «φρονεί τά του Βαρλαάμ», αποδέχεται τίς αιρετικές διδασκαλίες του Βαρλαάμ. Αρα, η αποτείχιση του Άγίου δέν έγινε πρό συνοδικης κρίσεως, άλλά μέ βάση τίς αποφάσεις της Συνόδου, τόσο σχετικά μέ τήν αϊρεση όσο καί μέ τήν καταδίκη καί τούς άφορισμούς του ίδίου του Βαρλαάμ. Προχώρησε δέ στή διακοπή του μνημοσύνου του Καλέκα, έχοντας ύπ' όψιν του όχι μόνο τίς αποφάσεις της Συνόδου του 1341, άλλά καί τούς Κανόνες Α', Β' καί Ζ' της Γ' Οίκουμενικης, όπως έξηγήσαμε σέ προηγούμενο κεφάλαιο. Η ονομαστική καταδίκη του Καλέκα έγινε αργότερα τό 1347.







Ιωσήφ Βρυέννιος



Καί τό μεγάλο αύτό πατερικό άνάστημα τής Ορθοδοξίας, ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος, παρατηρουμε ότι έχει τό ίδιο φρόνημα καί ότι ακολουθεί τήν ίδια γραμμή πλεύσεως, τήν οποία άκολούθησαν άπέναντι στόν Παπισμό οι προγενέστεροί του Άγιοι Πατέρες καί Οσιομάρτυρες, στούς οποίους άναφερθήκαμε παραπάνω. Καί αύτός δηλαδή, όπως καί οι προηγούμενοι, δέν έδέχετο κανένα συμβιβασμό σέ θέματα πίστεως, πού αύτό θά έσήμαινε προδοσία τής πίστεως καί άπώλεια τής σωτηρίας καί καμμία ύποχώρηση άκόμη καί αν έπρόκειτο γιά τήν σωτηρία τής πατρίδος. Ηταν μάλιστα έτοιμος νά θυσιάσει καί τήν ζωή του άκόμη, χάριν τής πίστεως. Ωστόσο δέν ήρνεΐτο τούς διαλόγους μέ τούς Παπικούς, όπως αύτό φαίνεται καί άπό τό κείμενο του π. Εύθυμίου: «Στίς διαλέξεις μέ τούς παπικούς άντιπροσώπους, αυτός έκαλείτο νά αντιπαρατάξει τό Ορθόδοξο δόγμα καί νά διαλεχθεί μέ αύτούς ως έκπρόσωπος των Ορθοδόξων, αύτός ομίλει σέ όλες τίς επίσημες περιστάσεις...» (σελ. 183). Ούτε έπίσης διέκοψε τήν έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες τής έποχής του, πού έπιζητουσαν τήν ένωση μέ συμβιβασμούς καί άθέτηση τής Ορθοδόξου πίστεως. Ηταν, όμως, άνένδοτος καί άνυποχώρητος άπέναντι στούς Λατίνους καί δέν δεχόταν καμμία έκκλησιαστική κοινωνία μ' αυτούς καί μέ όσους είχαν ένωθει μ' αύτούς, όπως αύτό συνέβη στήν περίπτωση των Επισκόπων της Κύπρου, οι οποίοι έδήλωναν έμπράκτως καί ένυπογράφως, κατά τήν χειροτονία τους ένώπιόν του Λατίνου άρχιεπισκόπου, ότι ύποτάσσονται στήν Εκκλησία τής Ρώμης, ότι Ομολογουν τόν Πάπα τής Ρώμης «άγιον καί τήν άγίαν 'Εκκλησίαν τής Ρώμης Ορθόδοξον καί Καθολικήν Εκκλησίαν» (σελ. 186). Αγωνιζόταν έπιπλέον νά πείσει τούς Λατινόφρονες τής έποχής του μέ κάθε τρόπο νά μήν προχωρήσουν στήν πραγματοποίηση τής «έπαράτου συγκαταβάσεως», δηλαδή στήν ένωση μέ τούς Παπικούς, χωρίς νά άποβάλλουν τό Filioque καί τίς αλλες καινοτομίες τους. Αύτό φαίνεται καί άπό τό παρακάτω περιστατικό: Τό 1406 τό Οίκουμενικό Πατριαρχείο τόν άπέστειλε στήν Κύπρο, (πού τότε βρισκόταν κάτω άπό καθεστώς Φραγκοκρατίας καί κυριαρχίας των Λατίνων), γιά νά διαπραγματευτεί τήν ένωση τής Εκκλησίας τής Κύπρου, μέ αύτήν τής Κωνσταντινουπόλεως, του έδωσαν δέ οδηγίες νά διευθετήσει τό ζήτημα μέ οίκονομία. Ο Βρυέννιος πράγματι πήγε στήν Κύπρο, αλλά δέν ύπήκουσε στίς άπαράδεκτες έντολές τής Συνόδου, νά έλθει σέ έκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν κλήρο τής νήσου. Καί τουτο διότι ο κλήρος ήθελε μέν τήν ένωση μέ τούς Ορθοδόξους, δέν είχε όμως καμμιά διάθεση νά διακόψει κάθε έκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν Ρώμη. Αργότερα σέ είδική μελέτη του, πού εξεφώνησε τό 1412 πρός τήν Ίερά Σύνοδο, έπέκρινε όσους προσπαθουσαν παράλογα νά δικαιολογήσουν τούς έκτός Εκκλησίας ευρισκομένους Κυπρίους καί επιθυμουσαν τήν ένωση μαζί τους. Όλ' αύτά μαρτυρουν ότι τόσο ο Ιωσήφ όσο καί οι προγενέστεροι Πατέρες, γιά τούς οποίους έγινε λόγος παραπάνω, είχαν τήν στοιχειώδη διάκριση νά καταλάβουν τήν διαφορά άνάμεσα στούς Λατίνους καί στούς Λατινόφρονες, έτσι ώστε άπό μέν τούς πρώτους νά άποτειχίζονται, όχι όμως καί άπό τούς δευτέρους. Τήν οποία διάκριση, εύχής έργον θά ήταν, νά μπορέσουν νά άντιληφθουν τόσο ο π. Εύθύμιος όσο καί έκείνοι, πού τόν άκολουθουν. Καί αν μή τί αλλο τουλάχιστον νά παύσουν νά κατηγορουν όσους σήμερα, μιμούμενοι τόν Ιωσήφ τόν Βρυέννιο, άγωνίζονται έναντίον των αύθαιρεσιων καί αλλων άπαραδέκτων ένεργειων των σημερινων Λατινοφρόνων-Οικουμενιστων, χωρίς νά κόβουν τό μνημόσυνό τους.







Άγιος Μάρκος Ευγενικός



Καί ό Άγιος Μάρκος ό Εύγενικός μέ τήν όλη στάση του απέναντι στή ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας έρχεται νά έπιβεβαιώσει όλα όσα προηγουμένως έλέχθησαν περί άποτειχίσεως στά προηγούμενα κεφάλαια. ’Εξακολουθουσε νά έχει έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες της έποχης του, αν καί έγνώριζε τά φρονήματά τους, καί πρίν άπό τήν Σύνοδο καί κατά τήν διάρκεια της Συνόδου. Μόνο μετά τήν ύπογραφή της προδοτικης γιά τήν Ορθοδοξία ένώσεως διέκοψε, όπως καί όφειλε βέβαια, τήν έκκλησιαστική κοινωνία μέ όσους ύπέγραψαν τήν ένωση, μιμούμενος ούσιαστικά τους Άγίους Οσιομάρτυρες, πού έμαρτύρησαν έπί Πατριάρχου Βέκκου μετά τήν προδοτική ένωση της Συνόδου της Λυών (1274). Σ' αύτό τό συμπέρασμα συνηγορουν όλα τά κείμενα, πού παραθέτει ό π. Εύθύμιος. Σέ κανένα άπό τά κείμενα αύτά δέν ύπάρχει η παραμικρή ένδειξις περί έπισήμου άποτειχίσεώς του πρίν άπό τήν Σύνοδο. Κατ' άρχήν, αν ό Άγιος είχε διακόψει τήν έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες πρίν άπό τήν Σύνοδο, δέν θά δεχόταν καν νά συμμετάσχει σ' αύτήν. Ωστόσο δέχθηκε νά συμμετάσχει, παρ' όλο πού η ένωτική σύνοδος σέ ιταλικό έδαφος προετοιμαζόταν ύπό απαράδεκτες προϋποθέσεις. Ο αύτοκράτωρ, έπειτα άπό απαίτηση του παπικου αντιπροσώπου, έπεισε τούς Πατριάρχες της Ανατολης νά μήν απαιτήσουν άπό τούς τοποτηρητές τους νά άποδεχθουν μία ένωση σύμφωνη μέ «τάς παραδόσεις τών Αγίων Οικουμενικών Συνόδων καί τών διδασκάλων ης ’Εκκλησίας», άλλά άντιθέτως όποιαδήποτε μορφή ένώσεως θά άποφασιζόταν κατά τήν ένωτική Σύνοδο! Σέ κοινές δέ συνεδρίες τών έπισημοτέρων κληρικών καί πολιτικών της έπικρατείας (1436) ύποστηρίχθηκε η συμβατική ένωση, δηλαδή η κατ' οικονομίαν αναγνώριση τών αιρέσεων της Ρώμης, χωρίς όμως ύποχρεωτικό χαρακτήρα γιά τήν Ορθοδοξία , ενώ ό βασιλεύς έφρόντιζε νά αποκλείει τήν συμμετοχή τών έχθρών τών λατινικών καινοτομιών άπό τήν Σύνοδο. Ο Ορθόδοξος λαός, οι περισσότεροι Επίσκοποι καί πολλοί Αγιορείτες Πατέρες, έπειδή διέβλεπαν τήν αποτυχία της Συνόδου καί τόν μεγάλο κίνδυνο, πού άπειλουσε τήν Ορθοδοξία, άπέκρουαν μέ έπιμονή τήν συμμετοχή στήν ένωτική Σύνοδο τών Λατίνων καί άποδοκίμαζαν τήν σχεδιαζομένη ένωση. Παρά ταυτα καί παρά τίς δυσοίωνες αύτές προβλέψεις, ό Άγιος άνεχώρησε μαζί τους καί μέ τόν «προδιεφθαρμένον», όπως τόν χαρακτηρίζει στήν «Έκθεσή» του, Πατριάρχη Ιωσήφ γιά τήν Φερράρα, αν καί έγνώριζε ότι έκεΐ πρόκειται νά διεξάγει ένα τιτάνιο άγώνα, γιά νά πείσει όχι μόνον τούς Λατίνους, άλλά καί τούς Λατινόφρονες συνεπισκόπους του, πού ήταν έτοιμοι νά ύπογράψουν τήν ένωση μέ άνεπίτρεπτους συμβιβασμούς σέ θέματα πίστεως. Νά τούς πείσει δηλαδή ότι στά τής πίστεως δέν χωρεί οίκονομία καί συγκατάβασις. Ο μέγας έκκλησιάρχης Σύλβεστρος Συρόπουλος, στά άπομνημονεύματά του, μας πληροφορεί ότι, κατά τή διάρκεια των συνεδριάσεων στή Φλωρεντία σέ κάποια σύναξη των Ορθοδόξων, πού έκαναν, γιά νά πάρουν κατευθύνσεις στήν άντιμετώπιση των Λατίνων: «Πάλιν μετά παραδρομήν ήμερων δύο, συνελθόντων ήμων είς τόν πατριάρχην ώς έθος, λόγοι πολλοί περί τής ενώσεως εκινήθησαν καί παρεκίνουν καί ηξίουν τόν Εφέσου χρήσασθαι οικονομία τινί καί συγκαταβάσει. Ο δέ έλεγεν: ουκ εκχωρεί συγκατάβασις είς τά περί της πίστεως». Τήν έπομένη ήμέρα, πού διεξήχθη νέο συμβούλιο τής Ορθοδόξου άντιπροσωπείας, ο Συρόπουλος άναφέρει τά έξής: «...καί αγανακτήσας (ο Άγιος) τήν ίταμότητα καί τό θράσος αύτων (των Λατινοφρόνων άρχερέων) καίκαταλαβων ότι πάντες σχεδόν προδεδομένοι και έτοιμοι εισι προς τήν του Λατινισμου συγκατάθεσιν, εσιώπησε». Δηλαδή όταν ο Άγιος κατάλαβε ότι όλοι σχεδόν είχαν ήδη προδώσει τήν πίστη καί ήταν έτοιμοι νά ύπογράψουν τήν έπαίσχυντη ένωση, δέν άποτειχίστηκε, όπως θά ενεργουσε ο π. Εύθύμιος καί οι ομόφρονές του, άλλά εσιώπησε, δηλαδή έξακολουθουσε νά έχει έκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Επομένως είναι πέρα γιά πέρα έσφαλμένο καί δέν έχει κανένα έρεισμα τό συμπέρασμα, πού βγάζει, ότι δήθεν «ο Άγιος ήτο κατ'ούσίαν άποτειχισμένος άπό τήν Φλωρεντία, καθ' ήν στιγμήν αύτός ήθελε νά παραμείνει στά όρια των Πατέρων καί οί ύπόλοιποι προτιμουσαν τόν συμβιβασμό καί τό βόλεμα» (σελ. 214).

Ο Άγιος άγωνίσθηκε μέ άκαταμάχητη γενναιότητα, γιά νά ματαιώσει τήν συμβατική ένωση. Έπειτα, όμως, άπό τήν πραγματοποίησή της (1439) συνιστουσε στούς Ορθοδόξους: «Δει γάρ παντάπασιν έκείνους (τούς Λατινόφρονας) είναι κεχωρσμένους ήμων». Οι μετά τήν ψευδοσύνοδο άγωνες του Αγίου γιά τήν άκύρωση καί τήν Συνοδική άποκήρυξή της έφεραν καρπούς. Πράγματι, Τοπική Σύνοδος στά Ιεροσόλυμα τό 1443, στήν οποία συμμετείχαν οι τρεις Πατριάρχες τής Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων), κατεδίκασαν καί άπεκήρυξαν τίς άποφάσεις τής ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, καθήρεσαν δέ τόν ένωτικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη . Επίσης, η ένωση άποκηρύχθηκε από τίς Εκκλησίες τής Τραπεζουντος, Ρωσίας, Μολδοβλαχίας, Ιβηρίας καί Σερβίας, άπό τούς Αγιορείτες Πατέρες , καθώς έπίσης καί άπό μεγάλη Τοπική Σύνοδο, πού συγκοτήθηκε στό Ναό της Άγίας Σοφίας στή Κωνσταντινούπολη τό 1450. Στή Σύνοδο αύτή συμμετείχαν οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων, δεκαέξι αρχιερείς, κληρικοί καί μερικοί ηγούμενοι.







Τό Αυτοκέφαλο του 1850



Στό κεφάλαιο αύτό ό π. Εύθύμιος παρουσιάζει πολύ συνοπτικά τήν έκκλησιαστική κατάσταση κατά τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας-Ενετοκρατίας, δηλαδή άπό τόν 15ο μέχρι καί τόν 19ο αίώνα, ένώ κάνει έκτενέστερη αναφορά στό σχίσμα της Ελλαδικης Εκκλησίας του 1833. Παραμερίζομε τό θέμα του σχίσματος, έπειδή αύτό δέν εγινε γιά λόγους πίστεως, άλλ' έπεβλήθη άνωθεν άπό τούς Βαυαρούς γιά λόγους πολιτικης σκοπιμότητος. Θά περιοριστουμε μόνο σέ μιά μικρή αναφορά στούς Άγίους της περιόδου αύτης καί ίδιαίτερα στούς Κολλυβάδες Πατέρες, Όσιο Νικόδημο τόν Άγιορείτη, Όσιο Αθανάσιο τόν Πάριο, Άγιο Κοσμά τόν Αίτωλό, Άγιο Μακάριο τόν Πάτμιο κ.ά. καί στή στάση, πού έτήρησαν απέναντι στούς Λατίνους καί στούς Λατινόφρονες της έποχης των, γιά τούς όποίους, περιέργως, κανένα λόγο δέν κάνει (γιατί άραγε;) ό π. Εύθύμιος. Κατ' άρχήν έκεινο, πού πρέπει πρίν απ'ολα νά τονιστεί έδώ, είναι οτι ολοι οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως μετά τήν άλωση ήταν ανθενωτικοί, έπειδή αύτό έπέβαλε η οθωμανική πολιτική της Ύψηλης Πύλης. Τό γεγονός αύτό άποτελεΐ αληθινή εύλογία του Θεου, άποτελεΐ θά λέγαμε, τήν μεγάλη πρόνοια του Θεου στό Γένος μας, γιά νά μας προφυλάξει άπό τόν κίνδυνο του Παπισμου καί του Προτεσταντισμου, πού ήταν άσυγκρίτως μεγαλύτερος άπό αύτόν του Ίσλάμ. Κατά τήν περίοδο λοιπόν αύτή τό Φανάρι γίνεται τό προπύργιο της Ορθοδοξίας, ό κυματοθραύστης της Παπικης (Ούνιτικης) καί Προτεσταντικης προσηλυτιστικης προπαγάνδας, πού εκανε φοβερή θραύση σ' ολη τήν Βαλκανική χερσόνησο καί τήν Μικρά Ασία. Αύτήν ακριβώς τήν άντιπαπική στάση του Φαναρίου είχαν ύπ' οψιν τους οι Κολλυβάδες Πατέρες καί αυτή αποτελουσε γι' αύτούς σημείο αναφορας, πού καθόριζε τήν συμπεριφορά τους σέ ολες τίς αξιοδάκρυτες πτώσεις καί προδοσίες της πίστεως, πού παρατηρήθηκαν κατά τήν περίοδο αύτή άπό διάφορους έπισκόπους καί μοναχούς, πού μέ τήν συμπεριφορά τους είχαν ούσιαστικά ένωθεΐ μέ τούς Λατίνους καί Προτεστάντες. Αφ' ένός δηλαδή δέν είχαν καμμιά έκκλησιαστική έπικοινωνία μέ ολους αύτούς τούς έπισκόπους, πού πρόδωσαν τήν πίστη καί φράγκεψαν, άφ' έτέρου δέ εκαναν ύποδειγματικό άγώνα, γιά νά μεταδώσουν κάποιο πνευματικό φώς στόν Ορθόδοξο λαό καί νά τόν προφυλάξουν άπό τήν παπική προπαγάνδα. Ο ιερός Μακάριος ό Πάτμιος διεκήρυττε μέ πόνο: «Από τόσας Συνόδους Τοπικάς καί Οίκουμενικάς άφωρίσθησαν καί άνεθεματίσθησαν οι Λατίνο, καί άκόμη άμφιβάλλεις άνίσως καί είναι άναθεματισμένοι; Ακόμη δέν τό πιστεύεις πως είναι αιρετικοί';... Καί πως έσύ κρατείς τούς Λατίνους διά Ορθοδόξους; ...Ποιον σημεΤον είδες άπό αύτόν τόν φραρόπαπαν πώς δύναται νά τελειώση μυστήριον, καί προστρέχεις είς αύτόν καί έξομολογήσα; ...Από τόν Θεόν τόν ϋψιστον, τόν παντοδύναμον, χωρίζεσαι τήν ώραν έκείνην». Ο δέ Όσιος Αθανάσιος Ο Πάριος, όπως καί Ο Όσιος Νικόδημος, άντιστεκόταν στούς Λατινόφρονες τής έποχής του καί έδίδασκε: «Τίς ουν τούς πάντη άβαπτίστους (Λατίνους) ερεί μή δειν βαπτίζεσθα, τή καθολική προσερχομένους ’Εκκλησία; ούδείς δήπου νουν καί φρενωνμή έξεστηκώς. Τοιγαρουν βαπτίζονται πανταχου καν τινές, πάθει μαλλον ή καί άμαθεία κινούμενοι, είσέτι καί νυν αντιλέγειν εθέλουσι, τήν φερομένην Διάταξιν προβάλλοντες, τήν μύρω δεχομένην τούς άπό Λατίνων έπιστρέφοντας».







Η άποτείχισις του Παλαιού Ημερολογίου.



Τό θέμα τής άποτειχίσεως των Παλαιοημερολογιτων διαπραγματεύεται αριστα ο π. Εύθύμιος, μέ πολλές μαρτυρίες άπό τούς Πατέρες καί τήν Κανονική Παράδοση τής Εκκλησίας καί δέν έχουμε νά έκφράσουμε καμμία άντίρρηση. Σέ ένα μόνο σημείο πιστεύουμε ότι άστοχεΐ. Ισχυρίζεται ότι : «Πάντως είναι προτιμότερο νά άνήκει κανείς σέ σχίσματα καί παρατάξεις (αν βεβαίως έντός αύτων δέν έμφιλοχωρουν αιρετικές δοξασίες), παρά σέ αιρετικούς ’Επισκόπους, διότι σύμφωνα μέ τούς Πατέρες ή αιρεσις σέ χωρίζει άμέσως άπό τόν Θεό» (σελ. 257-258). Θά προτιμουσε λοιπόν νά άνήκει στό σχίσμα των Παλαιοημερολογιτων; Διότι καί στό σχίσμα αύτό δέν έμφιλοχώρησαν αιρετικές δοξασίες, οι δέ οπαδοί του κρατουν άπαρασάλευτα όλα τά ορθόδοξα δόγματα άνόθευτα καί άκέραια. Ωστόσο γνωρίζουμε ποιά ήταν ή όλη πορεία καί έξέλιξις των μέχρι σήμερα, τήν οποία έξέλιξη καί ο ίδιος γνωρίζει, διότι τήν περιγράφει αριστα μέ όσα άναφέρει : «Αύτό όμως πού άποδεικνύει τόν έκτροχιασμό αύτής τής άποτειχίσεως είναι ή δημιουργία πολλων Συνόδων μή έχόντων μεταξύ των ούδεμία έκκλησιαστική έπ/κοινωνία. Συνόδων οί οποίες ή μία πολεμεί τήν άλλη, Συνόδων αλληλοκαθαιρουμένων, οι οποίες έχουν ένα μόνο συνδετικό κρίκο καί κοινό γνώρισμα, τήν μετά πάθους έμμονή είς τό παλαό ήμερολόγιο. Αύτό άποτελεΐ ένα είδος ιδιοτύπου Προτεσταντισμου ...Αυτή ή κατάστασις των άντιμαχομένων Συνόδων, ίσως είναι ή μεγαλυτέρα άπόδειξις διά τό ότι έν και ρω αίρέσεως δέν δημιουργουμε αύθαίρετα Σύνοδο...» (σελ. 257). Λειτούργησε δηλαδή καί σέ αύτούς, όπως πολύ σωστά άναφέρει, ο πνευματικός νόμος τής άνταποδόσεως, ο οποίος λέγει, ότι άπό αύτό τό παράνομο, τό οποίο πράττεις, νομίζοντας ότι ύπηρετεΐς τόν Θεό, άπό αύτό καί θά τιμωρηθείς. Τούς έτιμώρησε, λοιπόν, ο Θεός, άφήρεσε τήν Χάριν Του άπό αύτούς, δέν εύόδωσε τήν προσπάθειά τους, τούς παρέδωκε «είς άδόκιμον νουν ποιείν τά μή καθήκοντα». Πως, λοιπόν, έξηγεΐται νά προτιμα αύτούς, πού καταδικάζει καί ο ίδιος; Οπωσδήποτε έδω ύπάρχει άντίφασις στά λεγόμενά του. Πέραν τούτου ξεχνα ότι τό σχίσμα δέν έπουλώνεται οϋτε μέ αίμα μαρτυρίου, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος; Τόσο η αιρεση όσο καί τό σχίσμα οδηγουν έξ ίσου στήν άπώλεια τής σωτηρίας, διότι καί στίς δύο καταστάσεις έχουμε έκπτωση άπό τό Σωμα τής Εκκλησίας. Εάν ο π. Εύθύμιος άποτειχίστηκε άπό τήν Εκκλησία της Ελλάδος, έπειδή πιστεύει, οτι αυτή εχει πέσει εξ' όλοκλήρου στήν αίρεση του Οίκουμενισμου, δέν βρίσκεται δέ έπίσης ούτε στούς Παλαιοημερολογητες, τότε λοιπόν που βρίσκεται η Ορθόδοξος Εκκλησία; Διότι, δέν είναι δυνατόν νά χάθηκε, άφου «πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αύτης». Άς κάνει τόν κόπο νά μας τήν ύποδείξει, γιά νά ξέρουμε κι έμείς. Εκτός κι άν πιστεύει οτι Εκκλησία είναι ό ιδιος καί οσοι τόν άκολουθουν η άν η Εκκλησία είναι αόρατη, κατά τήν προτεσταντική έκκλησιολογία, οποτε ψάχνουμε νά τήν βρουμε. Πάντως νομίζουμε τό ασφαλέστερο γι' αύτόν θά ήταν νά άκολουθουσε μέ ταπείνωση τήν στάση καί τήν διαγωγή, πού έτήρησαν απέναντι σ' αύτήν τήν παναίρεση μεγάλες σύγχρονες Οσιακές μορφές, οπως ο Γέρων Παΐσιος ό Άγιορείτης, ο Όσιος Ιουστίνος ό Πόποβιτς, ο Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης κ.ά., πού ολοι τους εζησαν μέσα στό πετσί τους τήν αίρεση αύτή. Εάν πάλι αξιώθηκε νά λάβει άπό τόν Θεό μεγαλύτερα καί ύψηλότερα χαρίσματα άπό αύτούς καί εχει προοριστεί ώς άλλος Μάρκος Εύγενικός, ώς νέος άτλας της Ορθοδοξίας, νά σώσει τήν Ορθοδοξία, αυτό θά είχε γίνει φανερό μέχρι τώρα στόν πιστό λαό του Θεου. Τέτοιου, ομως, μεγέθους πατερικό ανάστημα δέν φαίνεται νά είναι ό π. Εύθύμιος.







Η αποτείχισις τών Αγιορειτών Πατέρων

από τόν Πατριάρχη Άθηναγόρα



Στό κεφάλαιο αύτό ό π. Εύθύμιος περιγράφει συνοπτικά τό ιστορικό της άποτειχίσεως όρισμένων Άγιορειτικών Μονών (οκτώ τόν αριθμό) καί τήν παύση υπ' αύτών της μνημονεύσεως του Πατριάρχου Αθηναγόρου κατά τήν τριετία 1970-1973. Σχετικά μέ τήν αποτείχιση αύτή έπισημαίνουμε τά έξης: Η διαφορετική στάσις καί τοποθέτησις τών Άγιορειτικών Μονών είς ο,τι άφορα τήν μνημόνευση του Πατριάρχου οφείλεται, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, στόν διαφορετικό τρόπο μέ τόν όποιο έξετίμησαν τήν άρση τών αναθεμάτων του 1965. Οι μέν πρώτες, πού άποτειχίστηκαν, είδαν στήν άρση αύτή τήν ένωση Ορθοδοξίας καί Παπισμου, παρά τίς ύπάρχουσες δογματικές διαφορές. Εθεώρησαν, δηλαδή, οτι καί στήν προκειμένη περίπτωση παραγματοποιήθηκε κάτι ανάλογο μέ τίς ψευδοενώσεις της Λυών τό 1274 η τήν ψευδοένωση της Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438-9. Όποτε ώς άλλοι Οσιομάρτυρες έπί Βέκκου η ώς άλλοι Μάρκοι Εύγενικοί ύψωσαν τά λάβαρα του άγώνος, άν καί οχι έπιτυχώς, διότι τούς ελειπε τό μαρτυρικό φρόνημα, πού είχαν οι προαναφερθέντες. Έτσι εσβησε ο αγώνας τούς άδοξα καί ταπεινωτικά, οπως σπάει μία σαπουνόφουσκα. Τό χειρότερο, ομως, είναι οτι η ταπείνωση καί ό έξευτελισμός τών παραπάνω Ιερών Μονών έσήμαινε μία θριαμβευτική νίκη γιά τούς Οίκουμενιστές, οι όποιοι στό έξης θά συμπεριφέρονται μέ τόν άέρα του νικητου καί θά κατορθώνουν νά έπιβάλλονται στούς Άγιορείτες καί νά τούς κλείνουν τό στόμα σέ οποια τυχόν μεταγενέστερη διαμαρτυρία τους. Αύτό ακριβώς βλέπουμε νά γίνεται μέχρι σήμερα, οπου οι Οίκουμενιστές κατορθώνουν δυστυχώς μέ τίς απειλές καί τίς φοβέρες νά έπιβάλλουν σιγήν ίχθύος σ' ολους σχεδόν τούς Άγιορεΐτες, ετσι ώστε τώρα πλέον, εχοντας έξασφαλισμένα τά νώτα, νά προχωρουν ακάθεκτοι στά ένωτικά τους σχέδια. Οι άλλες Μονές, πού δέν άποτειχίστηκαν, δέν έθεώρησαν τήν άρση τών αναθεμάτων ώς de facto ένωση μέ τόν Παπισμό, άλλά απλώς σάν ένα πρώτο βημα πρός τήν ένωση. Η μέχρι τώρα πορεία τών πραγμάτων απέδειξε οτι η άρση τών αναθεμάτων δέν αποτελουσε τήν ιδια τήν ένωση, διότι τό καλά οργανωμένο καί μελετημένο σχέδιο ένώσεως, πού κατέστρωσε τό Βατικανό ηδη άπό τό 1965, προέβλεπε τήν άρση τών αναθεμάτων ώς ένα πρώτο βημα πρός τήν ένωση καί οχι ώς τήν ιδια τήν ένωση.

Τό σχέδιο προέβλεπε μετά τήν αρση των άναθεμάτων τήν προλείανση του έδάφους μέ τόν «Διάλογο τής άγάπης καί τής καταλλαγής», στή συνέχεια τόν θεολογικό διάλογο, κατόπιν τήν άναγνώριση του Παπισμου ως κανονικής Ορθοδοξούσης Εκκλησίας μέ τόν παραμερισμό των ποικίλλων δογματικων διαφορων (βλ. άποφάσεις του Balamand) καί τέλος τήν έπικέντρωση τής θεματολογίας πάνω στό έπίμαχο καί άκανθωδες θέμα του Πρωτείου. Καί άκριβως σ' αύτό τό σημείο του διαλόγου βρισκόμαστε σήμερα. Επομένως οι Ιερές Μονές, πού δέν άποτειχίστηκαν, είτε έν γνώσει τους, είτε έν άγνοια τους, δέν έπεσαν έξω.







Γενικά συμπεράσματα



Από τήν όλη κριτική μελέτη του βιβλίου του π. Ευθυμίου θά μπορούσαμε νά καταλήξουμε στά άκόλουθα συμπεράσματα:

Α) Διάχυτη σ' όλο τό βιβλίο, άπό τήν άρχή ως τό τέλος, είναι ή προσπάθεια απαξιώσεως καί περιθωριοποιήσεως του Συνοδικου Θεσμου τής Εκκλησίας, ένω παράλληλα ύπερτονίζεται ή άντίληψη τής άτομικής εύθύνης του κάθε πιστου γιά τήν έπισήμανση, διάγνωση καί προφύλαξή του άπό τήν αίρεση. Μία τέτοια θέση, όμως, είναι άντίθετη καί ξένη πρός τήν Πατερική καί Συνοδική Παράδοση τής Εκκλησίας. Οι Άγιοι Πατέρες έσέβοντο τόν Συνοδικό Θεσμό ως κόρην οφθαλμου καί έδιναν πρώτη προτεραιότητα σ' αύτόν, τόσο γιά τήν διευθέτηση και έπιλυση των πάσης φύσεως έκκλησιαστικών ζητημάτων, όσο έπίσης (πρό πάντων) γιά θέματα αίρέσεως.

Β) Ο ρόλος των άληθινων ποιμένων, χαρισματούχων καί διακριτικων Γερόντων καί πνευματικων Πατέρων, πού πάντοτε ύπήρχαν καί ύπάρχουν μέσα στήν Εκκλησία (πάρα τό γεγονός, ότι είναι σπάνιοι καί δυσεύρετοι σήμερα), ύποβαθμίζεται καί σχεδόν εκμηδενίζεται. Οί Άγιοι Πατέρες τής έποχής μας, οι φωτισμένες αύτές ψυχές, οι οποίες πρό πάντων σήμερα, έν καιρω δηλαδή αίρέσεως, καλουνται νά παίξουν κυριαρχικό ρόλο καί νά καθοδηγήσουν τό ποίμνιο, (τό οποίο στήν πλειονότητά του παραμένει άκατήχητο καί απληροφόρητο) στό είδικό αύτό καί πολύ ύπεύθυνο θέμα τής άποτειχίσεως, παραμερίζονται. Πουθενά στό βιβλίο του δέν γίνεται λόγος γιά τίς μεγάλες Οσιακές καί χαρισματουχες μορφές τής έποχής μας, όπως ο Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης, ο Όσιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, ο Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο Γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ο Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης κ.α. Πουθενά δέν γίνεται λόγος γιά τήν στάση, πού έτήρησαν άπέναντι στήν αίρεση του Οίκουμενισμου. Εξ όσων γνωρίζουμε, ένω όλοι οι προαναφερθέντες έπεσήμαναν καί καταδίκασαν τήν αίρεση, κανένας έξ αύτων δέν άποτειχίστηκε. Μόνον ο Γέρων Παΐσιος διέκοψε προσωρινά τό μνημόσυνο του Πατριάρχου Αθηναγόρου στήν τριετία 1970-1973. Τί συμβαίνει λοιπόν; Όλοι αύτοί οι Άγιοι Γέροντες, γιά τούς οποίους ύπάρχουν άποδεδειγμένες μαρτυρίες μέ θαυμαστά γεγονότα άπό τήν ζωή τους, πού άποδεικνύουν τήν αγιότητα του βίου τους, έπεσαν έξω καί πλανήθηκαν στό ζωτικής σημασίας γιά τήν σωτηρία αύτό θέμα τής άποτειχίσεως; Δέν νομίζουμε. Θά καταλογίσουμε σ' αύτούς παράβαση του 15ου Κανόνος τής ΑΒ’ Συνόδου; Ασφαλως όχι. Είναι δυνατόν νά μήν ζήτησαν καί νά μήν έλαβαν πληροφορία άπό τόν Θεό γιά τό ζήτημα αύτό, πού είναι ζήτημα ζωής καί θανάτου; Όχι βέβαια. Οί Άγιοι αύτοί Πατέρες είχαν πληροφορία, δέν άμφιβάλουμε καθόλου γι' αύτό, άμφιβάλουμε όμως αν ο π. Εύθύμιος είχε πληροφορία νά γράψει αύτό τό βιβλίο, πού έγραψε, μέ τόν τρόπο που τό έγραψε. Ενα άπό τά δύο πρέπει νά γίνει : Η νά άκολουθήσουμε τούς Αγίους Πατέρες καί νά διαγράψουμε τό βιβλίο του π. Εύθυμίου η νά άκολουθήσουμε τόν π. Εύθύμιο καί νά διαγράψουμε τούς Αγίους Πατέρες. Ωστόσο, ο Θεός μας έδωσε πολλές μαρτυρίες, μέ θαυμαστά γεγονότα, γιά τήν αγιότητα των πρώτων, ένω δέν μας έδωσε καμία μαρτυρία γιά τήν αγιότητα του δευτέρου.

Γ) Στή θέση του ρόλου των Αγίων Πατέρων τοποθετείται τό ένστικτο καί είσάγεται ή έννοια τής «έξ ένστικτου άποτειχίσεως». Τό ένστικτο δηλαδή και όχι η κρίση και η καθοδήγηση ύπό των Αγίων καί φωτισμένων Γερόντων είς ό,τι άφορα τήν άποτείχιση, καλείται νά γίνει ο Οδηγός μας σ' αύτήν. Αλλοίμονο, όμως, αν συμβεί κάτι τέτοιο, διότι τό ένστικτο καί η άτομική κρίσις του καθενός πολλές φορές μας εξαπατα, ίδίως όταν ο ανθρωπος δέν έχει άκόμη καθαρίσει τήν ψυχή του άπό τά πάθη καί δέν έχει αξιωθεί θείου φωτισμου. Η «εξ ενστικτου αποτείχισις» δέν μαρτυρείται σέ κανένα Κανόνα τής Εκκλησίας καί είναι ξένη πρός τήν Παράδοσή της.

Δ) Παρερμηνεύει τόν 15ο Κανόνα τής ΑΒ’, διότι αδυνατεί νά τόν δει μέσα στή συνάφειά του μέ τούς δύο προηγουμένους, 13ο, 14ο και τό πρωτο μέρος του 15ου, όπως έπισης και σέ συνάφεια μέ τούς Κανόνες Α’, Β’ καί Ζ΄ τής Γ’ Οίκουμενικής. Οι Κανόνες τής Οίκουμενικής καταδικάζουν μέ ενα γενικό, μή ονομαστικό, τρόπο κάθε αιρετικό γνωστής καί καταδικασμένης αίρέσεως, ένω Ο 15ος τής ΑΒ’ θεωρεί αύτονόητη τήν άνάγκη τής Συνοδικής κρίσεως (ονομαστικά) του συγκεκριμένου αίρετικου έπισκόπου, πού μέχρι προτινός ήταν «πρόεδρος», κανονικός έπίσκοπος, καί στή συνέχεια έπεσε στήν αίρεση, διότι αύτό άπαιτεί, ή νοηματική συνάφειά του μέ τούς δύο προηγουμένους Κανόνες. Πάντως Συνοδική καταδίκη των αίρετικων, είτε ονομαστικά είτε μή ονομαστικά, είναι άπαραίτητη καί πουθενά σέ καμμιά περίπτωση δέν ύπάρχει διακοπή έκκλησιαστικής κοινωνίας (αποτείχιση) χωρίς καταδίκη των αίρετικων. Επομένως ή άγωνιώδης προσπάθεια του π. Εύθυμίου νά πείσει τόν άναγνώστη γιά «άποτείχιση πρό συνοδικής κρίσεως», είτε τής αίρέσεως είτε των αίρετικων, έπαναλαμβάνοντας παντου σ' όλο τό βιβλίο του τήν παραπάνω φράση είναι έσφαλμένη.

Επίσης, αγνοεί ή θέλει νά άγνοεί τίς εκάστοτε Τοπικές Συνόδους, πού συγκροτουσαν οι Πατέρες αμέσως η λίγο μετά τήν έμφάνιση της αιρέσως, οι όποιες επαιξαν σημαντικό ρόλο στήν αποτείχιση τών Πατέρων.

Ε) Συγχέει τήν αποτείχιση μεταξύ Λατίνων καί Λατινοφρόνων στήν έποχή μετά τό σχίσμα του 1054. Όπως ηδη εχει τονιστεί, οι Πατέρες δέν διέκοπταν τήν έκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες (παρ' ολο πού αύτοί δέν είχαν ακραιφνώς Ορθόδοξο φρόνημα), παρά μόνον οταν αύτοί προχωρουσαν, μετά άπό διαλόγους καί Συνοδικές διαδικασίες, σέ έπίσημη ένωση μέ τούς Παπικούς. Καί τέτοιου ειδους ένώσεις, μαλλον ψευδοενώσεις, εγιναν δύο μέχρι τώρα. Ή ψευδοένωσις της Λυών τό 1274 καί αύτή της Φεράρας-Φλωρεντίας τό 1438-9. Αύτό φαίνεται ξεκάθαρα καί άπό τά ιδια τά κείμενα, πού παραθέτει ο π. Εύθύμιος, άλλά καί άπό άλλες πηγές. Άν, γιά παράδειγμα, ο Άγιος Μάρκος ο Εύγενικός είχε άποτειχιστεΐ άπό τούς Λατινόφρονες της έποχης του, δέν θά δεχόταν καθόλου νά συμμετάσχει στήν ψευδοσύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας. Επομένως, οι Άγιοι Πατέρες, πού εζησαν μετά τό σχίσμα, εθεταν ώς ορο διακοπης του μνημοσύνου τήν ένωση μέ τόν Παπισμό καί οχι τίς προσπάθειες γιά τήν ένωση η τούς διαλόγους.

ΣΤ) Κάνει τό μεγάλο λάθος νά έφαρμόζει τόν 15ο Κανόνα της ΑΒ' στήν περίπτωση της αιρέσεως του Οίκουμενισμου. Ο παραπάνω Κανόνας έπιτρέπει τήν αποτείχιση μόνο σέ περίπτωση αιρέσεως κατεγνωσμένης άπό Σύνοδο η άπό Άγίους Πατέρες: «Οί γάρ δι' αι'ρεσιν τινά παρά τών Άγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην...». Ο Οίκουμενισμός δέν εχει καταδικαστεί μέχρι σήμερα άπό Σύνοδο (Τοπική η Οίκουμενική). Μόνο άπό συγχρόνους Πατέρες, πού άναφέραμε παραπάνω, εχει καταγνωστεΐ, χωρίς ομως ολοι αύτοί νά εχουν άποτειχιστεΐ. Καί δέν άποτειχίστηκαν, διότι είχαν τόν ανάλογο φωτισμό νά διακρίνουν τήν ανάγκη της Συνοδικης καταδίκης της καινούργιας αύτης αιρέσεως. Αυτός, άλλωστε, ήταν ό κύριος σκοπός καί η κυρία έπιδίωξις τών αρχαίων μεγάλων Πατέρων, η έπίτευξη της Συνοδικης καταδίκης τών αιρέσεων καί τών αιρετικών της έποχης των. Τότε μόνο ό αγώνας των άποκτουσε στέρεα βάση καί αδιάσειστο θεμέλιο. Καί ακριβώς πάνω σ' αύτή τήν βάση της Συνοδικης καταδίκης έστήριζαν κατόπιν τήν άποτείχισή τους άπό τούς αιρετικούς.

Εύθύς έξ άρχης πρέπει νά τονίσουμε οτι η αιρεση αύτή δέν ταυτίζεται ούτε μέ τόν Παπισμό ούτε μέ τόν Προτεσταντισμό καί είναι μεγάλο λάθος νά συγχέονται οι αιρέσεις αύτές μεταξύ τους, έστω καί αν είναι στενά συνυφασμένες καί άλληλοπεριχωρούμενες μεταξύ τους. Ο Οίκουμενισμός είναι ενα καινούργιο θρησκευτικό μόρφωμα του 20ου αίωνος, πού γεννήθηκε, μεγάλωσε καί γαλουχήθηκε μέσα σ' ενα κλίμα και σέ μιά άτμόσφαιρα πνευματική, πού κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμά της είναι τό στοιχείο του θρησκευτικου συγκρητισμου, τής άναμίξεως δηλαδή καί έναρμονίσεως ποικίλλων αίρετικων θεωριων καί θρησκευτικων άντιλήψεων, πού άνήκουν σέ διάφορες χριστιανικές Ομολογίες η καί θρησκείες. Αύτό δέ τό πνευμα του θρησκευτικου συγκρητισμου, σύμφωνο κατά πάντα μέ τό πνευμα καί τήν κυρίαρχη ίδεολογία τής Νέας Εποχής, ήταν αγνωστο μέχρι περίπου τά τέλη του 19ου αίωνος στίς αιρετικές παρασυναγωγές του Παπισμου, του Προτεσταντισμου, του Μονοφυσιτισμου καί στήν Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Επιπλέον μέσα στούς κόλπους τής φοβερής αύτής αίρέσεως κυοφορουνται καί άναπτύσσονται καινούργιες αιρετικές θεωρίες, όπως ή θεωρία των κλάδων, ή θεωρία του δογματικου μινιμαλισμου, τής βαπτισματικής ένότητος κ.α., που ήταν αγνωστες μέχρι τότε σέ κάθε μιά άπό τίς παραπάνω χριστιανικές Ομολογίες. Καί στήν προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση τής συγχρόνου αύτής αίρέσεως του Οίκουμενισμου είναι άνάγκη καί έμεΐς, άκολουθουντες τούς Αγίους Πατέρες μας, νά στρέψουμε τήν προσοχή μας πρός τήν κατεύθυνση αύτή καί νά έντείνουμε τόν άγώνα μας, μέχρις ότου έπιτευχθεί ή Συνοδική καταδίκη της αίρέσεως. Είναι ντροπή γιά όλους μας, κληρικούς καί λαϊκούς, τό γεγονός ότι μέχρι σήμερα καί ένω έχουν παρέλθει σχεδόν έκατό χρόνια, δέν έπετεύχθη αύτός ο σκοπός. Είναι δέ αστοχο τό έπιχείρημα, πού προβάλλει Ο π. Ευθύμιος, ότι «είναι μάταιο νά περιμένωμε άπόφαση Συνόδου (ή οποία θά καταδικάσει τόν Οίκουμενισμό) καί έπαναφορά συνοδική είς τήν Ορθοδοξία, έφ' όσον κατά κοινήν ομολογία καί διδασκαλία τής Αποκαλύψεως καί των Πατέρων περί των έσχάτων, όλα θά βαδίζουν πρός τό χειρότερο, ή ’Εκκλησία διά των έκπροσώπων της θά συμβιβασθεΐ καί θά προδώσε, οί Άγιοι θά ήττηθουν, οι Ορθόδοξοι θά διαβιώνουν στίς έρήμους καί στά βουνά, ή ’Εκκλησία θά διασωθεί είς τήν έρημο, οί πλείστοι των Ορθοδόξων κληρικων καίλαϊκων θά σφραγιστουν καί έπ/σήμως θά προσκυνήσουν τόν Αντίχριστο» (σελ. 310). Εάν είναι μάταιο νά περιμένουμε άπόφαση Συνόδου καί έπαναφορά Συνοδική στήν Ορθοδοξία, τότε αύτό σημαίνει ότι έχει καταλυθεΐ καί καταστραφεί τό Συνοδικό Πολίτευμα τής Εκκλησίας, έχει παραλύσει όλος Ο έκκλησιαστικός οργανισμός, καί μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δέν πρόκειται νά έπαναλειτουργήσει πλέον στό μέλλον. Αύτό σημαίνει οτι τά πάντα εχουν πλέον άνατραπεί, δέν εχει μείνει τίποτε ορθιο, η Εκκλησία εχει ύποστεί ναυάγιο καί «πύλαι Άδου κατίσχυσαν» αύτης. Δέν είναι, ομως, ετσι τά πράγματα. Όχι! Αλλοίμονο, άν φθάσουμε σέ τέτοια συμπεράσματα, τά όποια μάλιστα ερχονται σέ εύθεία αντίθεση μέ τούς λόγους του Κυρίου μας. Αλλοίμονο, άν μας καταλάβει ό πανικός καί νομίσουμε οτι σήμερα η Εκκλησία διασώζεται μόνο στά βουνά καί στίς έρημιές άπό έλάχιστους πιστούς, ένώ έπίκειται έντός έλαχίστου χρόνου η ελευση του Αντιχρίστου. Βέβαια, η Εκκλησία πάντοτε στήν ιστορική της διαδρομή είχε στραμμένα τά βλέμματά της πρός τά εσχατα καί ζουσε μέ τήν προσδοκία της έλεύσεως του Κυρίου. Η έσχατολογική αύτή προσδοκία ήταν μάλιστα ίδιαίτερα εντονη στά Αποστολικά χρόνια. Ωστόσο, τό γεγονός αύτό καθόλου δέν έμπόδισε τούς Αποστόλους καί στή συνέχεια τούς Άγίους Πατέρες νά χάσουν τήν έπαφή τους μέ τό έδώ καί τό τώρα της έκκλησιαστικης πραγματικότητος, νά αναπτύξουν τόν Συνοδικό της Θεσμό καί νά διατυπώσουν Κανόνες, πού θά ρυθμίζουν ολες τίς πτυχές της έκκλησιαστικης ζωης. Εξ άλλου μεγάλες Άγιορειτικές μορφές της έποχης μας, οπως ο Γέρων Παΐσιος, ο Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθειτης κ.ά., εχοντες ύπ' οψιν τους τίς προφητείες του Άγίου Κοσμα του Αιτωλού, πού δέν πραγματοποιήθηκαν άκόμη, μας πληροφορουν οτι δέν εχουμε άκόμη φθάσει στήν έποχή του Αντιχρίστου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.