Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Δεν ζούμε για να τρώμε, αλλά τρώμε για να ζούμε! --Δεν πρέπει να διαδέχεται το φαγητό ο ύπνος, αλλά οι προσευχές!


Κυριακή Ε΄ Λουκά:




Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου

Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιον


Χτὲς πυργώσαμε ἐναντίου τους τὸν Παῦλο, ποὺ ὁρίζει· Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε, εἴτε κάνετε κάτι, ὅλα νὰ τὰ πράττετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Σήμερα θὰ τοὺς παρουσιάσωμε τὸν Κύριο τοῦ Παύλου, ὄχι νὰ τοὺς προτρέπη μόνο καὶ νὰ τοὺς συμβουλεύη ν’ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν τρυφὴ ἀλλὰ καὶ νὰ βασανίζει ἐκεῖνον ποὺ ζῆ στὴν τρυφὴ καὶ νὰ τὸν τιμωρῆ.
   Ἦταν κάποιος πλούσιος καὶ ζοῦσε μέσα σὲ πολλὴ κακία. Δὲν εἶχε δοκιμάσει καμμιὰ συμφορὰ καὶ τ’ ἀγαθὰ του κυλοῦσαν σὰν ἀπὸ πηγές. Ὅτι δὲν τοῦ συνέβαινε δυσάρεστο, οὔτε λύπη, οὔτε δυσκολία, τὸ ἐξυπονοεῖ ἡ φράση «διασκέδαζε καθημερινά». Ὅτι ζοῦσε μέσα σὲ κακία, φαίνεται ἀπὸ τὸ τέλος ποὺ τοῦ ἔλαχε, καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος, ἀπὸ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἔδειχνε στὸν φτωχό. Ὅτι δὲν ἐλεοῦσε ὄχι ἐκεῖνον μονάχα ποὺ κοιτόταν στὴν πόρτα του ἀλλὰ οὔτε ἄλλον κανένα, τὸ ἔδειξε αὐτὸς ὁ ἴδιος. Γιατὶ δὲν ἦταν ὁ φτωχὸς πεσμένος σὲ κάποιο σταυροδρόμι οὔτε σ’ ἀπόκρυφο τόπο, ἀλλὰ σὲ μέρος τέτοιο, ποὺ ἀδιάκοπα περνοδιάβαινε ὁ πλούσιος, κι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν βλέπη. Ἄν λοιπὸν αὐτὸν ποὺ ἦταν ριγμένος ἀδιάκοπα στὶς πόρτες του καὶ μπροστὰ στὰ μάτια του πεσμένος, ποὺ καθημερινὰ μιὰ καὶ δυὸ καὶ περισσότερες φορὲς ἦταν ἀναγκασμένος, μπαίνοντας καὶ βγαίνοντας, νὰ τὸν βλέπη, ἄν δὲν ἐλέησε αὐτὸν ποὺ ἦταν σὲ τέτοια θλιβερὴ κατάσταση καὶ μὲ σύντροφο μιὰ τόση φτώχεια καὶ ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἀρρώστια μιὰ ὁλόκληρη ζωή, ποιός ἀπὸ ὅσους ἄλλους τὸν παρακαλοῦσαν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ τοῦ λυγίσει τὴν καρδιά;
    Πρώτη λοιπὸν κακίαν εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἄκρα
ἀπανθρωπία. Δὲν εἶναι ἴδιο νὰ εἶσαι φτωχὸς καὶ νὰ μὴ βοηθῆς ὅσους βρίσκονται σὲ ἀνάγκη μὲ τὸ νὰ ἀδιαφορῆς γι’ αὐτοὺς ποὺ λιώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἐνῶ σὺ εἶσαι βουτηγμένος μέσα στὴν τρυφή.
   Νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ δεύτερη κακία; Ἡ καθημερινὴ ξένοιαστη ἀπόλαυση. Κι αὐτὴ εἶναι ἄκρα κακία. Ὄχι τώρα ποὺ γυρεύομε τόση πνευματικότητα ἀλλὰ καὶ πιὸ μπροστά, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ οἱ ἀπαιτήσεις ἦσαν μικρότερες. Ἀκοῦστε τί λέει ὁ προφήτης· Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δημιουργοῦν μιὰ πονηρὴ ἡμέρα, ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα. Τί σημαίνει «ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα»;
Οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουν ὅτι τὸ Σάββατο τοὺς ἔχει δοθεῖ γιὰ ἀργία. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ λόγος ἀλλὰ γιὰ νὰ ξοδεύουν ὅλο τὸ χρόνο τῆς σχολῆς τους στὰ πνευματικά, ἐλευθερώνοντας τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὰ βιοτικά.
   Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶχαν ἀπαλλαγῆ οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ βιοτικὰ, δὲν πρόσεχαν ὅμως τὰ πνευματικὰ μὲ σωφροσύνη καὶ καλωσύνη καὶ ἀκρόαση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἔπρατταν τ’ ἀντίθετα· ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἔσκαζαν, διασκέδαζαν –γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς κατηγόρησε ὁ προφήτης. Γιατὶ ὅταν εἶπε· Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δημιουργοῦν μιὰ πονηρὴ ἡμέρα κι ὅταν πρόσθεσε· Αὐτοὶ ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα, ἔδειξε μὲ τὴν πρόσθεση πῶς ἦσαν ψεύτικα τὰ σάββατά τους. Πῶς τὰ μετέβαλλαν λοιπὸν σὲ ψεύτικα; Μὲ τὴ διάπραξη τῆς κακίας, τὴν τρυφή, καὶ τὰ μύρια αἴσχη ποὺ ἔπρατταν. Ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθινὸ ἀκοῦστε κάτι. Αὐτὸ ποὺ θέλω τὸ ἀποδεικνύει μ’ αὐτὰ ποὺ λέει ἀμέσως· Σεῖς ποὺ κοιμᾶστε σὲ φιλντισένιες κλίνες καὶ ἀσωτεύετε στὰ τραπέζια σας, ποὺ τρῶτε κατσίκια ἀπὸ κοπάδια κι ἀπὸ ἀγέλες μοσχάρια γαλαθηνά, σεῖς ποὺ πίνετε τὸ φιλτραρισμένο κρασί καὶ ἀλείβεστε –πρώτη στάλα– τὰ μυρωδικά. Πήρατε τὸ σάββατο, γιὰ νὰ ἀπαλλάξετε τὴν ψυχή σας ἀπὸ τὴν πονηρία καὶ τὴν πράττετε περισσότερο.
… Ἄν στοχαστῆς ὅτι μέσα στὴν παγωνιά, τὰ μεσάνυχτα, ὅταν σὺ κοιμᾶσαι στὸ κρεβάτι σου, ὁ φτωχὸς ἔχει πέσει στ’ ἄχυρα στὶς πόρτες τῶν λουτρῶν, μὲ ξερὰ χόρατα σκεπασμένος, τρέμοντας, παγωμένος ἀπὸ τὸ κρύο, ἐνῶ τὸν σφίγγει ἡ πεῖνα... Τότε κι ἄν εἶσαι ἀπ’ ὅλους πιὸ πέτρινος, γνωρίζω ὅτι θὰ καταδικάσης τὸν ἑαυτό σου, ἐπειδὴ σὺ ἀπολαμβάνεις πέρα ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητο, ἐνῶ ἐκεῖνον δὲν ἀφήνεις μήτε τὸ ἀπαραίτητο νὰ γευθῆ. Κανένας στρατιώτης, λέει δὲν πλέκεται στὰ ζητήματα τῆς ζωῆς. Εἶσαι στρατιώτης πνευματικός. Ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης δὲν κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι ἀλλὰ στὸ χῶμα. Δὲ βάζει μυρωδικά· αὐτὸς ὁ ζῆλος εἶναι γιὰ τοὺς πόρνους, καὶ τοὺς διεφθαρμένους, τοὺς ἀνθρώπους τῆς σάρκας, τοὺς ἀφρόντιστους. Σὺ δὲν πρέπει νὰ μυρίζης ἀρώματα ἀλλὰ ἀρετή. Τίποτα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ψυχὴ πιὸ ἀκάθαρτο, ὅταν βάζωμε στὸ σῶμα τέτοιες μυρωδιές. Ἀπόδειξη τῆς ἐσωτερικῆς δυσοσμίας καὶ τῆς ἀκαθαρσίας θὰ ἦταν τ’ ἀρώματα τοῦ σώματος καὶ τῶν ρούχων. Ὅταν ἔρθη ὁ διάβολος καὶ ξεσηκώση τὴν ψυχὴ καὶ τὴ γεμίση μὲ πολλὴ βλακεία, τότε ἀποτυπώνει μὲ τ’ ἀρώματα καὶ πάνω στὸ σῶμα τὴ σφραγίδα τῆς διαφθορᾶς του. Κι ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀδιάκοπο συνάχι καὶ καταρροὴ μολύνουν καὶ τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπο μὲ τὰ ἀσταμάτητα ὑγρὰ τῆς μύτης, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τὴν κακία τῆς αἰσχρῆς αὐτῆς καταρροῆς ἀποτυπώνει στὸ σῶμα. Ποιός μπορεῖ νὰ φαντασθῆ ὅτι εἶναι σοβαρὸς κι ἔντιμος αὐτὸς ποὺ ἀποπνέει ἀρώματα καὶ γυναικοφέρνει ἤ καλύτερα ποὺ πορνεύεται καὶ ζῆ τὴ ζωὴ τῶν χορευετριῶν; Ἄς βγάζη ἡ ψυχή σου πνευματικὴ εὐωδία κι ἔτσι καὶ τὸν ἑαυτό σου κι αὐτοὺς ποὺ σὲ σναναστρέφωνται θὰ ὠφελῆς ἀφάνταστα.
  Τίποτα, τίποτα δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν τρυφή. Ἀκοῦστε πάλι τί λέει γι’ αὐτὴν ὁ Μωυσῆς. Ἐτράφηκσε ὁ ἀγαπητός, πάχυνε καὶ δυνάμωσε κι ἔδωσε κλωτσιά. Δὲν εἶπε -ἔφυγε, ἀλλὰ «ἔδωσε κλωτσιά» -δείχνοντας πόσο ἦταν περήφανος καὶ σὲ χαλινάρι δύσκολος. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο· ὅταν φᾶς καὶ πιῆς, πρόσεχε μήπως ξεχάσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου. Ἡ τρυφὴ συχνὰ μᾶς σπρώχνει στὴν λησμονιά. Καὶ σὺ ἀγαπητὲ μου, ὅταν καθίσης στὸ τραπέζι σκέψου ὅτι ἔπειτα πρέπει νὰ προσευχηθῆς. Ἔτσι γέμισε τὸ στομάχι ὅσο πρέπει καὶ δὲ θὰ βρεθῆς σ’ ἀδυναμία ἀπὸ τὸ βάρος νὰ λυγίσης τὰ γόνατά σου καὶ νὰ παρακαλέσης τὸ Θεό. Δὲ βλέπετε τὰ ζῶα ὅτι μετὰ τὸ παχνὶ βγαίνουν σὲ ταξίδι καὶ μεταφέρουν φορτία ἐκτελῶντας τὸν προορισμό τους; Σὺ ὅμως μετὰ τὸ φαγητὸ γίνεσαι ἄχρηστος κι ἀκατάλληλος γιὰ κάθε ἐργασία. Πῶς νὰ μὴν εἶσαι ἀπὸ τὰ ὑποζύγια κατώτερος; Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιατὶ τότε εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶσαι νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ὁ καιρὸς μετὰ τὸ φαγητὸ εἶναι καιρὸς εὐχαριστίας κι ὅποιος εὐχαριστεῖ, δὲν πρέπει νὰ εἶναι μεθυσμένος ἀλλὰ νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ἀπὸ τὸ τραπέζι ἄς μὴ βαδίζωμε στὸ κρεβάτι ἀλλὰ στὴν προσευχή, γιὰ νὰ μὴ γίνωμε ἀπὸ τὰ ἄλογα πιὸ ἄλογοι.
  Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι πολλοὶ θὰ καταδικάσουν τοὺς λόγους μου, γιατὶ τάχα εἰσάγουν στὴ ζωὴ μιὰ καινούργια καὶ παράδοξη γραμμή. Ἐγὼ ὅμως θὰ καταδικάσω περισσότερο τὴ γραμμὴ ποὺ ἀκολουθεῖτε τώρα. Ὅτι τὸ φαγητὸ καὶ τὸ τραπέζι δὲν πρέπει νὰ τὸ διαδέχεται ὁ ὕπνος καὶ τὸ κρεβάτι ἀλλὰ οἱ προσευχὲς καὶ ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν, πιὸ καθαρὰ τὸ ἐδήλωσε ο Χριστός. Ὅταν στὴν ἔρημο ἔκαμε τραπέζι στ’ ἄπειρα πλήθη, δὲν τοὺς ἔστειλε στὸ κρεβάτι καὶ στὸν ὕπνο ἀλλὰ τοὺς ἐκάλεσε στὴν ἀκρόαση τῶν θείων λόγων. Δὲν ἔκαμε τὸ στομάχι τους νὰ σπάση, οὔτε τοὺς παρέδωσε στὴ μέθη, ἀλλὰ ἀφοῦ ἱκανοποίησε τὴν φυσικὴ ἀνάγκη τῆς πείνας τοὺς ὡδήγησε στὴν πνευματικὴ τροφή. Ἔτσι ἄς κάνωμε κι ἐμεῖς κι ἄς συνηθίσωμε νὰ τρῶμε τόσο ὅσο χρειάζεται νὰ ζοῦμε μονάχα. Ὄχι νὰ εἶναι τὸ στομάχι βαρὺ καὶ νὰ πάη νὰ σπάση.
  Γιατὶ δὲν ἐδημιουργηθήκαμε καὶ δὲ ζοῦμε, γιὰ νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε ἀλλὰ γι’ αὐτὸ τρῶμε, γιὰ νὰ ζοῦμε. Δὲν εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τὸ φαγητό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔγινε τὸ φαγητὸ γιὰ τὴ ζωή. Ἐμεῖς ὅμως σὰ νὰ ἤρθαμε γιὰ τὸ φαγητὸ στὸν κόσμο, ὅλα σ’ αὐτὸ τὰ δαπανοῦμε. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη σφοδρότερη ἡ κατηγορία τῆς τροφῆς καὶ νὰ πειράξη περισσότερο αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μέσα σ’ αὐτήν, ἄς ξαναφέρωμε τὸ λόγο στὸν Λάζαρο.
  Ριγμένος στὴν ἐξώπορτά του οὔτε ἀπελπίστηκε, οὔτε βλαστήμησε, οὔτε ἀγανάκτησε. Δὲν ἀναρωτήθηκε, ὅπως κάνουν πολλοί· Τί σημαίνει αὐτὸ τέλος πάντων; Τοῦτος ποὺ ζῆ μέσα στὴν κακία καὶ στὴν σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία, καὶ ὅλα τὰ περιττὰ ἀπολαμβάνει καὶ λύπη καμμιὰ δὲν ὑπομένει, καὶ κανένα δυσάρεστο ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ πολιορκοῦν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ χαίρεται ἀτόφια τὴν εὐχαρίστηση. Κι ἐγὼ δὲν ἔχω οὔτε τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸν ποὺ δαπανᾶ τὴν περιουσία του ὅλη σὲ παράσιτα καὶ κόλακες καὶ μεθύσια σὰν ἀπὸ πηγὲς τρέχουν ὅλα στὸ σπίτι του. Ἐγὼ ὅμως κοίτομαι ἐδῶ θέαμα σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ βλέπουν, ντροπὴ καὶ περίγελως, κι ἀπὸ τὴν πεῖνα λιώνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ; Παρακολουθεῖ τ’ ἀνθρώπινα ἡ θεία δικαιοσύνη; Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ οὔτε εἶπε οὔτε σκέφτηκε. Ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸ φανερό; Ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν πῆραν οἱ ἄγγελοι καὶ τὸν ἀποκατάστησαν στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Δὲ θὰ τοῦ γινόταν τέτοια τιμή, ἄν ἦταν βλάσφημος. Οἱ πολλοὶ θαυμάζουν τὸ Λάζαρο γιὰ τοῦτο μονάχα, ὅτι ζοῦσε στὴ φτώχεια. Ἐγὼ ὅμως ἀποδεικνύω ὅτι αὐτὸς εἶχε δοκιμάσει ἐννέα εἰδῶν τιμωρίες γιὰ νὰ λάμψη περισσότερο· πρᾶγμα ποὺ ἔγινε.
   Εἶναι φοβερὴ στ’ ἀλήθεια ἡ φτωχεία καὶ τὸ γνωρίζουν ὅλοι ὅσοι τὴ δοκίμασαν. Δὲν μπορεῖ λόγος νὰ παραστήση τὸν πόνο ποὺ δοκιμάζουν ὅσοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ δὲ γνωρίζουν ἀπὸ πνευματικὴ ζωή. Δὲν εἶχε ὁ Λάζαρος τὸ φοβερὸ αὐτὸ μονάχα ἀλλὰ τὸ συντρόφευε κι ἀρρώστεια καὶ μάλιστα πολὺ βαρειά. Προσέξετε πῶς δείχνει ὅτι κι οἱ δύο συμφορὲς εἶχαν φτάσει τὸ ἄκρο. Ὅτι κάθε φτώχεια ξεπέρασε τότ ἡ φτώχεια τοῦ Λαζάρου, τὸ ἔδειξε λέγοντας ὅτι μήτε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου δὲν μπροῦσε νὰ ἐπωφεληθῆ. Ὅτι πάλι καὶ ἡ ἀρρώστια του εἶχε φτάσει στὸ ἴδιο σημεῖο μὲ τὴ φτώχεια του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήση περισσότερο, αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε λέγοντας ὅτι τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τὶς πληγές του. Τόσο εἶχε ἐξασθενήσει, ὥστε δὲν μποροῦσε μήτε τὰ σκυλιὰ νὰ διώξη ἀλλὰ κοιτόταν ζωντανὸς νεκρὸς κι ἐνῷ τὰ ἔβλεπε ποὺ πλησίαζαν, δὲν εἶχε δύναμη νὰ ἀμηνθῆ. Τόσο εἶχαν παραλύσει τὰ μέλη του κι εἶχε ἐξαντληθῆ ἀπὸ τὴ δοκιμασία. Βλέπετε πόσα δεινὰ ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀρρώσται πολιορκοῦσαν τὸ σῶμα του; Κι ἄν τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ μόνο του εἶναι ἀνυπόφορο, ὅταν ἑνωθοῦν, πῶς δὲν πρέπει νὰ εἶναι διαμάντι αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει; Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀρρωσταίνουν πολλὲς φορὲς ἀλλὰ δὲν στεροῦνται τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Ἄλλοι πάλι ἔχουν γιὰ σύντροφο τὴ πιὸ μεγάλη φτώχεια, ἔχουν ὅμως τὴν ὑγεία τους καὶ τὸ ἕνα εἶναι μιὰ ἀνακούφιση γιὰ τὸ ἄλλο. Ἐδῶ ἐνεργοῦσαν καὶ τὰ δύο μαζί. Ἔχεις ὅμως ἴσως νὰ μοῦ πῆς κάποιον ποὺ εἶναι καὶ ἄρρωστος καὶ φτωχός. Ὄχι ὅμως πὼς βρισκόταν καὶ σὲ τόση ἐγκατάλειψη. Ἄν δὲν μποροῦσε νὰ βρῆ κάποια βοήθεια ἀπὸ μόνος του ἤ ἀπὸ τοὺς δικούς του, μποροῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβλεπαν, ἀφοῦ κοιτόταν στὴν μέση. Ἀλλὰ ἡ ἀπουσία βοηθῶν ἔκαμε τὰ δεινά του βαρύτερα κι αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν ἔκαμε νὰ φαίνεται χειρότερη τὸ πέσιμό του στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Ἄν κοιτόταν σ’ ἔρημο καὶ ἀκατοίκητο μέρος δὲ θὰ ὑπέφερε τόσο ἀπὸ τὸν πόνον καὶ τὴν ἀδιαφορία ποὺ συναντοῦσε. Ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων θὰ τὸν ἔκαμε νὰ ὑποφέρη τὰ παθήματά του καὶ χωρὶς νὰ θέλη. Ἀλλὰ νὰ κοίτεται ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους ποὺ ἔπλεαν στὴ μέθη καὶ τὴν καλοπέραση καὶ νὰ μὴν τοῦ δείχνη κανένας τὴν πιὸ μηδαμινὴ φροντίδα, τὸν ἔκαμε νὰ νιώθη δριμύτερα τοὺς πόνους του καὶ ἄναβαν περισσότερο τὴ λύπη του. Γιατὶ πειράζει τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ συμφορά του ὄχι τόσο νὰ τοῦ λείπουν οἱ βοηθοί, ὅσο νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τοῦ ἁπλώσουν τὸ χέρι. Αὐτὸ ὑπέφερε κι’ ἐκεῖνος τότε.
   Φανταστῆτε τὸ Λάζαρο στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν· ἔβλεπε τὰ παράσιτα, τοὺς κόλακες, τοὺς ὑπηρέτες ν’ ἀνεβοκατεβαίνουν καὶ νὰ μπαινοβγαίνουν, νὰ τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ θορυβοῦν, νὰ μεθοῦν, νὰ χοροπηδοῦν, νὰ κάνουν κάθε ἀκολασία. Σάμπως γι’ αὐτὸ εἶχε ριχτῆ στὴν ἐξώπορτα, γιὰ νὰ γίνῃ μάρτυρας τῆς ξένης εὐτυχίας καὶ ζοῦσε ὅσο νὰ νοιώθη τὰ δεινὰ του μονάχα, ναυαγὸς μέσα στὸ λιμάνι, πεθαμένος στὴ δίψα δίπλα στὴν πηγή.
  Νὰ ἀναφέρω ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ κι ἄλλο κακό; Δὲν μποροῦσε νὰ στρέψη τὸ βλέμμα του σὲ κάποιο δεύτερο Λάζαρο. Ἐμεῖς κι ἄν ὑποφέρωμε ἀμέτρητα κακά, μποροῦμε νὰ κοιτάξωμε τὸ διπλανό μας καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε μεγάλη ἀνακούφιση καὶ παργηγορία. Νὰ συναντᾶ κανένας ἤ ν’ ἀκούση νὰ τοῦ μιλοῦν γιὰ ὅμοιους του στὶς συμφορὲς φέρνει μεγάλη ἀνακούφιση. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μποροῦσε κανένα νὰ δῆ ποὺ νὰ ἔχη πάθει τὰ ἴδια. Μήτε εἶχε ἀκούσει κανέναν ἀπὸ τοὺς πιὸ παλιοὺς νὰ εἶχε τόσα ὑπομείνει. Αὐτὸ φτάνει γιὰ νὰ σκοτίση τὴν ψυχή. Ἀλλὰ μπορῶ καὶ τοῦτο νὰ ἰσχυριστῶ· δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ στὴν ἔννοια τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ πίστευε ὅτι ἡ ζωή του εἶχε κλειστῆ σ’ αὐτὸν μόνο τὸν κόσμο, ἀφοῦ ζοῦσε πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη. Κι ἄν στὴν ἐποχὴ τὴ δική μας ὕστερα ἀπὸ τόση γνώση τοῦ Θεοῦ, ὕστερ’ ἀπὸ τὶς ὄμορφες ἐλπίδες γιὰ τὴν ἀνάσταση, τὶς τιμωρίες γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, τὰ ἕτοιμα ἀγαθὰ γιὰ τοὺς δικαίους, ὑπάρχουν μερικοὶ τόσο μικρόψυχοι καὶ τόσο κακομοίρηδες, ὥστε μήτε μὲ τέτοιες προσδοκίες νὰ μὴ διορθώνεται, τί ἦταν φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται ἐκεῖνος, ἀφοῦ τοῦ ἔλειπε τέτοια ἄγκυρα; Αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ σὲ τέτοιες σκέψεις, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ἡ ὥρα τέτοιων στοχασμῶν. Ἦταν ὅμως καὶ κάτι ἄλλο ἄκόμα·   εἶχε χάσει τὴν ὑπόληψή του ἀνάμεσα σὲ ὅσους ἦταν ἀνόητοι.
  Γιατὶ οἱ πολλοὶ, ὅταν ἰδοῦν μερικοὺς νὰ βασανίζωνται μὲ ἀρρώστια ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνει καὶ μὲ ὑπέρμετρα δεινά, τὶς περισσότερες φορὲς δὲν ἔχουν καλὴ ἰδέα γι’ αὐτούς, ἀλλὰ κρίνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ συμφορά του καὶ πιστεύουν ὅτι βασανίζεται ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς κακίας του. Καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια ψιθυρίζουν μεταξύ τους, ἀνόητα βέβαια, λέγονται ὅμως· ὅτι τάχα, ἄν τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεός, δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ταλαιπωρῆται μέσα στὴν φτώχεια καὶ σ’ ἄλλα δεινά. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὸν Ἰώβ, τὸ ἴδιο καὶ στὸν Παῦλο. Ἔλεγαν στὸν Ἰώβ. «Μήπως σοῦ εἴπαμε πολλὲς φορὲς δυσάρεστα;Ποιός ὅμως θὰ μπορέση νὰ κρατηθῆ καὶ νὰ μὴ μιλήσῃ ; Σὺ πολλοὺς συμβούλεψες, ἀδύνατα χέρια ἐνίσχυσες, τοὺς κλονισμένους ἐκράτησες μὲ τοὺς λόγους σου, τὰ γόνατα ποὺ λύγιζαν ἐστήριξες. Τώρα ἡ συμφορὰ βρίσκει καὶ σένα καὶ σὺ ταράζεσαι. Δὲν ἦταν ἀνόητη ἡ εὐλάβειά σου;» Αὐτὰ   θέλουν νὰ ποῦν τοῦτο· Ἄν εἶχες κάμει κάτι καλό, δὲ θὰ πάθαινες αὐτὰ ποὺ παθαίνεις· ἀλλὰ πληρώνεις τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς παρανομίες σου. Αὐτὸ πείραζε πιὸ πολὺ τὸ μακάριο Ἰώβ. Τὸ ἴδιο ἔλεγαν οἱ βάρβαροι καὶ γιὰ τὸν Παῦλο. Ὅταν εἶδαν τὴν ἔχιδνα κρεμασμένη ἀπὸ τὸ χέρι του, δὲ σχημάτισαν καλὴ ἰδέα γι’ αὐτὸν ἀλλὰ φαντάσθηκαν πὼς ἦταν ὁ χειρότερος ἐγκληματίας. Φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια του· Αὐτὸν, ἄν καὶ σώθηκεν ἀπὸ τὴν θάλασσα, δὲν τὸν ἄφησε νὰ ζήση ἡ θεία δίκη. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ καὶ τοῦτο συχνὰ μᾶς ταράζει. Ἐνῷ ὅμως ἀντιμετώπιζε τόσα κύματα, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, δὲ βούλιαζε τὸ σκάφος. Ἀλλὰ συμπεριφερόταν, σὰν νὰ βρίσκοταν τὴ δροσοβόλο κάμινο, καὶ νὰ δοκίμαζε ἀναβρυστικὴ δρόσο.
   Δὲν εἶπε τίποτα τέτοιο, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ λένε οἱ πολλοί· ἄν αὐτὸς ὁ πλούσιος μετὰ τὸ θάνατό του κολαστῆ καὶ τιμωρηθῆ, θὰ ἔρθη   ἕνα μὲ ἕνα, ἄν ὅμως   ἀπολαύση κι ἐκεῖ τὶς ἴδιες τιμὲς   θὰ βγάλη δύο μηδέν. Ἤ μήτως δὲν κυκλοφορῆτε τέτοια σεῖς οἱ πολλοὶ μέσα στὴν ἀγορά, φέρνοντας μέσα στὴν ἐκκλησία τὸ ἱπποδρόμιο καὶ τὰ θέατρα; Ντρέπομαι νὰ ἀναφέρω τέτοια λόγια καὶ κοκκινίζω. Εἶναι ὅμως   ἀνάγκη νὰ τὰ πῶ, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε σεῖς ἀπὸ   τὰ ἄτακτα γέλοια καὶ τὴν ντροπὴ καὶ τὴ βλάβη τῶν λόγων αὐτῶν. Αὐτὰ πολλοὶ τὰ λένε γελῶντας ἀλλὰ καὶ τοῦτο εἶναι ἐπινόημα τῆς διαβολικῆς κακίας, νὰ εἰσάγωνται στὴν ζωὴ ἀνήθικες ἰδέες   μὲ μορφή ἀστείων. Αὐτὰ καὶ στὰ ἐργαστήρια ἀδιάκοπα καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὰ σπίτια πολλοὶ τὰ κυκλοφοροῦν, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ μεγάλη ἀνοησία καὶ τρέλλα καὶ κοροϊδία ἀληθινὰ καὶ σκέψη παιδική. Γιατὶ τὸ νὰ λέμε ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἄδικοι, ὅταν πεθάνουν καὶ νὰ μὴν πιστεύωμε ἀκράδαντα ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν, δείχνει ὅπως νἄχη   ἀνθρώπους ποὺ ἀπιστοῦν κι ἀμφιβάλλουν. Κι ἄν τύχη καὶ τοῦτο, ποὺ θὰ τύχη, νὰ νομίζωμε ὅτι αὐτοὶ θὰ κερδίσουν τὴν ἴδια ἀνταπόδοση μὲ τοὺς δίκαιους, αὐτὸ μαρτυρεῖ ἔσχατη ἀνοησία.
   Πέστε μου, τί λέτε; ἄν ὁ πλούσιος μετὰ τὸ θάνατό του τιμωρῆται ἐκεῖ, εἶναι ἕνα μ’ ἕνα; Τί νόημα ἔχει τοῦτο; Πόσα χρόνια θέλετε νὰ ὑποθέσωμε ὅτι θ’ ἀπολαύση ἐδῶ τ’ ἀγαθά του; Ἑκατό; Ἐγὼ βάζω καὶ διακόσια καὶ τριακόσια καὶ διπλάσια, κι ἄν θέλης καὶ χίλια, πρᾶγμα ἀδύνατο. Ὀγδόντα χρόνια λέει, οἱ μέρες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ ἄς εἶναι καὶ χίλια. Ἔχομε νὰ δείξωμε ἐδῶ μιὰ ζωὴ ποὺ τέλος δὲν ἔχει καὶ δὲ γνωρίζει ὅριο, ὅπως εἶναι ἐκεῖ ἡ ζωὴ τῶν δικαίων; Πέστε μου, ἄν κάποιος σὲ διάστημα ἑκατὸ ἐτῶν τύχη νὰ δῆ εὐχάριστο ὄνειρο καὶ νὰ δοκιμάση πολλὴ ἀπόλαυση μιὰ νύχτα μόνο, ἐνῶ περνᾶ ἀτελείωτα μαρτύρια κατὰ τὰ ἑκατὸ χρόνια, θὰ μπορέση τάχα νὰ πῆ σ’ αὐτὴν τὴν περίσταση ἕνα μ’ ἕνα καὶ θὰ μπορέση με τὴ μιὰ ἐκείνη νύχτα τῶν ὀνείρων ν’ ἀντισταθμίση τὰ ἑκατό χρόνια;   Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βεβαιώση. Αὐτὸ σκέψου καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή. Ὅ,τι εἶναι ἕνα ὄνειρο μπροστὰ στὰ ἑκατὸ χρόνια, εἶναι καὶ ἡ παροῦσα ζωὴ μπροστὰ στὴ μέλλουσα. Κι ἀκόμα περισσότερο. Ὅ,τι εἶναι μιὰ μικρὴ σταγόνα μπροστὰ στὸ ἀπέραντο πέλαγος, εἶναι καὶ τὰ χίλια χρόνια μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ μελλοντικὴ δόξα καὶ ἀπόλαυση. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε κανένας νὰ πῆ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ἔχει ὅριο καὶ δὲ γνωρίζει τέλος κι ὅση ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ ὄνειρα καὶ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια τόση εἶναι ἡ διαφορὰ αὐτὴς κι ἐκείνης τῆς καταστάσεως;
   Ἐξ ἄλλου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ τιμωρία, ἀπὸ δῶ τιμωροῦνται ὅσοι ζοῦν στὴν πονηρία καὶ στὴν ἁμαρτία. Μὴ μοῦ ἀναφέρης αὐτὸν μόνο ποὺ ἀπολαμβάνει πλούσιο τραπέζι, ποὺ φορεῖ τὰ μεταξωτά, καὶ διαθέτει κοπάδια δούλων καὶ ἁλωνίζει μέσα στὴν ἀγορά. Ξεδίπλωσε τὴ συνείδησή του καὶ θ’ ἀντικρύσης μέσα πολὺ πλῆθος ἁμαρτημάτων, ἀδιάκοπο φόβο, χειμῶνα καὶ τρικυμία. Θὰ δῆς ὅπως στὸ δικαστήριο ἀνεβασμένο στὸ βασιλικὸ θρόνον τὸ νοῦ, νὰ κάθεται σὰν δικαστής, ἔχοντας δίπλα του τοὺς στοχασμούς σὰν δήμιους, νὰ κρεμάη τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ξεσκίζη γιὰ τὶς ἁμαρτίες της καὶ νὰ φωνάζη δυνατά χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζη κανένας παρὰ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ τὰ βλέπει ὅλα. Ὁ μοιχὸς λόγου χάρη κι ἄν εἶναι ζάπλουτος κι ἄν δὲν τὸν κατηγορῆ κανένας, δὲ σταματᾶ νὰ κατηγορῆ μέσα του ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἡ εὐχαρίστηση εἶναι ἐφήμερη, παντοντικὸς ὅμως ὁ πόνος· φόβος καὶ τρόμος παντοῦ, ὑποψία καὶ ἀγωνία. Φοβᾶται τὶς στενωπούς, τρέμει τοὺς ἴσκιους, τοὺς ὑπηρέτες τους, αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν, αὐτοὺς ποὺ δὲ γνωρίζουν, τὴ γυναῖκα ποὺ ἀδικεῖται, τὸν ἄναδρα ποὺ ἐκτίθεται. Πηγαίνει κι ἔχει μαζί του πικρὸ κατήγορο τὴ συνείδησή του, αὐτοκαταδικάζεται καὶ δὲν μπορεῖ ν’ ἀναπνεύσῃ μιὰ στάλα. Γιατὶ καὶ στὸ κρεβάτι, καὶ στὸ τραπέζι, στὴν ἀγορὰ καὶ στὸ σπίτι, τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα καὶ στὰ ὄνερά του, πολλὲς φορές, βλέπει τὰ φαντάσματα τῆς ἁμαρτίας. Περνᾶ τὴ ζωὴ τοῦ Κάϊν, στενάζοντας καὶ τρέμοντας πάνω στὴ γῆ, καὶ ἐνῶ δὲν τὸ γνωρίζει κανένας ἔχει πάντα μέσα του φωτιὰ ἀναμμένη. Τὸ ἴδιο παθαίνουν οἱ ἅρπαγες κι οἱ πλεονέκτες. Τὸ ἴδιο οἱ μέθυσοι καὶ καθένας γενικὰ ἀπ’ ὅσους ζοῦν στὶς ἁμαρτίες. Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ δεκαστῆ τὸ δικαστήριο ἐκεῖνο. Ἀλλὰ κι ἄν δὲν ἐπιδιώκωμε τὴν ἀρετή, ὅμως ὑποφέρομε, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἐπιδιώκομε, κι ἄν ἐπιδιώκωμε τὴν κακία, μόλις παύση ἡ ἡδονὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀρχίζει ἡ λύπη. Ἄς μὴ λέμε λοιπὸν γιὰ τοὺς ἐδῶ πλούσιους καὶ πονηρούς, καὶ γιὰ τοὺς δίκαιους ποὺ ἀπολαμβάνουν ἐκεῖ ἕνα μὲ ἕνα ἀλλὰ δύο μηδέν.   Γιατὶ οἱ δίκαιοι δοκιμάζουν πολλὴν εὐχαρίστηση κι ἀπὸ τὰ ἐδῶ κι ἀπὸ τὰ ἐκεῖ. Οἱ πονηροὶ ὅμως κι οἱ πλεονέκτες κι ἐδῶ κι ἐκεῖ τιμωροῦνται. Κι ἐδῶ βασανίζονται μὲ τὴν ἀγωνία τῆς ἐκεῖ τιμωρίας καὶ τὴν ὑποψία τῶν ἄλλων καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν καταστροφή τῆς ψυχῆς τους. Καὶ μετὰ τὴν ἀποδημία τους ἀπὸ δῶ ὑπομένουν ἀνυπόφορες τιμωρίες. Ἀπ’ τὸ ἄλλο μέρος οἱ δίκαιοι, κι ἄν παθαίνουν ἐδῶ μύρια δεινά, τοὺς τρέφει ἡ ἐλπίδα, καὶ δοκιμάζουν καθαρὴ εὐχαρίστηση, σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη. Κι ἔπειτα, τοὺς περιμένουν τ’ ἀμέτρητα ἀγαθά, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ Λάζαρο. Μὴ μοῦ πῆτε ὅτι ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ πληγές·   σκεφτῆτε πῶς εἶχε μέσα του ψυχὴ πολυτιμότερη ἀπὸ ὅλο τὸ χρυσάφι. Κι ὄχι μόνο τὴ ψυχὴ ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα. Γιατὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ σώματος δὲν εἶναι ἡ παχυσαρκία καὶ ἡ ὑγεία ἀλλὰ νὰ ὑποφέρη τόσα καὶ τέτοια μαρτύρια. Δὲν προκαλεῖ τὴ σιχασιά μας ὅποιος ἔχει τέτοιες πληγές στὸ σῶμα ἀλλὰ ὅποιος ἔχει ἀμέτρητες πληγὲς στὴν ψυχὴ καὶ καθόλου ὡστόσο γι’ αὐτὲς δὲν φροντίζει. Τέτοιος ἦταν ὁ πλούσιος ἐκεῖνος· γεμᾶτος ἕλκη ἐσωτερικὰ ὁλόκληρος. Κι ὅπως τὰ   σκυλιὰ ἔγλυφαν τὰ τραύματα τοῦ Λαζάρου, ἔτσι γλύφουν οἱ δαίμονες τ’ ἁμαρτήματα ἐκείνου. Κι ὅπως ὁ ἕνας ζοῦσε πεινῶντας τὴν τροφή, ἔτσι κι ἐκεῖνος πεινοῦσε κάθε ἀρετή.
   Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἄς γινώμαστε πιὸ πνευματικοὶ κι ἄς μὴ λέμε, «ἄν τὸν τάδε τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεὸς δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ γίνη φτωχός». Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης. Ὅποιον ἀγαπᾶ παιδεύει ὁ Κύριος· μαστιγώνει καθέναν ποὺ τὸν παραδέχεται γιό του. Καὶ πάλι· Ἄν ἔρχεσαι τέκνο μου νὰ ὑπηρετήσης τὸν Κύριο ἑτοίμασε τὴν ψυχή σου γιὰ νὰ δεχτῆ τὸν πειρασμό, ἀτσάλωσε τὴ καρδιά σου καὶ ὑπομόνεψε. Ἄς πετάξωμε λοιπόν, ἀγαπητοί, ἀπὸ πάνω μας τὶς περιττὲς αὐτὲς προλήψεις καὶ τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Αἰσχροὶ καὶ ἀνόητοι κι εὐτράπελοι λόγοι, παραγγέλλει, ἄς μὴ βγαίνουν, ἀπὸ τὸ στόμα μας. Μήτε οἱ ἴδιοι λοιπὸν νὰ τὰ λέμε ἀλλὰ κι ἄλλους ἄν ἀκούσωμε, ἄς τοὺς κλείνωμε τὸ στόμα, κι ἄς ἐξαναστοῦμε μὲ δύναμη, ἄς σταματήσωμε, τὴν ἀναίσχυντη γλῶσσα τους. Ἄν δῆτε, πῆτε μου, ἕνα λήσταρχον νὰ τρέχη στοὺς δρόμους, νὰ παραφυλάη τοὺς περαστικούς, ν’ ἁρπάζη τὰ γεννήματα, σὲ σπηλιές καὶ λάκκους νὰ χώνη χρυσαφικὰ κι ἀσημικὰ καὶ πολλὰ κοπάδια ν’ ἀποκλείη στὸ λημέρι του, ρουχισμὸ καὶ δούλους νὰ ἐξασφαλίζη ἀπὸ τὴν ἐπιδρομή του ἐκείνη, ἄραγε τὸν μακαρίζετε γιὰ τὸν πλοῦτο οτυ ἤ τὸν ἐλεεινολογεῖτε γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ τὸν περιμένει; Βέβαια δὲν ἔχει ἀκόμα συλληφθῆ, οὔτε   ἔχη παραδοθῆ στὸν δικαστή, οὔτε στὴν φυλακὴ ἔχει κλειστεῖ, οὔτε ὑπάρχει κατήγορός του, οὔτε ἔχει καταδικαστῆ ἀλλὰ διασκεδάζει καὶ μεθᾶ καὶ τὸν πλοῦτο του ἀπολαμβάνει. Κι ὅμως δὲν τὸν μακαρίζομε γιὰ ὅσα ἔχει τώρα καὶ τὰ βλέπομε, ἀλλὰ τὸν ἐλεεινολογοῦμε γιὰ ὅσα τοῦ μέλλονται καὶ τὸν περιμένουν.
  Τὸ ἴδιο σκέψου γιὰ ὅσους πλουτοῦν καὶ πλεονεκτοῦν. Εἶναι λησταὶ ποὺ παραφυλάγουν στοὺς δρόμους καὶ ληστεύουν τοὺς περαστικοὺς καὶ καταχωνιάζοουν τὶς ξένες περιουσίες στὰ σπίτια του, ὅπως σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ λάκους. Ἄς μὴν τοὺς καλοτυχίζωμε γιὰ ὅσα ἔχουν, γιὰ ὅσα τοὺς μέλλονται ἄς τοὺς ἐλεεινολογοῦμε, γιὰ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο δικαστήριο, γιὰ τὶς ἀναπόφευκτες εὐθῦνες, γιὰ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερο ποὺ τοὺς περιμένει. Καὶ οἱ λησταὶ πολλὲς φορὲς ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων· μολαταῦτα δὲ θὰ εὐχόμαστε τὴ ζωή τους καὶ τὸν καταραμένο πλοῦτο τους στὸν ἑαυτό μας οὔτε καὶ στοὺς ἐχθρούς μας. Τοῦτο ὅμως δὲ γίνεται μὲ τὸ Θεό· κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν κρίση του, παρὰ ὅλοι ποὺ ζοῦν μὲ πλεονεξίες καὶ ἁρπαγὲς θὰ τραβήξουν ἐπάνω τους ἀπὸ μέρους του τὴν τιμωρία τὴν ἀθάνατη, ποὺ δὲν ἔχει τέλος, ὅπως ἐκεῖνος ὁ πλούσιος. Ὅλα αὐτὰ ἄς τὰ φέρωμε μπροστά μας, ἀγαπητοί, κι ἄς μὴ μακαρίζωμε ὅσους κολυμποῦνε μέσα στὰ πλούτη παρὰ ὅσους ζοῦνε μέσα στὴν ἀρετή· κι ἄς μὴ ἐλεεινολογῦμε τοὺς φτωχοὺς παρὰ τοὺς κακούς· ἄς μὴν παρατηροῦμε τὰ τωρινὰ, παρὰ ἄς ἐξετάζωμε τὰ μελλοντικά· ἄς μὴν ἐρευνοῦμε τὸ ἐξωτερικὸ ἀλλὰ τὴ συνείδηση καθενός. Ἄς ἐπιδιώξωμε τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ χαρὰ ποὺ δίνουν τὰ πνευματικὰ κατορθώματα, ζηλεύοντας τὸ Λάζαρο, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Δὲν ἔβγαλε πέρα τοῦτος ἕναν καὶ δύο καὶ τρεῖς ἄθλους μονάχα τῆς ἀρετῆς ἀλλὰ πολὺ περισσότερους, τὴ φτώχεια, τὴν ἀρρώστια, τὴν ἀπουσία προστάτη, ὅτι ὑπέφερε σὲ σπίτι ποὺ μποροῦσε νὰ τοῦ σβήση ὅλα ἐκεῖνα τὰ δεινά του κι ὅμως δὲν ἀξιώθηκε οὔτε ἕνα λόγο παρηγοριᾶς, ὅτι ἔβλεπε νὰ δοκιμάζη τόση ἀπόλαυση αὐτὸς ποὺ τὸν περιφρονοῦσε κι ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ νὰ ζῆ μέσα στὴ κακία καὶ κανένα κακὸ νὰ μὴν παθαίνη. Δὲν εἶχε κι ἄλλο Λάζαρο νὰ δῆ, δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ σὲ σκέψεις γιὰ τὴν ἀνάσταση, εἶχε τὴν κακὴ ὑπόληψη ποὺ ἀπὸ τὶς συμφορὲς του σχημάτιζαν γι’ αὐτὸν οἱ πολλοί, σὰ νὰ μὴν τὸν ἔφταναν τὰ πάθη του, ἀκόμα δὲν ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του δύο καὶ τρεῖς μέρες ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ ζωή του σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ τὸν πλούσιο στὴν ἀντίθετη. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσαμε ν’ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν ἐκεῖνος βαστοῦσε μὲ τὸση γενναιότητα ὅλα μαζὶ τὰ δεινὰ κι ἐμεῖς δὲν ἀντέχωμε μήτε τὰ μισὰ; Δὲν μπορεῖτε, δὲν μπορεῖτε νὰ παρουσιάσετε οὔτε ν’ ἀνφέρετε κάποιον ἄλλον μὲ τόσες καὶ τέτοιες συμφορές. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν παρουσίασε μπροστὰ μας ὁ Χριστός· σὲ ὅσο βάθος συμφορᾶς κι ἄν πέσωμε βλέποντας σ’ αὐτὸν τὸ σύνολο τῶν θλίψεων, ν’ ἀντλήσωμε παρηγορία καὶ στήριξη ἀπὸ τὴ σοφία ἐκείνου καὶ τὴν ὑπομονή. Εἶναι κοινος δάσκαλος τῆς οἰκουμένης γιὰ ὅσους ὑποφέρουν ὁποιοδήποτε κακό, δίνει σ’ ὅλους τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ βλέπουν καὶ ὑπερβάλλει ὅλους μὲ τὴ συσσώρευση τῶν δεινῶν του. Ἄς εὐχαριστήσμωε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸ φιλάνθρωπο Θεό κι ἄς οἰκειοποιηθοῦμε τὴν ὠφέλεια τῆς παραβολῆς   παίρνοντάς την ἀδιάκοπα μαζί μας παντοῦ, στὶς συντροφιές, στὰ σπίτια μας, στὴν ἀγορὰ καὶ μελετῶντας προσεκτικὰ ὅλο τὸν πλοῦτο της. Ἔτσι καὶ τὰ τωρινὰ δεινά μας θα προσπεράσωμε χωρὶς λύπη καὶ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ θὰ κερδίσωμε. Μακάρι νὰ γίνωμε ἄξιοι γι’ αὐτὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Ἀποσπάσματα τοῦ λόγου τοῦ ἁγ. Ἰωάννη (Μετάφραση)

Ὁλόκληρο τὸ κείμενο

Χθὲς μὲν οὖν τὸν Παῦλον αὐτοὶς ἐπετειχίσαμεν λέγοντα· Εἴτε ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. Σήμερον δὲ τὸν Παύλου Δεσπότην δείξομεν αὐτοῖς, οὐχὶ παραινοῦντα μόνον, οὐδὲ συμβουλεύοντα ἀπέχεσθαι τρυφῆς, ἀλλὰ καὶ κολάζοντα τὸν ἐν τρυφῇ ζῶντα, καὶ τιμωρούμενον. Ἡ γὰρ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου καὶ τῶν ἑκατέροις συμβάντων ἱστορία οὐδὲν ἕτερον ἤ τοῦτο ἐνδείκνυται. Μᾶλλον δὲ, ἵνα μὴ παρέργως τοῦτο ποιήσωμεν, ἄνωθεν ὑμῖν αὐτὴν ἀναγνώσομαι τὴν παραβολή. Ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον, εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς· πτωχὸς δὲ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὅς ἐβέβλητο εἰς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος, καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ οἱ κύνες ἐρχόμενοι, περιέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Τίνος μὲν οὖν ἕνεκεν ἐν παραβολαῖς ἐλάλει ὁ Δεσπότης, καὶ τί δήποτε τῶν παραβολῶν τὰς μὲν ἔλυε, τὰς δὲ οὐκ ἔλυε, καὶ τί ποτ’   ἐστὶν ἡ παραβολή, καὶ ὅσα τοιαῦτα, εἰς ἕτερον καιρὸν ταμιευσόμεθα, ὥστε μὴ τοῦ κατεπείγοντος ἀποστῆναι λόγον νῦν· ἐκεῖνο δὲ τέως πρὸς ὑμᾶς ἐροῦμεν μόνον, τίς ἐστι τῶν εὐαγγελιστῶν ὁ τὴν παραβολὴν ταύτην εἰρηκέναι τὸν Χριστὸν εἰπών. Τίς οὖν ἐστιν; Ὁ Λουκᾶς μόνος. Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο ἀναγκαῖον εἰδέναι, ὅτι τῶν εἰρημένων τὰ μὲν οἱ τέσσαρες εἶπον, τὰ δὲ κατ’ ἰδίαν ἕκαστον ἀπολαβών.
Τίνος ἕνεκεν; Ἵνα καὶ τῶν λοιπῶν ἀναγκαία ἡμῖν ἡ ἀνάγνωσις γένηται, καὶ τὸ τῆς συμφωνίας ἐξαίρετον διαφανῇ. Εἰ μὲν γὰρ πάντες ἅπαντα εἶπον, οὐκ ἄν πᾶσι μετὰ σπουδῆς προσείχομεν ἀρκοῦντος ἑνὸς διδάξαι τὸ πᾶν· εἰ δὲ πάντες πάντα ἐξηλλαγμένα εἶπον, οὐκ ἄν ἐφάνη τὸ τῆς συμφωνίας ἐξαίρετον. Διὰ τοῦτο καὶ κοινῇ πάντες πολλὰς ἔγραψαν, καὶ κατ’ ἰδίαν ἕκαστος ἀπολαβών. Ὅπερ οὖν Χριστὸς διὰ τῆς παραβολῆς διδάσκει, τοῦτό ἐστιν. Ἄνθρωπος τις, φησίν, ἦν πλούσιος κακίᾳ πολλῇ συζῶν, οὐδεμιᾶς πεῖραν ἐδέχετο συμφωρᾶς, ἀλλὰ πάντα αὐτῷ ὥσπερ ἐκ πηγῶν ἐπέρρει. Ὅτι γὰρ οὐδὲν τῶν ἀδοκήτων συνέβαινεν αὐτῷ, οὐδ’ ἀθυμίας ὑπόθεσις, οὐδ’ ἀνωμαλία τις βιοτική, αὐτὸ τοῦτο ᾐνίξατο τὸ εἰπεῖν, ὅτι ηὐφραίνετο καθ’ ἡμέραν. Ὅτι δὲ κακίᾳ συνέζῃ, δῆλον μὲν καὶ ἐκ τοῦ λαχόντος αὐτῷ τέλους, καὶ πρὸ τοῦ τέλους δὲ ἐκ τῆς περὶ τὸν πένητα γενομένης ὑπεροψίας. Ὅτι γὰρ οὐ μόνον ἐκεῖνον τὸν ἐν τῷ πυλῶνι, ἀλλ’ οὐδ’ ἄλλον τινὰ ἠλέει, αὐτὸς ἐκεῖνος τοῦτο ἔδειξεν. Εἰ γὰρ τὸν ἐν τῷ πυλῶνι διηνεκῶς ἐρριμμένον, καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν κείμενον, ὅν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καὶ ἅπαξ, καὶ δίς, καὶ πλεονάκις, ὁρᾷν ἠναγκάζετο εἰσιὼν καὶ ἐξιών· οὐ γὰρ ἐν ἀμφόδῳ οὐδ’ ἐν κρυπτῷ καὶ στενωπῷ κατέκειτο τόπῳ, ἀλλ’ ἔνθα συνεχεῖς τὰς εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους ποιούμενος ὁ πλούσιος, ἄκων αὐτὸν ὁρᾷν ἠναγκάζετο· εἰ τοίνυν τοῦτον οὐκ ἐλέησε, τὸν ἐν τοσούτῳ χαλεπῷ πάθει κατακείμενον, καὶ ἀπορίᾳ τοσαύτῃ συζῶντα, μᾶλλον δὲ διὰ παντὸς τοῦ βίου ἀρρωστίᾳ ταλαιπωροῦντα, καὶ ἀρρωστίᾳ χαλεπωτάτη, πρὸς τίνα ἄν τῶν ἐντυγχανόντων ἐπεκάμφθη ποτέ; Καὶ γὰρ εἰ τὴν προτέραν ἡμέραν παρέδραμε, τὴν δευτέραν εἰκὸς ἦν τι παθεῖν· εἰ δὲ καὶ ἐν ταύτῃ παρεῖδεν, ἀλλὰ τὴν τρίτην, ἤ τὴν τετάρτην, ἤ τὴν μετ’ ἐκείνην, πάντως αὐτὸν ἐπικαμφθῆναι, ἔδει καὶ εἰ τῶν θηρίων ἀγριώτερον ἦν. Ἀλλ’ οὐδὲν ἔπαθε τοῦτον· ἀλλὰ καὶ ἐκείνου τοῦ δικαστοῦ, τοῦ μήτε τὸν Θεὸν φοβουμένου, μήτε ἀνθρώπους αἰδουμένου καὶ ἰταμώτερος καὶ ἀπηνέστερος γέγονεν. Ἐκεῖνον μὲν γὰρ ἡ τῆς χήρας συνέχεια, καὶ ταῦτα ὠμὸν ὄντα καὶ ἄγριον, δοῦναι τὴν χάριν ἔπεισε, καὶ πρὸς τὴν ἱκετηρίαν ἐπέκαμψε· τοῦτον δὲ οὐδὲ τοῦτο ἴσχυσεν ἐπικάμψαι πρὸς τὴν τοῦ πένητος ἀντίληψιν· καίτοι γε οὐκ ἴση ἦν ἡ αἴτησις, ἀλλ’ αὕτη πολλῷ εὐκολωτέρα καὶ δικαιοτέρα. Ἡ μὲν γὰρ κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτὸν παρεκάλει, οὗτος δὲ ἠξίου λῦσαι λιμὸν, καὶ μὴ περιιδεῖν ἀπολλύμενον·   κἀκείνη μὲν ἠνώχλη παρακαλοῦσα, οὗτος δὲ πολλάκις τῆς ἡμέρας ἐφαίνετο τῷ πλουσίῳ σιγῇ κείμενος· πολὺ δὲ τοῦτο ἱκανὸν μαλάξαι μᾶλλον καὶ λιθίνην διάνοιαν. Ἐνοχλούμενοι γὰρ πολλάκις καὶ παροξυνόμεθα· ὅταν δὲ τοὺς δεομένους βοηθείας ἴδωμεν σιγῇ πολλῇ παρεστῶτας, καὶ μηδὲν φθεγγομένους, ἀλλ’ ἀποτυγχάνοντας μὲν ἀεὶ, μὴ δυσχεραίνοντας δέ, ἀλλὰ σιγῇ φαινομένους μόνον ἡμῖν, κἄν αὐτῶν τῶν λίθων ὦμεν ἀναισθητότεροι, τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐπιεικείας αἰδεσθέντες κατακαμπτόμεθα. Καὶ ἕτρον δέ τι πρὸς τούτοις τούτων οὐκ ἔλαττον ἦν, τὸ καὶ τὴν ὄψιν αὐτὴν ἐλεεινὴν εἶναι τοῦ πένητος, λιμῷ καὶ ἀρρωστίᾳ μακρᾷ κατεργασθεῖσαν. Ἀλλ’ ὅμως οὐδὲν τούτων τὸν ἀνήμερον ἐκεῖνον ἐμάλαξε.
Πρώτη μὲν οὖν κακία αὕτη ὠμότητος, καὶ ἀπανθρωπία ὑπερβολὴν οὐκ ἔχουσα. Οὐ γάρ ἐστιν   ἴσον ἐν πενίᾳ ζῶντα μὴ βοηθεῖαν τοῖς δεομένοις, καὶ τοσαύτης ἀπολαύοντα τρυφῆς, λιμῷ τηκομένους ἑτέρους περιορᾷν. Πάλιν οὐκ ἔστιν ἴσον, ἅπαξ ἤ δεύτερον ἰδόντα πτωχόν, παραδραμεῖν, καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν βλέποντα μηδὲ ὑπὸ τῆς κατὰ τὴν ὄψιν συνεχείας πρὸς τὸν ἔλεον καὶ φιλανθρωπίαν διαναστῆναι ταύτην. Πάλιν οὐκ ἔστιν ἴσον ἐν συμφοραῖς ὄντα καὶ ἀθυμίας καὶ κακῶς τὴν ψυχὴν διακείμενον μὴ βοηθεῖν τοῖς πλησίον, καὶ τοσαύτης ἀπολαύοντα εὐφροσύνης καὶ διηνεκοῦς εὐπραγίας, λιμῷ τηκομένους ἑτέρους περιορᾷν, καὶ ἀποκλεῖσαι τὰ σπλάχνα, καὶ μηδὲ ὑπὸ τῆς χαρᾶς αὐτῆς γενέσθαι φιλανθρωπότερον. Ἴστε γὰρ δήπου τοῦτο, ὅτι κἄν ἁπάντων ὦμεν ἀγριώτεροι, ταῖς εὐπαργίαις ἡμερώτεροι καὶ χρηστότεροι πεφύκαμεν γίνεσθαι. Ἀλλ’ ἐκεῖνος οὐδὲ ὑπὸ τῆς εὐημερίας βελτίων ἐγένετο, ἀλλ’ ἔμενεν ἐκτεθηριωμένος, μᾶλλον δὲ θηρίου παντὸς ὠμότητα καὶ ἀπανθρωπίαν τοῖς τρόποις ἀπέκρυψεν.   Ἀλλ’ ὅμως ὁ μὲν ἐν πονηρίᾳ   ζῶν καὶ ἀπανθρωπίᾳ πάσης ἀπήλαυεν εὐπραγίας, ὁ δὲ δίκαιος καὶ ἀρετῆς ἐπιμελούμενος ἐν ἐσχάτοις ἦν κακοῖς. Ὅτι δὲ δίκαιος ὁ Λάζαρος ἦν, πάλιν καὶ ἐνταῦθα τὸ τέλος ἀπέδειξε, καὶ πρὸ τοῦ τέλους αὐτὴ ἡ κατὰ τὴν πενίαν ὑπομονή.   Ἆρα οὐ δοκεῖτε αὐτὰ παρόντα τὰ πράγματα ὁρᾷν; Πλήρης   τῷ πλουσίῳ ἡ ναῦς τῆς ἐμπορίας ἦν, καὶ ἐξ οὐρίας ἔπλει. Ἀλλὰ   μὴ θαυμάσητε· εἰς ναυάγιον γὰρ ἠπείγετο, ἐπειδὴ τὸ φόρτον οὐκ ἠθέλησε διαθέσθαι μετ’ εὐλαβείας. Βούλει σοι καὶ ἑτέραν εἴπω κακίαν αὐτοῦ; Τὸ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τρυφῆν ἀδεῶς. Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο κακία ἐσχάτη, οὐχὶ νῦν, ὅτε τοσαύτην ἀπαιτούμεθα φιλοσοφίαν, ἀλλὰ καὶ ἐν ἀρχῇ ἐπὶ τῆς Παλαιᾶς, ὅτε οὐ τοσαύτης φιλοσοφίας ἐπίδειξις ἦν. Ἄκουσον γοῦν τί φησιν ὁ προφήτης· Οὐαὶ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν κακήν, οἱ ἐγγίζοντες καὶ ἁπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν. Τί ἐστιν, οἱ ἀπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν;
Οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουσιν, ὅτι δι’ ἀργίαν αὐτοῖς τὸ σάββατον δέδοται. Οὐκ ἔστι δὲ αὕτη ἡ αἰτία, ἀλλ’ ἵνα τῶν βιοτικῶν ἑαυτοὺς ἀπαγαγόντες τὴν σχολὴν ἅπασαν εἰς τὰ πνευματικὰ ἀναλίσκωσιν. Ὅτι γάρ·   οὐκ ἀργίας ἐστὶ τὸ σάββατον, ἀλλ’ ἐργασίας ἐστὶ πνευματικῆς ὑπόθεσις, ἀπ’ αὐτῶν τῶν πραγμάτων δῆλον. Ὁ γοῦν ἱερεὺς διπλοῦν ἔργον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ποιεῖ· καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἁπλῆς ἀναφερομένης θυσίας, διπλῆν ἀναφέρειν κελεύτεται τότε. Εἰ δὲ καθάπαξ ἀργίας ἦν τὸ σάββατον, πρὸ τῶν ἄλλων τὸν ἱερέα ἀργεῖν ἐχρῆν. Ἐπεὶ οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῶν βιοτικῶν ἀπαλλαγέντες πραγμάτων, τοῖς πνευματικοῖς οὐ προσεῖχον, σωφροσύνῃ καὶ ἐπιεικείᾳ καὶ ἀκροάσει θείων λόγων, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐποίουν, γαστριζόμενοι, μεθύοντες, διαρρηγνύμενοι, τρυφῶντες, διὰ τοῦτο κατηγόρησεν αὐτῶν ὁ προφήτης. Εἰπὼν γάρ, Οὐαὶ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν κακήν, καὶ ἐπαγαγών, Οἱ ἐφαπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν, ἔδειξε διὰ τῆς ἐπαγωγῆς, πῶς   ἦν αὐτοῖς τὰ σάββατα ψευδῆ. Πῶς οὖν αὐτὰ ἐποίουν ψευδῆ; Τῷ κακίαν ἐργάζεσθαι, τρυφῶντες, μεθύοντες, καὶ τὰ μυρία αἴσχιστα καὶ χαλεπὰ πράσσοντες. Καὶ ὅτι τοῦτό ἐστιν ἀληθές, ἄκουσον τῶν ἑξῆς. Δείκνυσι γὰρ ὅ λέγω δι’ ὧν εὐθὺς ἐπάγει καὶ λέγει· Οἱ καθεύδοντες ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων, καὶ κατασπαταλῶντες ἐπὶ τῶν στρωμῶν αὐτῶν, οἱ ἐσθίοντες ἐρίφους ἐκ ποιμνίων, καὶ μοσχάρια ἐκ βουκολίων γαλαθηνά, οἱ πίνοντες τὸν διυλισμένον οἶνον, καὶ τὰ πρῶτα μύρα χριόμενοι. Ἔλαβες τὸ σάββατον, ἵνα τῆς πονηρίας ἀπαλλάξῃς τὴν ψυχήν· σὲ δὲ αὐτὴν κατεργάζῃ πλέον. Τί γαρ ἄν γένοιτο τῆς βλακείας ταύτης χεῖρον, ἤ τὸ ἐπὶ κλινῶν ἐλεργαντίνων καθεύδειν; Αἱ ἄλλαι ἁμαρτίαι κἄν μικρὰν τινα ἡδονὴν ἔχωσιν, οἷον ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία καὶ ἀσωτία· τὸ δὲ ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων καθευδῆσαι, ποίαν ἡδονὴν ἔχει; ποίαν παραμυθίαν; Μὴ γὰρ ἡδίω καὶ γλυκύτερον ἡμῖν τὸν ὕπνον ἐργάζεται τῆς κλίνης το κάλλος; Φορτικώτερον μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ἐπαχθέστατον τοῦτο, ἐὰν νοῦν ἔχωμεν. Ὅταν γὰρ ἐννοήσῃς ὅτι, σοῦ καθεύδοντος ἐπὶ κλίνης ἐλεφαντίνης, ἕτερος οὐδ’ ἄρτου μετὰ ἀδείας, ἀπολαύειν ἔχει, οὐ καταγνώσεταί σου τὸ συνειδός, καὶ ἐπαναστήσεται κατηγοροῦν τῆς ἀνωμαλίας ταύτης; Εἰ δὲ τὸ ἐλεφαντίων κλινῶν κεθεύδειν ἔγκλημα, ὅταν καὶ ἀργύρῳ περιβελημέναι πάντοθεν ὦσι, ποίαν ἕξομεν ἀπολογίαν;Βούλει κάλλος κλίνης ἰδεῖν; Ἐγὼ σοι δείκνυμι νῦν, οὐκ ἰδιωτικῆς, οὐδὲ στρατιωτικῆς, ἀλλὰ βασιλικῆς κλίνης εὐπρέπειαν. Κἄν γὰρ φιλοτιμότατος ἧς πάντων, εὖ εἶδα ὅτι τῆς τοῦ βασιλέως κλίνης οὐκ ἐθελήσεις ἔχειν εὐπρεπεστέραν· καὶ τὸ δὴ μεῖζον, οὐ τοῦ τυχόντος βασιλέως, ἀλλὰ τοῦ πρώτου, καὶ τοῦ πάντων βασιλέων βασιλικωτέρου, καὶ μέχρι νῦν ἀδομένου πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης· δείκνυμί σοι κλίνην τὴν τοῦ μακαρίου Δαυΐδ. Ποταπὴ τοίνυν ἦν ἐκείνη; Οὐκ ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ, ἀλλὰ δάκρυσι καὶ ἐξομολογήσεσι πάντοθεν ἦν κεκαλλωπισμένη. Καὶ ταῦτα αὐτός φησιν οὕτω λέγων· Λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου· ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω. Ὥσπερ γὰρ μαργαρῖται τὰ δάκρυα αὐτῇ ἐπεπήγει πάντοθεν.
Καὶ σκόπει μοι φιλόθεον ψυχήν· ἐπειδὴ γὰρ ἐν ἡμέρᾳ πολλαὶ αἱ φροντίδες ἀρχόντων, ταξιαρχῶν, ἐθνῶν, δήμων, στρατιωτῶν, πολέμων, εἰρήνης, τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, τῶν κατὰ τὴν οἰκίαν, τῶν πόρρωθεν, τῶν πλησίον, περιεῖλκον αὐτὸν καὶ ἀπῆγον· τὴν σχολήν, ἥν πάντες εἰς τὸ καθεύδειν ἀναλίσκομεν, εἰς ἐξομολόγησιν καὶ εὐχὰς καὶ δάκρυα ἀνήλισκεν ἐκεῖνος. Καὶ οὐχὶ μίαν τοῦτο ἐποίησε νύκτα, τὴν δὲ δευτέραν ἐπαύσατο, οὐδὲ δύο καὶ τρεῖς, τὰς δὲ μεταξὺ διέλιπεν, ἀλλὰ καθ’ ἑκάστην νύκτα τοῦτο ἔπραττε. Λούσω γὰρ καθ’ ἑκάστην νύκτα, φησί, τὴν κλίνην μου· ἐν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω, τὴν δαψίλειαν τῶν δακρύων καὶ τὴν συνέχειαν ἐμφαίνων. Πάντων γὰρ ἡσυχαζόντων, καὶ ἐν ἠρεμίᾳ ὄντων, μόνος τῷ Θεῷ τότε ἐνετύγχανεν, καὶ παρῆν ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμὸς ὀδυρομένῳ καὶ θρηνοῦντι καὶ τὰ οἰκεῖα ἐξαγγέλοντι κακά. Τοιαύτην καὶ σὺ κατασκεύασον κλίνην. Ὁ μὲν γαρ ἄργυρος περικείμενος καὶ φθόνον παρὰ ἀνθρώπων ἐγείρει, καὶ ὀργὴν ἐκκαίει τὴν ἄνωθεν.
Τὰ δὲ τοιαῦτα δάκρυα, οἷα τὰ τοῦ Δαυΐδ, καὶ αὐτὸ τὸ τῆς γεέννης οἶδε κατασβέσαι πῦρ. Βούλει σοι καὶ ἑτέραν δείξω κλίνην; τὴν τοῦ Ἰακὼβ λέγω. Ἔδαφος εἶχεν ὑποκείμενον, καὶ λίθον ὑπὸ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ· δια τοῦτο καὶ τὸν νοητὸν εἶδε λίθον, καὶ τὴν κλίμακα ἐκείνην, δι’ ἧς ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἄγγελοι. Τοιαύτας ἐπινοῶμεν κλίνας καὶ ἡμεῖς, ἵνα καὶ τοιαῦτα βλέπωμεν ὀνείρατα. Ἄν δὲ ἐπὶ τῆς ἀργυρᾶς ὦμεν κατακείμενοι, οὐ μόνον εὐδεμίαν ἡδονὴν καρπωσόμεθα, ἀλλὰ καὶ ἀθυμίαν ὑπομενοῦμεν. Ὅταν γὰρ ἐννοήσῃς, ὅτι ἐν κρυμῷ ἐσχάτῳ, ἐν νυκτὶ μέσῃ, σοῦ καθεύδοντος ἐπὶ κλίνης, ὁ πένης ἐπὶ στιβάδος ἔρριπται ἐν τοῖς τῶν βαλανείων προπυλαίοις, καλάμην περιβεβλημένος, τρέμων, πηγνύμενος τῷ κρύει, ἀγχόμενος τῷ λιμῷ· κἄν ἁπάντων μᾶλλον λίθινος ᾗς, εὖ οἶδα, ὅτι καταγνώσῃ σαυτοῦ, σὺ μὲν ὑπὲρ τὴν χρείαν τρυφῶν, ἐκεῖνον δὲ μηδὲ τῶν κατὰ χρείαν ἀπολαύειν ἀφείς. Οὐδεὶς στρατευόμενος, φησίν, ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις. Στρατιώτης εἶ πνευματικός· στρατιώτης δὲ τοιοῦτος οὐ καθεύδει ἐπὶ κλίνης ἐλεφαντίνης, ἀλλὰ ἐπὶ ἐδάφους· οὐ χρίεται μύροις· τῶν γὰρ ἡταιρηκότων καὶ διεφθαρμένων ἡ τοιαύτη σπουδή, τῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς, τῶν ἐν ἀμελείᾳ ζώντων· σὲ δὲ οὐχὶ μύρων, ἀλλ’ ἀρετῆς ἀποπνεῖν δεῖ. Οὐδὲν ψυχῆς ἀκαθαρτότερον, ὅταν τὸ σῶμα τοιαύτην ἔχῃ τὴν εὐωδίαν. Τῆς γὰρ δυσωδίας τῆς ἔνδον καὶ τῆς ἀκαθαρσίας δεῖγμα ἡ τοῦ σώματος καὶ τῶν ἱματίων εὐωδία γένοιτ’ ἄν, Ὅταν γὰρ ἐπελθὼν ὁ διάβολος διαθρύψῃ τὴν ψυχήν, καὶ βλακείας ἐμπλήσῃ πολλῆς, τότε καὶ εἰς τὸ σῶμα τῆς οἰκείας διαφθορᾶς τὴν κηλῖδα ἐναπομάσσεται διὰ τῶν μύρων. Καὶ καθάπερ οἱ κορύζῃ τινὶ καὶ κατάρρῳ διηνεκῶς ἁλισκόμενοι, καὶ τὰ ἱμάτια καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν ὄψιν μολύνουσι, τὸ διὰ τῶν ρινῶν ρέον συνεχῶς ἐναπομασσόμενοι· οὕτοι δὴ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ πονηροῦ τούτου ρεύματος τὴν κακίαν εἰς τὸ σῶμα ἐναπομάσσεται. Τίς γὰρ γενναῖόν τι καὶ χρηστὸν ὑπολήψεται περὶ τοῦ μύρου ὄζοντος καὶ γυναικιζομένου, μᾶλλον δὲ ἑταιριζομένου, καὶ ὀρχηστικὸν ἀναιρουμένου βίου; Πνείτω σοι πνευματικῆς εὐωδίας ἡ ψυχή, ἵνα καὶ σαυτὸν καὶ τοὺς συγγινομένους σοι ὠφελῇς τὰ μέγιστα.
Οὐδὲν γάρ, οὐδὲν τρυφῆς χαλεπώτερον.   Ἄκουσον τί περὶ αὐτῆς φησι πάλιν ὁ Μωυσῆς· Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύθη, καὶ ἀεπλάκτισεν ὁ ἠγαπημένος. Καὶ οὐκ εἶπεν, ὅτι ἀπέστη, ἀλλ’, Ἀπελάκτισεν   ὁ ἠγαπημένος, τὸ γαῦρον καὶ δυσήνιον αὐτοῦ παρεμφαίνων ἡμῖν. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ· Φαγὼν καὶ πιὼν πρόσεχε σεαυτῷ, μήποτε ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Οὕτως ἡ τρυφὴ πρὸς λήθην ἐξάγειν εἴωθε. Καὶ σὺ τοίνυν, ἀγαπητέ, ἐὰν καθίσῃς ἐπὶ τῆς τραπέζης, ἀναιμνήσθητι ὅτι μετὰ τὴν τράπεζαν εὔχεσθαί σε δεῖ· καὶ οὕτω   συμμέτρως ἔμπλησον τὴν γαστέρα, ἵνα μὴ βαρυνόμενος ἀδυνατήσῃς γόνυ κλῖναι, καὶ τὸν Θεὸν παρακαλέσαι. Οὐχ ὁρᾶτε τὰ ὑποζύγια, ὅτι μετὰ τὴν φάτνην ὁδοιπορίας ἅπτεται, καὶ ἀχθοφορεῖ, καὶ τὴν οἰκείαν διακονίαν ἀποπληροῖ; Σὺ δὲ μετὰ τὴν τράπεζαν ἄχρηστος πρὸς πᾶν ἔργον καὶ ἀνεπιτήδειος γίνῃ. Καὶ πῶς οὐκ ἔσῃ καὶ τῶν ὄνων αὐτῶν ἀτιμότερος. Τίνος ἕνεκεν; Ὅτι τότε μάλιστα νήφειν χρὴ καὶ ἐγρηγορέναι. Ὁ γὰρ μετὰ τὴν τράπεζαν καιρός, εὐχαριστίας ἐστὶ καιρός· τὸν δὲ εὐχαριστοῦντα οὐχὶ μεθύειν, ἀλλὰ νήφειν δεῖ καὶ ἐγρηγορέναι.   Ἀπὸ τραπέζης μὴ κλίνην, ἀλλ’ ἐπ’ εὐχὴν τρεπώμεθα, ἵνα μὴ τῶν ἀλόγων ἀλογότεροι γινώμεθα.
Οἶδα ὅτι πολλοὶ καταγνώσκονται τῶν λεγομένων, ὡς καινὴν τινα καὶ παράδοξον συνήθειαν εἰσαγόντων τῷ βίῳ· ἀλλ’ ἐγὼ μειζόνως τῆς πονηρᾶς καταγνώσομαι συνηθείας τῆς νῦν κατεχούσης ἡμᾶς. Ὅτι γὰρ μετὰ τροφὴν καὶ τράπεζαν οὐχ ὕπνον οὐδὲ εὐνήν, ἀλλ’ εὐχὰς καὶ θείων Γραφῶν ἀνάγνωσιν διαδέχεσθαι χρή, τοῦτο σαφέστερον ἐδήλωσεν ὁ Χριστός. Τὰ γοῦν ἄπειρα πλήθη τότε ἑστιάσας ἐπὶ τῆς ἐρήμου, οὐκ ἐπὶ κλίνην καὶ ὕπνον αὐτοὺς ἔπεμψεν, ἀλλ’ ἐπὶ θείων ἀκρόασιν ἐκάλεσε λογίων. Οὐ γὰρ διέρρηξεν αὐτῶν τὰς γαστέρας, οὐδὲ εἰς μέθην ἐξέβαλεν, ἀλλὰ πληρώσας αὐτῶν τὴν χρείαν, πρὸς τὴν πνευματικὴν ἦγε τροφήν. Οὕτω καὶ ἡμεῖς ποιῶμεν, καὶ τοσοῦτον ἐθίσωμεν ἑαυτοὺς ἐσθίειν, ὅσον πρὸς τὸ ζῆν μόνον, οὐχ ὅσον διασπᾶσθαι καὶ βαρύνεσθαι.
Οὐ γὰρ διὰ τοῦτο ἐγενόμεθα καὶ ζῶμεν, ἵνα φάγωμεν καὶ πίωμεν· ἀλλ’ διὰ τοῦτο ἐσθίωμεν, ἵνα ζῶμεν, Οὐ τὸ ζῆν διὰ τὸ φαγεῖν, ἀλλὰ διὰ τὸ ζῆ τὸ φαγεῖν γέγονεν ἐξ ἀρχῆς. Ἡμεῖς δὲ ὡς διὰ τοῦτο ἐλθόντες εἰς τὸν κόσμον, οὕτως ἅπαντα εἰς τοῦτο καταναλισκομεν. Ἀλλ’ ἵνα σφοδρότερα γένηται τῆς τρυφῆς ἡ κατηγορία, καὶ μάλα καθίκηται τῶν ἐν αὐτῇ ζώντων, φέρε, πάλιν ἐπὶ τὸν Λάζαρον τὸν λόγον ἀγάγωμεν. Οὕτω γὰρ ἡμῖν ἀληθεστέρα τε καὶ ἐναργεστέρα   ἡ παραίνεσις ἔσται καὶ ἡ συμβουλή, ὅταν μή διὰ ρημάτων, ἀλλὰ διὰ πραγμάτων ἴδητε παιδευομένους καὶ καὶ κολαζομένους τοὺς ἀδηφαγίᾳ προσέχοντας. Ὁ μὲν οὖν πλούσιος τοσαύτῃ πονηρίᾳ συνέζη, καὶ καθ’ ἑκάστην ἐνετρύφα τὴν ἡμέραν, καὶ ἐνεδιδύσκετο λαμπρῶς, χαλεπωτέραν ἑαυτῷ ἀνάπτων τὴν κόλασιν, καὶ μεῖζον τὸ πῦρ ἐργαζόμενος καὶ ἀπαραμύθητον ἑαυτῷ ποιῶν τὴν δίκην, καὶ ἀσύγγνωστον τὴν τιμωρίαν.
Ὁ δὲ πένης ἔρριπτο παρὰ τὸν πυλῶνα αὐτοῦ, καὶ οὐτ’ ἀπεδυσπέτησεν οὔτ’ ἐβλασφήμησεν, οὔτ’ ἠγανάκτησεν· οὐκ εἶπε πρὸς ἑαυτόν, ὅ πολλοὶ λέγουσι· τί ποτε τοῦτό ἐστιν; οὗτος μὲν πονηρίᾳ συζῶν καὶ ὠμότητι καὶ ἀπανθρωπίᾳ καὶ τῶν ὑπὲρ τὴν χρείαν ἀπολαύει πάντων, καὶ οὐδ’ ἀθυμίαν ὑπομείνει, οὐδ’ ἄλλο τι τῶν ἀδοκήτων, οἷα πολλὰ τὰ παρὰ ἀνθρώποις ἐστίν, ἀλλὰ καὶ καθαρὰν καρποῦται τὴν ἡδονήν· ἐγὼ δὲ οὐδὲ τῆς ἀναγκαίας, ἔχω τροφῆς μετασχεῖν. Ἀλλὰ τούτῳ μὲν εἰς παρασίτους καὶ κόλακας καὶ μέθην τὰ ὄντα ἅπαντα δαπανῶντι, ὥσπερ ἐκ πηγῶν ἅπαντα ἐπιρρεῖ· ἐγὼ δὲ παράδειγμα τοῖς ὁρῶσι κεῖμαι καὶ αἰσχύνη καὶ γέλως, καὶ λιμῷ τηκόμενος. Ἆρα ταῦτα προνοίας; ἄρα ἐφορᾷ δίκη τις τὰ ἀνθρώπινα πράγματα; Οὐδὲν τούτων οὐκ εἶπεν, οὐκ ἐνενόησεν. Πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἐξ ὧν ἀπήγαγον αὐτὸν οἱ ἄγγελοι δορυφοροῦντες, καὶ εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ ἀποκατέστησαν· οὐκ ἄν δέ, εἰ βλάσφημος ἦν, τοσαύτης ἀπέλαυσε τιμῆς. Οὕτω μὲν οὖν οἰ πολλοὶ διὰ τοῦτο θαυμάζουσι τὸν ἄνθρωπον μόνον, ὅτι ἐν πενίᾳ ἦν· ἐγὼ δὲ δείκνυμι τιμωρίας ἐννέα τὸν ἀριθμὸν αὐτὸν ὑπομείναντα, οὔχ ἵνα κολάζηται, ἀλλ’ ἵνα λαμπρότερος γίνηται· ὅπερ οὖν καὶ ἐγένετο.
Δεινὸν μὲν γὰρ ὄντως καὶ ἡ πενία, καὶ ἴσασιν ὅσοι πεῖραν ταύτης εἰλήφασι· λόγος γὰρ οὐδεὶς παραστῆσαι δυνήσεται τὴν ὀδύνην, ὅσην ὑπομένουσιν οἱ πτωχείᾳ συζῶντες, καὶ φιλοσοφεῖν οὐκ εἰδότες. Ἐπὶ δὲ τοῦ Λαζάρου οὐ τοῦτο μόνον ἦν τὸ δεινόν, ἀλλὰ καὶ ἀρρωστία αὐτῷ συνέζευκτο, καὶ αὕτη μεθ’ ὑπερβολῆς. Καὶ ὅρα πῶς ἑκατέρας τὰς συμφορὰς δείκνυσιν εἰς ἄκρον ἐλθούσας. Ὅτι μὲν γὰρ πᾶσαν πενίαν ἡ τοῦ Λαζάρου πενία τότε ἐνίκησεν, ἔδειξεν εἰπών, ὅτι οὐδὲ τῶν ψιχίων ἀπήλαυσε τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ὅτι δὲ καὶ ἡ ἀρρωστία πρὸς τὸ αὐτὸ μέτρον ἐφθάκει τῇ πενίᾳ, καθ’ ὅ λοιπὸν ἐκταθῆναι οὐκ ἦν, καὶ τοῦτο αὐτὸ πάλιν ἐδήλωσεν, εἰπὼν ὅτι οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Οὕτως ἦν ἐξησθενικώς, ὡς μηδὲ τοὺς κύνας ἀποσοβῆσαι δύνασθαι, ἀλλὰ νεκρὸς ἔμψυχος ἔκειτο, ἐπιόντας μὲν αὐτοὺς θεωρῶν, ἀμύνασθαι δὲ οὐκ ἰσχύων. Οὕτως αὐτῷ τὰ μέλη παρεῖτο, οὕτω τεταρίχευτο τῇ ἀρρωστίᾳ, οὕτω δεδαπάνητο τῷ πειρασμῷ. Εἶδες μετ’ ἄκρας ὑπερβολῆς καὶ τὴν πενίαν καὶ τὴν ἀρρωστίαν πολιορκοῦσαν αὐτοῦ τὸ σῶμα; Εἰ δὲ καθ’ ἑαυτὸ τούτων ἕκαστον ἀφόρητον καὶ δεινόν, ὅταν ὁμοῦ συμπεπλεγμένα ἧ, πῶς οὐκ ἀδάμας τις ἦν ὁ ταῦτα ὑπομένων; Πολλοὶ πολλάκις ἀρρωστοῦσιν, ἀλλὰ τῆς ἀναγκαίας οὐκ ἀποροῦσι τροφῆς· ἄλλοι πενίᾳ μὲν συζῶσιν ἐσχάτῃ, ἀλλ’ ὑγιείας ἀπολαύουσι, καὶ θἄτερον θἀτέροου παραμυθία γίνεται· ἐνταῦθα δὲ ἀμφότερα ταῦτα συνεδεδραμήκει. Ἀλλ’ ἔχεις μοί τινα εἰπεῖν καὶ ἐν ἀρρωστίᾳ ὄντα καὶ ἐν πενίᾳ. Ἀλλ’ οὐκ ἐν ἐρημίᾳ τοσαύτῃ. Εἰ γὰρ καὶ μὴ παρ’ ἑαυτοῦ μηδὲ οἴκοθεν, ἀλλ’ ὑπὸ τῶν ὁρώντων ἐλεῖσθαι δύναιτο ἄν εἰς τὸ μέσον προκείμενος· τούτῳ δὲ τὰ προειρημένα δεινὰ χαλεπώτερα ἐποίει γίνεσθαι τῶν προστησομένων ἡ ἐρημία· καὶ αὐτὴν ταύτην πάλιν χαλεπωτέρα ἐποίει φαίνεσθαι τὸ ἐν πυλῶνι κεῖσθαι τοῦ πλουσίου. Εἰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῆς ἐρήμου καὶ τῆς ἀοικήτου κείμενος, ταῦτ’ ἔπασχε καὶ παρεωρᾶτο, οὐκ ἄν οὕτως ἤλγησε· τὸ γὰρ μηδένα παρεῖναι καὶ ἄκοντα φέρειν ἔπειθε τὰ συμβαίνοντα· τὸ δὲ ἐν μέσῳ τοσούτων κείμενον μεθυόντων, εὐημερούντων, παρὰ μηδενὸς μηδὲ τῆς τυχούσης ἐπιμελείας τυγχάνειν, δριμυτέραν ἐποίει τῶν ὀδυνῶν γίνεσθαι τὴν αἴσθησιν, καὶ τὴν ἀθυμίαν ἐξέκαιε μᾶλλον. Οὐ γὰρ οὕτως ἀπόντων τῶν βοηθούντων, ὡς παρόντων μέν, οὐκ ἐθελόντων δὲ ὀρέξαι χεῖρα, δάκνεσθαι πεφύκαμεν ἐν ταῖς συμφοραῖς· ὅπερ οὖν κἀκεῖνος τότε ἔπασχεν. Οὐδεὶς γὰρ ἦν, οὐχ ὁ λόγῳ παρακαλῶν, οὐχ ὁ ἔργῳ παραμυθούμενος, οὐ φίλος, οὐ γείτων, οὐ συγγενής, οὐ τῶν ὁρώντων οὐδείς, πάσης τῆς τοῦ πλουσίου διεφθαρμένης οἰκίας.
Ἔτι πρὸς τούτοις ἑτέραν αὐτῷ προσθήκην ὀδύνης, ἐνεποίει καὶ ἕτερον εὐπραγοῦντα ὁρᾷν· οὐκ ἐπειδὴ βάσκανος ἦν καὶ πονηρός, ἀλλ’ ἐπειδὴ πεφύκαμεν ἅπαντες ἐν ταῖς ἑτέρων εὐημερίαις ἀκριβέστερον τὰς οἰκείας καταμανθάνειν συμφοράς. Ἐπὶ δὲ τοῦ πλουσίου καὶ μεῖζον προσῆν αὐτῷ ἕτερον τὸ δυνάμενον αὐτὸν δοκεῖν. Οὐ γὰρ δὴ μόνον ταῖς εὐημερίας ταῖς ἐκείνου συγκρίνων τὴν ἑαυτοῦ δυσπραγίαν, μείζονα τὴν αἴσθησιν ἐλάμβανε τῶν οἰκείων κακῶν, ἀλλὰ καὶ λογιζόμενος, ὅτι ὁ μὲν μετ’ ὠμότητος καὶ ἀπανθρωπίας ζῶν, ἐν ἅπασιν εὐοδοῦται, οὕτος δὲ μετὰ ἀρετῆς καὶ ἐπιεικείας τὰς ἔσχατα πάσχει δεινὰ καὶ ἔνθεν ἀπαραμύθητον τὴν ἀθυμίαν πάλιν ὑπέμενεν. Εἰ γὰρ δίκαιος ἦν, εἰ γὰρ ἐπιεικής, εἰ γὰρ θαυμαστὸς ὁ ἀνήρ, εἰ γὰρ πάσης γέμων ἀρετῆς, οὐκ ἄν αὐτὸν ἐλύπησε· νυνὶ δὲ καὶ πονηρίᾳ συζῶν, καὶ πρὸς ἔσχατον κακίας ἐληλακώς, καὶ τοσαύτην ἀπανθρωπίαν ἐπιδεινύμενος, καὶ τὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶ διατιθείς, καὶ ὥσπερ λίθον αὐτὸν παρατρέχων ἀναισυχνύτως καὶ ἀνιλέως, καὶ μετὰ ταῦτα πάντα τοσαύτης ἀπολαύων εὐπορίας· ἐννόησον πῶς εἰκὸς ἦν, ὥσπερ ἐπαλλήλοις κύμασι βαπτίζειν αὐτὸν τοῦ πένητος τὴν ψυχήν, ἐννόησον τὸν Λάζαρον, οἷον εἰκὸς ἦν εἶναι, ὁρῶντα παρασίτους, κόλακας, οἰκέτας ἀναβαίνοντας, καταβαίνοντας, ἐξιόντας, εἰσιόντας, κατατρέχοντος, θορυβοῦντας, μεθύοντας, πηδῶντας καὶ πᾶσαν ἄλλη ἀσέλγειαν ἐπιδεικνυμένους. Ὥσπερ γὰρ δι’ αὐτὸ τοῦτο ἐλθών, ἵνα μάρτυς ᾖ τῶν ἀλλοτρίων ἀγαθῶν, οὕτως εἰς τὸν πυλῶνα ἔρριπτο, τοσοῦτον ζῶν, ὅσον αἰσθάνεσθαι εἶχε τῶν οἰκείων κακῶν μόνον, ἐν λιμένι ναυάγιον ὑπομένων, πλησίον δίψῃ χαλεπωτάτῃ τὴν ψυχὴν ἀγχόμενος.
Εἴπω τι καὶ ἕτερον πρὸς τούτοις κακόν; Οὐκ εἶχεν εἰς ἕτερον Λάζαρον ἰδεῖν. Ἡμεῖς μὲν γὰρ κἄν μυρία   πάθωμεν κακά, ἀλλ’ ἔχομεν εἰς ἐκεῖνον ἰδόντες, ἱκανὴν δέχεσθαι παράκλησιν, καὶ πολλῆς ἀπολαῦσαι τῆς παραμυθίας. Τὸ γὰρ κοινωνοὺς εὑρίσκειν τῶν οἰκείων κακῶν ἤ ἐν πράγμασιν, ἤ ἐν διηγήμασι, πολλὴν φέρι τοῖς ὀδυνωμένοις παράκλησιν. Ἐκεῖνος δὲ οὐδὲν ἕτερον εἶχεν ἰδεῖν τὸν τὰ αὐτὰ αὐτῷ πεπονθότα· μᾶλλον δὲ οὐδ’ ἀκοῦσαί τινος ἐπὶ τῶν προγόνων τῶν ἑαυτοῦ τοσαῦτα ὑπομείναντος. Ἱκανὸν δὲ τοῦτο σκοτῶσαι ψυχήν. Ἔστι καὶ ἕτερον πρὸς τούτοις εἰπεῖν, ὅτι οὐδὲν τι περὶ ἀναστάσεως φιλοσοφεῖν ἠδύνατο ἀλλὰ μέχρι τοῦ παρόντος βίου τὰ παρόντα ἐνόμιζε συγκεκλεῖσθαι πράγματα· τῶν γὰρ πρὸ τῆς χάριτος ἦν. Εἰ δὲ νῦν ἐφ’ ἡμῶν μετὰ τοσαύτην θεογνωσίαν, καὶ τὰς χρηστὰς τῆς ἀναστάσεως ἐλπίδας, καὶ τὰς κειμένας τοῖς ἁμαρτάνουσι τιμωρίας ἐκεῖ, καὶ τὰ ἡτοιμασμένα τοῖς κατορθοῦσιν ἀγαθά, οὕτω μικροψύχως τινὲς καὶ ταλαιπώρως διάκεινται, ὡς μηδὲ ταύταις διορθοῦσθαι ταῖς προσδοκίας· τί πάσχειν εἰκὸς ἦν ἐκεῖνον καὶ ταύτης ἀπεστερημένων τῆς ἀγύκρας; Ἐκεῖνος γὰρ οὐδὲν οὐδέπω τοιοῦτον φιλοσοφεῖν ἠδύνατο διὰ τὸ μηδέπω τὸν καιρὸν τούτων ἀφῖχθαι τῶν διδαγμάτων. Ἦν τι καὶ πρὸς τούτοις ἄλλο, τὸ καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ δαβεβλῆσθαι παρὰ τοῖς ἀνοήτοις τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ γὰρ εἰώθασιν οἱ πολλοὶ, ἐπειδὰν τινα ἐν λιμῷ καὶ νόσῳ διηνεκεῖ καὶ τοῖς ἐσχάτοις ὄντας κακοῖς, μηδὲ χρηστὴν περὶ αὐτῶν δόξαν ἔχειν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς συμφορᾶς τὰ κατὰ τὸν βίον κρίνειν, καὶ διὰ πονηρίαν νομίζειν πάντως αὐτοὺς οὕτω ταλαιπωρεῖσθαι·   καὶ πολλὰ ἄλλα τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους λέγουσιν, ἀνοήτως μέν, λέγουσι δὲ ὅμως· ὅτι οὗτος, εἰ τῷ Θεῷ φίλος ἦν, οὐκ ἄν εἴασεν αὐτὸν ἐν πενίᾳ, καὶ τοῖς ἄλλοις κακοῖς ταλαιπωρεῖσθαι. Οὕτω γοῦν καὶ ἐπὶ τοῦ Ἰώβ, καὶ ἐπὶ τοῦ Παύλου συνέβη. Καὶ γὰρ ἐκείνῳ ἔλεγον, Μὴ πολλάκις σοι λελάληται ἐν κόπῳ, ἰσχὺν δὲ ρημάτων σου τις ὑποίσει; Εἰ γὰρ εἰ ἐνουθέτησας πολλούς, καὶ χείρας ἀσθενεῖς παρακάλεσας, ἀσθενοῦντας δὲ ἐξανέστησας ρήμασι, γόνασι δὲ ἀδυνατοῦσι περιέθηκας θάρσος νυνὶ δὲ ἥκει ἐπὶ σὲ πόνος, σὺ δὲ ἐσπούδακας. Πότερον οὐχ ὁ φόβος σού ἐστιν ἐν ἀφροσύνῃ; Ὅ δὲ λέγει, τοιοῦτόν ἐστιν·   Εἴ τι σοι φησίν, ἀγαθὸν ἦν πεπραγμένον, οὐκ ἄν ταῦτα ἔπαθες ἄπερ ἔπαθες· ἀλλ’ ἁμαρτημάτων τίνεις δίκας καὶ παρανομίας. Καὶ τοῦτο ἦν ὅ μάλιστα ἔδακνε τὸν μακάριον Ἰώβ. Καὶ περὶ τοῦ Παύλου δὲ οἱ βάρβαροι τοῦτο ἔλεγον· ἐπειδὴ γὰρ εἶδον τὴν ἔχειν ἐκκρεμαμένην αὐτοῦ τῆς χειρός, οὐδὲν χρηστὸν περὶ αὐτοῦ ὑπενόησαν, ἀλλὰ τῶν τὰ ἔσχατα κακὰ τετολμηκότων αὐτὸν εἶναι ἐνόμιζον· καὶ δῆλον ἐξ ὧν ἔλεγον. Τοῦτον γάρ, φασίν, ἐκ τῆς θαλάσσης σωθέντα ἡ δίκη ζῇν οὐκ εἴασεν. Οὐχ ὡς ἔτυχε δὲ καὶ τοῦτο ἡμᾶς εἴωθε θορυβεῖν. Ἀλλ’ ὅμως τοσούτων ὄντων τῶν κυμάτων, και ἐπαλλήλων φερομένων οὐ κατεποντίσθη τὸ σκάφος· ἀλλ’ ὡς ἐν καμίνῳ κείμενος, καθάπερ δρόσου διηνεκῶς ἀπολαύων, οὕτως ἐφιλοσόφει.
Οὐ γὰρ εἶπε πρὸς ἑαυτὸν οὐδὲν τοιοῦτον, οἷον πολλοὺς λέγειν εἰκός, ὅτι οὗτος ὁ πλούσιος, ἄν μὲν ἀπελθὼν ἐκεῖ κολασθῆ καὶ δῷ τιμωρίαν, ἕν ἕν γέγονεν· ἄν δὲ κἀκεῖ τῶν αὐτῶν ἀπολαύσῃ τιμῶν, δύο γέγονεν οὐδέν.   Ἤ οὐ ταῦτα περιφέρετε ἐν ταῖς ἀγοραῖς ὑμεῖς οἱ πολλοὶ, τὰ ἀπὸ τῆς ἱπποδρομίας καὶ τῶν ἔξω θεάτρων εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰσάγοντες; Αἰσχύνομαι μὲν οὖν εἰς μέσον ταῦτα προτιθεὶς τὰ ρήματα καὶ ἐρυθριῶ· πλὴν ἀλλ’ ἀνάγκη ταῦτα εἶπειν, ἵνα ὑμεῖς ἀπαλλαγῆτε τοῦ ἀτάκτου γέλωτος καὶ τῆς αἰσχύνης καὶ τῆς βλάβης τῆς ἀπὸ τῶν ρημάτων τούτων. Ταῦτα πολλοὶ πολλάκις γελῶντες λέγουσιν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο διαβολικῆς κακουργίας ἐστίν, ἐν τάξει ρημάτων ἀστείων διεφθαρμένα εἰσάγειν εἰς τὸν βίον ἡμῶν δόγματα. Ταῦτα γὰρ συνεχῶς καὶ ἐν εργαστηρίοις, καὶ ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις πολλοὶ περιφέρουσιν, ὅπερ ἐσχάτης ἀπιστίας ἐστὶ καὶ παρανοίας καὶ γέλωτος ὄντως καὶ παιδικῆς διανοίας. Τὸ μὲν γὰρ λέγειν, ὅτι ἐὰν ἀπελθόντες οἱ πονηροὶ κολασθῶσι, καὶ μὴ σφόδρα πεπεικέναι ἐαυτούς, ὅτι κολασθήσονται, πάντως, ἀπιστούντων ἐστὶ καὶ δαμφισβητούντων· τὸ δὲ, εἰ καὶ τοῦτο συμβαίῃ, ὅπερ οὖν καὶ συμβήσεται, νομίζειν τῆς ἴσης αὐτοὺς τοῖς δικαίοις ἀνταποδόσεως ἀπολελεαυκέναι, τοῦτο ἐσχάτης ἀνοίας.
Τί λέγεις; εἰπέ μοι; ἐὰν ἀπελθὼν ὁ πλούσιος ἐκεῖ κολάζηται, ἕν γέγονε; Καὶ πῶς ἄν ἔχοι λόγον; Πόσα     γὰρ αὐτὸ ἐνταῦθα βούλει θεῖναι ἀπολελαυκέναι τῶν χρημάτων ἔτη; βούλει   θῶμε ἑκατόν;   Ἐγὼ δὲ καὶ   διακόσια τίθημι, καὶ τριακόσια καὶ δὶς τοσαῦτα, καὶ εἰ βούλει, καὶ χίλια, ὅπερ ἀδύνατον· Αἱ ἡμέραι γάρ, φησί, τῶν ἐτῶν ἡμῶν, ὀγοδήκοντα ἔτη· πλὴν ἀλλὰ κείσθω καὶ χίλια. Μὴ ζωὴν ἔχεις, εἰπέ   μοι, ἐνταῦθα δεῖξαι τέλος οὐκ ἔχουσαν, οὐδὲ πέρα ἐπισταμένην, οἵαπερ ἐστὶν ἡ τῶν δικαίων ἐκεῖ; Εἴ τις οὖν, εἰπέ μοι, ἐν ἔτεσιν ἑκατὸν   μίαν νύκτα ὄναρ ἰδὼν χρηστόν, καὶ πολλῆς καθ’ ὕπνους ἀπολαύσας τρυφῆς, τὰ ἑκατὸν ἔτη κολάζοιτο, ἆρα δυνήσῃ μένειν ἐπὶ τούτῳ, ἕν καὶ ἕν, καὶ τὴν μίαν νύκτα τῶν ὀνειράτων ἐκείνω τ οῖς ἑκατὸν ἔτεσιν ἀντίρροπον ποιεῖσθαι; Οὐκ ἔστιν εἰπεῖν. Τοῦτο δὴ καὶ περὶ τῆς μελλούσης ζωῆς λογίζου. Ὅπερ γάρ ἐστιν ἕν πρὸς ἑκατὸν   ἔτη, τοῦτό   ἐστιν ὁ παρὼν βίος   πρὸς τὴν μέλλουσαν ζωήν· μᾶλλον δὲ καὶ πολλῷ πλέον· ὅσον ἐστὶ σταγὼν μικρὰ πρὸς πέλαγος ἄπειρον, τοσοῦτόν ἐστι χίλια ἔτη πρὸς τὴν   μέλλουσαν δόξαν ἐκείνην καὶ ἀπόλαυσιν. Καὶ τί γὰρ ἄν ἔχοι τις πλέον εἰπεῖν, ἤ ὅτι πέρα οὐκ ἔχει καὶ τέλος οὐκ οἶδε, καὶ ὅσον ἐστὶ τὸ μέσον ὀνείρων καὶ τῆς τῶν πραγμάτων ἀληθείας, τοσοῦτόν ἐστι τῆς καταστάσεως ταύτης καὶ τῆς ἐκεῖ τὸ διάφορον;
Ἄλλως δὲ καὶ πρὸς τῆς ἐκεῖ κολάσεως, ἐντεῦθεν οἱ πονηρευόμενοι καὶ ἐν ἁμαρτίαις ζῶντες κολάζονται. Μὴ γὰρ μοι τὸν τραπέζης ἀπολαύοντα πολυτελοῦς ἁπλῶς εἴπῃς, καὶ τὸν ἱμάτια περιβεβλημένον σηρικά, καὶ ἀνδραπόδων ἀγέλας περιφέροντα καὶ σοβοῦντα ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς· ἀλλ’ ἀνάπτυξόν μοι τούτου τὸ συνειδός, καὶ ὄψει πολὺν ἔνδοθεν θόρυβον τῶν ἁμαρτημάτων, φόβον διηνενκῆ, χειμῶνα, ταραχήν, καθάπερ ἐν δικαστηρίῳ τὸν νοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον ἀναβάντα τὸν βασιλικὸν τοῦ συνειδότος, καὶ ὥσπερ τινὰ δικαστὴν καθήμενος καὶ τοὺς λογισμοὺς παριστῶντα, καθάπερ δημίους, καὶ ἀναρτῶνται τὴν διάνοιαν, καὶ καταξαίνοντα ὑπὲρ τῶν ἡμαρτημένων, καὶ ἐμβοῶντα μεγάλα, μηδενὸς εἰδότος, ἀλλ’ ἤ τοῦ ταῦτα ἐπισταμένου βλέπειν Θεοῦ μόνον. Καὶ γὰρ ὁ μοιχεύων, κἄν μυριάκις ᾖ πλούσιος, κἄν μηδένα κατηγοροῦντα ἔχῃ, οὐ παύεται ἑαυτοῦ κατηγορῶν ἔνδον· καὶ ἡ μὲν ἡδονὴ πρόσκαιρος, ἡ δὲ ὀδύνη διηνεκής, φόβος πανταχόθεν καὶ τρόμος, ὑποψία καὶ ἀγωνία· τοὺς στενωποὺς δέδοικε, τὰ σκιὰς αὐτὰς τρέμει, τοὺς οἰκέτας τοὺς ἑαυτοῦ, τοὺς συνειδότας, τοὺς ἀγνοοῦντας, τὴν ἠδικημένην αὐτήν, τὸν ὑβρισμένον ἄνδρα· περιέρχεται πικρὸν κατήγορον περιφέρων τὸ συνειδός, αὐτοκατάκριτος ὤν, καὶ οὐδὲ μικρὸν ἀναπνεῦσαι δυνάμενος. Καὶ γὰρ καὶ ἐπὶ κλίνης, καὶ ἐν Τραπέζῃ, καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ ἐν οἰκίᾳ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ, καὶ ἐν νυκτί, καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς ὀνείρασι πολλάκις τὰ τῆς ἀμαρτίας εἴδωλα βλέπει, καὶ τὸν τοῦ Κάϊν ζῇ βίον, στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ μηδενὸς εἰδότος, ἔνδον ἔχει τὸ πῦρ συνειλεγμένον ἀεί. Τοῦτο καὶ οἱ ἁρπάζοντες, καὶ οἱ πλεονεκτοῦντες πάσχουσι· τοῦτο καὶ οἱ μεθύοντες καὶ ἕκαστος, δὲ ἁπλῶς ἐν ἁμαρτίαις ζώντων· ἀμήχανον γὰρ ἐκεῖνο διαφθαρῆναι τὸ δικαστήριον· ἀλλὰ κἄν μὴ μετίωμεν τὴν ἀρετήν, ὅμως ὀδυνώμεθα, ἐπειδὴ μὴ μετερχόμεθα, κἄν μετίωμεν τὴν κακίαν, ὅμως παυσάμενοι τῆς ἡδονῆς τῆς κατὰ τὴν ἁμαρτίαν, αἰσθανόμεθα τῆς ὀδύνης. Μὴ τοίνυν λέγωμεν ἐπὶ τῶν πλουτούντων ἐνταῦθα καὶ πονηρευομένων, καὶ τῶν δικαίων τῶν ἀπολαυόντων ἐκεῖ, ὅτι ἕν ἕν, ἀλλ’ ὅτι δύο οὐδέν. Τοῖς μὲν γὰρ δικαίοις καὶ τὰ ἐκεῖ καὶ τὰ ἐνταῦθα πολλὴν παρέχει τὴν ἡδονήν· οἱ δὲ ἐν πονηρίαις καὶ ἐν πλεονεξίαις, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐκεῖ κολάζονται. Καὶ γὰρ καὶ ἐνταῦθα κολάζονται τῇ προσοδοκίᾳ τῆς ἐκεῖ τιμωρίας, καὶ τῇ πονηρᾷ παρὰ πάντων ὑποψίᾳ, καὶ αὐτῷ τῷ ἁμαρτάνειν καὶ τὴν ψυχὴν τὴν ἑαυτῶν διαθφείρειν· καὶ μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν ἀφορήτους ὑπομένουσιν τιμωρίας. Πάλιν οἱ δίκαιοι, κἄν μυρία πάσχωσιν ἐνταῦθα δεινά, χρησταῖς συντρέφονται ταῖς ἐλπίσιν, ἡδονὴν ἔχοντες καθαράν, βεβαίαν, ἀκίνητον· καὶ μετὰ ταῦτα τὰ μυρία αὐτοὺς διαδέξεται ἀγαθά, καθάπερ οὖν καὶ τὸν Λάζαρον. Μὴ γὰρ μοι τοῦτο εἴπῃς, ὅτι ἤλκωτο, ἀλλὰ τοῦτο σκόπει, ὅτι χρυσοῦ παντὸς τιμιωτέραν ἔνδον εἶχε τὴν ψυχήν· μᾶλλον δὲ οὐ τὴν ψυχὴν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ· ἀρετὴ γὰρ σώματος οὺ πολυσαρκία καὶ εὐεξία, ἀλλὰ τοσαύτας καὶ τοιαύτας φέρειν βασάνους. Οὐ γάρ, εἴ τις ἐπὶ τοῦ σώματος τραύματα ἔχοι τοιαῦτα, βδελυκτὸς ὁ τοιοῦτος· ἀλλ’ εἴ τις ἐπὶ τῆς ψυχῆς ἕλκῃ μυρία ἔχων, μηδεμίαν αὐτῶν ἐπιμέλειαν ποιοῖτο· οἷος ἦν ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, ἔνδοθεν ἡλκωμένος ἅπας. Καὶ καθάπερ οἱ κύνες τούτου περιέλειχον τὰ τραύματα, οὕτως ἐκείνου δαίμονες τὰ ἁμαρτήματα· καθάπερ οὗτος ἐν λιμῶ τροφῆς, οὕτως ἐκεῖνος ἐν λιμῷ πάσης ἀρετῆς ἔζη.
Ταῦτ’ οὖν εἰδότες ἅπαντα φιλοσοφῶμεν, καὶ μὴ λέγωμεν, ὅτι εἰ τὸν δεῖνα ἐφίλει ὁ Θεός, οὐκ ἄν αὐτὸν ἀφῆκε γενέσθαι πένητα. Αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο μέγιστον ἀγάπης τεκμήριον ἐστιν· Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος, παιδεύει· μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱόν, ὅν παραδέχεται. Καὶ πάλιν, Τέκνον, ἐὰν προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ, ἑτοίμαστον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν, εὔθυνον τὴν καρδίαν σου, καὶ καρτέρησον. Ἐκβάλωμεν οὖν, ἀγαπητοί, τὰς περιττὰς ταύτας προλήψεις ἀφ’ ἐαυτῶν, καὶ τὰ δημώδη ταῦτα ρήματα. Αἰσχρότης γάρ, φησί, καὶ μωρολογία, καὶ εὐτραπελία μὴ ἐκπορευέσθω ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν. Μήτε οὖν αὐτοὶ ταῦτα λέγωμεν, ἀλλὰ κἄν ἑτέρους ἴδωμεν ταῦτα λέγοντας, ἐπιστομίσωμεν, κατεξαναστῶμεν σφοδρῶς, ἐπίσχωμεν τὴν ἀναίσχυτον αὐτῶν γλῶτταν. Εἴ τινα ἴδῃς, εἰπέ μοι, λήσταρχον κατατρέχοντα τὰς ὁδούς, τοῖς παριοῦσιν ἐφεδρεύοντα, τὰ ἐκ τῶν ἁγρῶν ἁρπάζοντα, εἰς σπήλαια καὶ καταδύσεις χρυσίον καὶ ἀργύριοιν κατορύττοντα, καὶ ἀγέλας ἀποκλείοντα πολλὰς ἐκεῖ, καὶ ἱμάτια καὶ ἀνδράποδα πολλὰ κεκτημένον ἐκ τῆς καταδρομῆς ἐκείνης, ἆρα αὐτόν, εἰπέ μοι μακαρίζεις διὰ τὸν πλοῦτον ἐκεῖνον, ἤ ταλανίζεις διὰ τὴν μέλλουσαν αὐτὸν διαδέχεσθαι δίκην; Καίτοι οὔπω συνείληπται, οὐδὲ εἰς χεῖρας τοῦ δικαστοῦ παραδέδοται, οὐδὲ εἰς δεσμωτήριον ἐνέπεσεν, οὐδὲ κατήγορον ἔσχεν, οὐδὲ ὑπὸ ψῆφον ἐγένετο, ἀλλὰ τρυφᾷ, μεθύει, εὐπορίας ἀπολαύει πολλῆς· ἀλλ’ ὅμως οὐ διὰ τὰ παρόντα καὶ τὰ ὁρώμενα αὐτὸν μακαρίζομεν, ἀλλὰ διὰ τὰ μέλλοντα καὶ προσδοκώμενα ταλανίζομεν.
Τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν πλουτούντων καὶ πλεονεκτούντων λόγισαι. Λησταὶ τινές εἰσίν, ὁδοῖς ἐφεδρεύοντες, τὰ τῶν παριόντων ἁρπάζοντες, ὥσπερ, ἐν σπηλαίοις καὶ καταδύσεσι, τοῖς ἑαυτῶν θαλάμοις κατορρύττοντες τὰς ἑτέρων περιουσίας. Μὴ τοίνυν μακαρίζωμεν αὐτοὺς διὰ τὰ παρόντα, ἀλλὰ ταλανίζωμεν διὰ τὰ μέλλοντα, διὰ τὸ φοβερὸν ἐκεῖνοι δικαστήριον, διὰ τὰς ἀπαρειτήτους εὐθύνας, διὰ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, ὅ μέλλει αὐτοὺς ὑποδέχεσθαι. Καίτοι οἱ μὲν λησταὶ πολλάκις ἐξέφυγον ἀνθρώπων χεῖρας· ἀλλ’ ὅμως καὶ τοῦτο εἰδότες, καὶ ἑαυτοῖς καὶ ἐχθροῖς ἀπευξαίμεθα ἄν τὸν ἐκείνων βίον, καὶ τὴν εὐπορίαν τὴν ἐπάρατον. Ἐπὶ δὲ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι τοῦτο εἰπεῖν· οὐδεὶς γὰρ αὐτοῦ διαφεύξεται τὴν ψῆφον, ἀλλὰ πάντες πάντως οἱ ἐν πλεονεξίαις καὶ ἁρπαγαῖς ζῶντες τὴν παρ’ αὐτοῦ δίκην, ἐπισπάσονται τὴν ἀθάνατον ἐκείνην καὶ τέλος οὐκ ἔχουσαν, καθάπερ οὖν καὶ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος. Ἅπερ οὖν ἅπαντα παρ’ ἑαυτοῖς συλλέγοντες, ἀγαπητοί, μὴ τοὺς ἐν πλούτῳ, ἀλλὰ τοὺς ἐν ἀρετῇ ζῶντας μακαρίζωμεν· μὴ τοὺς ἐν πενίᾳ ἀλλὰ τοὺς ἐν κακίᾳ ταλανίζωμεν· μὴ τὰ παρόντα βλέπωμεν, ἀλλὰ τὰ μέλλοντα σκοπῶμεν· μὴ τὴν ἔξωθεν περιβολήν, ἀλλὰ τὸ ἑκάστου συνειδὸς ἐξτάζωμεν, καὶ τὴν ἐκ τῶν κατορθωμάτων ἀρετὴν και χαρὰν διώκοντες, ζηλώσωμεν τὸν Λάζαρον καὶ πλούσιοι καὶ πένητες. Οὐ γὰρ ἕνα καὶ δύο καὶ τρεῖς μόνον οὗτος, ἀλλὰ πλείστους ἄθλους ἀρετῆς ὑπέμεινε, τὴν πενίαν λέγῳ, τὴν ἀρρωστίαν, τὴν ἐρημίαν τῶν προστησομένων, τὸ ἐν οἰκίᾳ δυναμένῃ τὰ τοιαῦτα σβέσαι κακὰ ἅπαντα ὑπομεῖναι ἐκεῖνα, καὶ μηδενὸς εἰς παραμυθίας λόγον ἀξιοῦσθαι, τὸ τρυφῆς τοσαύτης ἀπολαύοντα τὸν ὑπερορῶντα ὁρᾷν, καὶ οὐ τρυφῆς ἀπολαύοντα μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν πονηρίᾳ ζῶντα, καὶ μηδὲν πάσχοντα δεινόν· τὸ καὶ μὴ πρὸς Λάζαρον ἕτερον ἔχειν ἰδεῖν, τὸ μηδὲν περὶ ἀναστάσεως δύνασθαι φιλοσοφεῖν, τὸ μετὰ τῶν εἰρημένων κακῶν καὶ πονηρὰν παρὰ τοῖς πολλοῖς ἀπὸ τῶν συμφορῶν καὶ ἐκείνων λαμβάνειν ὑπόληψιν, τὸ μὴ μέχρι δύο καὶ τριῶν ἡμερῶν, ἀλλὰ διὰ παντὸς τοῦ βίου, καὶ ἑαυτὸν ἐν τούτοις, καὶ τὸν πλούσιον ἐν τοῖς ἐναντίοις ὁρᾷν. Τίνα οὖν ἕξομεν ἀπολογίαν, εἰ τούτου πάντα ὁμοῦ τὰ δεινὰ μετὰ τοσαύτης φέροντος ἀνδρείας, ἡμεῖς μηδὲ τὰ ἡμίση τούτων οἴσομεν; Οὐ γὰρ ἔχεις, οὐκ ἔχεις δεῖξαι, οὐδὲ εἰπεῖν ἄλλον τινὰ τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα πεπονθότα κακά. Διὰ γὰρ τοῦτο αὐτὸν καὶ εἰς μέσον προοὔθηκεν ὁ Χριστός, ἵνα ὅπουπερ ἄν ἐμπέσωμεν τῶν δεινῶν, ὁρῶντες παρὰ τούτῳ τὴν ὑπερβολῆν οὗσαν τῶν θλίψεων, ἱκανὴν ἐκ τῆς ἐκείνου φιλοσοφίας καὶ ὑπομονῆς ἀναλάβωμεν παράκλησιν καὶ παραμυθίαν· κοινὸς γὰρ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος πρόκειται τοῖς ὁτιοῦν πάσχουσι δεινόν, πρὸς αὐτὸν παρέχων πᾶσιν ὁρᾷν, καὶ πάντας αὐτοὺς νικῶν τῇ τῶν οἰκείων κακῶν ὑπερβολῇ. Ὑπὲρ δὴ τούτων ἁπάντων εὐχαριστήσαντες τῷ φιλάνθρωπῳ Θεῷ, καρπωσώμεθα τὴν ἐκ τοῦ διηγήματος ὠφέλειαν, συνεχῶς αὐτὴν καὶ ἐν συνεδρίοις, καὶ ἐν οἰκίᾳ, καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ πανταχοῦ περιφέροντες, καὶ μετὰ ἀκριβείας ἅπαντα τὸν ἐκ τῆς παραβολῆς ταύτης καταμανθάντοντες πλοῦτον, ἵνα καὶ τὰ παρόντα ἀλύπως παραδράμωμεν δεινά, καὶ τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἀξιωθῆναι, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ’ οὗ τῷ Πατρί, ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, δόξα τιμή, προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ. 41-59

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.