Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Και πάλι για τη στάση του αγ. Μάρκου προς τους Λατίνους και Λατινόφρονες


   Μᾶς ἐπισημάνθηκε ὅτι στὸ ἱστολόγιο choratouaxoritou (ἐδῶ) παρὰ τήν -μὲ πολλὲς ἀναρτήσεις- ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴν στάση τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ πρὸς τὸν Πάπα καὶ τοὺς φιλοενωτικούς,  συνεχίζει (ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι, συνεχίζουν νὰ διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια, προκαλώντας σύγχυση σὲ πολλοὺς καλοπροαίρετους πιστούς ποὺ ἀγνοοῦν τὰ κείμενα. Ἀνταποκρινόμαστε στὴν παράκληση ἀδελφοῦ νὰ ἐπαναλάβουμε κάποιες δημοσιεύσεις γιὰ τὸ θέμα καὶ δημοσιεύουμε τρεῖς παλαιότερες ἀναρτήσεις μας.


Άγ. Μάρκος Ευγενικός και Ναυπάκτου Ιερόθεος:


Οι Οικουμενιστές ομοιάζουν με φίδια. Δηλητηριάζουν τις ψυχές!









Τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
(Ἀπό ἀπάντησή του στὴ Μητρόπολη Πειραιῶς)
Θά συνεχίσω ἀναφερόμενος εἰς τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης  «Ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός». Καί στό κεφάλαιο αὐτό, θεωρώντας ὅτι εὑρήκατε σωτήρια λέμβο, ὑπεραμύνεσθε τῆς ἰδίας θέσεως, ὅτι δηλαδή καί ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Λατινόφρονες πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Συνόδου Φλωρεντίας–Φερράρας. Ὁ σκοπός σας, πατέρες, εἶναι καί ἐδῶ προφανῶς ὁ ἴδιος, νά λογισθῆτε κι ἐσεῖς ἀκόλουθοι ὄχι μόνον τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου, ἀλλά καί τοῦ ἁγ. Μάρκου
τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐπειδή μνημονεύετε καί ἀκολουθεῖτε τούς Οἰκουμενιστές Ἀρχιεπισκόπους καί Πατριάρχες.
Εἶναι ὄντως παράδοξο καί πρωτοφανές, ἀπό τήν μία πλευρά νά ἀκολουθῆτε, νά ἀναγνωρίζετε, νά μνημονεύετε καί νά ἀποδέχεσθε δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὅλες τίς προδοσίες τῆς πίστεως, τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι μετά τῶν αἱρετικῶν καί, ἀπό τήν ἄλλη, νά τοποθετῆτε τούς ἑαυτούς σας στήν θέσι τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Βέκκου Ὁσιομαρτύρων, τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου καί τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ.
Ὁ ἅγ. Μᾶρκος, ὅμως, ὁ Εὐγενικός καί πλῆθος ἄλλων κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἀποτειχίστηκαν ἀπό αὐτούς πρό συνοδικῆς κρίσεως, σύμφωνα μέ τόν ἐν λόγῳ Κανόνα καί τήν μακραίωνη Παράδοσι καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας...
Ἀπό αὐτούς, παρ’ ὅτι δέν εἶχαν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀποτειχίσθηκαν καί, ἄρα, καμμία σχέσι δέν ὑπάρχει μέ τούς σημερινούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὑποτεταγμένοι καί συνοδοιπόροι τῶν αἱρετικῶν.
Πρέπει νά σημειωθῆ, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μέ ὅλες τίς δυσκολίες της, δέν εἶχαν ἐφεύρει καινούριους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων, ὅταν αὐτοί (οἱ αἱρετικοί) κατεῖχαν τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἐνῶ σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἔχουν θεωρητικά καί πρακτικά κατ’ οὐσίαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ἔχουν ἐφεύρει νέους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν ἰδίων μέ τότε αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τρόποι, θεωρητικά στηρίζονται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ἔτσι κατ’ οὐσίαν καταργεῖται ἡ πατερική ὁδός τῆς ἀποτειχίσεως καί εἰσάγεται ἡ ὁδός τῆς συνυπάρξεως μέ τούς αἱρετικούς. Αὐτό, ἀκριβῶς, ἀποτελεῖ τή βασική θεωρία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τόν ὁποῖο, πατέρες, ὠνομάσατε «παναίρεσι». Δίδεται δέ ἀκόμη διά τῆς καινοτόμου αὐτῆς μεθόδου ἡ εὐκαιρία καί ἡ ἐξουσία, νά κατευθύνουν τά ἐκκλησιαστικά πράγματα οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί, πρᾶγμα πρωτάκουστο καί ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ἔτσι λοιπόν, οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί ποιμένες εἰσάγουν τήν Ὀρθοδοξία στό Π.Σ.Ε., ὡς ἰσότιμο μάλιστα μέλος, ἀναγνωρίζουν τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, χωρίς φυσικά αὐτοί νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, γκρεμίζουν τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ διά τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, διευρύνουν τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας –κατά βούλησι– διά τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά διά
τῶν συμπροσευχῶν καί συνιερουργιῶν μέ αὐτούς κλπ. Ὅλα αὐτά τά πράττουν μέ τήν εὐλογία καί ἀναγνώρισι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τά ἄλλα θεωροῦν τούς ἑαυτούς των συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, τῶν πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως, οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως, διά τῆς ἀποτειχίσεως ἔσωσαν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν παπική λαίλαπα.
Μετά τά ἀνωτέρω, μέ τά ὁποῖα προσπάθησα, πατέρες, νά σᾶς ἀποδείξω τήν ὁμοιότητα τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, θά προσπαθήσω νά σᾶς ἀποδείξω, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τήν ἀνομοιότητα καί παντελῆ διαφορά τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Πατέρες. Δι’ αὐτό θά ἀναφερθῶ εἰς τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στηριζόμενος εἰς τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Σιλβέστρου Συρόπουλου, τά ὁποῖα κατά γενική ὁμολογία ἀποτελοῦν τήν ὀρθόδοξη ἐξιστόρησι τῶν γεγονότων καί μᾶς διασώζουν αὐθεντικῶς τήν ἱστορική ἀλήθεια.
Ἐδῶ, κατ’ ἀρχάς, πρέπει νά σᾶς ἐγκαλέσω γιά δολιοφθορά καί ἐξαπάτησι, διότι θέλετε νά ἀποδείξετε ὡς Λατινόφρονες τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς πρό τῆς Συνόδου, ὥστε νά ἀποδειχθῆ ἀβίαστα ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ Λατινόφρονες Ἀρχιερεῖς καί Πατριάρχες καί δέν ἀποτειχίζετο ἀπό αὐτούς. Γράφετε συγκεκριμένα στή σελ. 48 τά ἑξῆς: «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο».
Αὐτό, πατέρες, εἶναι ψευδές καί ἀπορῶ πῶς τό ἰσχυρίζεσθε, ψαλιδίζοντας ἤ μᾶλλον κατακρεουργώντας ὅλο τό κείμενο στό ὁποῖο στηρίζεσθε. Τό πλῆρες κείμενο τοῦ Συρόπουλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπεί δέ οἱ πατριάρχαι ὑπετύπουν τούς τοποτηρητάς ἐν τοῖς γράμμασιν, ὅπως ὀφείλουσι περί τῆς ἑνώσεως διατεθῆναι (ἔγραφον γάρ ὅτι, ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ, οὕτως ἵνα στέρξωσι καί αὐτοί καί συντεθῶσι τῷ γενησομένῳ), μαθών ταῦτα ὁ φρά Ἰωάννης καί ζητήσας καί ἰδών τά γράμματα, ἀνέδραμεν εὐθύς εἰς τόν βασιλέα καί εἶπεν, ὅτι∙ Τά τοιαῦτα γράμματα, εἰ φανῶσι ἐν τῇ συνόδῳ, μεγάλως σκανδαλίσουσι τούς ἐκεῖ, καί ἐγώ μετά τοιούτων γραμμάτων οὐκ ἐλεύσομαι εἰς τήν σύνοδον∙ εἰ γάρ εἰμι ἐνταῦθα ὡς ἐκείνων ἐπίτροπος, παρέχω δέ καί τάς ἐξόδους τῶν ἐκεῖσε ἀπελευσομένων, εἶτα οὐ φροντίσω περί τῶν γραμμάτων τῶν φανησομένων ἐκεῖσε, ἵνα ὑπάρχωσι πρός ἀνάπαυσιν καί τιμήν τῆς συνόδου, τί ἐροῦσιν ἐκεῖνοι πρός ἐμέ; Τί δέ ἀπολογήσομαι ἐγώ πρός ἐκείνους; Οὐ γάρ διά γραμμάτων ὑποτυποῦν χρή τούς τοποτηρητάς, ὅτι, εἰ οὕτω γένηται, ἵνα στέργωσιν, εἰ δ’ ἄλλως, μή στέργωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς οὕτω καί ἐλευθέρως διδόναι αὐτοῖς ἄδειαν στέργειν πᾶν ὅπερ ἄν φανῇ  καλόν κοινῶς πάσῃ τῇ συνόδῳ∙ διορθωθήτω δή τό περί τούτου ὡς ἐγώ εἰσηγοῦμαι∙ ἄνευ γάρ τοιαύτης διορθώσεως οὐδέ τῇ ἁγίᾳ βασιλείᾳ σου συμβουλευσάμην ἄν ἔγωγε παραγενέσθαι ἐν τῇ συνόδῳ.
»Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς καί σκεψάμενος τήν περίληψιν τοῦ γράμματος τῆς τοποτηρήσεως, ἐντεῦθεν ἐκτίθησι κατά τό αὐτῷ τε καί τῷ φρά Ἰωάννῃ δοκοῦν, καί στέλλει τοῦτο τοῖς πατριάρχαις μετά μοναχοῦ Θεοδοσίου τοῦ Ἀντιόχου, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους, οὕς ἤθελε, γράψας δ’ εἰς πλάτος καί τοῖς πατριάρχαις, ὅτι· Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν· οὕτω γάρ καί ἡ τάξις ἀπαιτεῖ γράφεσθαι ταῦτα.  Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρό βούλεσθε.
»Μετά τοιούτων γραμμάτων καί λόγων ἀπελθών ὁ Ἀντίοχος πείθει τούς πατριάρχας· οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι. Μετέγραψαν οὖν καί ἐτέλεσαν ταῦτα, ἐνήλλαξαν δέ καί τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν καί διεκόμισεν αὐτά ὁ Ἀντίοχος, καί ἠρκέσθησαν εἰς αὐτά ὁ βασιλεύς τε καί ὁ φρά Ἰωάννης. Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένστωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων» (Σιλβ. Συρόπουλου ἀπομνημονεύματα, τμῆμα Γ, παρ. 5,6, σελ. 166).
Εἰς τό κείμενο αὐτό ὁ Συρόπουλος μᾶς παρέχει τήν πληροφορία ὅτι οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ὁμοφώνως παρήγγειλαν στούς τοποτηρητές των, τότε μόνο νά ὑπογράφουν στή Σύνοδο: «ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ  ἀμειφθῆ ἤ κοινοποιηθῆ».
Τό φρόνημα αὐτό τῶν Πατριαρχῶν πρό τῆς Συνόδου, νομίζω θά συμφωνεῖτε, πατέρες, ὅτι ἦταν ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξο. Ἐν συνεχείᾳ, ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἐπείστηκε ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα, ἐξαπάτησε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, νά ἀλλάξουν τά συστατικά γράμματά των πρός τούς ἀντιπροσώπους των, ὑποσχόμενος ὅτι θά εἶναι ὑπεύθυνος αὐτός εἰς τό νά διαφυλαχθῆ ἡ ἀπαίτησις τῶν Πατριαρχῶν περί ἐμμονῆς τῶν ἀντιπροσώπων εἰς τήν ὀρθόδοξο πίστι καί Παράδοσι: «Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρά βούλεσθε».
Ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων ἔπρεπε νά γίνη γιά τυπικούς καί προσεγγιστικούς λόγους: «Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν». Μέ τίς ὑποσχέσεις καί διαβεβαιώσεις τοῦ βασιλέως ἐπείστηκαν οἱ Πατριάρχες καί ἄλλαξαν τά γράμματα: «οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι».
Ἀπό αὐτά τά ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ Συρόπουλου γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι αὐτό πού γράφετε, «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο», εἶναι χονδροειδές ψεῦδος· διότι ὁ αὐτοκράτωρ ὄχι μόνον δέν ἔπεισε τούς Πατριάρχες, ὅπως ἐσεῖς φλυαρεῖτε, ἀλλά τούς ὑποσχέθηκε ὅτι ὅλα θά γίνουν, ὅπως αὐτοί ἐντέλλονται στά πρῶτα καί αὐστηρά γράμματά των καί ὑπεύθυνος δι’ αὐτό θά ἦτο ὁ ἴδιος. Ἁπλῶς ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων θά ἐγίνετο γιά λόγους φιλοφροσύνης.
Μία ἐπί  πλέον ἀπόδειξις ὅτι εἶναι ψευδεῖς οἱ ἰσχυρισμοί σας, εἶναι τό ὅτι  –μετά τήν ἐπιστροφή τῶν ἀντιπροσώπων ἀπό τήν Ἰταλία– οἱ τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς συγκρότησαν, ὅπως γράφετε, Σύνοδο καί ἀπεκήρυξαν τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Ἄν δηλαδή, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, εἶχαν πεισθῆ πρό τῆς Συνόδου νά ἀποδεχθοῦν συμβιβαστική ἕνωσι, τώρα, μετά τήν Σύνοδο, γιατί τήν ἀπεκήρυξαν;
Ἡ προσπάθειά σας ὅμως, πατέρες, εἶναι νά τούς παρουσιάσετε ὡς Λατινόφρονες πρό τῆς Συνόδου, γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ μή ἀποτείχισις τοῦ ἁγ. Μάρκου ἀπό αὐτούς κι ἐσεῖς, φυσικά, νά παρουσιασθῆτε ὡς διάδοχοι καί ἀκριβεῖς ἀκόλουθοί του. Πρός τόν σκοπό αὐτό χρησιμοποιεῖτε ὅλα τά μέσα, θεμιτά καί ἀθέμιτα, προφανῶς διότι δι’ ἐσᾶς «ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα».
Θά σᾶς παρουσιάσω ἐν συνεχείᾳ, τό πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας φρόνημα τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ καί τῶν ὑπολοίπων Ἀρχιερέων καί λοιπῶν κληρικῶν, καθώς καί τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, γιά νά διαπιστωθῆ τό κατά πόσο Λατινόφρονες ἦσαν, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας αὐτοί, μέ τούς ὁποίους ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιατικά ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Αὐτά τά κείμενα θά τά δανεισθῶ ἀπό μία μικρή μελέτη, ἡ ὁποία ἔγινες σέ παρόμοια ἔνστασι περί Λατινοφρόνων καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ἁγ. Μάρκου μέ αὐτούς.
Κατ’ ἀρχάς, ὁ Συρόπουλος μᾶς μεταφέρει τήν στάσι τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ, ὅταν ἄρχισε νά συζητεῖται ὅτι ἡ Σύνοδος θά ἐγίνετο εἰς τήν Ἰταλία: «Ἀλλά καί ὁ πατριάρχης ἔκτοτε λίαν ἡγούμενος ἐπαχθές τό γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τόπῳ καί ἐξουσίᾳ λατινικῇ καί λέγων πολλάκις ὡς εἰ ἐκεῖσε γένηται, οὐκ ἔσται καλόν τό συμπέρασμα τῆς Συνόδου, καί δεικνύων ἑαυτόν μηδόλως βουλόμενον ἐκεῖσε παραγενέσθαι, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καθήμενος ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ μετά καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, παρόντων καί δύο ἐκ τοῦ παλατίου ἀρχόντων, εἴρηκεν, ὅτι· Λέγουσι γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τῇ Ἰταλίᾳ καί ἀπελθεῖν τούς ἡμετέρους ἐκεῖσε καί καρτερῆσαι ἐν τῇ συνόδῳ καί ἔχειν τάς ἐξόδους καί τῆς ὁδοῦ καί τῶν σιτηρεσίων παρ’ ἐκείνων. Ἐν γοῦν τῷ ἀπελθεῖν οὕτω καί ἐκδέχεσθαι καί τήν ἡμερησίαν τροφήν ἐξ ἐκείνων, ἤδη γίνονται δοῦλοι καί μισθωτοί, ἐκεῖνοι δέ κύριοι· καί πᾶς δοῦλος τό θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ ὀφείλει ποιεῖν καί πᾶς μισθωτός τήν ἐργασίαν τοῦ μισθοῦντος αὐτόν ἐργάζεται καί πᾶς ὁ μισθῶν τινα τούτου χάριν τόν μισθόν παρέχει ἵνα ὁ μισθούμενος πληροῖ πᾶν ὅπερ ὁ μισθῶν αὐτόν προστάξει· εἰ δέ μή γε, οὐ παρέχει αὐτῷ τόν μισθόν. Εἰ γοῦν ἐκεῖνοι κρατήσουσι τό σιτηρέσιον, τί ποιήσουσιν οἱ ἡμέτεροι; καί εἰ οὐ θελήσουσιν ὑποστρέψαι τούς ἡμετέρους δι’ ἰδίων ἐξόδων τε καί πλευσίμων, τί ἄρα ἕξουσιν οὗτοι ποιῆσαι; κατά τί οὖν συμφέρει τούτους τούς ὀλίγους, τούς ξένους, τούς πένητας ἀπελθεῖν εἰς τούς πολλούς, τούς πλουσίους, τούς σοφούς, τούς ὑπερηφάνους, τούς ἐντοπίους, καί εἰς αὐτούς δουλωθῆναι;
»Εἶτα καί περί πίστεως καί εὐσεβείας συζητεῖν καί διδάσκειν αὐτούς, οὐκ ἔνι τοῦτο καλόν, οὐκ ἔνι· ἐμοί δοκεῖ ὅτι οὐδόλως συμφέρει ἡμῖν τοῦτο. Δύναται δέ ὁ βασιλεύς ποιῆσαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον, εἰ θελήσει, καί ἄνευ ἐξόδων, ἐπεί οἱ ἐλευσόμενοι ἐκ τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐνταῦθα δι’ ἰδίων ἐξόδων ἐλεύσονται· εἰ δέ καί ἐξόδων δεηθῇ δύναται ἐπέκεινα τῶν ἑκατόν χιλιάδων συνᾶξαι ὑπέρπυρα. Καί εὐθύς μέν ἀκουσθέν τοῦτο δόξει ἀπίθανον· ἐγώ δέ δείξω πῶς ἔσται τοῦτο καί δυνατόν καί εὔκολον» (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, Les Memoires De S. Syropoulos, τμῆμα Β΄, παρ. 19, σελ. 120).
Οἱ βασικές, λοιπόν, θέσεις τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ ἦταν, ὅτι δέν ἤθελε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, ἀλλά στήν Κων/πολι·  ὅτι, ἐάν ἐπήγαιναν ἐκεῖ θά ἐγίνοντο δοῦλοι τῶν Παπικῶν, ἐφ’ ὅσον αὐτοί θά τούς συντηροῦσαν κατά τό ταξίδι καί θά ἀναγκάζοντο ὡς δοῦλοι νά κάνουν τό θέλημά των· ὅτι δέν τούς συνέφερε  νά συζητήσουν περί πίστεως στό μέρος τό δικό τους, διότι αὐτοί ἦταν οἱ κατά κόσμον ἰσχυροί, οἱ πλούσιοι καί οἱ ἐγωϊστές καί, βεβαίως, ὑπονοοῦσε ὅτι ἦτο δυνατόν τελικῶς νά μήν τά «βροῦν», κατά τό δή λεγόμενο, μεταξύ των εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἐνῶ ἀγωνιοῦσε γιά τό ποιός θά τούς ἐπέστρεφε πίσω  καί ποιός θά τούς ἔδιδε σιτηρέσιο. Δέν νομίζω, πατέρες, ὅτι θά ἠδύνατο κάποιος Ὀρθόδοξος σέ ἀνάλογες δύσκολες περιστάσεις νά τηρήση ἀκριβέστερη καί ὀρθοδοξότερη γραμμή.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Πάπας, φοβούμενος μήπως οἱ Ὀρθόδοξοι προτιμήσουν νά πᾶνε στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας, ἡ ὁποία ἦταν πολέμιός του, ἐδέχθη νά γίνη ἡ Σύνοδος εἰς τήν Κων/πολι, ἀλλά ἐζήτησε διά τοῦ ἀντιπροσώπου του νά προΐσταται εἰς τήν Σύνοδο ὁ ἰδικός του τοποτηρητής. Οἱ Ὀρθόδοξοι, κατόπιν συσκέψεως μέ τόν Πατριάρχη, ἀπέρριψαν τό αἴτημά του, στηριζόμενοι εἰς τήν παράδοσι, ἡ ὁποία ὑπῆρχε κατά τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους: «Ὕστερον δέ μαθών ὁ πάπας τήν πρός τήν σύνοδον πρεσβείαν τοῦ βασιλέως, καί εἰδώς ὅτι πρός καταστροφήν αὐτοῦ ἔσται, εἰ ἐπιδημήσει καί ἡ τῶν ἀνατολικῶν σύνοδος πρός τούς ἐν τῇ Βασιλείᾳ, εὐθύς στέλλει ἐνταῦθα μετά γραμμάτων τόν Κορώνης Χριστοφόρον καί συντίθεται πρός τό γενέσθαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον. Εὑρέθη οὖν καί ὁ πατριάρχης καί πάντες σχεδόν πρόθυμοι πρός τοῦτο· καί ἐζήτησεν ὁ Χριστοφόρος, ἵνα ὁ ἐλευσόμενος λεγάτος καθίσῃ πρῶτος ἐν τῇ συνόδῳ, ἐπεί ὡς πρόσωπον ἔσται τοῦ πάπα καί τά δίκαια ἐκείνου ἤτοι τά πρωτεῖα ἔχειν ὀφείλει. Ἐγένετο οὖν σκέψις περί τούτου καί βουλή μετά τῶν ἀρχιερέων καί τῶν ἀρχόντων τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου, καί εὗρον καί ἀπό τινων συνοδικῶν καί ἔδειξαν ὅπως οὐ δεῖ τοῦτο γενέσθαι· ποῦ γάρ ἐγχωρεῖ καθημένου τοῦ γνησίου πατριάρχου ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἑτέρου τοποτηρητήν ὑπερέχειν αὐτοῦ, ὅπου γε οὐδέ ἐν τῇ πέμπτῃ συνόδῳ γέγονε τοῦτο, παρόντος ἐνταῦθα καί τοῦ Βιγιλλίου πάπα σωματικῶς» (ὅπ. ἀν. ΙΙ, παρ. 24, σελ. 128). Ἐδῶ βλέπομε τήν ἀκρίβεια τῶν Ὀρθοδόξων καί εἰς τά ἐξωτερικά καί τυπικά σημεῖα τῆς μελετωμένης Συνόδου.
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσης, εἶχον τήν συναίσθησι ὅτι, ἐφ’ ὅσον τελικά ἀποφασίσθηκε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, θά ἐπήγαιναν νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθεια εἰς τά τῆς πίστεως. Ἦταν ὅμως δυνατόν νά μήν γίνη ἀποδεκτή ἡ ὁμολογία των καί κατά συνέπεια δέν θά ἐγένετο ἡ ἕνωσις. Ἔπρεπε λοιπόν νά ἐξασφαλισθῆ εἰς τήν περίπτωσι αὐτή ἡ ἐπιστροφή των, καί αὐτό τό ἐζήτησαν γραπτῶς.
Ὁ Συρόπουλος περιγράφει τά γεγονότα ὡς ἑξῆς: «Τῇ δέ ὑστεραίᾳ συνήλθομεν ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Βάσσου, ἐχόντων τῶν συνοδικῶν καί γραμματικόν μεθ’ ἑαυτῶν ἐκ τοῦ Γαλατᾶ. Εἶπον οὖν ὀλίγους τινάς λόγους, καί εὐθύς ἐνεφάνισεν ὁ Χριστοφόρος ἔγγραφον οἰκειόχειρον διαλαμβάνον ἀρκούντως καί πεπλατυσμένως, ὅπως ἔχει πᾶσαν ἄδειαν καί ἔνδοσιν ἀπό τοῦ πάπα, ἵνα συνεργήσῃ καί αὐτός τοῖς συνοδικοῖς εἰς εἴ τι ἄν ἐθέλωσι, καί στέρξῃ καί αὐτός ὡς ἀπό τοῦ πάπα πᾶν, ὅπερ ἄν ποιήσωσιν. Ἤδη οὖν στέργει αὐτός πάντα τά παρ’ αὐτῶν πραττόμενα, καί στέρξει ταῦτα καί ὁ πάπας ἀναμφιβόλως, ὡς καί αὐτός πληροφορεῖ τοῦτο. Ἔδοξεν οὖν πᾶσιν ἰσχυρόν τε καί ἀρκετόν τό γράμμα, ὅπερ ὁ Χριστοφόρος ἔδωκεν. Οἱ δέ ἔλαβον μέν καί τοῦτο πλήν οὐκ ἠρκέσθησαν, ἀλλ’ εἶπον τῷ γραμματικῷ, ὅν ἔφερον, καί ἔγραψεν ἅπερ ἐκείνοις ἤρεσεν. Ἐπεί δέ εἴδομεν καί ἡμεῖς συμπεραινόμενα τά τοῦ δεκρέτου, ἐπετέθημεν ἐκείνοις περί τῆς ὑποστροφῆς, ἵνα δηλονότι προστεθῇ τό “Καί εἰ οὐ γένηται ἕνωσις, ἐπανασώσωσι τούς ἡμετέρους ἐνταῦθα μετά τῶν αὐτῶν κατέργων καί ἐξόδων”. Οἱ δέ πάλιν λόγοις μέν ἔλεγον τοῦτο, γράψαι δέ οὐκ ἤθελον, μόλις δέ ποτε εἶπον γράψαι καί δοῦναι ἡμῖν δι’ ἰδίου γράμματος· ἡμεῖς δέ οὐκ ἠθελήσαμεν τοῦτο, ἀλλ’ ἐζητήσαμεν γραφῆναι ἐν τῷ δεκρέτῳ· οἱ δέ οὐκ ἠθέλησαν» (ὅπ. ἀν. παρ. 47, σελ. 154).
Ἐδῶ κατανοοῦμε ὅτι, ἄν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων ἦτο συμβιβαστικό, δέν θά ἔθετον θέμα μή πραγματοποιήσεως τῆς ἑνώσεως καί ὡς ἐκ τούτου τῶν κατά συνέπεια ἐπακολουθησάντων προβλημάτων.
Ἀλλά καί οἱ πολιτικοί ἄρχοντες φαίνεται ὅτι πρό τῆς ἀναχωρήσεως εἰς τήν Ἰταλία εἶχον αὐστηρῶς ὀρθόδοξον φρόνημα. Ὁ Συρόπουλος στήν ἴδια αὐτή σύναξι μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα ἀναφέρει σχετικά μέ τόν Κατακουζηνό τά ἑξῆς: «Καί εὐθύς λέγει ὁ Καντακουζηνός μετά σφοδροῦ τοῦ ζήλου πρός τόν Ἰωάννην· Σύ μέν λέγεις ὅτι ἔνθα ἀπεφήνατο ἡ σύνοδος ὑμῶν, ἥτις ἔνι μερική καί οὐδέ ἀξίωμα ἔχει ὡς πρός τάς οἰκουμενικάς Συνόδους, ὅτι οὐδείς ἔχει ἄδειαν προσθεῖναι μίαν κεραίαν· εἰς δέ τό ἅγιον σύμβολον, ὅπερ ἐβεβαίωσαν ἅπασαι αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι καί εἰς ὅ ἀπεφήναντο μήτε προσθεῖναι μήτε ἀφελεῖν, προσεθήκατε. Λοιπόν λέγω καί ἐγώ· Ἀνάθεμα τοῖς προστεθεικόσιν ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ» (ὅπ. ἀν. παρ. 48, σελ. 156).
Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ βασιλεύς, πρίν μεταβῆ στήν Ἰταλία, ὄχι μόνον ἐδείκνυε ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί διέταξε νά γίνουν προπαρασκευαστικές συνάξεις διά νά συζητήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουν μέ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τούς Παπικούς: «Ἐν ὅσῳ δέ οἱ δηλωθέντες πρέσβεις ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον, ὁ βασιλεύς σκοπόν ἔθετο συναθροῖσαι τούς ἐλλογίμους τῶν ἡμετέρων καί σκέψασθαι πόθεν ἄν εἴη ἁρμοδιώτερον ἄρξεσθαι τῶν πρός Λατίνους λόγων καί πῶς μέλλουσι προβαίνειν αἱ διαλέξεις. Ὥρισεν οὖν καί συνήχθησαν ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας οἱ σταυροφόροι, πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος καί ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός· παρῆν δέ καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν μεσαζόντων καί διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου καί τοῦ Κριτοπούλου.  Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· Ἐπεί ἐστείλαμεν πρέσβεις πρός οὕς εἴχομεν χρείαν ὥστε ἐπιδημῆσαι εἰς τήν σύνοδον, καί ἐκδεχόμεθα ἵνα μετ’ ἐκείνων καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν, εἰ ὁ Θεός εὐδοκήσοι, ἴσως μέν ὁ καιρός ἐκεῖνος καί τά πράγματα διδάξουσιν ἡμᾶς ἀκριβέστερον τότε πόθεν ἄν ἀρξώμεθα καί πῶς πρός Λατίνους διαλεξώμεθα· ἀλλ’ ἵνα μή πάντῃ ἀργοί τόν καιρόν ζημιώμεθα, ἔδοξέ μοι καλόν ἵνα καί ἀπό τοῦ νῦν σκεπτώμεθα περί τούτου καί προγυμναζώμεθα εἰς τά περί ὧν ἡ τοιαύτη ἀπαιτεῖ ὕλη. Ἤδη οὖν χάριν τούτου συνήχθητε καί εἰπάτω ἕκαστος τό δοκοῦν αὐτῷ.
»Εἶπεν οὖν πρῶτον ὁ Καντακουζηνός ὁ μεσάζων ὅτι· Ἐμοί δοκεῖ καλόν ἵνα ὁ ταχθησόμενος τούς πρός ἐκείνους ποιεῖσθαι λόγους εἴπῃ ἡμέρως καί φιλικῶς μετά τῆς προσηκούσης κατασκευῆς καί τιμῆς καί οἰκονομίας ὅτι τό αἴτιον τοῦ σχίσματος ἐγένετο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. Διορθωθήτω γοῦν τό περί τούτου, καί οὕτω προχωρήσομεν καί εἰς τούς ἐφεξῆς λόγους.  Εἶπον δέ καί οἱ ἄλλοι οἱ μέν τά αὐτά, οἱ δέ ἕτερα» (ὅπ. ἀν. παρ. 8,  σελ. 168).
 Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, πατέρες, οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων στούς θεολογικούς διαλόγους, οὔτε κατά τό δή λεγόμενο στό «νυχάκι» δέν ὁμοιάζουν μέ τούς τότε ἐμπερίστατους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τελικῶς, πλήν τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐνικήθηκαν κατά κράτος. Αὐτούς λοιπόν, πού εἶχαν τὸ περιγραφέν φρόνημα, πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησι στήν Ἰταλία, τούς ὀνομάζετε Λατινόφρονες. Κι ἂν αὐτοὺς θεωρεῖτε ὡς Λατινόφρονες, τότε τούς σημερινούς ἐκπροσώπους, πῶς θά τούς ὀνομάσετε; Καί πῶς θά ὀνομάσετε τούς Πατριάρχες καί Ἀρχιεπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει των ἀποστέλλουν στούς διαλόγους τέτοιους ἐκπροσώπους; Καί γιατί τέλος πάντων, ἄν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι, δέν ἀρχίζουν τήν συζήτησι ἀπό τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, πού κατά κοινή ὁμολογία εἶναι τό Filioque; Δηλαδή, αἴρουμε τά ἀναθέματα, τούς ἀναγνωρίζομε τά μυστήρια, τούς θεωροῦμε «ἀδελφή ἐκκλησία», συμπροσευχόμεθα κλπ. μαζί των, χωρίς νά ἀρθῆ τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, καί σεῖς, πατέρες τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τούς μνημονεύετε αὐτούς τούς ἀπατεῶνες, ἐνῶ ὀνομάζετε Λατινόφρονες τούς πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες;
Ἐδῶ μᾶλλον πρέπει νά σταματήση ἡ λογική. Πάντως, ἐάν ἔχετε νά παρουσιάσετε στοιχεῖα (ἀπό ὀρθόδοξες βεβαίως πηγές) γιά τήν πίστι τῶν συνεπισκόπων τοῦ ἁγ. Μάρκου, μέ τούς ὁποίους αὐτός εἶχε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, παρακαλῶ νά τό πράξετε γιά νά μᾶς διαφωτίσετε. Ἐγώ, ἀπό αὐτά πού σᾶς παρέθεσα καί ἄλλα παρόμοια πού παρέλειψα, δέν διακρίνω κάτι τό μεμπτό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι. Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, λίγο πρίν τήν ἀναχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Ἰταλία, διότι τότε ἀκριβῶς ἀπεβίωσε ὁ Ἐφέσου Ἰωάσαφ. Δι’ αὐτό καί στό παρατιθέμενο κείμενο ἀναφέρεται ἀπό τόν Συρόπουλο ὡς Ἱερομόναχος.
Δέν πρέπει –προκειμένου νά καταδείξωμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, πρίν τό ταξίδι στήν Ἰταλία, εἶχαν ὀρθόδοξο καί ἀγωνιστικό φρόνημα– νά παραλείψωμε καὶ αὐτήν τήν παρέμβασι τοῦ Σχολαρίου εἰς αὐτήν τήν συζήτησι. Ὁ Σχολάριος ἀπευθυνόμενος στόν αὐτοκράτορα τοῦ λέγει ὅτι, ἄν ἤθελε νά γίνουν ὅλα σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποδείξουν τό ὀρθόδοξο δόγμα. Ἄν ὅμως, ἤθελε νά γίνη μία  κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσις (δηλαδή λόγῳ ἀνάγκης στρατιωτικῆς βοηθείας), τότε δέν ἐχρειάζετο νά γίνη ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλά ἀρκοῦσαν τρεῖς ἤ τέσσαρες πρέσβεις πρός ἐκπλήρωσι τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Συνεφωνήθη τελικά, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, πρός τοῦτο δέ ἄρχισαν νά ἑτοιμάζωνται μελετώντας τόν Καβάσιλα καί συγκεντρώνοντας τά ἀπαραίτητα βιβλία:
«Τότε δή καί ὁ διδάσκαλος ὁ Σχολάριος λόγον ἀνέγνω συμβουλευτικόν, ὅν ἔφθασεν ἤδη ἐκμελετήσας, σοφῶς ἄγαν καί συνετῶς, ὅς καί ἐπῃνέθη παρά πάντων ὡς ἄριστα συγγεγραμμένος καί τά τῆς κρείττονος συμβουλῆς εἰσηγούμενος, ἐν ᾧ  μετά τῶν ἄλλων τῶν πολλῶν τῶν σοφῶν τε καί γενναίων καί καλλίστων ἐπιχειρημάτων, διείληπτο καί τοῦτο τεῖνον  εἰς τόν βασιλέα, ὡς· Εἰ μέν προϋπετέθη τό ἐξετασθῆναι τήν δόξαν κατά τό ἐγχωροῦν ἀκριβέστατα, καί πᾶν ὅπερ ἄν Θεοῦ διδόντος σαφῶς καί ἀριδήλως διά ρητῶν τῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων ἀποδειχθῇ καί ἀβιάστως ἀποφανθῇ συνοδικῶς, στερχθῇ τοῦτο παρά πάντων ἀνενδοιάστως παρ’ ἐκείνων τε καί παρ’ ἡμῶν, καί μηδεμία τις διαφορά καταλειφθῇ, οὕτω χρή καί τήν σύνοδον καλῶς συνελθεῖν καί πρός τήν Ἰταλίαν ἀφικέσθαι καί ἀγωνιστικῶς ἐξετάσαι καί ἀποδεῖξαι περί ὧν ἄν δεήσοι· εἰ δέ πρόκειται πρός οἰκονομίαν τινά χωρῆσαι ἑνωτικήν, περισσόν ἐστι τό καί τήν ἁγίαν βασιλείαν σου καί τόν ἅγιον τόν πατριάρχην καί τούς λοιπούς κόπους καί κινδύνους ὑποστῆναι καί ἐξόδους πλείστας ὑπέρ τούτου ἀναλωθῆναι μηδέν τι τῇ πατρίδι ἤ τῷ κοινῷ συμβαλούμενας· οἰκονομικήν γάρ ἕνωσιν δυνατόν ἐστι γενέσθαι καί διά πρέσβεων τριῶν ἤ τεσσάρων ἐκεῖσε παραγενομένων, καί τοῦτο ἴσως ἔσται καί τῇ πατρίδι λυσιτελέστερον.
»Ἤρεσεν οὖν πᾶσι σχεδόν καί ἡ τοιαύτη συμβουλή ὡς ἀρίστη. Ὅμως δέ μετά πολλούς λόγους τοιούτους ἔδοξε καλόν, ἵνα ἀναγινώσκηται τό βιβλίον τοῦ ἁγίου τοῦ Καβάσιλα, καί ἐξ ἐκείνου ἐκλέξωνται καί σκέπτωνται ἐν οἷς δεῖ. Ἀνεδέξαντο οὖν τόν τοιοῦτον ἀγῶνα ὁ ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ δηλωθείς Σχολάριος, καί συνήρχοντο ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μετά καί ὀλίγων τινῶν ἐκ τῶν προειρημένων καί ἐσκέπτοντο καί ἐγύμναζον τά ζητήματα, καί περί συναγωγῆς βιβλίων ἐφρόντιζον, ὧν τά μή εὑρισκόμενα ἐνθάδε ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὑρεῖν ἤλπιζον. Διό καί ἔστειλαν ἐκεῖσε τόν ἡγούμενον τοῦ Καλέως ἱερομόναχον κῦρ Ἀθανάσιον, ἵνα προσκαλέσηται τούς κρείττονας τῶν ἐκεῖσε, φέρῃ δέ καί βιβλία ὅσα ἐζητοῦντο. Ὁ δέ βιβλίον μέν οὐ διεκόμισεν, ἔφερε δέ μόνον δύο ἱερομονάχους, Μωϋσῆν ἐκ τῆς Λαύρας καί Δωρόθεον ἐκ τοῦ Βατοπεδίου, ὡς δῆθεν τοποτηρητάς πάντων τῶν Ἁγιορειτῶν» (ὅπ. ἀν., σελ. 170).
Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά παραξενευτῆτε, πατέρες, ἄν σᾶς ἀναφέρω ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι κλπ. μέ τούς ὁποίους πρίν τό ταξίδι εἰς τήν Ἰταλία ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά ὁ ἅγ. Μᾶρκος, εἶχαν ὄχι μόνον ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί μαρτυρικό. Διαβᾶστε λοιπόν τί λέγει ὁ Συρόπουλος περί τούτου: «Ἐν ἐκείναις δέ ταῖς ἡμέραις καθημένου τοῦ πατριάρχου καί τά πρός τήν ἀποδημίαν διεξιόντος, παρόντων καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων τινῶν, πρός δέ καί ἡμῶν, καί πάντων δεινήν ἡγουμένων τήν μετά τῶν Λατίνων συνέλευσιν καί συζήτησιν καί δειλιώντων μή καί περί τήν ζωήν αὐτῶν τινες κινδυνεύσωσιν, ὁ πατριάρχης μηδεμίαν ἡμᾶς ἔχειν δειλίαν παρηγγυᾶτο· ἔλεγε γάρ πολύ θάρρος ἔχειν καί πληροφορίαν καί ἀπό γραμμάτων καί ἀπό λόγων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν, ὡς· Ἀπελθόντων ἡμῶν ἐκεῖσε σύν Θεῷ ὑποδέξονται πάντας μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης καί μεγάλως θεραπεύσουσιν ἡμᾶς καί ἕξομεν πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν λέγειν ἅπερ ἄν ἐθέλωμεν, καί ἀποδείξομεν τήν ἡμετέραν δόξαν τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καθαρωτάτην καί λαμπροτάτην, καί ὅσον εἰς τά περί τῆς δόξης διδάσκαλοι ἐκείνων φανήσονται οἱ ἡμέτεροι. Θαρρῶ δέ ὅτι καί πεισθήσονται καί στέρξουσι τήν ἡμετέραν δόξαν καί οὕτως ἑνωθησόμεθα.  Πόσων οὖν ἀγαθῶν καί στεφάνων ἄξιοι ἐσόμεθα, εἰ τοσοῦτον ἀγαθόν δι’ ἡμῶν γένηται, συναιρομένου Θεοῦ;
»Εἰ δέ τό ἡμέτερον οὐ στέρξουσι, πάλιν ὑποστρέψομεν λαμπροί λαμπρῶς Θεοῦ χάριτι κηρύξαντες τήν ἀληθῆ δόξαν καί τήν ἡμῶν κρατύναντες Ἐκκλησίαν καί μηδέν τι τῆς ἀληθείας παρασαλεύσαντες. Εἰ δέ καί πρός βίαν χωρήσουσιν, ἡμεῖς μέν οὐδόλως τῆς πατρίου καί ὑγιοῦς ἡμῶν δόξης ἐκκλινοῦμεν κατά τι, κἄν βασάνους ἡμῖν ἐπαγάγωσιν, ἀλλά πάντ’ ἄν ὑποσταίημεν, ἤ παρασαλεῦσαί τι ὧν παρελάβομεν ἔκ τε τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί ἤ μαρτυρικῶς τελειωθησόμεθα, ἤ μάρτυρες ἐσόμεθα τῇ προαιρέσει· καί τί κρεῖττον ἔσται τοῦ γενέσθαι με ὡς τόν ἅγιον Γεώργιον, ἤ ὡς τόν ἅγιον Δημήτριον; ὁπότερον δ’ ἄν ἐκ τῶν τριῶν γένοιτο, μεγάλην δόξαν καί τιμήν καί σωτηρίαν ψυχικήν ἡμῖν προξενήσει. Διό λέγω ἵνα δῶμεν τήν πρός τό θεῖον ἔργον τοῦτο προαίρεσιν καί προθυμίαν ἡμῶν τῷ Θεῷ καί καταφρονήσωμεν καί κόπων καί κινδύνων ὑπέρ αὐτοῦ, κἀκεῖνος δώσει τήν ἔκβασιν τοῦ πράγματος ἐπί τῷ ἡμετέρῳ συμφέροντι.  Ἀλλ’ ὅμως οἴδατε ὅτι ἐγώ ἤμην ὁ δυσχεραίνων ἀεί πλέον πάντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, καί μηδόλως συντιθέμενος πρός τό ἀφικέσθαι ἐς Ἰταλίαν· νῦν δέ ὁρᾶτε πῶς παρέβλεψα πᾶσαν δυσχέρειαν καί δειλίαν, καί ἐγενόμην  πρόθυμος εἰς αὐτό. Νομίζω οὖν εἶναι καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ» (ὅπ. ἀν. παρ. 25, σελ. 186).
Ἀλλά καί εἰς τήν Φερράρα, κατ’ ἀρχάς, τήν ἴδια στάσι κράτησαν. Ἡ ἀρχική, μάλιστα, παρουσία τῆς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας μέ προεξάρχοντα τόν ἅγιο Μᾶρκο, ἦταν τόσον ὁμόφωνη καί  δυναμική, ὥστε, κατά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Πάριο, οἱ παρευρισκόμενοι ἔγκριτοι Λατῖνοι, ἀλλά καί πολλοί δυτικοί μοναχοί, «”ὅταν ἄκουσαν τούς ὅρους (τῶν Οἰκουμ. Συνόδων) κι αὐτά πού ἔλεγε ὁ Ἐφέσου, ἔλεγαν ὅτι ἐμεῖς οὔτε εἴδαμε, οὔτε ἀκούσαμε ποτέ αὐτά..., καί τώρα βλέπουμε ὅτι οἱ γραικοί τά λένε πιό ὀρθά ἀπό μᾶς κι ὅλοι ἐθαύμαζαν τόν Ἐφέσου”. Αὐτά λέει ὁ Συρόπουλος» (Ἁγ. Ἀθανασίου Πάριου, «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, [Ὁ Ἀντίπαπας], Ἐπιμέλεια Παπαδόπουλος Δημήτριος, ἐκδ. Δ. Π. Νέστωρ, Ἀθήνα, σελ. 79).
Αὐτοί λοιπόν, πατέρες, πού ξεκίνησαν μέ ἀγαθή προαίρεσι, τελικά, λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν καί παθῶν τους, ἔκαναν κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσι. Οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι κλπ. πού ξεκινοῦν νά κάνουν μία ἕνωσι πού νά ἐξυπηρετῆ τίς ἀνάγκες τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἀσφαλῶς θά κάνουν μία ἕνωσι, ἡ ὁποία θά ἐξυπηρετῆ τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
Μετά ἀπό αὐτά τά στοιχεῖα πού σᾶς ἀνέφερα, δέν δύναμαι, πατέρες, νά κατανοήσω, γιατί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἔπρεπε νά ἀποτειχισθῆ πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας, ἐπειδή δῆθεν οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς ἦσαν Λατινόφρονες. Ὄχι μόνον δέν ἦσαν Λατινόφρονες, τουλάχιστον ἐξωτερικά, ἀλλά ἐπεδείκνυον καί αὐστηρῶς ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἀπορῶ λοιπόν, γιά τό πῶς ἐσεῖς τούς ἐβαπτίσατε Λατινόφρονες, ὥστε νά ἀποδείξετε τόν ἅγιο συνοδοιποροῦντα μέ αὐτούς μέχρι τῆς Συνόδου, καί συνεπῶς ἐσεῖς, νά θεωρῆτε τούς ἑαυτούς σας γνησίους ἀκολούθους του.
Ἀλλὰ καὶ τὸ παρακάτω πού γράφετε, πατέρες, εἶναι προφανῶς λάθος: «ὅταν ὁ ἅγιος κατάλαβε ὅτι ὅλοι σχεδόν εἶχαν ἤδη προδώσει τήν πίστη καί ἦταν ἕτοιμοι νά ὑπογράψουν τήν ἐπαίσχυντη ἕνωση, δέν ἀποτειχίστηκε, ὅπως θά ἐνεργοῦσε ὁ π. Εὐθύμιος καί οἱ ὁμόφρονές του, ἀλλά ἐσιώπησε, δηλαδή ἐξακολουθοῦσε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Ἑπομένως εἶναι πέρα γιά πέρα ἐσφαλμένο καί δέν ἔχει κανένα ἔρεισμα τό συμπέρασμα, πού βγάζει, ὅτι δῆθεν “ὁ Ἅγιος ἦτο κατ' οὐσίαν ἀποτειχισμένος ἀπό τήν Φλωρεντία, καθ' ἥν στιγμήν αὐτός ἤθελε νά παραμείνει στά ὅρια τῶν Πατέρων καί οἱ ὑπόλοιποι προτιμοῦσαν τόν συμβιβασμό καί τό βόλεμα”» (σελ. 214). Καὶ εἶναι λάθος, διότι ὁ ἅγιος διεπίστωσε, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου, τήν ἀλλαγή τοῦ φρονήματος τῶν Ἀνατολικῶν καί τήν ταύτησί των μέ τόν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἤθελε πλέον ἀπροκάλυπτα νά ὁδηγήση τούς Ὀρθοδόξους σέ συμβιβαστική ἕνωσι. Ἄρα λοιπόν ἀποστασιοποιήθηκε ἀπό αὐτούς καί παρέμεινε «ἀλγῶν καί σιωπῶν». Πουθενά ἐν συνεχείᾳ δέν ἀναφέρεται ὅτι συλλειτούργησε μαζί των ἤ ἐπετέλεσε κάτι ἱερατικό. Ἁπλῶς παρέμεινε μαζί των, προκειμένου νά ἐπιστρέψη στήν Κων/πολι. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος, ἐπειδή ὁ αὐτοκράτωρ τόν ἐκτιμοῦσε, τόν προστάτευσε, ὥστε νά μήν κακοποιηθῆ ἀπό τούς Παπικούς. Νομίζω ὅτι μέ τά σημερινά μέσα ἐπικοινωνίας καί συγκοινωνίας θά εἶχε ἀποχωρήσει πολύ πρίν τελειώσει ἡ Σύνοδος.
Ἡ ἀποστασιοποίησίς του ἀποδεικνύεται μέ εὐκρίνεια καί ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν ὑπέγραψε τόν Ὅρο, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἄν λοιπόν ἐσεῖς, πατέρες, νομίζετε ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των πρέπει νά τήν ἀποδείξετε. Διότι ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία φαίνεται ἀπό κάποια ἐκκλησιαστική πράξι, μυστήριο κλπ. Ἐδῶ δηλαδή, ἰσχύει τό ρητό τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τό ὁποῖο ἀναφέρει καί ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος: «ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτοις καί τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» (Ἰωσήφ Βρυέννιου, Τά Εὑρεθέντα, Τόμ. Β΄, σελ. 25 καὶ Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή «Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι»). Δηλαδή ἡ κατά τό φρόνημα ἀποτείχισις ἀποτελεῖ τήν θεωρητική πλευρά της, ἐνῶ ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι τήν πρακτική.
Ἐν κατακλεῖδι πρέπει νά ἐπαναλάβωμε ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἀποτειχίσθηκε πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν κριθοῦν καί καταδικασθοῦν οἱ Λατινόφρονες, ὅπως ἀκριβῶς ἐπιβάλλει ὁ ἐν λόγῳ  Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
 (Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ στὴν Ἱ. Μ. Πειραιῶς)






«Έκθεσις του αγιωτάτου μητροπολίτου Εφέσου...» Μάρκου Ευγενικού


Ακτινογραφία των προδοτικών Διαλόγων από τον άγ. ΜΑΡΚΟ ΕΥΓΕΝΙΚΟ

  Παρουσιάζουμε ἕνα σημαντικὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Μάρκου Εγενικο μὲ τίτλο «Ἔκθεσις τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου...». Τὸ κείμενο αὐτὸ
α) ποτελε μι περιγραφή, μι κτινογραφία τς παθολογίας τν θεολογικν Διαλόγων καί, περιγράφοντας σα πραξε διος γιος κα σα παρέλειψαν ν πράξουν ο πίσκοποι πο συμμετεχαν στ Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας, διαζωγραφίζει κπληκτικά, τ σα κατάπτυστα πράττουν σήμερα ο διάφοροι Βαρθολομαοι, Ζηζιούληδες, Σαββτοι, γνάτιοι κ.λπ., ο ποοι εναι συνειδητο προδότες τς Πίστεως μ δίπλωμα Παπικό: γνωρίζουν δηλ. κκλησιαστικ στορία, γνωρίζουν τί πραξαν ο γιοί μας, γνωρίζουν τί πραξε γιος Μρκος Εγενικός (πο ντιμετώπισε ταυτόσημα δίδυμα μ τ σημεριν θέματα τν συγχρόνων νωτικν-ονιτικν Διαλόγων) κι μως πράττουν τ ντίθετα, κενα πο τος παγορεύει ποκαλυπτόμενη ντίχριστη παγκόσμια ξουσία.
β) (Δημοσιεύουμε τ κείμενο ατό) γι ν παύσουν πιτέλους ο νακρίβειες κα ο σέβειες πρς τ πρόσωπο το γίου Μάρκου κα τν λλων πισκόπων πο λαβαν μέρος στν Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας. Μ τ κείμενο δηλ. ατ διαψεύδονται σοι Οκουμενιστς διασπείρουν τς ψευδες πληροφορίες (κρίνοντας π κάποιες φιλόφρονες προσφωνήσεις κατ τν ναρξη τς Συνόδουτι ὅσοι ἔλαβαν μέρος στν Διάλογο μ τος Παπικούς (κα φυσικ γιος Μρκος), ετε χαρίστηκαν στν Πάπα, ετε σαν ξ ρχς φιλενωτικο κα νδοτικο ες τ τς Πίστεως.
Εἶναι, ἀκόμα, καιρὸς ν παύσουν ν παραπληροφορον ο λεγόμενοι κ Πειραις "ντι-Οκουμενιστές" πο τος "συμφέρει" κα θέλουν ν ποδείξουν τι γιος Μρκος πικοινωνοσε κκλησιαστικ μ λατινόφρονες (πως ατο σήμερα μ Οκουμενιστς ρχιερες κα Πατριάρχες) κα ἰσχυρίζονται ὅτι δν εχε ποτειχιστε π ατούς! γιος Μρκος στν παρακάτω "κθεση", τος διαψεύδει. Τ τελευταο πικαλέστηκαν κα ο τς Μητροπόλεως Πειραις, λλ τς θέσεις τους νέτρεψε π. Εθύμιος μ τ κείμενό του πο ναρτήσαμε. ς δονε κα τν νατροπ τν νέντιμων συγγραφν τους κα π τν διο τν γιο Μρκο.
Κα να μεγάλο ρώτημα εναι: Πς γ. Μρκος ντελήφθη μέσωςμετ τς πρτες συζητήσεις μ τος Λατίνουςτι ο Παπικο δν θελαν ν ερουν στν Σύνοδο τς Φερράρας τν λήθεια, κα ο δικοί μας Οκουμενιστς ρχιερες κα θεολόγοι, διαλεγόμενοι μ τος Παπικούς π τόσα χρόνια, δὲν κατάλαβαν τι ο Παπικο τούς (κα μς) μπαίζουν, τι προσθέτουν νέες αρέσεις π αρέσεων, τι οδόλως νδιαφέρονται γι τν λήθεια (παρ διατηρον τος Διαλόγους γι ν τν στραγγαλίσουν λοκληρωτικά) κα τι πώτερος σκοπός τους, (πως π γίου Μάρκου), δν εναι ερεση της λήθειας, λλ πιθυμία τους ν μς ποτάξουν;
     Ες τό τέλος ατς τς κθέσεως γιος γνωστοποιε πίσημα τν πομάκρυνσή τουποτείχιση π τος Οκουμενιστς τς ποχς του μ τά ξς:
 
κ θ ε σ ι ς 

το γιωτάτου μητροπολίτου φέσου, τίνι τρόπ δέξατο

τό τς ρχιερωσύνης ξίωμα καί δήλωσις τς Συνόδου 

τς ν Φλωρεντί γενομένης».
Ὁ ἅγ. Μ. ἀρχίζει τὴν “Ἔκθεση” δηλώνοντας ὅτι, παρότι ἀσθενής, μετέβη στὴν Φερράρα ὑπακούοντας
στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ δώσει τὴν εὐλογημένη ἐπούλωση τοῦ τραύματος μεταξὺ Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν. Ἀλλὰ εὐθὺς ἐξαρχῆς σημειώνει, ἀντελήφθη ὅτι οἱ Λατῖνοι ἔδειξαν τὴν κακή τους πρόθεση.
«Ἐγὼ διὰ τὴν ἐπιταγὴ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐπηκολούθησα τῷ οἰκουμενικῷ πατριάρχῃ πρὸς τὴν ἐν Ἰταλίᾳ σύνοδον, μήτε τὴν ἐμαυτοῦ ἀσθένειαν ὑπολογισάμενος, μήτε τὸ τοῦ προκειμένου πράγματος ἐργῶδές τε καὶ ὑπέρογκον, ἀλλ’ ἐλπίσας ἐπὶ Θεῷ, ὡς ἅπαντα ἡμῖν ἕξει καλῶς καί τι κατορθώσομεν μέγα καὶ τῶν ἡμετέρων πόνων καὶ ἐλπίδων ἄξιον. Ἐπεὶ δ’ ἐνταῦθα γενόμενοι, τῶν Λατίνων εὐθὺς ἐπειράθημεν ἄλλως ἡμῖν προσενεχθέντων ἢ ὡς ἠλπίζομεν, εὐθὺς μὲν ἀπογνῶναι τοῦ τέλους συνέπεσε, καί τις ἡμῶν εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον».
 (Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σ. 304-308).
Συνεχίζει ἅγιος Μᾶρκος: Καὶ ἀφοῦ μὲ προέτρεψαν, ὁμίλησα πρῶτος καὶ ἐπεσήμανα τὴν αἰτίαν τῆς διαιρέσεως καὶ τὴν ὑπεροψίαν τῶν Λατίνων· αὐτοὶ ὅμως ἀπέκρουαν τὶς αἰτιάσεις, δικαιολογώντας τὰ λάθη τους, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν. Τοὺς ἀπέδειξα ὅτι ἀπαγορεύεται ἀπὸ Οἰκουμ. Συνόδους προσθήκη ἔστω καὶ μιᾶς λέξεως στὸ Σύμβολο (ὅπως τοῦ filioque), ἀκόμα καὶ μιᾶς συλλαβῆς. Γιὰ ἐκείνους δὲ ποὺ θὰ τολμήσουν νὰ προσθέσουν κάτι, ἂν εἶναι ἱερωμένους, οἱ Πατέρες «ἐκφωνοῦσι φρικώδεις» κατάρες, καὶ θεωροῦν ὅτι εἶναι ἀνίεροι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ διαπράξουν αὐτὸ τὸ τόλμημα, καὶ «ἀλλότριοι (=ξένοι) τῆς χάριτος»· δὲ λαϊκὸς «ὑπόκειται ἀναθέματι»· τοῦτο δὲ εἶναι χωρισμός ἀπὸ τὸν Θεό.
Καὶ δὴ προτραπεὶς ἐγὼ τῆς ὑποθέσεως ἄρξασθαι, πρῶτα μὲν ἐν τοῖς προοιμίοις ἐσπούδασα τὴν αἰτίαν αὐτοῖς ἀνάψαι τῆς διαιρέσεως καὶ τὸ ἄφιλον ἐγκαλέσαι καὶ ὑπεροπτικόν, ἐκείνων ἀπολογουμένων τε καὶ ἀντεγκαλούντων ἡμῖν καὶ ἑαυτοὺς δικαιούντων, ὅπερ εἰώθασιν.
Ἔπειτα κατὰ τὰς ἐφεξῆς συνελεύσεις προχειρισάμενος τὰς πράξεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἀνέγνων ἐξ αὐτῶν τοὺς ὅρους, ἐν οἷς ἀπαγορεύουσιν οἱ θεῖοι πατέρες ἐκεῖνοι τὴν ἐναλλαγὴν τοῦ συμβόλου μέχρι λέξεώς τε καὶ συλλαβῆς καὶ φρικώδεις ἀρὰς ἐκφωνοῦσι κατὰ τῶν ταύτην ποτὲ τολμησόντων, ὥστε τοὺς ἐπισκόπους μὲν καὶ τοὺς κληρικοὺς ἀνιέρους εἶναι τὸ ἀπὸ τοῦδε καὶ τῆς δεδομένης αὐτῆς χάριτος ἀλλοτρίους, τοὺς δὲ λαϊκοὺς ὑποκεῖσθαι τῷ ἀναθέματι, τοῦτό δέ ἐστιν ἀπὸ Θεοῦ χωρισμός.
Ὅταν καταλάβαμε ὅτι οἱ Λατῖνοι δὲν ἐνδιαφέροντο γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἀλήθειας, παύσαμε νὰ ἀντιπαραθέτουμε πρὸς τὶς πλάνες τους τὶς ὀρθόδοξες θέσεις, καὶ τοὺς παρακαλούσαμε νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία· λλὰ σὰ νὰ μιλούσαμε σὲ ντουβάρια. Οἱ Λατῖνοι, δηλ, δυσανασχετοῦσαν μὲν ἐλεγχόμενοι, ἀλλὰ ἔμεναν ἀδιόρθωτοι καὶ μᾶς παρακινοῦσαν νὰ παρακάμψουμε τὸ θέμα τοῦ filioque καὶ νὰ συζητήσουμε τὰ ἄλλα δογματικὰ θέματα, νομίζοντες ὅτι, μὲ ἑπόμενες θεολογικές τους διαλέξεις, θὰ ἔκαναν νὰ ξεχαστεῖ τὸ θέμα τῆς προσθήκης τοῦ filioque στὸ Σύμβολο. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ Ἀνατολικοὶ (Πατριάρχης, Ἐπίσκοποι, συνοδοί) ἐπέμεναν νὰ συζητηθεῖ ὁπωσδήποτε κατὰ πρῶτον προσθήκη τοῦ filioque.
Ὡς δὲ ἑωρῶμεν τοὺς Λατίνους σαφῶς ἤδη παραγυμνώσαντας ἐν ταῖς πρὸς ἡμᾶς διαλέξεσιν, ὡς οὐ πρὸς ἀλήθειαν αὐτοῖς σκοπὸς οὐδὲ τὸ ταύτην εὑρεθῆναι διὰ σπουδῆς τίθενται, μόνον δέ γε τὸ δόξαι τι λέγειν καὶ τὰς ἀκοὰς τῶν οἰκείων προκατασχεῖν, τοὐντεῦθεν ἤδη τοῦ λέγειν παυσάμενοι, παρεκαλοῦμεν αὐτοὺς ἐπανελθεῖν πρὸς τὴν καλὴν συμφωνίαν ἐκείνην, ἣν εἴχομεν πρότερον. Ταῦτα λέγοντες, κενὴν ἐῴκημεν ψάλλειν, λίθον ἕψειν, κατὰ πετρῶν σπείρειν, καθὑγρῶν γράφειν, ὅσα ἄλλα ἐπὶ τοῖς ἀδυνάτοις αἱ παροιμίαι φασίν· ἐκεῖνοι μὲν τοῖς μὲν ἐλέγχοις στενοχωρούμενοι, διόρθωσιν δὲ οὐδαμῶς οὐδεμίαν παραδεχόμενοι διὰ τὸ ἀνιάτως ἔχει ὡς ἔοικε, παρεκάλουν ἡμᾶς ἐπὶ τὴν ἐξέτασιν μεταβῆναι τοῦ δόγματος, ὡς ἱκανῶν ἤδη ῥηθέντων τῶν ἐπὶ τῇ προσθήκῃ λόγων, οἰόμενοι διἐκείνων τῶν λόγων ἐπισκιάσειν τὸ τοῦ συμβόλου τόλμημα, τῆς δόξης ὑγιοῦς δεικνυμένης. Ἀλλοἱ ἡμέτεροι οὐν ἠνείχοντο καὶ ἀμεταθέτως εἶχον πρὸς τὴν τῆς δόξης ἐξέτασιν, εἰ μὴ διορθωθείη πρότερον προσθήκη.
 
Ὅταν μεταφέρθηκε Σύνοδος στὴν Φλωρεντία ἀρχίσαμε νὰ συζητᾶμε τὰ θεολογικὰ θέματα καὶ οἱ Λατῖνοι παρουσίαζαν στὴ συζήτηση νοθευμένα καὶ ἀλλοιωμένα κείμενα καὶ πάνω σαὐτὰ στήριζαν τὶς κακοδοξίες τους. Τότε καὶ πάλι ἐγώ ἐνεπλάκην στὴ συζήτηση, ἀποδεικνύοντας ὅτι παραθέτουν νοθευμένα κείμενα ὡς Πατερικά, ἀλλὰ οἱ Λατῖνοι ἦσαν ἀμετάπιστοι κι ἔτσι χάναμε συζητώντας μαζί τουςτὸν καιρό μας. Γι’ αὐτὸ καὶ σταμάτησα τὶς ὁμιλίες βεβαιώνοντάς τους πὼς δὲν θὰ συμμετέχω στὴ Σύνοδο ἢ θὰ μετέχω σιωπῶν. Ἀλλὰ οἱ Λατῖνοι ἐπίεζαν τοὺς δικούς μας να συνεχίσουν τὶς συζητήσεις. Ὅλες αὐτὲς οἱ πιέσεις, ἔκαναν τοὺς δικούς μας νὰ καμφθοῦν, νχάσουν τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ τὸ θάρρος ποὺ εἶχαν, ἐπηρεαζόμενοι καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν τὴν ἕνωση, καὶ γιατὶ ἐπίσης ἐφοβοῦντο τὶς περαιτέρω διαμάχες. Οἱ Λατῖνοι, λοιπόν, τὴν σιωπήν μας ἐκλαμβάνοντες ὡς ὑποχώρηση καὶ ἀδυναμία, μᾶς προκαλοῦσαν πρὸς συζήτηση καί, καθὼς ἐμεῖς ἀποφεύγαμε νὰ ἐμπλακοῦμε σὲ μιὰ νέα συζήτηση, θριαμβολογοῦσαν ὡς νικηταί, ὡς ἔχοντες αὐτοὶ τὴν ἀλήθεια.
Ἔνθα (εἰς Φλωρεντίαν ἀπὸ τῆς Φερράρας) γενόμενοι, τῶν ἀπὸ τῆς δόξης διαλέξεων ἀπηρξάμεθα, τῶν Λατίνων προσενεγκόντων ῥητά, τὰ μὲν ἐξ ἀποκρύφων τινῶν καὶ ἀγνώστων βιβλίων, τὰ δὲ ἐκ νενοθευμένων καὶ διεφθαρμένων, ἐν οἷς ἰσχυρίζοντο τὴν ἑαυτῶν δόξαν συνίστασθαι. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ἐγὼ συμπλεκόμενος καὶ τὸ τῆς δόξης ἄτοπον διελέγχων καὶ νενοθευμένας εἶναι τὰ βίβλους προφανῶς παριστῶν, οὐδὲν ἤνυον εἰς πειθώ, πλὴν ὅσον τὸν καιρὸν ἀναλίσκειν εἰκῇ καὶ μάτην.
Ἐπὶ τούτοις κατέλυσα τὰς πρὸς αὐτοὺς ὁμιλίας, μηκέτι συνελεύσασθαι μεταὐτῶν, γοῦν αὐτὸς σιωπήσειν βεβαιωσάμενος. Ἀλλἐκεῖνοι προσεκαλοῦντο τοὺς ἡμετέρους ἑκόντας ἄκοντας εἰς τὴν τῶν εἰρημένων ἀντίρρησιν. Ἐπεὶ δἐμοῦ σεσιωπηκότος, οὐδεὶς ἔτι τῶν ἡμετέρων πρὸς αὐτοὺς ἐθάρρησεν ἀντιτάξασθαι, τοῦτο μὲν τῶν ἀρχόντων οὕτω δέον εἶναι κρινόντων, τοῦτο δὲ καὶ ὀκνοῦντες ἅπαντες τὸν ἀγῶνα καὶ μὴ εἰς ἔριδας καὶ ταραχὰς ἐκπέσωσι δεδιότες, ἐκεῖνοι τὴν ἡμετέραν σιωπὴν ὥς ἕρμαιον λογισάμενοι, καθάπερ τινὰς φυγάδας προεκαλοῦντο πρὸς μάχην, καὶ μηδαμῶς ὑπακουόντων ἡμῶν, ἐπεκρότουν ὡς νικηταὶ καὶ τὴν ἀλήθειαν μεθἑαυτῶν ἔχοντες.
Σαὐτὸ τὸ χρονικὸ σημεῖο ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν οἱ δικοί μας (Ὀρθόδοξοι σύνεδροι), νὰ διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ νὰ μιλοῦν περὶ Οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως. Κάποιος μάλιστα δικός μας ἐπεχείρησε νὰ μᾶς πείσει ὅτι καλὸ εἶναι νὰ εἰρηνεύσουμε μὲ τοὺς Λατίνους καὶ νὰ τὰ βροῦμε, γιὰ νὰ ἀποδείξουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι συμφωνοῦν μεταξύ τους, καὶ νὰ δίδεται ἐντύπωση ὅτι διαφωνοῦν οἱ Δυτικοὶ μὲ τοὺς Ἀνατολικούς. Καὶ ἄρχισε νὰ λέγει ὅτι κάποιος ὀρθόδοξος διδάσκαλος θεολογεῖ ὅτι τὸ «διὰ» (τοῦ Υἱοῦ) ἔχει τὴν ἴδια σημασία μὲ τὸ «ἐκ» (τοῦ Υἱοῦ -ὡς πρὸς τὸ filioque). Ἔτσι λίγο-λίγο λατινικὴ κακοδοξία ἐπεκτεινόταν καὶ ἐπιβαλλόταν, καὶ πλέον ἔπαυσε συζήτηση νὰ ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, καὶ μετετράπει σὲ μιὰ (ἐμπορική) διαπραγμάτευση γιὰ τὴν Ἕνωση· πρὸς τοῦτο καὶ ἔψαχναν νὰ βροῦν τὴν κατάλληλη φόρμουλα, ἀναζητοῦσαν τὰ ρητὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ μποροῦσε κάθε πλευρὰ νὰ τὰ ἐξηγεῖ μὲ τὸ δικό της τρόπο, ἀσχέτως ἂν ἔρχονταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Πίστη, ἀρκεῖ νὰ ἔφταναν στὴν Ἕνωση. Αὐτὴ μέθοδος τοὺς φάνηκε πὼς ἐξυπηρετοῦσε θαυμάσια τὸ σκοπό τους, ἀφοῦ θὰ τὸ ἀποδέχονταν εἴκολα καὶ ἀνεξέταστα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ.
Ἐντεῦθεν ἀρχὴν λαμβάνει τὰ τῆς οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως ρήματα, καί τις τῶν ἡμετέρων ἐπεχείρησε λέγειν ὡς καλόν ἐστι τὴν εἰρήνην ἀσπάσασθαι, καὶ τοὺς Ἁγίους συμφώνους ἀποδεῖξαι πρὸς ἑαυτούς, ἵνα μὴ δοκῶσιν οἱ δυτικοὶ τοῖς Ἀνατολικοῖς ἀντιφθέγγεσθαι· ἤδη δὲ καὶ περὶ τῆς διά, φιλοσοφεῖν τις ἤρξατο([99]), παρὰ τοῖς ἡμετέροις διδασκάλοις εὑρισκομένης, ὡς ταὐτὸν τῇ ἐκ δυναμένης καὶ τὴν αἰτίαν τοῦ Πνεύματος τῷ Υἱῷ διδούσης. Οὕτω κατὰ μικρὸν ὁ λατινισμὸς ἐξερράγη, καὶ περὶ τοῦ τρόπου τῆς ἑνώσεως ἤρξαντο πραγματεύεσθαι, καί τινα ρητὰ περιεργάζεσθαι, δι᾿ ὧν ἑνωθήσονται, μέσην ἐπέχοντα χώραν καὶ δυνάμενα κατ᾿ ἀμφοτέρας τὰς χώρας λαμβάνεσθαι, καθάπερ τις κόθορνος. Τοῦτο γὰρ αὐτοῖς πρὸς τὴν ἐπίνοιαν ἔδοξε σφόδρα συμβάλλεσθαι, τῶν τε ἡμετέρων δι᾿ αὐτῶν ρᾷον προσαγομένων, καὶ τῶν ἐναντίων ἐλπιζομένων ἀνεξετάστως αὐτὰ παραδέξασθαι.
Καὶ συνέθεσαν Ἔγγραφο, ποὺ περιεῖχε τὶς παραπάνω περίπου συμβιβαστικὲς θέσεις, στὸ ὁποῖο ὅμως παρετίθεντο ξεκάθαρα οἱ θέσεις τους, στοχεύοντας μὲ βάση αὐτὸ νὰ γίνει ἡ Ἕνωση· ὅμως τοῦτο δὲν ἐδέχτηκαν νὰ τὸ υἱοθετήσουν ἀνεξετάστως οἱ ὑπόλοιποι, ἀλλὰ τοὺς καλοῦσαν νὰ ἀναλύσουν καὶ ἐξηγήσουν τὶς διαφορὲς ποὺ περιείχοντο στὸ Ἔγγραφο. Ἐκεῖνοι ἔστειλαν ἕνα ἔγγραφο, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποδέχονταν τὸ filioque.
Καὶ δή τι συντεσθέντες γραμμάτιον, τοιαῦτά τινα περιέχον, τὴν ἐκείνων δὲ δόξαν ὅμως καθαρῶς ἐκτιθέμενον, ἐξαπέστειλον αὐτοῖς, ὡς διὰ τούτων τὴν ἕνωσιν ποιησόμενοι· τοῖς δὲ οὐκ ἀνεκτὸν ἐδόκει τὸ γραμμάτιον δέξασθαι χωρὶς ἐξετάσεως, ἀλλ᾿ ἢ πρὸς ἀπολογίαν αὐτοὺς προκαλοῦντο καὶ λύσεις τῶν ἀμφισβητουμένων φωνῶν ἐν τῷ γράμματι, ἢ τὸ οἰκεῖον δέξασθαι παρηγγύων, ὅπερ αὐτοὶ φθάσαντες ἐξαπέστειλον· ἦν δὲ ἐκεῖνο συμφώνησις παντελὴς περὶ τὸ δόγμα τῶν Λατίνων τε καὶ Γραικῶν, καὶ ὁμολογία τοῦ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο χρονοτρίβησαν πολύ, καὶ οἱ δικοί μας ἀγανακτοῦσαν γιὰ τὴν παράταση τῶν συζητήσεων καὶ τὴν πεῖνα, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι γιὰ νὰ τοὺς ἐξαναγκάσουν νὰ ὑπογράψουν, δὲν τοὺς ἔδιναν τρόφιμα... Τελικά, αὐτοὶ οἱ δυσσεβεῖς καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολούθησαν ἀφοῦ πείστηκαν στὶς ὑποσχέσεις τους, ξεκάθαρα ὁμολόγησαν ὅτι δέχονται πὼς ὁ Υἱὸς εἶναι αἴτιος τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ τὸ ἀποδέχτηκε καὶ ὁ Πατριάρχης, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς προηγουμένως ἐπείσθη καὶ ὑποχώρησε ὁ ταλαίπωρος...
Τρίβεται δὲ πολὺς ἐπὶ τούτοις χρόνος, καὶ οἱ ἡμέτεροι τὴν ἀναβολὴν ἐδυσχέραινον καὶ πρὸς τὸν λιμὸν ἠγανάκτουν· καὶ γὰρ δὴ καὶ τοῦτο αὐτοῖς ἐπενοήθη, μηδενὶ διδόναι τῶν συγκειμένων ἀναλωμάτων, ἵν ἀναγκασθέντες ἐκ τούτου κατὰ μικρὸν ὑποκύψωσιν... Ἀλλ᾿ οἱ τολμηροὶ τὴν δυσσέβειαν, καὶ ὅσοι τούτοις παρηκολούθησαν, ἐπαγγελίαις λαμπραῖς ὑπαχθέντες καὶ δόμασι, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ τὸν Υἱὸν ἀπεφήναντο τοῦ Πνεύματος αἴτιον, ὃ μηδ᾿ ἐν τοῖς τῶν Λατίνων ρητοῖς εὕρηταί που φανερῶς κείμενον. Τούτοις δὲ καὶ ὁ Πατριάρχης ἐπεψηφίσατο, προδιεφθαρμένος ἤδη καὶ αὐτὸς τάλας...
Ἐγὼ δέ, ἐπειδὴ εἶχα διατυπώσει τὴν γνώμη μου μὲ γραπτὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ταυτόχρονα ἀποτελοῦσε καὶ ὁμολογία Πίστεως, ὅταν εἶδα ὅτι οἱ δικοί μας εἶχαν συμβιβασθεῖ καὶ ἀποφασίσει τὴν Ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους, καὶ ἔτσι, αὐτοὶ ποὺ λίγο πρὶν ἦσαν σύμμαχοί μου στὴν ὑποστήριξη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τώρα –μὴ ὑπολογίζοντες τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων– ἔγιναν σύμμαχοι τῶν Λατίνων, ἔκρυψα τὴν γραπτὴ αὐτὴ Ὁμολογία (ποὺ εἶχα ἑτοιμάσει) γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐρεθίσω περισσότερο, καὶ κατέθεσα ἐκφώνως τὴν γνώμη μου, ὅτι δὲν μποροῦμε διαφορετικὰ νὰ συμφωνήσουμε Δυτικοὶ καὶ Ἀνατολικοί, παρὰ μόνο βασιζόμενοι στὴν ἐξήγηση ποὺ ἔδωσε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής... Καὶ αὐτοὶ μὲν ἔκαναν τὸ δικό τους καὶ συμβιβάστηκαν ὡς πρὸς τὸ filioque, προχώρησαν δὲ καὶ στὰ ὑπόλοιπα πρὸς ὑλοποίηση τῆς Ἑνώσεως μὲ τοὺς Λατίνους.

Ἔκτοτε, ἀφοῦ χωρίστηκα ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἀνατολικούς (ἀποτειχίστηκα), παραμένω ἐν ἑαυτ, γιὰ νὰ μπορῶ ἔτσι νὰ συνεχίσω νὰ εἶμαι ἑνωμένος μὲ τοὺς Ἁγίους μου Πατέρες καὶ διδασκάλους (ἀφοῦ, ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς Ἁγίους). Καὶ φανερώνω σὲ ὅλους τὴν ἀπόφασή μου αὐτὴ (τῆς ἀποτείχισης) μὲ τούτη τὴν Ἔκθεση, γιὰ νὰ μπορεῖ –ὅποιος θέλει– νὰ ἐξετάζει, γιὰ ποιό λόγο δὲν ἀποδέχτηκα τὴν Ἕνωση ποὺ ἔγινε. Δὲν τὴν ἀποδέχτηκα, ἐπειδὴ ἡ Ἕνωση στηρίχτηκε, ὄχι στὰ ὑγιῆ Ὀρθόδοξα δόγματα, ἀλλὰ στὰ κακόδοξα καὶ διεστραμμένα.
Ἐγὼ δὲ τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην ἅμα καὶ ὁμολογίαν τῆς πίστεως συγγεγραμμένην ἔχων (οὕτω γάρ που διείρητο πρότερον, ἐγγράφως ἐπιδοῦναι τὴν ἑαυτοῦ γνώμην ἕκαστον), ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐκθύμως ἤδη πρὸς τὴν ἕνωσιν ὡρμημένους, καὶ τοὺς ἐμοὶ συνεστῶτας πρότερον, ἄρτι συμπεπτωκότας ἐκείνοις, ἐγγράφων δὲ οὐδὲ μεμνημένους, πέσχον καὶ αὐτὸς τὴν γραφήν, ἵνα μὴ πρὸς ὀργὴν αὐτοὺς ἐρεθίσας εἰς προὖπτον ἤδη τὸν κίνδυνον ἐμαυτὸν ἐμβάλω· διὰ στόματος μέν τοι τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην ἐδήλωσα, μὴ ἂν ἄλλως δύνασθαι τὰ ρητὰ τῶν δυτικῶν καὶ νατολικῶν συμφωνῆσαι Πατέρων, εἰμὴ κατὰ τὴν ἐξήγησιν τῆς ἐπιστολῆς τοῦ σεπτοῦ Μαξίμου, τὸν Υἱὸν μὴ φαίημεν αἴτιον τοῦ ἁγίου Πνεύματος, προσεπισημηνάμενος ἅμα καὶ περὶ τῆς προσθήκης ὡς οὐδὲ ταύτην συγχωρῶ τοῖς Λατίνοις, ἅτε μὴ καλῶς οὐδ᾿ εὐλόγως κατὰ τοὺς εἰρημένους λόγους γεγενημένην. Ἐντεῦθεν οἱ μὲν τὸ ἑαυτῶν ἔπραξαν, καὶ πρὸς τὴν συνθήκην ὅρου καὶ τὰ λοιπὰ τῆς ἑνώσεως ἔβλεψαν· γὼ δὲ χωρισθεὶς αὐτῶν ἔκτοτε καὶ ἐμαυτῷ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καὶ διδασκάλοις διατελῶ συνημμένος, πᾶσι καταφανῆ ποιῶ τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην διὰ τῆσδε μου τῆς γραφῆς, ὡς ἂν ἐξῇ δοκιμάζειν τῷ βουλομένῳ, πότερον ὑγιέσι δόγμασι χαίρων, διεστραμμένοις τισὶ τὴν γεγενημένην ἕνωσιν οὐ παρεδεξάμην».
 
(σ.σ. Καὶ ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται, ἀλλὰ μεταξὺ Οἰκουμενιστῶν καὶ ἀντι-Οἰκουμενιστῶν πλέον, οἱ ὁποῖοι ἔχασαν τὴν ἀγωνιστικότητά τους καὶ συμβιβάστηκαν. Θυμηθεῖτε τὸν παλμὸ ποὺ εἶχαν, ὅταν ξεκίνησε ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν τὸν Πάπα στὴν Ἀθήνα. Πάει αὐτός· τὸν κατέσβεσαν- Καπνούρα ἀντὶ γιὰ φωτιά, παρόλο ποὺ τώρα συμβαίνουν τὰ τρισχειρότερα. Τότε Ἁγιορεῖτες καὶ Συναξιακοὶ ἀπειλοῦσαν μὲ Διακοπὴ Μνημοσύνου. Τώρα κατηγοροῦν, ὅσους ἀκολούθησαν τὴν πρωτινὸ ἀγωνιστικό τους παλμὸ καὶ ἀποτειχίστηκαν -ὅπως καὶ ὁ γράφων- καὶ τοὺς θεωροῦν ὡς ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Καὶ κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς συνεπισκόπους τους Οἰκουμενιστές, τοὺς ὁποίους ταυτόχρονα τοὺς καταγγέλλουν ὅτι ἤδη ἔχουν κάνει τὴν Ἕνωση στὰ ὑψηλὰ κλιμάκια, συνεχίζουν δὲ ἀμετανόητα νὰ πρεσβεύουν τὶς αἱρετικὲς ἰδέες τους περὶ βαπτισματικὴς Ἐκκλησίας, περὶ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὅσες ἄλλες παρόμοιες).
Σημάτης Παναγιώτης 

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος27/10/17, 6:50 μ.μ.

    Σύμφωνα λοιπόν με το παράδειγμα του αγίου Μάρκου Ευγενικού, εφόσον γίνει ένωση με εκτός Εκκλησίας αιρετικούς, διακόπτουμε άμεσα την εκκλησιαστική κοινωνία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.