«Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο
καί τά ἐπί τούτοις ὁρισθέντα
παρά τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου
Θεολογική καί Κανονική Θεώρηση»


ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου
Στό 8ο Διεθνές Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας μέ θέμα:
«Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας:
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία στόν 21ο αἰῶνα».
Θεσσαλονίκη 21-25 Μαΐου 2018 

   Εἶναι γνωστό ὅτι, μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, διαπιστώθηκε ἕνα φαινόμενο ἄκρως ἀνησυχητικό. Κάποιοι ἀδελφοί μας κληρικοί, κινούμενοι ὄχι «χάριτι θείᾳ» ἀλλά «ἀνθρωπίνῃ σπουδῇ», ἔσπευσαν νά διακόψουν τήν κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπό τους. Ἐπιθυμώντας, μάλιστα, νά καλύψουν καί ἱεροκανονικῶς τήν ἀντικανονική τους αὐτή ἐνέργεια, ἐπικαλέστηκαν τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
    Τό πολυσυζητημένο καί πολυχρησιμοποιημένο κείμενο τοῦ Κανόνα, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἀπολύτως παρερμηνευμένο καί ἀποκομμένο ἀπό τό γενικότερο ἦθος καί πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, ἑρμηνευτικά χωρίζεται σέ τρία μέρη. Τό πρῶτο μέρος σημειώνει τά ἑξῆς: «Τά ὁρισθέντα ἐπί πρεσβυτέρων καί ἐπισκόπων καί μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καί ἐπί πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκο­πος ἤ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πα­τριάρχην κοινωνίας καί μή ἀναφέρειν τό ὄνομα αὐτοῦ, κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ὥρισται καί ἐσφράγισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων»[1].
    Στό κομμάτι αὐτό τοῦ κειμένου ὑπάρχουν κάποια σημαντικά στοιχεῖα τά ὁποῖα πρέπει νά προσέξουμε. Κατ᾽ ἀρχάς, ὁ κληρικός πού ἀποκόπτει τήν κοινωνία του μέ τόν Πατριάρχη τιμωρεῖται μέ τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως, ὄχι ἐξ αἰτίας αὐτῆς καθεαυτήν τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, πού ἀποτελεῖ τήν τελευταία πράξη ἑνός τραγικοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δράματος καί πού ἐκφράζει τήν πνευματική ἀνεπάρκεια τοῦ πράττοντος, ἀλλά γιά δύο ἄλλους κυρίαρχους ἐκκλησιαστικούς καί δογματικούς λόγους:
   Πρῶτον, διότι ὁ κληρικός δέν ἐμπιστεύεται τή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ προτρέχει νά καταδικάσει τόν Πατριάρχη «πρό ἐμφανείας συνοδικῆς». Τό γεγονός αὐτό δηλώνει ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἔχει ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του καί τῶν ὁρίων του καί γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει τήν κρίση τοῦ Ἐπισκόπου ἀνενδοίαστα, κάτι ὅμως πού δέν ἐμπίπτει στίς δικές του ἱερατικές ἁρμοδιότητες.
    Καί, δεύτερον, διότι ἡ πράξη του αὐτή κλονίζει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ οἱ διακόπτοντες τήν κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο δημιουργοῦν σχίσμα. 
    Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ Κανόνας: «τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πα­τριάρχην κοινωνίας…. καί πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει», ἐνῶ ἡ ἀμέσως ἐπόμενη πρόταση κάνει λόγο «περί τῶν (κληρικῶν τῶν) προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων».

    Ἐξάλλου θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει ἔντονα καί ἡ χρήση τοῦ ρήματος «τολμῶ», πού ἀναφέρεται σ᾽ αὐτούς πού προβαίνουν στήν παύση τοῦ μνημοσύνου καί τῆς κοινωνίας. Σημειώνει ὁ Ἱερός Κανόνας: «τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πα­τριάρχην κοινωνίας». Τό ἴδιο ρῆμα χρησιμοποιεῖται καί ἀπό τόν 13ο Κανόνα τῆς ἴδιας Συνόδου: «εἴ τις πρεσβύτερος ἤ διάκονος… ἀποστῆναι τολμήσοι τῆς αὐτοῦ (ἐννοεῖ τοῦ Ἐπισκόπου) κοινωνίας…», ἐνῶ, ὡς γνωστόν, εἶχε χρησιμοποιηθεῖ καί παλαιότερα ἀπό τούς Πατέρες τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στόν 8ο Κανόνα, γιά νά τονιστεῖ ὅτι «οἱ τολμῶντες ἀνατρέπειν τήν τοιαύτην διατύπωσιν (ἐννοεῖ τῆς ὑπακοῆς τῶν Πρεσβυτέρων πρός τούς Ἐπισκόπους)… ἔστωσαν ἀκοινώνητοι». Ἡ χρήση, λοιπόν, τοῦ ρήματος «τολμῶ» καί ὄχι ἄλλων ρημάτων μέ λιγότερο βαρύνουσα καί ἐπιτακτική σημασία, ὅπως γιά παράδειγμα «ἐπιχειρῶ» ἤ «προσπαθῶ», γίνεται γιά νά ἀποδοκιμαστεῖ «τό θράσος καί ἡ ἀναίδεια» τῶν κληρικῶν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι, διακόπτοντας τήν κοινωνία τους μέ τόν Πρῶτο, διαπράττουν μία πράξη μέ τεράστιες ἐκκλησιολογικές συνέπειες.
   Στήν ἱεροκανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἐπευλογοῦνται τέτοιες συμπεριφορές. Ὑπάρχουν μάλιστα, πέρα ἀπό τόν 15ο Κανόνα πού σχολιάζουμε, περισσότεροι ἀπό 35 ἄλλοι Ἱεροί Κανόνες[2] πού ἀπαγορεύουν τή διακοπή κοιωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο ἤ ἀναφέρονται σέ θέματα σχέσεως κληρικοῦ μέ τόν Πρῶτο του. Οἱ Κανόνες αὐτοί χρησιμοποιοῦν αὐστηρότατους χαρακτηρισμούς, προκειμένου νά ἐκφράσουν τήν ἀπέχθεια καί ἀποστροφή τους πρός τέτοιες ἀποσχιστικές τάσεις καί ἐνέργειες. Ὑπενθυμίζουμε ἐνδεικτικά ὅτι ὁ 31ος Κανόνας τῶν Ἀποστόλων χαρακτηρίζει τούς κληρικούς πού καταφρονοῦν τόν Ἐπίσκοπό τους ὡς φίλαρχους καί τυράννους: «εἴ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου…. καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος. τύραννος γάρ ἐστιν». Ὁ 8ος Κανόνας τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τούς χαρακτηρίζει ὡς αὐθάδεις, διότι «κατά αὐθάδειαν ἀφηνιῶσι τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου». Ὁ 10ος Κανόνας τῆς Καρθαγένης ὁρίζει καθαίρεση γιά τόν κληρικό, ὁ ὁποῖος, «φυσιότητί τινι καί ὑπερηφανείᾳ ἐπαρθείς», ἀποσκιρτᾶ τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, ἐνῶ ὁ 11ος τῆς Καρθαγένης χαρακτηρίζει τούς κληρικούς αὐτούς ὡς ὑπερόπτες, διότι «ὑπεροψίᾳ φυσιούμενοι, ἐκ τῆς τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου κοινωνίας ἑαυτούς ἐχώρισαν».
     Βέβαιως, οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνο βασίζονται στό δεύτερο μέρος[3] τοῦ Κανόνα, τό ὁποῖο ἐπιτρέπει τήν πράξη αὐτή, ὅταν ὅμως ὑπάρχουν συγκεκριμένες κανονικές καί δογματικές προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες ὁ ἴδιος ὁ κανόνας καθορίζει. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τό κείμενο τοῦ Κανόνα, «Οἱ γάρ δι᾽ αἵρεσίν τινα, παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου τήν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκεί­σονται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται».
   Μεγάλη σύγχυση καί τεράστια πνευματική ζημία προκαλεῖται, ὅταν ἑστιάζουμε τήν προσοχή μας μόνο στό συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ Κανόνα, δίχως νά λαμβάνουμε ὑπόψη μας τά πρό αὐτοῦ καί, κυρίως, τά μετά τούτου ὁρισθέντα. Γιατί ἡ κατ᾽ ἐπιλογήν χρήση τοῦ κειμένου, σέ συνδυασμό μέ ζηλωτικές τάσεις ἤ, κατά τό Βαλσαμῶνα, σέ συνάρτηση μέ «τήν κατά μεθοδείαν σατανικήν εἰς τήν τῶν σχισματικῶν μανίαν»[4], ὁδηγεῖ σέ ἀντιποίηση κανονικῆς ἀρχῆς, ἡ ὁποία, μέ τή σειρά της, ἀποτελεῖ τή βάση γιά τίς μετέπειτα ἐκκλησιαστικές παρενέργειες.
    Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι ὁ συγκεκριμένος Κανόνας τονίζει στό θεόπνευστο κείμενό του τή σημαντικότητα καί ἀναγκαιότητα τῆς Συνοδικῆς διαγνώμης καί ἀποφάσεως σέ τρία σημεῖα, κάτι τό ὁποῖο τελείως παραθεωροῦν οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνο:
    α. Στό πρῶτο μέρος, ὅπου καταδικάζει τόν κληρικό πού διακόπτει τήν κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο «πρό ἐμφανείας συνοδικῆς», πού σημαίνει ὅτι ὁ κληρικός δέν ἔχει δικαίωμα νά γνωματεύει ἀντί τῆς Συνόδου,
   β. ὅταν ἀναφέρεται στήν αἵρεση, ἡ ὁποία θά πρέπει νά εἶναι «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Συνόδων», πού σημαίνει πώς μόνο ὅ,τι ἔχει καθορισθεῖ καί ἀποκληθεῖ ἀπό Σύνοδο ὡς αἱρετικό μπορεῖ νά ἀποτελέσει αἰτία διακοπῆς κοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο, καί
    γ. ὅταν γίνεται ἀναφορά στή διακοπή κοινωνίας μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», πού σημαίνει ὅτι τό θέμα ἔχει παραπεμφεῖ ἤδη στή Σύνοδο, ἡ ὁποία ἐξετάζει τήν περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά ἀκόμη δέν ἔχει ὁλοκληρώσει τή διάγνωσή της.
    Μιά προϋπόθεση, λοιπόν, πού φαίνεται νά δικαιολογεῖ τή διακοπή τοῦ μνηνοσύνου –καί χρησιμοποιῶ τό ρήμα «φαίνεται», διότι, ὅπως θά δοῦμε στό τρίτο μέρος, ἡ ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου κήρυξη αἱρέσεως ἀπό μόνη της δέν αἰτιολογεῖ τή διακοπή τοῦ μνημοσύνου– εἶναι ἡ περίπτωση Ἐπισκόπου πού κηρύσσει αἵρεση «κατεγνωσμένην παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων». Ἡ φράση αὐτή ἐκ τῶν πραγμάτων θέτει μιά βασική ἐκκλησιολογική ἀρχή: ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζει τί εἶναι αἵρεση καί τί ὄχι καί, ἀκολούθως, ἡ Σύνοδος κρίνει ποιός εἶναι αἱρετικός καί ποιός ὄχι. Πρόσωπα, ὁμάδες, κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί, ὀργανώσεις καί συνάξεις δέν ἔχουν κανένα δικαίωμα καί καμμία αὐθεντία νά κρίνουν τί εἶναι αἵρεση καί νά χαρακτηρίσουν ποιός εἶναι αἱρετικός.
   Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο καί μέ δεδομένη τή ζηλωτική ἔξαρση κάποιων ἀδελφῶν μας πού ἐπικαλοῦνται παραβιάσεις συγκεκριμένων Κανόνων, γιά παράδειγμα περί συμπροσευχῆς μέ αἱρετικούς καί ἑτεροδόξους, θά πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι σχίσμα δέν ἐπέρχεται ἐξ ἀφορμῆς τῶν παραβάσεων ἤ τῶν παρεκκλίσεων ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, ἀλλά ὅταν διακόπτεται ἡ κοινωνία μέ τόν τοπικό Ἐπίσκοπο καί τήν Κανονική Ἐκκλησία. Αἵρεση, ἐπίσης, δέν στοιχειοθετεῖται ὅταν δέν ἐφαρμόζεται μονομερῶς κάποιος Ἱερός Κανόνας, ἀλλά ὅταν ἐπισήμως καί πανηγυρικῶς ἀπορρίπτονται οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί γενικῶς ὅλη ἡ κανονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά δώσω ἕνα παράδειγμα, γιά νά κατανοήσουμε αὐτή τή μεγάλη ἐκκλησιολογική πραγματικότητα.
   Ὁ 101ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου[5] καταδικάζει μέ ποινή ἀφορισμοῦ αὐτούς πού χρησιμοποιοῦν τή λαβίδα ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀντικείμενο γιά τή μετάδοση τῆς Θείας Μεταλήψεως. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία, χωρίς νά συγκαλέσει ἄλλη Οἰκουμενική Σύνοδο καί χωρίς νά καταργήσει αὐτόν τόν Κανόνα, ἄλλαξε αὐτή τήν πρακτική. Δικαιολογεῖται, λοιπόν, ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας τοῦ Ἐπισκόπου, ἐπειδή μεταδίδει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέ λαβίδα καί κατά τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνες εἶναι παραβάτης; Μποροῦμε ἄραγε νά χαρακτηρίσουμε τόν Ἐπίσκοπο πού μεταδίδει τή Θεία Κοινωνία μέ τή λαβίδα ὡς αἱρετικό διότι παραβιάζει τόν κανόνα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι σίγουρα ἀρνητική.
     Ὡστόσο, οἱ διάφορες λίστες μέ τά παραπτώματα τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Ἐπισκόπων πού κυκλοφοροῦν καί μοιράζονται ἀπό τούς σύγχρονους «ὁμολογητές τῆς πίστεως» βασίζονται κυρίως στήν παραβίαση συγκεκριμένων Κανόνων ἀπό τήν ὁποία ἐξάγεται ὁ χαρακτηρισμός τοῦ αἱρετικοῦ.
     Πέραν ὅμως της παραβάσεως μεμονομένων Κανόνων πού ὅπως εἴδαμε δέν συνιστᾶ ἐπιχείρημα ἱκανό γιά νά χαρακτηριστεῖ κάποιος Ἱεράρχης ὡς αἱρεκός, ἀκόμη κι ἄν ἕνας ἐπίσκοπος στή διδασκαλία του ὑποπέσει σέ δογματικά λάθη, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι αἱρετικός ἤ ὅτι κηρύσσει αἵρεση. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε, ὅτι ὑπάρχουν ἀναρίθμητα παραδείγματα πού ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι, ὅση ἁγιότητα καί ἄν διαθέτουν, πολλές φορές κάνουν λάθη δογματικά καί ἐκκλησιαστικά. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε ἔδειχνε ὑπομονή καί ἀνοχή, μέσα στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, καί συγχώρησε, παρέβλεψε, ἀνέπαυσε καί, κυρίως, ποτέ δέν βιάστηκε νά κατηγορήσει ἤ νά ἀναθεματίσει, σέ ἀντίθεση μέ κάποιους πού σπεύδουν νά κρίνουν καί νά ἐπικρίνουν, πιστεύοντας μάλιστα ὅτι πράττουν κανονικό καί θεάρεστο καθῆκον.   
    Ἡ περίπτωση τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου σχετικά μέ τήν περί τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ διδασκαλία ἀποδεικνύει τοῦ λόγου τό ἀληθές. Μάλιστα, δέν εἶναι αὐτή ἡ μόνη κακοδοξία πού μποροῦμε νά συναντήσουμε στή θεολογία του. Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν τόν κατεδίκασε ἐπίσημα, παρότι ποτέ δέν ἀποδέχθηκε καί τήν διδασκαλία του.
      Παρόμοια καί μέ τήν ἴδια ἀγαπητική διάκριση κινήθηκε καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅταν παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Ἐπίσκοποι καί κληρικοί πού εἶχαν προσχωρήσει στόν Ἀρειανισμό. Τίς θέσεις του καί τίς ἀπόψεις του μπορεῖ εὔκολα νά τίς μελετήσει κάποιος στήν «πρός Ρουφιανόν» ἐπιστολή του. Ἡ Σύνοδος ἄσκησε ἀπεριόριστη καί σκανδαλώδη ἐκκλησιαστική οἰκονομία καί δέχθηκε τούς ἐπισκόπους πού εἶχαν ὑπογράψει ἀρειανική ὁμολογία, τοποθετώντας τους μάλιστα πίσω στίς προηγούμενες θέσεις τους. Τούς ἀπεκατέστησε πλήρως! Καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συμφώνησε μέ αὐτή τήν τακτική καί προέτρεψε τόν Ρουφιανό νά ἀποδεχθεῖ τίς ἀποφάσεις τῶν Πατέρων, δίχως νά μέμφεται τή Σύνοδο γιά τό ὅτι λειτούργησε ὑποχωρητικά[6].
     Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού ἦταν ἄριστος θεολόγος δέν ἦταν ἄμοιρος δογματικῶν λαθῶν καί ἀμφιβόλων δογματικῶν διατυπώσεων ὅπως π.χ. αὐτό περί τῆς ἀποκαταστάσεων τῶν πάντων. Παρά ταῦτα, ὅμως, εἶναι μεγάλος Ἅγιος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας, ἐπίσης, στίς ὁμιλίες του περί τοῦ Υἱοῦ δέν ἐκφράστηκε μέ δογματική ἀκριβολογία, μέ ἀποτέλεσμα νά δίδει θεολογικά ἐπιχειρήματα στίς πλάνες τῶν ἀρειανῶν[7]. Γι᾽ αὐτό ἀναγκάστηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος νά γράψει ὁλόκληρη πραγματεία κατά τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, γιά νά δικαιολογήσει τίς δογματικές καί ἄστοχες θέσεις του. Ὅμως Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καί ὁ Γρηγόριος καί ὁ Διονύσιος καί ὁ Αὐγουστῖνος πού ἔπεσαν σέ δογματικές πλάνες καί ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος πού δέν ἔπεσε[8].
    Διανοήθηκαν ἆραγε ὅλοι αὐτοί οἱ δῆθεν μεγάλοι θεολόγοι, οἱ ἀποτειχισμένοι καί ἀποσχισμένοι, ὅλοι αὐτοί πού κατακρίνουν τούς κανονικούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας ὡς αἱρετικούς μέ βάση τά δικά τους κριτήρια, διανοήθηκαν ποτέ νά διαγράψουν τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί τούς ἄλλους Ἁγίους μας ἀπό τό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδή στή διδασκαλία τους ἐξακριβωμένα εἶχαν λάθη καί κακοδοξίες καί ἐνίοτε δογματικές πλάνες;
    Ἀρκετά διαφωτιστικός γιά τό θέμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι, ἐπίσης, καί ὁ 6ος Κανόνας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[9], ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι «αἱρετικούς καλοῦμε ὅσους ἀπό παλιά ἀποκηρύχθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὅσους ἀργότερα ἀναθεματίστηκαν ἀπό ἐμᾶς καί ἐπιπλέον ὅσους προσποιοῦνται ὅτι ὁμολογοῦν τήν ἀληθινή πίστη, ἀλλά ἔχουν ἀποσχιστεῖ καί κάνουν συναθροίσεις πού ἀντιτίθενται στούς κανονικούς μας Ἐπισκόπους».
    Δέν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμός γιά τό ἄν θά πρέπει νά διακόπτουμε τήν κοινωνία τοῦ Ἐπισκόπου, ἐπειδή κηρύσσει αἵρεση, καί ἀκόμη δέν χρειάζεται περισσότερη ἀνάλυση γιά τό τί θεωρεῖ ἡ Ἐκκλησία μας αἱρετικό καί πῶς αὐτό καθορίζεται. 
   Συμπληρωματικά νά σημειώσουμε, ὡστόσο, ὅτι αἵρεση δέν δημιουργεῖται μόνο ὅταν ὑπάρχει ἀλλοίωση ἤ νοθεία τοῦ δόγματος, ἀλλά καί ὅταν ἀνάγουμε σέ δόγμα ζητήματα δευτερεύοντα, τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία δέν θεωρεῖ ἰσάξια τοῦ δόγματος. Οἱ Εὐσταθιανοί, γιά παράδειγμα, δέν εἶχαν καμμία δογματική παρέκκλιση ἀπό τόν πυρῆνα τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, δηλαδή δέν ἐλέγχονταν γιά κάποιο σφάλμα οὔτε στήν Τριαδολογία οὔτε στήν Χριστολογία οὔτε στήν Ἐκκλησιολογία. Ὅμως, ἐμφορούμενοι ἀπό ἄκρατο εὐσεβισμό, εἶχαν ἀναγάγει σέ δόγματα σωτηρίας δευτερεύοντα ζητήματα, ὅπως εἶναι ἡ ἀγαμία τῶν κληρικῶν καί ἡ ἀποχή τῆς κρεοφαγίας. Ἡ Ἐκκλησία ἔλεγε ὅτι εἶναι καλό νά εἶναι κάποιος ἐγκρατής καί νά ἀπέχει ἀπό τό κρέας, ἀλλά αὐτοί ἐπέμεναν νά διδάσκουν ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ, ὅταν εἶναι ἔγγαμος καί ὅταν κρεοφαγεῖ. Ἡ Ἐκκλησία φυσικά τούς ἀπεκήρυξε διά τῶν ἀποφάσεων τῆς ἐν Γάγγρᾳ Συνόδου[10].
    
    Τό κείμενο τοῦ δεύτερου μέρους τοῦ 15ου Κανόνα τελειώνει μακαρίζοντας καί ἐπαινώντας τούς κληρικούς ἐκείνους πού ἀποτειχίζονται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Ὁ ἔπαινος, ὅπως προαναφέρθηκε, αἰτιολογεῖται στό τρίτο μέρος τοῦ κειμένου, πού ἀποτελεῖ, κατά τά εἰθισμένα τῆς κανονοθεσίας, τό συμπέρασμα καί τό ἐπισφράγισμα τοῦ Κανόνα. Ἀλλά –δυστυχῶς οἱ παύοντες τήν κοινωνία τοῦ Ἐπισκόπου κρατοῦν μόνο τή φράση «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» καί διερωτῶνται γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν τούς ἔχει ἀκόμη ἀποδώσει τά εὔσημα.
      
    Στό τρίτο μέρος τοῦ κειμένου[11] ἀναγράφεται ὅτι εἶναι ἄξιοι κάθε τιμῆς ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅσοι παύουν τή μνημόνευση ψευδοεπισκόπων πού κηρύσσουν κατεγνωσμένη ἀπό Σύνοδο αἵρεση, κυρίως ὅμως τούς ἀξίζει κάθε τιμή, γιατί μέ τή συμπεριφορά τους φρόντισαν μέ ζῆλο νά σωθεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπό σχίσματα καί μέ τή στάση τους δέν κατατεμάχισαν τήν ἑνότητά της μέ μερισμούς: «Οὐ γάρ ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς ἐκκλη­σίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι». Τό κίνητρο, ἑπομένως, γιά τή διακοπή τοῦ μνημοσύνου καταγράφεται ἐδῶ καί δέν εἶναι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος, ἀλλά ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός πού δημιουργεῖ, ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεώς του, μερισμούς καί σχίσματα. Αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου δυνητικῶς μποροῦμε νά διακόψουμε τή μνημόνευση πρός «συνοδικῆς διαγνώσεως».
     Ἡ Ἐκκλησία μας ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἡ διδασκαλία αἱρέσεως συνοδεύεται ἀπό σχίσμα κι αὐτό μέ τή σειρά του ἀπό τήν πήξη θυσιαστηρίου, πού βαθύτερα καί οὐσιαστικότερα σημαίνει τήν ἀρχή μιᾶς νέας Ἐκκλησίας, Ὁμολογίας, ἤ Θρησκείας. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ κηρύσσω «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» αἵρεση[12]. Ὅλη ἡ οὐσία τοῦ Κανόνα βρίσκεται κατασταλαγμένη σ᾽ αὐτή τήν τελευταία πρόταση τοῦ κειμένου. Αὐτός πού σώζει τήν Ἐκκλησία ἀπό  τά σχίσματα πού δημιουργοῦν νέα πίστη, νέα θρησκεία, νέα ἐκκλησία καί διαρρηγνύουν τό σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, αὐτός εἶναι ὁ ἄξιος κάθε τιμῆς καί ὄχι αὐτός πού διακόπτει τό μνημόσυνο καί τήν κοινωνία μετά τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου του.
     Γιά τό συγκεκριμένο κείμενο ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σημειώνει σχετικά ὅτι «οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνον εἶναι ἄξιοι τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδοεπισκόπων αὐτῶν»[13]. Παρόμοια καί ὁ Ζωναρᾶς τονίζει ὅτι αὐτοί πού διακόπτουν τό μνημόσυνο τοῦ πρώτου τιμῶνται ἀπό τήν Ἐκκλησία, μόνο ὅταν δέν δημιουργοῦν σχίσματα, ἀφοῦ μέ τήν πράξη τους αὐτή «μᾶλλον σχισμάτων τήν ἐκκλησίαν ἀπήλλαξαν»[14]. Καί ὁ Βαλσαμών ὑποστηρίζει γιά τόν διακόπτοντα τό μνημόσυνο ὅτι «οὐ γάρ ἀπέσχισεν αὐτόν ἀπό ἐπισκόπου, ἀλλ᾽ ἀπό ψευδοεπισκόπου καί ψευδοδιδασκάλου. καί τό παρά τούτου γεγονός ἐπαίνου ἄξιόν ἐστιν, ὡς μή κατατέμνον τήν ἐκκλησίαν, ἀλλά μᾶλλον συνάπτον αὐτήν, καί τοῦ μερισμοῦ ἀπαλλάττον»[15].
     Πέραν, ὅμως, ἀπό τήν παραπάνω ἑρμηνευτική προσέγγιση, ἡ ἴδια ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ σκοπός τῶν ἀποφάσεών μας πρέπει νά εἶναι πάντοτε θεραπευτικός καί ἑνωτικός. Γι᾽ αὐτό ἡ ἴδια προέβαινε σέ ἀναθεματισμούς, καθαιρέσεις καί ἀφορισμούς, μόνο ὅταν κλονιζόταν ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τῶν πιστῶν καί κυρίως ὅταν ὑπῆρχε ὁρατός ὁ κίνδυνος τῆς δημιουργίας νέων ὁμολογιῶν καί ἐκκλησιῶν καί ὄχι ὅταν ὑπῆρχε κακοδιδασκαλία ἄνευ διασπαστικῶν συνεπειῶν.
    Τίθεται λοιπόν ἕνα ἐρώτημα: Ὅλοι αὐτοί πού διέκοψαν τό μνημόσυνο τῶν Ἐπισκόπων τους ἀπό ποιό σχίσμα ἀπήλλαξαν τήν Ἐκκλησία; Ἀπό ποιά κατάτμηση τήν προστάτεψαν καί πῶς διασφάλισαν τήν ἑνότητά της; Αὐτό τό ὁποῖο διαπιστώνουμε εἶναι ὅτι ὄχι μόνο δέν προστάτεψαν καί δέν προστατεύουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά, ἀντίθετα, τήν διασποῦν κυριολεκτικά ἐν ὀνόματι τῶν δογμάτων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Γι᾽ αὐτό, ἐξάλλου, δέν ἐπαναπαύονται στήν ἁπλῆ παύση τῆς μνηνονεύσεως οὔτε στήν μετά πολλῆς ταπεινώσεως ἀναμονή τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἀλλά κάνουν πανηγυρικές ἐμφανίσεις, διακηρύττουν μέ ἐπίσημες ἀνακοινώσεις τήν πράξη τους, προγραμματίζουν τήν ἡμέρα τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, σάν νά πρόκειται γιά ἀναγγελία δημιουργίας κόμματος, διαφημίζουν τό σχίσμα τους ὡς ἡρωική πράξη, ὀργανώνονται σέ συνάξεις καί συνέδρια, προσπαθώντας νά πείσουν γιά τά λάθη τῆς Ἐκκλησίας, φατριάζουν ἐναντίον τῶν Ἐπισκόπων καί μετά σπουδῆς προσπαθοῦν νά προσηλυτίσουν καί ἄλλους, γιά νά τούς ἀκολουθήσουν στόν ὀλισθηρό δρόμο πού έχουν πάρει. Μέ δύο λόγια: κρατοῦν τήν Ὀρθοδοξία καί ἀπορρίπτουν τήν Ἐκκλησία!!! Αὐτός ὁ συνδυασμός ὅμως εἶναι ἀνύπαρκτος γιά τά δεδομένα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
      Τέλος, θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου δέν εἶναι μία ἁπλῆ πράξη διαμαρτυρίας ἤ ἡρωισμοῦ δίχως ἐκκλησιολογικές συνέπειες.  Τό νά διακόψω τήν κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπό μου σημαίνει ὅτι διακόπτω τήν κοινωνία μέ ὅλους τούς Ἐπισκόπους, τούς κληρικούς, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς πού ἔχουν κοινωνία μαζί του καί τόν ἀναγνωρίζουν ὡς κανονικό Ἐπίσκοπο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· σημαίνει, δηλαδή, ὅτι διακόπτω τήν κοινωνία μέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο κόσμο. Γιατί ὅταν κάποιος εἶναι αἱρετικός ἤ σχισματικός, τότε καί ὅλοι οἱ κοινωνοῦντες μετ᾽ αὐτοῦ εἶναι σχισματικοί καί αἱρετικοί.
     Ἡ πράξη τῆς διακοπῆς κοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο τόν ὁποῖο ἀποδέχεται κανονικά καί εὐχαριστιακά σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία, ὁδηγεῖ σέ ἕνα εὐχαριστιακό καί κανονικό ἀποκλεισμό, γεγονός πού εἴδαμε καί ζήσαμε στούς ἐλάχιστους ἁγιορεῖτες «ζηλωτές», οἱ ὁποῖοι, μαζί μέ τούς σύγχρονους «ὁμολογητές τῆς πίστεως», διέκοψαν τό μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου τους μέ ἕνα ἑρμαφρόδιτο καί ἐπαμφοτερίζοντα τρόπο.
      Ἀπό τή μιά μεριά, δέν κοινωνοῦν μαζί μέ τόν Ἐπισκοπό τους καί φυσικά δέν λαμβάνουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τά χέρια τοῦ «αἱρετικοῦ». Ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση μεταξύ τους γιά τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων που τελοῦνται. Εὔλογα ὅμως διερωτώμεθα: Πῶς λαμβάνουν τό Ἅγιο Μύρο ἀπό τόν Πατριάρχη καί τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως; Θά πρέπει κανονικά νά σταματήσουν νά τελοῦν τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος, ἀλλά, ἀπό ὅσο γνωρίζουμε, αὐτό δέν συμβαίνει.       
    Ἀκόμη, λοιπόν, κι ἄν δέν μνημονεύουν τόν Πατριάρχη ἤ τόν Ἐπίσκοπο πού κοινωνεῖ μέ τόν Πατριάρχη, κοινωνοῦν μαζί του μέσω τοῦ Ἁγίου Μύρου, εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι, γεγονός πού ἀποτελεῖ μιά ἀκόμη ἀπόδειξη τοῦ ἀσφυκτικοῦ κλοιοῦ τῶν ἀδιεξόδων, τῶν ἀντιφάσεων καί τοῦ φαύλου κύκλου, ὅπου τούς ἔχουν ὁδηγήσει οἱ ἀσύνετες καί ἀντιεκκλησιαστικές ἐπιλογές τους.
     Δέν χρειάζεται, βέβαια, νά τεθεῖ καθόλου ὁ ἐκκλησιολογικός καί κανονικός προβληματισμός πρός ὅλους αὐτούς πού κατακρίνουν τούς Πατριάρχες καί τούς λοιπούς Ἐπισκόπους ὡς σχισματικούς ἤ αἱρετικούς, γιά τό ποιός τελικά θά μᾶς πληροφορήσει ὅτι ὅλοι αὐτοί ἤ κάποιοι ἐξ αὐτῶν ἐπέστρεψαν στήν ἀληθινή πίστη καί μετενόησαν γιά τίς «κακοδοξίες» τους. Σήμερα βγαίνουν καί δηλητηριάζουν τό λαό τοῦ Θεοῦ μέ ἕνα σωρό ἀνακοινώσεις καί δημοσιεύματα ὅτι δῆθεν ὁ Πατριάρχης καί μερικοί Ἐπίσκοποι κηρύσσουν αἵρεση. Θά βγοῦν αὐτοί πάλι νά μᾶς πληροφορήσουν γιά τό ποιοί Ἐπίσκοποι ἐπέστρεψαν καί ποιοί ὄχι; Καί τό κυριώτερο: Ποιός θά ἀποκαταστήσει αὐτούς τούς δῆθεν αἱρετικούς, ὅταν αὐτοί κατά τήν κρίση τους μετανοήσουν;
     Τό ζήτημα, ἀσφαλῶς, δέν τίθεται μόνο γιά τήν ἀποκατάσταση αὐτῶν πού κατηγοροῦνται ὡς ἀνάξιοι καί αἱρετικοί. Τά πρόσωπα αὐτά, ἐξάλλου, στή συνείδηση τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας δέν χρήζουν καμμίας ἀποκαταστάσεως. Ὡστόσο, μέ τήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου καί τήν παύση κοινωνίας τους μέ τήν Κανονική Ἐκκλησία τίθεται το σημαντικότατο ζήτημα γιά τό πῶς οἱ ἴδιοι θά ἐπανενταχθοῦν στήν Ἐκκλησία. Γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι, ὅποιος ἀποσχιστεῖ καί ἀποτειχιστεῖ, πολύ δύσκολα ἐπιστρέφει καί πάλι στήν Κανονική Ἐκκλησία.
    Νά ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ ὅτι ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος διέκοψε τό 1970 τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, κατόπιν βέβαια πολλῶν πιέσεων, κυρίως ἀπό ζηλωτικούς κύκλους. Τό 1973 ἐπανέφερε, πρός μεγάλη του ἀνακούφιση, τό κανονικό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου, παρότι ἡ διαθρησκειακή καί διορθόδοξη ἐκκλησιαστική γραμμή τοῦ Πατριαρχείου δέν ἄλλαξε καί οἱ λόγοι πού ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης και οἱ «ζηλωτές» εἶχαν ἐπικαλεστεῖ ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, γιά νά διακόψουν τό μνημόσυνό του, δέν ἐξέλιπαν. Εἶπε, ὅμως, τότε ὁ μακαριστός Αὐγουστῖνος κάτι τό ὁποῖο δέν δημοσίευσε στό κείμενό του «Ἀπαντήσεις ἐπί ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων»[16] καί τό ὁποῖο ἐκφράζει τήν πραγματική συλλογιστική τοῦ ὅλου προβλήματος ἐπιστροφῆς του στήν Ἐκκλησία: «Εὐτυχῶς πού πέθανε ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καί βρήκαμε τρόπο νά ἐπανενταχτοῦμε στήν Ἐκκλησία».

        Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
        Ἀγαπητοί Πατέρες,
        Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγητές,
        Ἐκλεκτοί σύνεδροι,
   Ἀσφαλῶς ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου δέν συντάχθηκε, γιά νά δώσει τό δικαίωμα στόν κάθε κληρικό νά ἀπειθαρχεῖ καί νά μήν ὑπακούει τόν Ἐπίσκοπό του, ἀλλά, ἀντιθέτως, τό πνεῦμα τοῦ Κανόνα εἶναι ἡ ὑπακοή καί ἡ πειθαρχία τοῦ πρεσβυτέρου στόν Ἐπίσκοπο, τοῦ Ἐπισκόπου στόν Μητροπολίτη, τοῦ Μητροπολίτη στόν Πατριάρχη καί ὅλων τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν λοιπῶν κληρικῶν στή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας. Σκοπός, ἐπίσης, τοῦ Κανόνα δέν εἶναι νά δώσει στούς «ζηλωτές» Κληρικούς ἕνα κανονικό ἐπιχείρημα, γιά νά ἀντιμάχονται καί νά πολεμοῦν τούς Ἐπισκόπους, οὔτε τό κανονικό δικαίωμα νά τούς χαρακτηρίζουν, κατά τήν κρίση τους, ὡς αἱρετικούς. Τό μοναδικό κίνητρο τοῦ Κανόνα εἶναι ἡ ἀποφυγή τῆς δημιουργίας νέων ἐκκλησιῶν, ὁμολογιῶν, θρησκειῶν καί σχισμάτων πού μερίζουν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαστροφή ὅμως εἶναι τόσο μεγάλη, πού, ἐνῶ ὁ Κανόνας ἀποβλέπει στήν παύση τῶν σχισμάτων καί τῶν μερισμῶν, κάποιοι τόν χρησιμοποιοῦν γιά νά κατοχυρώσουν καί νά δικαιολογήσουν τό σχίσμα τους! Ἔτσι ἰσχύει καί στήν περίπτωσή τους ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου: «φεύγοντες τόν καπνόν εἰς πῦρ ἐνέπεσον»[17].

[1] 15ος Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Α΄ Μέρος σέ νεοελληνική ἑρμηνευτική ἀπόδοση: Ὅσα ἀποφασίστηκαν γιά πρεσβυτέρους καί ἐπισκόπους καί μητροπολίτες ταιριάζουν πολύ περισσότερο καί γιά πατριάρχες. Ἑπομένως, ἄν κάποιος πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἤ μητροπολίτης τολμήσει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν πατριάρχη του καί δέν ἀναφέρει τό ὄνομά του στή Θεία Μυσταγωγία, ὅπως ἔχει ἀποφασιστεῖ καί καθοριστεῖ, ἀλλά δημιουργήσει σχίσμα πρίν ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου καί τήν ὁλοκληρωτική καταδίκη, ἡ Ἁγία Σύνοδος ὅρισε αὐτός νά ἀποξενώνεται τελείως ἀπό κάθε ἱερατικό ἀξίωμα, ἀρκεῖ νά ἀποδειχθεῖ ὅτι ἔκανε αὐτή τήν παρανομία. Καί αὐτά βέβαια ἔχουν ἀποφασιστεῖ καί ἐπικυρωθεῖ γιά ὅσους ἀποσχίζονται ἀπό τούς ἐπικεφαλῆς τους μέ πρόφαση κάποιες κατηγορίες πού προκαλοῦν σχίσμα καί διασποῦν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
[2] Βλέπε ἐνδεικτικῶς: 12ος, 27ος, 31ος, 38ος, 39ος, 41ος καί 55ος τῶν Ἀποστόλων, 6ος τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 8ος, 13ος καί 18ος τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 34ος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 6ος Κανόνας τῆς Γάγγρας, 4ος, 5ος, 6ος, 7ος, 8ος, 11ος καί 24ος τῆς Ἀντιοχείας, 6ος καί 14ος τῆς Σαρδικῆς, 41ος, 42ος καί 57ος τῆς Λαοδικείας, 6ος, 10ος, 11ος καί 29ος τῆς Καρθαγένης, 13ος καί 14ος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, 3ος τῆς Ἁγίας Σοφίας, 1ος καί 89ος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου κ. ἄλ.
[3] 15ος Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Β´ Μέρος σέ νεοελληνική ἑρμηνευτική ἀπόδοση: Ὅσοι κληρικοί ἀποκόπτονται ἀπό τόν Ἐπίσκοπό τους καί δέν ἀναφέρουν τό ὄνομά του στίς Ἱερές Ἀκολουθίες ἐξ αἰτίας κάποιας ἀναγνωρισμένης καί καταδικασμένης ἀπό τίς Ἅγιες Συνόδους αἱρέσεως, ἡ ὁποία διδάσκεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο δημοσίως καί ἀπροκάλυπτα ἐντός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοί ὄχι μόνο δέν θά πρέπει νά καθαιροῦνται, ἐπειδή διέκοψαν τήν κοινωνία μέ τόν Πρῶτο πρίν ἀπό τήν συνοδική ἀπόφαση, ἀλλά θά πρέπει νά θεωροῦνται ἀπό τήν Ἐκκλησία ἄξιοι κάθε τιμῆς.
[4] Βαλσαμών, «Ὑπόμνημα εἰς τόν 13ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου», «Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων», Τόμος 2ος, σελ. 691
[5] 101ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Σῶμα Χριστοῦ, καί ναόν, τόν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κτισθέντα ἄνθρωπον, ὁ θεῖος Ἀπόστολος μεγαλοφώνως ἀποκαλεῖ. Πάσης οὖν αἰσθητῆς κτίσεως ὑπερκείμενος ὅ τῷ σωτηρίῳ πάθει τοῦ οὐρανίου τυχών ἀξιώματος, ἐσθίων καί πίνων Χριστόν, πρός ζωήν διά παντὸς μεθαρμόζεται τήν ἀΐδιον, ψυχήν καί σῶμα τῇ μεθέξει τῆς θείας ἁγιαζόμενος χάριτος· ὥστε, εἴ τις τοῦ ἀχράντου σώματος μετασχεῖν ἐν τῷ τῆς συνάξεως βουληθείη καιρῷ, καί ἕν πρός αὐτῷ τῇ μετουσίᾳ γενέσθαι, τάς χεῖρας σχηματίζων εἰς τύπον σταυροῦ, οὕτω προσίτω καί δεχέσθω τήν κοινωνίαν τῆς χά­ριτος. Τούς γάρ ἐκ χρυσοῦ, ἤ ἄλλης ὕλης, ἀντί χειρός, τινά δοχεῖα κατασκευά­ζοντας πρός τήν τοῦ θείου δώρου ὑποδοχήν, καί δι’ αὐτῶν τῆς ἀχράντου κοινωνίας ἀξιουμένους, οὐδαμῶς προσιέμεθα, ὡς προτιμῶντας τῆς τοῦ Θεοῦ εἰκόνος τήν ἄψυχον ὕλην καί ὑποχείριον. Εἰ δέ τις ἁλῶ τῆς ἀχράντου κοινωνίας μεταδιδούς τοῖς τά τοιαῦτα δοχεῖα προσφέρουσι, καί αὐτός ἀφοριζέσθω, καί ὁ ταῦτα ἐπιφερόμενος».
[6] «Παυσαμένης τῆς γινομένης βίας, γέγονε σύνοδος, παρόντων ἀπό τῶν ἔξω μερῶν ἐπισκόπων. γέγονε δέ καί παρά τοῖς τήν Ἑλλάδα κατοικοῦσιν συλλειτουργοῖς. οὐδέν δέ ἧττον καί τοῖς ἐν Σπανίᾳ καί Γαλλίᾳ. καί ἤρεσεν ὅπερ ὧδε καί πανταχοῦ, ὥστε τοῖς μέν καταπεπτωκόσι καί προϊσταμένοις τῆς ἀσεβείας συγγινώσκειν μέν μετανοοῦσι, μή διδόναι δέ αὐτοῖς τόπον κλήρου. τοῖς δέ μή αὐθεντοῦσι μέν τῆς ἀσεβείας, παρασυρεῖσι δέ δι᾽ ἀνάγκην καί βίαν, ἔδοξε δίδοσθαι μέν συγγνώμην, ἔχειν δέ καί τόν τόπον τοῦ κλήρου. μάλιστα ὅτι ἀπολογίαν πιθανήν ἐπορίσαντο, καί ἔδοξε τοῦτό πως οἰκονομικῶς γενέσθαι. Διεβεβαιώσαντο γάρ μή μεταβεβλῆσθαι εἰς ἀσέβειαν. ἵνα δέ μή κατασταθέντες τινές ἀσεβέστατοι διαφθείρωσι τά Ἐκκλησίας, εἴλοντο μᾶλλον συνδραμεῖν τῇ βίᾳ καί βαστάσαι τό βάρος, ἤ λαούς ἀπολέσθαι. Τοῦτο δέ λέγοντος ἔδοξαν ἡμῖν πιθανῶς λέγειν. διά τό καί προφασίζεσθαι αὐτούς τόν Ἀαρών τόν τοῦ Μωϋσέως ἀδελφόν ἐν τῇ ἐρήμῳ συνδραμεῖν μέν τῇ τοῦ λαοῦ παραβάσει. ἀπολογίαν δέ ἐσχηκέναι, ἵνα μή ὁ λαός ὁ ἐπιστρέψας εἰς Αἰγυπτον ἐπιμείνει τῇ εἰδωλολατρίᾳ. καί γάρ ἦν τό φαινόμενον εὔλογον. ὅτι μένοντες ἐν τῇ ἐρήμῳ δύνανται παύσασθαι τῆς ἀσεβείας. εἰσελθόντες δέ εἰς Αἴγυπτον, ἐπετρίβοντο καί ηὔξανον ἐν ἑαυτοῖς τήν ἀσέβειαν. Τούτων τοίνυν ἕνεκα συγγνωστόν τό πρός τόν κλῆρον γέγονε. τοῖς δέ ἀπατηθεῖσι καί βίαν παθοῦσι συγγνώμη δίδοται. Ταῦτα καί τῇ σῇ εὐσεβείᾳ δηλῶ, θαρρῶν, ὅτι καί τά δόξαντα ἀποδέξεταί σου ἡ θεοσέβεια, καί οὐ καταγνώσεται ἐκεχειρίας τῶν συνελθόντων οὕτως. Καταξίωσον δέ αὐτά ἀναγνῶναι τῷ ἱερατείῳ καί τῷ λαῷ τῷ ὑπό σέ, ἵνα, καί αὐτοί γινώσκοντες, μή μέμφωνται οὕτω σέ διακείμενον περί τούς τοιούτους». Βλέπε: Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ΒΕΠΕΣ, Ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Τόμος 33, σελ. 86-87.
[7] Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (247- 264 ἤ 265) ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Ὠριγένη καί πολέμιος τοῦ Σαβελλιανισμοῦ γράφοντας πλῆθος ἐπιστολῶν. Στή διδασκαλία του ἐξέφρασε μία διατύπωση, σχετικῶς μέ τόν Υἱό, θεολογικῶς καί δογματικῶς προβληματική: «ὁ Υἱός οὐκ ἦν πρίν γέννηται». Ὅσον ἀφορᾶ δέ τή σχέση Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα ἐπίσης διατύπωσε δογματικῶς ἐσφαλμένη ἄποψη καί σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπό τόν Ὠριγένη: «ὁ Υἱός ξένος κατ᾽ οὐσίαν» καί «ποίημα» καί «κτίσμα ἐστίν». Ἡ λανθασμένη αὐτή διδασκαλία τοῦ Διονυσίου ἦταν ἀφορμή ὥστε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος νά συγγράψει πραγματεία ὑπό τόν τίτλο: «Περί Διονυσίου» στήν ὁποία παρότι ἐπαινεῖ τίς ἱκανότητές του καί τή συβμολή του στήν ἀντιμετώπιση τοῦ Σαβελλιανισμοῦ καί Μοναρχιανισμοῦ, μέ θάρρος καί παρησία τόν ἐλέγχει γιά τίς δογματικές του πλάνες.
[8] Ἀρχιμανδίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, «Τά Δύο Ἄκρα («Οἰκουμενισμός» καί «Ζηλωτισμός»)», Ἀναδημοσίευσις ἄρθρων καί ἐπιστολῶν, Ἀθήνα 1986, σελ. 88.
[9] 6ος Κανόνας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἐπειδή πολλοί τήν ἐκκλησιαστικήν εὐταξίαν συγχεῖν καί ἀνατρέπειν βουλόμενοι, φιλέχθρως καί συκοφαντικῶς αἰτίας τινάς κατά τῶν οἰκονομούντων τὰς ἐκκλησίας ὀρθοδόξων ἐπισκόπων συμπλάσσουσιν, οὐδέν ἕτερον, ἤ χραίνειν τάς τῶν ἱερέων ὑπολήψεις, καί ταραχάς τῶν εἰρηνευόντων λαῶν κατασκευάζειν ἐπιχειροῦντες· τούτου ἕνεκεν ἤρεσε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει συνδραμόντων ἐπισκόπων, μή ἀνεξετάστως προσίεσθαι τούς κατηγόρους, μηδέ πᾶσιν ἐπιτρέπειν τάς κατηγορίας ποιεῖσθαι κατά τῶν οἰκονομούντων τάς ἐκκλησίας, μηδέ μήν πάντας ἀποκλείειν. Ἀλλ᾽ εἰ μέν τις οἰκείαν τινά μέμψιν, τοὐτέστιν ἰδιωτικήν, ἐπαγάγοι τῷ ἐπισκόπῳ, ὡς πλεονεκτηθείς, ἤ ἄλλο τι παρά τό δίκαιον παρ αὐτοῦ πεπονθώς, ἐπὶ τῶν τοιούτων κατηγοριῶν μή ἐξετάζεσθαι, μήτε πρόσωπον τοῦ κατηγόρου, μήτε τήν θρησκείαν. Χρή γάρ παντί τρόπῳ, τό τε συνειδός τοῦ ἐπισκόπου ἐλεύθερον εἶναι, καί τόν ἀδικεῖσθαι λέγοντα, οἵας ἄν ᾖ θρησκείας,  τῶν δικαίων τυγχάνειν. Εἰ δέ ἐκκλησιαστικόν εἴη τό ἐπιφερόμενον ἔγκλημα τῷ ἐπισκόπῳ, τότε δοκιμάζεσθαι χρή τῶν κατηγορούντων τά πρόσωπα· ἵνα, πρῶτον μέν αἱρετικοῖς μή ἐξῇ κατηγορίας κατά τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ὑπέρ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ποιεῖσθαι. Αρε­τι­κούς δέ λέγομεν, τούς τε πάλαι τς κκλησίας ποκηρυχθέντας, καί τούς μετά τατα φ μν ναθεματισθέντας· πρός δέ τούτοις, καί τούς τήν πίστιν μέν τήν γι προσποιουμένους μολογεν, ποσχίσαντας δέ, καί ντισυνάγοντας τος κανονικος μν πισκόποις. Ἔπειτα δέ, καί εἴ τινες τῶν ἀπό τῆς ἐκκλησίας ἐπί αἰτίαις τισί προκατεγνωσμένοι εἶεν καί ἀποβεβλημένοι, ἤ ἀκοινώνητοι, εἴτε ἀπό κλήρου, εἴτε ἀπό λαϊκοῦ τάγματος, μηδέ τοιούτοις ἐξεῖναι κατηγορεῖν ἐπισκόπου, πρίν ἄν τό οἰκεῖον ἔγκλημα πρότερον ἀποδύσωνται. Ὁμοίως δέ καί τούς ὑπό κατηγορίαν προλαβοῦσαν ὄντας, μή πρότερον εἶναι δεκτούς εἰς ἐπισκόπου κατηγο­ρίαν, ἤ ἑτέρων κληρικῶν πρίν ἄν ἀθῴους ἑαυτούς τῶν ἐπαχθέντων αὐτοῖς ἀποδεί­ξωσιν ἐγκλημάτων. Εἰ μέντοι τινές μήτε αἱρετικοί, μήτε ἀκοινώνητοι εἶεν, μήτε κατεγνωσμένοι, ἤ  προκατηγορημένοι ἐπί τισι πλημμελήμασι, λέγοιεν δέ ἔχειν τινά ἐκκλησιαστικήν κατά τοῦ ἐπισκόπου κατηγορίαν, τούτους κελεύει ἡ ἁγία σύνοδος, πρῶτον μέν ἐπί τῶν τῆς ἐπαρχίας πάντων ἐπισκόπων ἐνίστασθαι τάς κατηγορίας, καί ἐπ αὐτῶν ἐλέγχειν τά ἐγκλήματα τοῦ ἐν αἰτίαις τισίν ἐπισκόπου· εἰ δέ συμβαίη ἀδυνατῆσαι τούς ἐπαρχιώτας πρός διόρθωσιν τῶν ἐπιφερομένων ἐγκλημάτων τῷ ἐπισκόπῳ, τότε αὐτούς προσιέναι μείζονι συνόδῳ, τῶν τῆς διοικήσεως ἐκείνης ἐπισκόπων ὑπέρ τῆς αἰτίας ταύτης συγκαλουμένων· καί μή πρότερον ἐνίστασθαι τήν κατηγορίαν, πρίν ἤ ἐγγράφως αὐτούς τόν ἶσον αὐτοῖς ἐπι­τι­μήσασθαι κίνδυνον, εἴπερ ἐν τῇ τῶν πραγμάτων ἐξετάσει συκοφαντοῦντες τόν κατηγορούμενον ἐπίσκοπον ἐλεγχθεῖεν. Εἰ δέ τις καταφρονήσας τῶν κατά τά προδηλωθέντα δεδογμένων, τολμήσειεν ἤ βασιλικάς ἐνοχλεῖν ἀκοάς, ἤ κοσμικῶν ἀρχόντων δικαστήρια, ἤ οἰκουμενικὴν σύνοδον ταράσσειν, πάντας ἀτιμάσας τούς τῆς διοικήσεως ἐπισκόπους, τόν τοιοῦτον τό παράπαν εἰς κατηγορίαν μή εἶναι δεκτόν, ὡς καθυβρίσαντα τούς κανόνας, καί τήν ἐκκλησιαστικήν λυμηνάμενον εὐταξίαν».
[10] Ἀρχιμανδίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, «Τά Δύο Ἄκρα («Οἰκουμενισμός» καί «Ζηλωτισμός»)»,  ὅπ. π., σελ. 84.
[11] «Οὐ γάρ ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς ἐκκλη­σίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
[12] Κυρίλλου (Κατερέλου) Ἐπισκόπου Ἀβύδου, «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Ἐκκλησιολογία ἤ Πιστότητα στήν Παράδοση;», Βλέπε διαδικτυακή δημοσίευση: www.ec-patr.org, σελ. 7.
[13] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καί Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ Ἱεροί καί Θεῖοι Κανόνες», Πρός κατάληψιν τῶν ἁπλουστέρων ἑρμηνευόμενοι παρά Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καί Νικοδήμου Μοναχοῦ, (Εἰς τό ἑξῆς: Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Πηδάλιον»), Ἀκριβής ἀνατύπωσις τῆς γ´ Ἐκδόσεως τοῦ 1864, Ἔκδοσις «ΑΣΤΗΡ – ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ», Ἀθῆναι 1986, σελ. 358.
[14] Ζωναρά, «Ὑπόμνημα εἰς τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου», Ράλλη Γ.Α. καί Ποτλή Μ, «Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῶν τε Ἁγίων καί Πανευφήμων Ἀποστόλων καί τῶν Ἱερῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν κατά μέρος Ἁγίων Πατέρων», Ἐγκρίσει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, (Εἰς τό ἑξῆς: «Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων»), Ἀκριβής ἀνατύπωσις ἀπό τήν πρώτην ἔκδοσιν τοῦ ἔτους 1852, Τόμος 2ος, Ἐκδόσεις ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 694.
[15] Βαλσαμών, «Ὑπόμνημα εἰς τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου», «Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων», Τόμος 2ος, ὅπ. π.,  σελ. 695.
[16] Αὐγουστίνου (Καντιώτη) Μητροπολίτου Φλωρίνης, «Ἀπανήσεις ἐπί ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων», Ἀθῆναι 1973, σελ. 49-50.
[17] Ἐπιφανίου Ἐπισκόπου Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, «Τοῦ Μελητίου (50) Σχίσματος τοῦ Αἰγυπτίου», PG Migne 42, 193.

Πηγή